19/6/15

Ο Άγιος Ιούδας ο Απόστολος

·          Ο  Απόστολος Ιούδας, ένας εκ των 12 Μαθητών και Αποστόλων του Κυρίου, ήταν υιός του αδελφού του μνήστορος Ιωσήφ  Αλφαίου  και  της συγγενούς της Θεοτόκου Μαρίας, αδελφός δε του επίσης Αποστόλου Ιακώβου  του  επιλεγομένου  Αδελφοθέου. Προς  διάκριση  εκ του Ιούδα του Ισκαριώτου, στο μεν το  κατά Λουκά  Ευαγγέλιο (6, 16)  και τις Πράξεις των Αποστόλων (1, 13) αποκαλείται Ιούδας Ιακώβου (αδελφός δηλαδή  του  Ιακώβου), στο  δε το κατά Ματθαίο (10, 3) και  Μάρκο (Γ’, 18) ονομάζεται Θαδδαίος ή Λεββαίος. Ο συγγραφέας της Επιστολής Ιούδα χαρακτηρίζεται  σαφώς  «Ιούδας... αδελφός  δε  του  Ιακώβου».
·          Η ζωή του κατά την επί της γης παρουσία του Κυρίου και μέχρι της Πεντηκοστής ήταν όμοια με αυτή των λοιπών Αποστόλων. Μετά την Πεντηκοστή όμως, όταν η χάρη του Αγίου Πνεύματος κατήλθε  επί  των Αποστόλων, ο Ιούδας, αφού για αρκετό χρονικό διάστημα παρέμεινε εργαζόμενος στα Ιεροσόλυμα, κοπιών υπέρ της εκεί Εκκλησίας, μετέβη ακολούθως στις γειτονικές χώρες, κηρύττων το Ευαγγέλιο στους εν Σαμαρείᾳ και Μεσοποταμίᾳ ομοεθνείς του. Στη συνέχεια, μετά του Σίμωνος του Ζηλωτού αφίχθη στην Περσία, στην Έδεσσα, όπου εθεράπευσε τον εκ λέπρας πάσχοντα τοπάρχη Άβγαρο, και, τέλος, συνελήφθη στην πόλη Αραράτ, όπου εκρεμάσθηκε και ετελειώθηκε κτυπηθείς δια βελών. Κατ’ άλλους βιογράφους, ο Ιούδας μαρτύρησε στη Βηρυττό  περί  το  80 μ.Χ., αφού  προηγουμένως  κήρυξε  το  Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, Αραβία και  Συρία. Τέλος, σύμφωνα με τις  Διαταγές των Αποστόλων, ο Ιούδας υπήρξε τρίτος Επίσκοπος Ιεροσολύμων, μετά τον Ιάκωβο  και  Συμεών του  Κλωπά (7, 46, 1 – 2), τούτο  δε  επανέλαβε  και  ο Γεώργιος Σύγγελος.   
Όσον  αφορά στο θέμα της συγγραφής της Καθολικής Επιστολής  του Ιούδα, αυτός χαρακτηρίζει εαυτόν  «ως Ιησού  Χριστού  δούλον, αδελφόν  δε Ιακώβου». Και  δια  μεν του πρώτου χαρακτηρισμού δηλώνει την αφοσίωσή του στον Ιησού  Χριστό, δια δε του δευτέρου δηλώνει  ότι  ήταν αδελφός  του  γνωστού  σε  όλους  Ιακώβου, ο  οποίος  κατείχε  ηγετική θέση  στην  Αποστολική  Εκκλησία.


·          Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.     
Χριστοῦ σε συγγενῆ, ὦ Ἰούδα εἰδότες, καὶ μάρτυρα στερρόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην πατήσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.


·          Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.       
Ἐκ ῥίζης εὐκλεοῦς, θεοδώρητον κλῆμα, ἀνετειλας ἡμῖν τοῦ Κυρίου αὐτόπτα, Ἀπόστολε Θεάδελφε, τοῦ Χριστοῦ κῆρυξ πάνσοφε, τρέφων ἅπαντα, κόσμον καρποῖς σου τῶν λόγων, τὴν ὀρθόδοξον, πίστιν Κυρίου διδάσκων, ὡς μύστης τῆς χάριτος.


·          Μεγαλυνάριον.
Δεῦτε τὸν Θεάδελφον Μαθητήν, καὶ τῆς εὐσεβείας, τὸν φωστῆρα τὸν θεαυγῆ, ὑμνήσωμεν πόθῳ, χαῖρε αὐτῷ βοῶντες, Ἀπόστολε Ἰούδα, Χριστοῦ διάκονε.


Δεν υπάρχουν σχόλια: