11/9/18

Η Οσία Θεοδώρα η εν Αλεξανδρεία


Καταγόταν  από  την  Αλεξάνδρεια  στα  χρόνια  του  βασιλιά  Ζήνωνος (474 – 490)  και   ήταν   συνεζευγμένη  με  ευσεβή   άνδρα,  τον  Παφνούτιο.  Η  ζωή  της Θεοδώρας  ήταν  τίμια,  ενάρετη  και  αφοσιωμένη  στον  σύζυγό  της. Όμως, ο  μισόκαλος  διάβολος,  σε  κάποια  στιγμή  αδυναμίας της  Θεοδώρας, την  έσπρωξε  κρυφά  στην  μοιχεία.  Κανείς δεν  την  είδε. Κανείς δεν το  έμαθε. Μπορούσε, επομένως, να  συνεχίσει  αρμονικά την  ζωή  της  με  τον  σύζυγό της. Όταν,  όμως,  άκουσε  τα  λόγια   του  Ευαγγελίου,  με  τα  οποία  ο  Κύριος διδάσκει  ότι  «ουκ εστί κρυπτόν, ό ου  φανερόν  γενήσεται»,  δεν  υπάρχει,  δηλαδή, κρυφό, το οποίο  δεν   θα γίνει φανερό στο μέλλον, σκέφθηκε το βάθος  της  αμαρτίας  της  και  έκλαψε  πικρά.
Ντύθηκε έπειτα  ανδρικά, πήγε σε μοναστήρι και  εκάρη  μοναχός  με  το όνομα  Θεόδωρος.  Εκεί, μέρα – νύκτα  μετανοούσε  και  έκλαιγε  την  αμαρτία  της.  Μετά  από  δυο  χρόνια,  συκοφαντήθηκε   ότι   πόρνευσε  με  γυναίκα,  όταν  έφεραν   ένα   νεογέννητο  μωράκι  έξω  από την  πόρτα   του  μοναστηριού.  Τότε η  Θεοδώρα  πήρε  το  βρέφος  και  για  επτά   ολόκληρα  χρόνια,  έξω  από  το μοναστήρι  με   διάφορες κακουχίες,  το  ανέθρεψε  σαν   δικό  της.    
Όταν επανήλθε στο μοναστήρι, το ταλαιπωρημένο  σώμα  της  μετά  από λίγο καιρό ξεψύχησε. Τότε οι  μοναχοί,  όταν   διαπίστωσαν  το    φύλο  της,  θαύμασαν   και   όλοι  μαζί  δόξασαν  το  Θεό.


Απολυτίκιον.  Ήχος   γ’.  Θείας  πίστεως.     
Δώρον  ένθεον,  ηγιασμένον,  Θεώ  ήνεγκας,  την βιοτήν  σου, Θεοδώρα Οσία πανεύφημε· της μετανοίας το πυρ γαρ εμφαίνουσα, μέσον ανδρών φιλοσόφως διέλαμψας· όθεν πρέσβευε, απαύστως τω σε  δοξάσαντι, δωρήσασθαι   ημίν  το  μέγα  έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος  α’. Χορός   Αγγελικός.     
Την νύκτα των παθών,  εκφυγούσα  θεόφρον,  προσήλθες  νοητώς,  τω  Ηλίω της δόξης, ασκήσει νεκρώσασα,  της  σαρκός  τα  σκιρτήματα· όθεν γέγονας, υπογραμμός Μοναζόντων, και  ανόρθωσις,  των   πεπτωκότων εν   βίω,  Θεοδώρα  πάνσεμνε.


Μεγαλυνάριον.
Τις σου της ασκήσεως το  στερρόν, και της μετανοίας, ανυμνήσει, το καρτερόν; Συ γαρ Θεοδώρα, υπερφυέσι  πόνοις, τον παλαμναίον όφιν, κατετραυμάτισας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: