24/10/13

ΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ἑσπερινὴ Ὁμιλία
20-10-2013
ΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ἀγαπητοί μου συνεφημέριοι, οἱ κυκλώνοντες  τὸ ἱερὸ Θυσιαστήριο, ἀλλὰ καὶ ἀγαπητοί μου χριστιανοί! Ὅπως γνωρίζετε, διότι σᾶς ἔχει ἀνακοινωθεῖ, τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μας εἶναι «ΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ».
Καὶ τὸ θέμα αὐτὸ δὲν ἐπιλέχθηκε τυχαῖα͐ ἐπιλέχθηκε ἐξ ἀφορμῆς τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου. Καὶ ὁ ἅγιος αὐτὸς ποὺ διδάσκει πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε γιὰ νὰ εἶναι ἡ ζωή μας πραγματικὰ χριστιανική,   διδάσκει καὶ τὸ πῶς ὀφείλουμε νὰ βλέπουμε τὴν ἐν Χριστῷ δικαιοσύνη.
Τί εἶναι ὅμως ἡ δικαιοσύνη στὸ Χριστιανισμό; Δικαιοσύνη, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου, εἶναι κατ’ἀρχὰς αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς μαθητές Του͐ «οὐκ ἦλθον καταλῦσαι τὸ Νόμο ἤ τοὺς προφήτας, ἀλλὰ πληρῶσαι». (Ματθ. 5,17) Δὲν γεννήθηκα, λέει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ καταργήσω τὸ Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς Πατέρας μου στὸ Σινᾶ͐ δὲν ἦλθα γιὰ νὰ καταργήσω τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο, τὸ Δεκάλογο, οὔτε ἦλθα γιὰ νὰ καταλύσω ὅσα δίδαξαν οἱ προφῆτες. Αὐτὸ ποὺ θέλω, λέει ὁ Χριστός, εἶναι νὰ συμπληρώσω τὸν ὑπάρχοντα Νόμο καὶ νὰ τὸν κάνω τελειότερο. Ἄλλωστε, ἀδελφοί μου, Αὐτὸς ποὺ οὐσιαστικὰ ἔδωσε στοὺς ἑβραίους τὸ Νόμο εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει τυχὸν παρεξήγηση τῶν λεγομένων μας εἶναι ἀνάγκη νὰ τονίσουμε καὶ τὸ λόγο ποὺ ἀναφερόμαστε μόνο στὸν Ἰουδαϊκὸ λαό. Ἀναφερώμαστε μόνο στοὺς Ἰουδαίους γιατὶ  ὁ Θεὸς ἔδωσε τὸ Νόμο Του μόνο σ’αὐτὸ τὸ λαό, ἀφοῦ, ὅπως γνωρίζουμε, αὐτὸς ὁ λαὸς  ἦταν μόνο τὰ χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στὰ ὁποῖα ἀναφερώμαστε, ποὺ  λάτρευε τὸν Ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό.
Ἀλλὰ καὶ ἀναφερώμενος ὁ Χριστὸς στὸν Τίμιο Πρόδρομο, ποὺ λόγῳ ταπεινώσεως ἀρνοῦνταν νὰ προβεῖ στὴ Βάπτιση του στὸν Ἰορδάνη, καὶ λέγοντας  «ἄφες ἄρτι͐ τοῦτον γὰρ πρέπον ἐστί πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην», (Ματθ. 3,15) φαίνεται ποιά εἶναι στὸ Χριστὸ ἡ πραγματικὴ δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη γιὰ τὸ Χριστὸ εἶναι ἡ  συμφυλίωσή Του μὲ τὸν ἀντάρτη ἄνθρωπο, ποὺ ἔγινε ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ ὅταν ἔπεσε στὴν ἁμαρτία. Δικαιοσύνη γιὰ τὸ Χριστὸ εἶναι ὄχι ἡ καταδίκη τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἡ σωτηρία του. Γι’αὐτὸ καὶ σήμερα τὸ πρωΐ, ὅταν ἀκούσαμε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, εἴδαμε καὶ τὴ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου ἀνθρώπου τῆς χώρας τῶν Γαδαρηνῶν, ἀπαλλάσοντάς τον ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ διαβόλου. Αὐτὴ εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ μας, ἀδελφοί μου. Ἡ δικαιοσύνη ὅμως γιὰ μᾶς σημαίνει τὴν ὀφειλή μας νὰ ἐφαρμόζουμε  πλήρως τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ μας. Ἐμεῖς, ὡς χριστιανοί, ὀφείλουμε νὰ ἐκτελοῦμε πιστὰ ὅσα μᾶς διδάσκει ὁ Κύριός μας. Καὶ νὰ μὴν κάνουμε διακρίσεις τῶν ἐντολῶν, ἐφαρμόζοντας ἄλλες καὶ διαγράφοντας ἄλλες.
Τὴν ὁμιλία μας αὐτὴ τὴν ἔχουμε διαιρέσει σὲ δύο μέρη͐ στὸ πρῶτο μέρος θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, καὶ θὰ δοῦμε πῶς πρέπει νὰ ἐφαρμόζεται ἡ δικαιοσύνη, προκειμένου νὰ εἶναι ἐν Χριστῷ δικαιοσύνη, καὶ στὸ δεύτερο μέρος θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀληθινὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, τόσο ἐδῶ στὴ γῆ, ὅσο ζοῦμε δηλ., ὅσο καὶ στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή μας.
Κατ’ἀρχὰς ἄς δοῦμε ποιὰ εἶναι  ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Καὶ ἀρχίζουμε μ’αὐτὴ γιατὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔχουμε γύρω μας, τοὺς βλέπουμε καὶ συναναστρεφώμαστε μαζί τους. Τὸ Θεό ὅμως τὸν βλέπουμε μόνο μὲ τὴ πίστη, μόνο μὲ τὰ πνευματικά μας μάτια μποροῦμε νὰ  δοῦμε τὸ Θεό.
Κι ἐπειδή, ἀδελφοί μου, πολλοὶ ἔχουν τὴν αἴσθηση πὼς ἡ δικαιοσύνη στὸ κόσμο μας ἔχει πάντα σχέση μὲ δικαστήρια ποὺ δικάζονται θέματα κοινοῦ ποινικοῦ ἤ καὶ ἀστικοῦ δικαίου, ἔχουμε νὰ τοὺς ποῦμε ὅτι ἡ δικαιοσύνη βρίσκεται παντοῦ στὸ κοινωνικό μας γίγνεσθαι. Βρίσκεται κατ’ἀρχὰς μέσα στὶς οἰκογένειές μας, ὅπου τὸ ρόλο τοῦ «δικαστῆ» θὰ ἔπρεπε νὰ κατέχει ὁ πατέρας ποὺ εἶναι καὶ ἀρχηγὸς τῆς οἰκογένειας. Καὶ ὅταν λέμε δικαστὴς δὲν ἐννοοῦμε κανένα τιμωρὸ καὶ βασανιστῆ τῆς συζύγου του ἤ τῶν παιδιῶν του. Ἐννοοῦμε τὸν πατέρα ποὺ θὰ συμβουλεύει μὲ τὴν πειθὼ τοῦ λόγου του τόσο τὴ σύζυγό του, ὅσο καὶ τὰ παιδιά του νὰ ζοῦν χριστιανικὰ καὶ ὅπως ζητᾶ ὁ Κύριός μας. Κι ἄν μετὰ ἀπὸ πολλὲς παραινέσεις δὲν εἰσακούεται ἀπὸ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας νὰ χρησιμοποιεῖ καὶ κάποιες  τιμωρίες͐ ὄχι ὅμως αὐστηρότατες γιὰ νὰ μὴν δεῖ χειρώτερα ἀποτελέσματα.
  Ἀκολούθως ἔχουμε τὴ δικαιοσύνη ὅπως προσφέρεται ἀπὸ τὰ ὄργανα τῆς Πολιτείας. Ο κριτές, οἱ δικαστές δηλ., ἔχουν καθῆκον ἀπὸ τὴν ἑκάστοτε Πολιτεία νὰ ἐπιβάλλουν ἀμερόληπτα τὸ δίκαιο στοὺς πολίτες τῆς κάθε χώρας. Στὴν Π. Διαθήκη διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεὸς ζητᾶ ἀπὸ τοὺς δικαστὲς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Ἔθνους νὰ δικάζουν δίκαια τοὺς πολίτες τοῦ  ἔθνους τους, εἴτε αὐτοὶ εἶναι Ἰουδαῖοι, εἴτε προσήλυτοι. Ν’ἀκοῦτε, λέει ὁ Θεὸς στοὺς δικαστὲς τοῦ Ἰσραήλ, τὶς ὑποθέσεις τῶν συμπατριωτῶν σας καὶ νὰ κρίνετε δίκαια τὶς διαφορὲς τοῦ καθενὸς ἀπ’αὐτούς, εἴτε αὐτὲς εἶναι μ’ἕναν Ἰσραηλίτη, εἴτε καὶ μ’ἕναν ξένο. Ζητᾶ ἀκόμα ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς Κριτὲς τοῦ Ἰσραὴλ νὰ διορίζουν σὲ κάθε πόλη δικαστὲς καὶ ἀξιωματούχους ποὺ θὰ ἀποδίδουν δικαιοσύνη στὸ λαὸ μὲ εὐθυκρισία. Διαβάζουμε ἀκόμα στὶς σελίδες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι οἱ δικαστὲς δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἄδικοι͐ νὰ μὴν παίρνουν  ἄλλοτε μὲν  τὸ μέρος τοῦ ἀδύνατου (ἐλάχιστες φορές, βέβαια, συμβαίνει αὐτό), ἄλλοτε δὲ τοῦ ἰσχυροῦ, ἀλλὰ νὰ κρίνετε δίκαια τὸ συμπολίτη σας. Ο προφῆτες τοῦ Ἰσραὴλ ἀπευθυνώμενοι στοὺς ποικίλους ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ, νουθετώντάς τους τοὺς ζητοῦν νὰ βγάζουν δίκαιες ἀποφάσεις. Καὶ ἀλλοῦ πάλι διαβάζουμε «δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς».
Ὅσο γιὰ τὴ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων ποὺ σχετίζεται μὲ τὴ πίστη στὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ ἔχουμε νὰ ποῦμε περισσότερα. Ἡ δικαιοσύνη γιὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν. Ἄλλωστε ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε μὲ τὴ Θεία διδασκαλία καὶ τὸ τρόπο ἐφαρμογῆς τους.
Ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός, νὰ μὴ ζητοῦμε ἀνώφελα γιὰ τὴ ψυχή μας πράγματα ἀλλὰ νὰ ζητοῦμε «πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ». (Ματθ. 6,33) Νὰ ζητοῦμε, λέει ὁ Χριστός, τὴ βασιλεία Του καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός Του στὸ κόσμο μας. Ἀναρωτιέμαι, ὅμως, ἀδελφοί μου, πόσοι ἀπὸ μᾶς ζητοῦμε δικαιοσύνη; Φοβοῦμε ὅτι πολύ λίγοι. Δὲν ἔχουμε καταλάβει πὼς ἄν βιώσουμε αὐτὴ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ θὰ κερδίσουμε, ἀπ’αὐτὴ τὴ ζωὴ κιόλας, τὴ χαρὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν μαζὶ μὲ ὅλη τὴ χορεία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Θὰ χαιρώμαστε μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς δικαίους.
Ὁ ἀπ. Παῦλος, ἀποτρέποντας τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴ κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ του, λέει «σὺ τίς ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἤ πίπτει» (Ρωμ. 14,4) Δηλαδή: Ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ θὰ κρίνεις ἕναν ξένο ὑπηρέτη; Ἄλλωστε κι Αὐτὸς ὁ Κύριος δὲν δέχτηκε νὰ δικάσει τὴν ὑπόθεση δύο ἀδελφῶν ποὺ διαφωνοῦσαν στὴ διανομὴ τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς, ὅπως διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο. «Ἄνθρωπε, λέει ὁ Κύριος, τίς με κατέστησε δικαστὴν ἤ μεριστὴν ἐφ’ὑμᾶς;» (Λουκ. 12,14). Δὲν ἦρθα στὸ κόσμο, λέει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ δικάζω κοσμικὲς ὑποθέσεις.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Πρύτανης τοῦ Ἄμβωνος, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, διδάσκει ὅτι τὸ δίκαιο πρέπει νὰ δίδεται χωρὶς διακρίσεις σὲ κάθε ἄνθρωπο, πτωχὸ ἤ πλούσιο, ἄσημο ἤ ἔνδοξο, βασιλέα  ἤ ἄρχοντα, ἤ καὶ ἁπλὸ πολίτη μιᾶς χώρας. Κι ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἔχει ἀκόμα μεγαλύτερη βαρύτητα ἄν σκεφθοῦμε πὼς ὁ Χρυσόστομος ἦταν στὴν Ἀντιόχεια ἕνας ἐκ τῶν καλυτέρων δικηγόρων τῆς ἐποχῆς του (γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ὅλων τῶν ἐποχῶν).
Σήμερα, ὅμως, δυστυχῶς, πρέπει νὰ τὸ ποῦμε κι αὐτό, ὑπάρχουν πολλοὶ δικαστὲς ποὺ δικάζουν κρίνοντας ἐντελῶς ἐπιφανειακὰ τὶς ὑποθέσεις. Καὶ προσωποληπτοῦν ὑπὲρ τῶν πλουσίων καὶ τῶν μεγάλων ἐν τῷ κόσμῳ. Λέει ὁ λαὸς ὅτι ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη μοιάζει μὲ ἀράχνη ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει μεγάλα πουλιὰ καὶ συλλαμβάνει μόνο μικρὰ ἔντομα. Ἔτσι δὲν μπαίνουν εἰς τὰς φυλακὰς αὐτοὶ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι μέσα ἀπὸ καιρό.
Ἄν εἴμαστε δίκαιοι στὴ ζωή μας, ἀδελφοί μου, νὰ εἴμαστε βέβαιοι, πέρα γιὰ πέρα, ὅτι θὰ ἀπολαμβάνουμε πάντα στὴ ζωή μας τὴν εὐλογία τοῦ Δικαίου Θεοῦ. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ πιστοῦ θὰ τὸν κάνει νὰ λάβει ὡς δῶρο καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς πραγματικὰ δίκαιος σημαίνει ὅτι, ὅπως ὁ Χριστὸς μᾶς ἀγάπησε καὶ μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ δυναστεία τοῦ διαβόλου, ἔτσι καὶ μεῖς τηρώντας τὸ Νόμο τῆς ἀγάπης ἔχουμε ἱερὰ ὑποχρέωση νὰ βοηθοῦμε ὅποιον  ἔχει τὴν ἀνάγκη μας. Κι αὐτὴ ἡ ἀγάπη λέει στὸ πιστὸ νὰ ἀγαπᾶ ἀκόμα κι αὐτὸν ποὺ τοῦ φέρθηκε ἄδικα καὶ ἄτιμα. Καὶ κοντὰ στὴ δικαιοσύνη νὰ βάζουμε καὶ τὶς ἄλλες ἀρετές͐ νὰ βάζουμε τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἀγάπη, τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴ πίστη.
Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ ζητᾶ ἀκόμα νὰ ἀγαποῦμε τὸν συνάνθρωπό μας ὅπως τὸν ἑαυτό μας. Καὶ ἀκόμα περισσότερο ἀκόμα͐ ὅπως λέγαμε καὶ παραπάνω νὰ ἀγαποῦμε καὶ τοὺς ἐχθρούς μας. Καὶ τὸ παράδειγμα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς Του μᾶς τὸ δίδαξε ἐμπράκτως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὅταν τὸν ἀνέβασαν οἱ ἑβραῖοι διὰ τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν πάνω στὸ σταυρὸ δὲν τοὺς βλασφημοῦσε ἀλλὰ τοὺς συγχωροῦσε καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Αὐτὴ εἶναι ἡ Χριστιανική δικαιοσύνη͐ ὅταν συνδοιάζεται μὲ τὴ συγχώρεση τῶν λεγομένων ἐχθρῶν μας.
Καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ, ὡς δένδρο ποὺ ἔχει  πολλοὺς καὶ καλοὺς καρπούς, ἔχει καρποὺς τὴ σωφροσύνη καὶ τὴ φρόνηση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνδρεία ποὺ κοσμοῦν τὸν εὐσεβῆ καὶ δίκαιο ἄνθρωπο. Ὅπως βλέπετε, ἀγαπητές μου ἀδελφές, δὲν ὑπάρχουν μόνο τὰ στολίδια ποὺ κοσμοῦν τὸ σῶμα μας, ἀλλὰ καὶ τὰ πνευματικὰ στολίδια ποὺ κοσμοῦν (καὶ κοσμοῦν ὄντως) τίς ψυχές μας.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Κῆρυξ καὶ ἑρμηνευτὴς τῆς ἔννοιας «δικαιοσύνη» μᾶς ἐξηγεῖ ποιὲς  ἀπὸ τὶς διατάξεις  τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὀφείλουμε νὰ τηροῦμε, ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ τῆς τηροῦμε. Ὅπως λέγαμε καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας μας, ὁ Χριστὸς δὲν ἀφαιρεῖ καμία θεῖα ἐντολὴ ἀπὸ τὸ Δεκάλογο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸ Μωϋσῆ. Παράλληλα ὅμως ὁ Κύριος δὲν ζητᾶ ὑποκριτικὴ εὐσέβεια. Ο Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ὄντας ὑποκριτές, ἤθελαν καὶ ἐπεδίωκαν πρωτοκαθεδρίες στὶς Συναγωγές, ἤθελαν νὰ τοὺς ὀνομάζουν οἱ ὑπόλοιποι Ἰουδαῖοι ραββὶ καὶ  ραββί, καὶ κοντὰ σ’αὐτὰ ἤθελαν νὰ τοὺς ὀνομάζουν πατέρες. Ὁ Χριστός, ὅμως, ὡς αὐθεντικὸς Διδάσκαλος διδάσκει τοὺς μαθητές Του νὰ μὴ δεχτοῦν τὸν ὅρο διδάσκαλος καὶ κύριος, οὔτε  ἀκόμα νὰ ὀνομάζωνται πατέρες γιατὶ Ἕνας καὶ  μόνο εἶναι ὁ Κύριος καὶ Διδάσκαλος, ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ Μεγάλος Νομοδότης. Καὶ Ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας μας, ὁ Θεός μας. Ὅ,τι σᾶς διδάσκουν οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, λέει ὁ Χριστός,  ὅτι σᾶς διδάσκουν οἱ νομοδιδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, «τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε», τὰ ἔργα τους ὅμως μὴ ποιεῖτε. «Δεσμεύουσι γὰρ φορτία δυσβάστακτα τοῖς ἀνθρώποις, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινεῖσαι αὐτά». Βάζουν, λέει ὁ Χριστός, μεγάλα βάρη, νόμους ποὺ δὲν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ τοὺς ἐφαρμόσουν ἀλλὰ οἱ ἴδιοι οἱ νομοδιδάσκαλοι οὐδόλλως προσπαθοῦν νὰ γίνουν ἐφαρμοστὲς μίας, ἔστω, ἐντολῆς.
Ὑπάρχουν, ἄλλωστε, διατάξεις ποὺ δὲν τηροῦσαν οὔτε οἱ φαρισαῖοι, ἀλλὰ οὔτε, δυστυχῶς, καὶ μεῖς ποὺ εἴμαστε μαθητές Του. Στὸ ζήτημα τῆς βλασφημίας,  γιὰ παράδειγμα, ἄλλη ἦταν ἡ θέση τῶν φαρισαίων κι ἄλλη τοῦ ἀληθινοῦ Διδασκάλου, τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς λέει ὅτι ἀκόμα κι ἄν πεῖς τὸν ἄλλο μωρὲ εἶσαι ἔνοχος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Κι ἄν κάποιος πάλι, λέει ὁ Χριστός, βλασφημήσει  τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πράγμα ποὺ σημαίνει  ἄρνηση ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ Ἱερᾶς Ἐξομολόγησης μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες,   δὲν θὰ σωθεῖ κανεὶς  ποτὲ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ δὲν θὰ σωθεῖ γιατὶ δὲν θὰ πλησιάσει ποτὲ τὸ Ἱερὸ Ἐξομολογητήριο. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ποὺ πιστεύουμε στὸ Χριστό, ἄς τρέχουμε στὸ Πνευματικὸ Πατέρα μας͐ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἄς λέμε, ἐν μετανοίᾳ πάντα, τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Γέροντάς μας, πατὴρ Αὐγουστῖνος, αὐτὰ τὰ δάκρυα θὰ γίνουν Ἰορδάνης Ποταμὸς καὶ θὰ συγχωρεθοῦμε ἀπὸ τὶς πολλὲς ἤ λίγες ἁμαρτίες μας.
Ὁ Χριστὸς δὲν θέλει ἀκόμα νὰ κοροϊδεύουμε τοὺς συνανθρώπους μας. Πόσοι ἀπὸ μᾶς ὅμως τὸ νοιώθουμε αὐτό, καὶ πόσοι καταλαβαίνουμε πὼς εἶναι μεγάλη ἁμαρτία νὰ κοροϊδεύουμε τοὺς συνανθρώπους μας; Ὅπου καὶ νὰ γυρίσουμε λίγα λόγια εὐλογίας ἀκούγονται. Γιατί! -ἀλλοίμονο, ἀδελφοί μου-, πολὺ συχνὰ οἱ ἄφρονες συνάνθρωποί μας ὑβρίζουν Αὐτὸν τὸ Θεό μας καὶ τοὺς ἁγίους Του;
Λέει ὁ Χριστὸς «μὴ ὀμόσαι ὅλως», μᾶς ζητᾶ νὰ μὴ ὁρκιζόμαστε. Πᾶμε ὅμως, γιὰ κάποια αἰτία στὸ δικαστήριο γιὰ μάρτυρες μιᾶς ὑποθέσεως καὶ μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὸ Πρόεδρο τοῦ δικαστηρίου νὰ ὁρκιστοῦμε καὶ νὰ βάλουμε τὸ χέρι μας πάνω στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Γιατί, ἀδελφοί μου, νὰ μὴ δέχονται οἱ δικαστὲς  μιὰ ἐπίσημη βεβαίωση τῶν λεγομένων μας ὅτι εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀληθινά; Μήπως δὲν ἔχει ὑπάρξει ἔνορκη ψευδομαρτυρία; 
Ὅσο γιὰ τὸ νόμο ποὺ λέει «οὐ μοιχεύσεις» ὁ Χριστὸς δὲν περιμένει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ προβεῖ σ’αὐτὴ τὴ πράξη τῆς μοιχείας γιὰ νὰ εἶναι ἔνοχος ὁ ἄνθρωπος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ,  ἀλλὰ  ἀκόμα κι ἄν δεῖ ἄνδρας μιὰ γυναῖκα, ἤδη ἐμοίχευσε  αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. Ὁ νόμος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ στὶς ἡμέρες μας ἔχει δυστυχῶς διαγραφεῖ μὲ τὴν ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας. Δὲν θεωρεῖ κακὸ ὁ ἄνδρας νὰ ἀφήνει τὴ νόμιμη σύζυγο καὶ νὰ συζεῖ παράνομα μὲ ἄλλη. Ἀναρωτιέται κανεὶς ποῦ στ’ἀλήθεια πῆγε ἡ ἠθικὴ τοῦ Εὐαγγελίου μας. Στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο βέβαια ἡ μοιχεία δὲν εἶναι κακό. Ἤ μᾶλλον γι’αὐτοὺς ἦταν ἀρετή. Γιὰ μᾶς, ὅμως, ποὺ εἴμαστε χριστιανοὶ εἶναι πολὺ μεγάλη ἁμαρτία. Γι’αὐτὸ τὰ ἀνδρόγυνα ὀφείλουν νὰ ζοῦν ἁρμονικά, ἄν θέλουν, βέβαια, νὰ λέγωνται χριστιανοὶ σύζυγοι.
Λέγαμε πιὸ πάνω γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Καὶ γι’αὐτὴ τὴν ἀγάπη μᾶς κάνει λόγο ὁ Χριστός. Συγκεκριμμένα μᾶς λέει ὅτι στὴν Π. Διαθήκη εἶναι γραμμένο νὰ ἀγαποῦμε μόνο τοὺς φίλους μας καὶ τοὺς συγγενεῖς μας. Ὁ Χριστὸς ὅμως λέει ἀκόμα ὅτι  καὶ οἱ τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοὶ ἀγαποῦν τοὺς φίλους τους,  ἐμεῖς ὅμως, ὀφείλουμε καὶ τοὺς ἐχθρούς μας νὰ ἀγαποῦμε. Δύσκολο εἶναι αὐτό; Ναί, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἀκατόρθωτο, γιατὶ ἔχουμε πάμπολλα παραδείγματα ἁγίων ποὺ συγχώρεσαν τοὺς δημίους τους. Δὲν θὰ ἀναφέρουμε  πολλά͐ μόνο ἕνα θὰ ἀναφέρουμε, αὐτὸ τῶν χριστιανῶν τῆς Καρχηδόνας. Τὸ παράδειγμα τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ., τότε ποὺ ξέσπασε μεγάλη πεῖνα καὶ πολλὲς ἀσθένειες στὸ τόπο ἐκεῖνο. Τότε, μόνο οἱ χριστιανοὶ βοήθησαν τοὺς πάσχοντες Καρχηδόνιους. Καὶ ἐν καιρῷ διωγμῶν μάλιστα.
 Ἀλλὰ καὶ στὸ ζήτημα  τῆς ἐλεημοσύνης ὁ Χριστὸς  ζητᾶ νὰ προσέχουμε πῶς τὴν κάνουμε. Ο φαρισαῖοι  βέβαια ἐλεοῦσαν κι αὐτοί, ὅπως γνωρίζουμε. Ἐλεοῦσαν ὅμως «πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις», γιὰ νὰ τοὺς ἐγκωμιάζουν οἱ ἄνθρωποι.  Ἡ δική μας, ὅμως, ἐλεημοσύνη, γιὰ νὰ εἶναι ὄντως ἐπαινετὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ πρέπει νὰ γίνεται  κρυφά. «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» μᾶς λέει ὁ Κύριος. Κι αὐτό, ἐπαναλαμβάνουμε, ὄχι ὑποκριτικὰ ἀλλὰ πέρα γιὰ πέρα ἀληθινά.
Ὅσο γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ποὺ πολλοὶ τὴν θεωροῦν, ἐσφαλμένα, ὡς τιμωρητική, ἔχουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀκόμα καὶ στοὺς χρόνους  τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου ὁ Θεὸς φαίνεται νὰ τιμωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι τιμωρὸς ἀλλὰ παιδαγωγὸς ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ μετάνοια. Ο ἄνθρωποι βέβαια τότε ἐπειδὴ γιὰ πάρα πολλὰ χρόνια δὲν μετανοοῦσαν καὶ δὲν ἄλλαζαν ζωὴ ἀνάγκασαν τὸ Θεό, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται», ὅπως λέει ὁ Φωστὴρ τῆς Καισαρείας Μ. Βασίλειος, νὰ καταστρέψει τὶς πόλεις ποὺ ἔμεναν καὶ νὰ ὁδηγήσει στὸ θάνατο τοὺς ἁμαρτωλοὺς αὐτοὺς κατοίκους. Καὶ ἀναφερώμαστε, βέβαια, ὅπως ἴσως νὰ ἔχετε καταλάβει, στὴ καταστροφὴ τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρας, ὅπου ζοῦσε ὁ δίκαιος Λώτ μὲ τὴν οἰκογένειά του. Καὶ θὰ ἔπρεπε, τοὐλάχιστον, ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ βίο τοῦ Λὼτ νὰ παραδειγματιστοῦν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ  καὶ νὰ μετανοήσουν γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν ζωή τους. Ὁ Θεὸς λοιπὸν δὲν τιμωρεῖ ἀλλὰ ἀποδίδει  δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη ὡς Δίκαιος ποὺ ἐπιβάλλει δικαισύνη στὸ κόσμο. Ἐπιβάλλει δηλ. αὐτὸ ποὺ καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος κατὰ βάθος ἐπιθυμεῖ.
Ὁ Θεός, λέει ὁ ἀπ.Παῦλος, ὁ κήρυκας αὐτὸς τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, τιμωρώντας τὸν ἁμαρτωλὸ ἀποδίδει ἀληθινὴ δικαιοσύνη. Διότι «πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ λαμβάνει ἔνδικη μισθαποδοσία» (Ἑβρ. 2,2). Ἀλλὰ καὶ πιὸ πρίν, στοὺς χρόνους τῆς  Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχισαν νὰ λατρεύουν ἀντὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τὰ ψεύτικα εἴδωλα, ἀνάγκασαν, τρόπον τινα, τὸ Θεὸ νὰ τοῦς πεῖ ὅτι ἀφοῦ λατρεύσατε  τὰ εἴδωλα, τὸ βασιλιά σας τὸ Σακκοὺχ καὶ τὸ θεό σας τὸν ἀστρικό, τὸν ἐπωνομαζόμενο Καϊβάν, θὰ ὑποχρεωθεῖτε ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ πάρετε μαζί σας τὰ εἴδωλα αὐτὰ καὶ στὴν ἐξορία ὅπου θὰ σᾶς ὁδηγήσω γιὰ τὴν ἀποστασία σας αὐτή.
Λέει ἀκόμα ὁ Κύριός μας ὅτι «σᾶς βεβαιώνω πὼς ὅσο ὑπάρχει ὁ κόσμος, καὶ μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, δὲν θὰ πάψει νὰ ἰσχύει οὔτε ἕνα γιώτα ἤ μία ὀξεία ἀπὸ τὸ Νόμο μου».  Πολλοὶ νομίζουν, κι αὐτοὶ εἶναι οἱ ποικιλώνυμοι αἱρετικοὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅτι διαστρεβλώνοντας τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ θὰ φέρουν ἕνα καινούργιο εὐαγγέλιο στὸ κόσμο μας. Ὄχι, ὅμως! Γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὁ  Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν ἐπιδέχεται οὔτε προσθέσεις, οὔτε καὶ ἀφαιρέσεις.
Ὁ ἀπ. Παῦλος συνοψίζει αὐτὴ τὴ δικαία Κρίση τοῦ Θεοῦ λέγοντας πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἀποπροσωπόληπτος, καὶ δὲν προσωποληπτεῖ ὅπως πολλοὶ ἐκ τῶν ἀνθρώπων δικαστῶν. Καὶ ἀποδίδει δικαιοσύνη στὸ κάθε ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὴν πνευματική του ἀξία. Ὅ,τι ἀξίζει ὁ ἄνθρωπος τὸ παίρνει ἀπὸ τὸ Θεό. Λέει ἡ Γραφὴ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ καταφυγή μας καὶ ὅποιος καταφεύγει στὸ Θεὸ ποτὲ δὲν θὰ ντροπιαστεῖ. Κι αὐτὴ ποὺ σίγουρα θὰ μᾶς λυτρώσει καὶ ἐλευθερώσει εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι γιὰ μᾶς βράχος ποὺ μᾶς προστατεύει καὶ φρούριο ποὺ μᾶς σώζει ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τοῦ ἐχθροῦ (διαβόλου). Γι’αὐτὸ ἄς παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ καὶ ἄς τοῦ λέμε: «Θεέ μου, ἐσὺ ποὺ μ’ἐλευθέρωσες ἀπ’τοῦ κακοῦ τὴν ἐξουσία, ἀπ’τὴ λαβὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ τοῦ καταπιεστῆ͐ Ἐσὺ εἶσαι καὶ ἡ ἐλπίδα μου ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκα μέχρι τώρα ποὺ μεγάλωσα». Ἁμάρτησαμε βέβαια καὶ ἀδικήσαμε τοὺς ἀνθρώπους, ἀνομήσαμε καὶ φύγαμε ἀπὸ τὸ δρόμο τῶν ἐντολῶν καὶ τῶν κριμάτων σου ἀλλὰ ζητοῦμε πάντα τὸ ἔλεός σου ἀφοῦ πάντα σὲ πιστεύουμε. Ποῦ ἀλλοῦ, ἀδελφοί μου, νὰ προστρέξουμε; Στοὺς πλουσίους καὶ ἰσχυροὺς τῆς γῆς; Ἄνθρωποι εἶναι κι αὐτοὶ σὰν καὶ μᾶς, καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν μᾶς ἐξαπάτησαν στὸ παρελθόν. Μόνο Ἕνας δὲν μᾶς ξεγελᾶ ποτέ, κι Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός μας.
   «Τί ἀνταποδώσωμεν, ὅμως, τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὥν ἀνταπέδωκέν μοι;» Τί μποροῦμε νὰ ἀντιπροσφέρουμε ὡς ἄνθρωποι στὸν Κύριο γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς δωρεές Του; Δὲν μποροῦμε ἀσφαλῶς νὰ δώσουμε πολλά͐ μόνο νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε θερμὰ μποροῦμε, νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς πολλὲς δωρεές Του  καὶ νὰ τὸν ὁμολογοῦμε σὲ κάθε περίσταση τῆς ζωῆς μας. Μποροῦμε ἐπίσης νὰ ἀγαποῦμε τὸ Χριστὸ καὶ νὰ λέμε  πάντα πὼς  εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Ὑψίστου. Ἀλλὰ καὶ κοντὰ στὸ Χριστὸ ὀφείλουμε νὰ ἀγαποῦμε καὶ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἀδελφούς μας ἐν Χριστῷ.
