Ἰω.
9, 39-10,9
9,39 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς κρῖμα ἐγὼ
εἰς τὸν κόσμον
τοῦτον ἦλθον,
ἵνα οἱ μὴ βλέποντες
βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται.
40 Καὶ ἤκουσαν
ἐκ τῶν Φαρισαίων
ταῦτα οἱ
ὄντες μετ' αὐτοῦ,
καὶ εἶπον αὐτῷ·
μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί
ἐσμεν;
41 Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει.
41 Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει.
10,1 Ἀμὴν
ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ
τῆς θύρας εἰς
τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων,
ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ
λῃστής·
2 ὁ
δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς
θύρας ποιμήν
ἐστι τῶν προβάτων.
3 Τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα
τῆς φωνῆς αὐτοῦ
ἀκούει, καὶ τὰ
ἴδια πρόβατα καλεῖ
κατ' ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά.
4 Καὶ ὅταν τὰ
ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ,
ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται,
καὶ
τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι
τὴν
φωνὴν αὐτοῦ·
5 ἀλλοτρίῳ δὲ
οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ,
ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν
ἀλλοτρίων τὴν φωνήν.
6 Ταύτην
τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς
ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνοι
δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς.
7 Εἶπεν οὖν πάλιν
αὐτοῖς ὁ
Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω
ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ
θύρα τῶν προβάτων.
8 Πάντες ὅσοι
ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ' οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ
πρόβατα.
9 Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι'
ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται,
καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω.
9, 39-10,9
14, 39 Ο
Ιησούς είπε, «Για
κρίσι εγώ ήλθα
στον κόσμο τούτον,
για να αποκτήσουν το
φως εκείνοι που δεν
βλέπουν και
να γίνουν τυφλοί
εκείνοι που βλέπουν».
40 Άκουσαν αυτά
όσοι από τους
Φαρισαίους ήσαν μαζί του
και
του είπαν, «Μήπως και
εμείς είμεθα τυφλοί;».
41 Είπε σ’ αυτούς ο Ιησούς, «Εάν ήσαστε τυφλοί, δεν θα είχατε αμαρτία, αλλά λέτε, «Βλέπομεν»· η αμαρτία σας λοιπόν μένει».
41 Είπε σ’ αυτούς ο Ιησούς, «Εάν ήσαστε τυφλοί, δεν θα είχατε αμαρτία, αλλά λέτε, «Βλέπομεν»· η αμαρτία σας λοιπόν μένει».
10,1 «Αλήθεια, αλήθεια
σας λέγω, εκείνος
που δεν μπαίνει
από την πόρτα
στη μάνδρα των προβάτων
αλλ’ ανεβαίνει από άλλο μέρος,
αυτός είναι κλέπτης και λῃστής.
2 Εκείνος
όμως που μπαίνει
από την πόρτα
είναι ο βοσκός
των προβάτων.
3
Σ’ αυτούς ο θυρωρός
ανοίγει και τα πρόβατα
ακούνε τη φωνή
του και καλεί τα
δικά του πρόβατα
με το όνομά
τους και τα
βγάζει έξω.
4 Και
όταν βγάλει έξω τα
δικά του πρόβατα,
βαδίζει μπροστά
τους και τα πρόβατα
τον ακολουθούν, διότι
ξέρουν τη φωνή του.
5 Έναν
ξένο όμως δεν
θα τον ακολουθήσουν
αλλά θα φύγουν
απ’ αυτόν, διότι δεν
αναγνωρίζουν τη φωνή των
ξένων».
6 Αυτή
την παραβολή τους είπε
ο Ιησούς, αλλ’
εκείνοι δεν εννόησαν
τι σήμαιναν αυτά που
τους έλεγε.
7 Τους
είπε λοιπόν πάλι
ο Ιησούς, «Αλήθεια,
αλήθεια σας λέγω,
ότι εγώ είμαι η
πόρτα των προβάτων.
8 Όλοι
όσοι ήρθαν πριν
από εμένα, είναι
κλέπτες και λῃστές,
άλλὰ τα πρόβατα δεν
τους άκουσαν.
9 Εγώ
είμαι η πόρτα·
όποιος θα μπει
δι’ εμού, θα
σωθεί και θα
μπαίνει και θα βγαίνει
και θα βρίσκει
βοσκή.
Πράξ.
14, 20-15,14
14,20 Κυκλωσάντων δὲ αὐτὸν
τῶν μαθητῶν
ἀναστὰς εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν,
καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξῆλθε
σὺν τῷ Βαρνάβᾳ εἰς Δέρβην.
Επιστροφή στην
Αντιόχεια
21 Εὐαγγελισάμενοί τε τὴν
πόλιν ἐκείνην καὶ μαθητεύσαντες ἱκανοὺς
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν
καὶ Ἰκόνιον καὶ
Ἀντιόχειαν,
22 ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐμμένειν
τῇ πίστει, καὶ ὅτι
διὰ πολλῶν θλίψεων
δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
23 Χειροτονήσαντες δὲ
αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ᾿
ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο
αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς
ὃν πεπιστεύκασι.
24 Καὶ διελθόντες
τὴν Πισιδίαν ἦλθον εἰς Παμφυλίαν,
25 καὶ λαλήσαντες ἐν Πέργῃ
τὸν λόγον κατέβησαν εἰς Ἀττάλειαν,
26 κἀκεῖθεν ἀπέπλευσαν εἰς
Ἀντιόχειαν, ὅθεν ἦσαν
παραδεδομένοι τῇ
χάριτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ἔργον
ὃ ἐπλήρωσαν.
27 Παραγενόμενοι δὲ καὶ συναγαγόντες
τὴν ἐκκλησίαν ἀνήγγειλαν
ὅσα ἐποίησεν ὁ
Θεὸς μετ᾿
αὐτῶν, καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως.
28 Διέτριβον δὲ ἐκεῖ χρόνον οὐκ ὀλίγον σὺν τοῖς μαθηταῖς.
28 Διέτριβον δὲ ἐκεῖ χρόνον οὐκ ὀλίγον σὺν τοῖς μαθηταῖς.
Οι χριστιανοί που
προέρχονται από
εθνικούς και ο
Μωσαϊκός νόμος
15, 1 Καὶ τινες κατελθόντες ἀπὸ
τῆς Ἰουδαίας ἐδίδασκον τοὺς
ἀδελφοὺς ὅτι ἐὰν μὴ περιτέμνησθε
τῷ ἔθει Μωυσέως, οὐ δύνασθε
σωθῆναι.
2 Γενομένης οὖν στάσεως
καὶ ζητήσεως οὐκ
ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ τῷ
Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτούς,
ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον
καὶ Βαρνάβαν
καί τινας ἄλλους
ἐξ αὐτῶν πρὸς
τοὺς ἀποστόλους
καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἱερουσαλὴμ
περὶ
τοῦ ζητήματος τούτου.
3 Οἱ
μὲν οὖν προπεμφθέντες
ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας διήρχοντο τὴν Φοινίκην
καὶ Σαμάρειαν ἐκδιηγούμενοι τὴν
ἐπιστροφὴν τῶν
ἐθνῶν, καὶ ἐποίουν χαρὰν μεγάλην πᾶσι τοῖς ἀδελφοῖς.
4 Παραγενόμενοι δὲ
εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπεδέχθησαν ὑπὸ
τῆς ἐκκλησίας καὶ
τῶν ἀποστόλων καὶ
τῶν πρεσβυτέρων, ἀνήγγειλάν
τε ὅσα
ὁ Θεὸς ἐποίησε
μετ᾿ αὐτῶν, καὶ
ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν
πίστεως.
5 Ἐξανέστησαν δέ
τινες τῶν ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες
ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς
παραγγέλλειν τε
τηρεῖν τὸν νόμον Μωυσέως.
Σύνοδος εις
Ιερουσαλήμ
6 Συνήχθησαν δὲ
οἱ ἀπόστολοι καὶ
οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ
τοῦ λόγου τούτου.
7 Πολλῆς
δὲ συζητήσεως γενομένης
ἀναστὰς Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες
ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐπίστασθε ὅτι ἀφ᾿ ἡμερῶν ἀρχαίων
ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν ἐξελέξατο
διὰ τοῦ στόματός
μου ἀκοῦσαι τὰ
ἔθνη τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ πιστεῦσαι.
8 Καὶ ὁ
καρδιογνώστης Θεὸς ἐμαρτύρησεν αὐτοῖς
δοὺς αὐτοῖς
τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καθὼς καὶ
ἡμῖν,
9 καὶ οὐδὲν διέκρινε
μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν τῇ
πίστει καθαρίσας τὰς
καρδίας αὐτῶν.
10 Νῦν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν,
ἐπιθεῖναι ζυγὸν
ἐπὶ τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν,
ὃν οὔτε οἱ πατέρες ἡμῶν
οὔτε ἡμεῖς
ἰσχύσαμεν βαστάσαι;
11 Ἀλλὰ διὰ
τῆς χάριτος τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ πιστεύομεν
σωθῆναι καθ᾿ ὃν
τρόπον κἀκεῖνοι.
12 Ἐσίγησε δὲ πᾶν
τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον
Βαρνάβα καὶ Παύλου ἐξηγουμένων
ὅσα ἐποίησεν ὁ
Θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τοῖς ἔθνεσι δι᾿ αὐτῶν.
13 Μετὰ δὲ
τὸ σιγῆσαι αὐτοὺς
ἀπεκρίθη Ἰάκωβος λέγων·
ἄνδρες ἀδελφοί, ἀκούσατέ μου.
14 Συμεὼν
ἐξηγήσατο καθὼς πρῶτον
ὁ Θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῖν
ἐξ ἐθνῶν λαὸν ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Πράξ.
14, 20-15,14
14,20 Αλλ’
όταν οι μαθητές
τον περικύκλωσαν, σηκώθηκε
και μπήκε στην πόλι,
και την επομένη
ημέρα έφυγε μαζί
με τον Βαρνάβα
για την Δέρβη.
Επιστροφή στην
Αντιόχεια
21 Αφού
κήρυξαν το ευαγγέλιο
στην πόλι εκείνη
και έκαναν αρκετούς μαθητές,
επέστρεψαν στα Λύστρα,
το Ικόνιο και την
Αντιόχεια,
22 όπου
στήριζαν τις ψυχές
των μαθητών και
τους παρώτρυναν να μένουν
σταθεροί στην πίστι,
λέγοντες ότι πρέπει
να περάσωμεν από πολλές
θλίψεις για να μπούμε στην
βασιλεία του Θεού.
23 Αφού
δε διώρισαν πρεσβυτέρους σε
κάθε εκκλησία, με προσευχή και νηστεία τους
αφιέρωσαν στον Κύριο,
στον οποίον είχαν πιστέψει.
24 Κατόπιν
πέρασαν από την
Πισιδία και ήλθαν
στην Παμφυλία
25 και
αφού κήρυξαν το
λόγο στην Πέργη,
κατέβηκαν στην Αττάλεια
26 και
απ’ εκεί απέπλευσαν στην
Αντιόχεια, από όπου
είχαν παραδοθεί στην χάρι του
Θεού για το
έργον το οποίον
εξεπλήρωσαν.
27 Όταν
έφθασαν, συγκέντρωσαν την
εκκλησία και ανήγγειλαν
όσα ο Θεός έκανε
με αυτούς και
ότι άνοιξε στους
εθνικούς πόρτα πίστεως.
28 Έμειναν δε εκεί αρκετό χρόνο μαζί με τους μαθητές.
28 Έμειναν δε εκεί αρκετό χρόνο μαζί με τους μαθητές.
Οι χριστιανοί
που προέρχονται από
εθνικούς και ο
Μωσαϊκός νόμος
15, 1 Μερικοί που
κατέβηκαν από την Ιουδαία,
δίδασκαν τους αδελφούς ότι,
εάν δεν περιτέμνονται κατά
το έθιμο του
Μωϋσέως, δεν μπορούν
να σωθούν.
2 Επειδή
όμως ο Παύλος
και ο
Βαρνάβας είχαν φιλονεικία
και συζήτησι πολλή μαζί
τους, κανόνισαν να
ανεβούν ο Παύλος
και ο Βαρνάβας
και μερικοί άλλοι από
αυτούς προς τους
αποστόλους και τους πρεσβυτέρους
στην Ιερουσαλήμ για
το ζήτημα αυτό.
3 Αφού
η εκκλησία τους κατευώδωσε,
διήρχοντο την Φοινίκη
και την Σαμάρεια και
διηγούντο την επιστροφή
των εθνικών· αυτό
προξενούσε μεγάλη χαρά σε
όλους τους αδελφούς.
4 Όταν
όμως έφθασαν στην
Ιερουσαλήμ, τους υπεδέχθη
η εκκλησία και
οι απόστολοι και οι
πρεσβύτεροι, και ανήγγειλαν
όσα ο Θεός
έκανε με αυτούς.
5 Ξεσηκώθηκαν όμως
μερικοί από την
αίρεσι των Φαρισαίων,
οι οποίοι είχαν πιστέψει,
και έλεγαν, «Πρέπει
να τους περιτέμνουν
και να τους παραγγέλουν να
τηρούν το νόμο
του Μωϋσέως».
Σύνοδος της
Ιερουσαλήμ
6 Τότε
μαζεύθηκαν οι απόστολοι
και οι πρεσβύτεροι
για να εξετάσουν
το ζήτημα αυτό.
7 Αφού
δε έγινε πολλή
συζήτησι, σηκώθηκε ο
Πέτρος και τους
είπε, «Άνδρες αδελφοί, γνωρίζετε
ότι ο Θεός,
από τις πρώτες
ημέρες, διάλεξε μεταξύ μας εμένα, για
να ακούσουν οι
εθνικοί από το στόμα μου το
λόγο του ευαγγελίου και να
πιστέψουν.
8 Και
ο καρδιογνώστης Θεός
έδωκε μαρτυρία υπέρ
αυτών διότι τους έδωκε
Πνεύμα Άγιο όπως
και σ’ εμάς
9 και
δεν έκανε καμμία
διάκρισι μεταξύ ημών
και αυτών, διότι
δια της πίστεως καθάρισε
τις καρδιές
τους.
10 Τώρα λοιπόν,
γιατί πειράζετε τον
Θεό βάζοντες ζυγό
στον τράχηλο των
μαθητών, τον οποίο
ούτε οι πατέρες
μας ούτε εμείς μπορέσαμε να βαστάξωμε;
11 Όχι·
πιστεύομεν ότι δια
της χάριτος του
Κυρίου Ιησού θα
σωθούμε όπως και εκείνοι».
12 Τότε
όλο το πλήθος
σιώπησε και άκουγαν
τον Βαρνάβα και
τον Παύλο να διηγούνται όσα
θαύματα και τέρατα
έκανε ο Θεός
στα έθνη δι’ αυτών.
13 Όταν
αυτοί έπαυσαν να
μιλούν, έλαβε τον
λόγο ο Ιάκωβος
και είπε, «Άνδρες αδελφοί,
ακούστέ με.
14 Ο
Συμεών εξήγησε πως
αρχικώς ο Θεός
φρόντισε να αποκτήσει
από εθνικούς ένα λαό
που να φέρει
το όνομά του.
Ιo. 9, 39-10, 9
14, 39 Jesus said,
"For judgment, I have come to this world, that those who see and blind
those who see it may become light."
40 They heard those of the
Pharisees who were with him and said to him, "Are we also blind?"
41 Jesus said to them,
"If you were blind, you would not have sin, but you say," We see,
"so your sin is staying."
10,1 "Verily, verily,
I say unto you, he who does not come from the door into the sheep's pen, but
ascends from another place; he is a thief and a thief.
2 But he who enters the
door is the shepherd of sheep.
3 In them the porter opens
and the sheep hear his voice and calls his own sheep with their name and takes
them out.
4 And when he pulleth out
his own sheep, he walketh before them, and the sheep follow him, because they
know his voice.
5 But a stranger shall not
follow him, but shall depart from him, because they do not acknowledge the
voice of strangers. "
6 This parable was told by
Jesus, but they did not understand what they meant to them.
7 Jesus again said to
them, "Verily, verily, I say to you, that I am the door of the sheep.
8 All those who came
before me are stealers and robbers, but the sheep did not listen to them.
9 I am the door; whosoever
shall come in through me shall be saved, and shall come in, and shall go forth,
and shall find grazing.
Acts. 14, 20-15, 14
14,20 But when the
disciples circumcised him, he arose, and went into the city, and the next day
he went with Barnabas to Dervish the next day.
Return
to Antioch
21 After they had preached
the gospel in that city and made many disciples, they returned to Lystra,
Iconium and Antioch,
22 where they supported
the souls of the disciples and made them stand steadfast in faith, saying that
we must go through many sorrows to enter the kingdom of God.
23 After having erected
seniors in every church, they prayed and fasted them to the Lord whom they had
believed.
24 Then they passed from
Pisidia and came to Pamphylia
25 and having pronounced
the word in Pergi, they went down to Antalya
26 And from thence they
sailed to Antioch, from where they had been delivered into the grace of God for
the work which they had accomplished.
27 When they arrived, they
gathered the church and proclaimed what God had done with them and opened the
door to the faith.
28 There was enough time
with the students.
Christians who come from
national and Mosaic law
15, 1 Some who came down
from Judea taught the brethren that if they were not circumcised according to
the custom of Moses, they could not be saved.
2 But because Paul and
Barnabas had a lot of controversy and talked a great deal with them, Paul and
Barnabas, and some other of them, went up to the apostles and the elders in
Jerusalem for this matter.
3 After the church had
directed them, they went to Phenicia and Samaria and spoke of the return of the
nationalities; it brought great joy to all the brothers.
4 But when they arrived at
Jerusalem, the church and the apostles and the elders received them, and
proclaimed what God did with them.
5 But some of the
Pharisees, who believed and said, "They have to circumcise them and order
them to observe the law of Moses."
Jerusalem Synod
6 Then the apostles and
the elders came together to examine this question.
7 After a great deal of
conversation, Peter stood up and said to them, "Men brothers, you know
that God, from the first few days, chose among us, that the nations might
listen to the word of the gospel by my mouth and believe.
8 And the cardiologist God
gave testimony to them because He gave them Holy Spirit as in us
9 And made no distinction
between us and them, because by faith he cleansed their hearts.
10 Now therefore, why do
you teach God by putting a yoke in the neck of the disciples, whom neither our
fathers nor our fathers have been able to bear?
11 No; we believe that
through the grace of the Lord Jesus we will be saved as they are. "
12 Then all the multitude
silent and heard Barnabas and Paul telling all the miracles and wonders God
made to the nations through them.
13 When they ceased to
speak, Jacob spoke and said, "Men brothers, listen to me.
14 Symeon explained that
initially God had taken care of a nation that would bring its name from the
nation.