Θὰ ἀναφερθοῦμε τέλος στὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ στὴ μέλλουσα κρίση. Γιατὶ ἐδῶ μὲν εἴμαστε πάροικοι καὶ παρεπίδημοι, εἴμαστε περαστικοὶ ἀπ’αὐτὴ τὴ ζωή. Στὴν αἰώνια ζωὴ θὰ  ζήσουμε ὅμως στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβετε καλύτερα, ἀδελφοί μου, πῶς καὶ μὲ ποιὸ κριτήριο θὰ γίνει ἡ Κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνουμε πρῶτα κάποια ἀναφορὰ στὴ πρώτη Παρουσία τοῦ Κυρίου. 
Ὁ Χριστὸς ἐνηνθρώπησε ἄσημα, γεννήθηκε, ὅπως ξέρουμε μέσα σ’ἕνα ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ͐  ἔζησε ἄσημα ἀνάμεσα στοὺς Ἑβραίους, σταυρώθηκε, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἔνδοξη ἀνάστασή Του καὶ τὴν Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανοὺς ἔδωσε καὶ τὴν ὑπόσχεση πὼς θὰ ἔρθει πάλι «ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον» καὶ νὰ ἀποδώσει δικαιοσύνη.  Μὲ ποιὸ κριτήριο ὅμως θὰ κριθοῦμε, ἀδελφοί μου; Μόνοι μας θὰ δικαιωθοῦμε ἤ θὰ κατακριθοῦμε. Τὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης μας. Κι ἄν εἴμαστε ἄνθρωποι ἀγάπης δὲν ἔχουμε κανένα φόβο κατάκρισης  ἀλλὰ θὰ ἔχουμε ἀπὸ δῶ κιόλας δικαιωθεῖ καὶ θὰ ἔχουμε εἰσέλθει στὴ χορεία τῶν δικαίων καὶ ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ὅταν οἱ ἐξ ἀριστερῶν τοῦ Θεοῦ θὰ ἀρχίσουν τὶς δικαιολογίες τους θὰ τοὺς πεῖ ὁ Χριστὸς «τὶς ὑπέδειξεν ὑμῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;».Δηλ. ποιὸς σᾶς εἶπε ὅτι μπορεῖτε νὰ ἐμποδίσετε τὴ δικαία ἀγανάκτηση τοῦ Κυρίου γιὰ τὶς ἁμαρτίες σας καὶ τὴν ἀμετανοησία σας; Γιατί, ἀδελφοί μου, δὲν θὰ δικαστοῦμε καὶ κατακριθοῦμε  ἀπὸ τὸν Κύριο ἐπειδὴ ἁμαρτάνουμε ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν μετανοοῦμε. Ἑπομένως σὲ μᾶς ἐπαφίεται ἤ νὰ δικαιωθοῦμε ἤ νὰ κατακριθοῦμε.
 Ἡ Θεία δικαιοσύνη ὅμως ἐκδηλώνεται καὶ ὡς Χάρις  τοῦ Θεοῦ ποὺ ἁγιάζει καὶ δοξάζει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς Χάριτος αὐτῆς τοῦ Θεοῦ σχολιάζει ρητορικότατα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγοντας; Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δύναται καὶ μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο ποὺ συμπεριφέρεται ὡς λύκος σὲ ἄκακο ἀρνί. Αὐτὸν ποὺ ζεῖ ὡς κόρακας σὲ λευκὴ καὶ ἀθώα περιστερά. Τὸν ληστὴ τὸν κάνει  ἐλεήμονα καὶ τὸν πόρνο ὅσιο. Δὲν χαρίζεται ὅμως ὁ μισθὸς αὐτὸς τῆς δικαιοσύνης χαριστικά, ἀδελφοί μου. Χρειάζονται τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ  ὅποιος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει, γιὰ κάποιο λόγο  ἔργα ἀγάπης, ἄν   προσπαθεῖ μὲ τὴν προσευχή του νὰ σώσει τὸν ἀσεβῆ, ἄν  ἔχει δηλ. ἀπόλυτη πίστη στὸ Θεό, θὰ  δικαιωθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό.
Στὴ πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ ἀντιπαραβάλλει ὁ Παῦλος δύο συστήματα δικαιώσεως τῶν ἀνθρώπων͐ καὶ δίδει στὸ ρῆμα «δικαιοῦμαι» τὴν χριστιανική του ἔννοια. «Εἰδότες, λέει, ὄτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων  νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ» (Γαλ. 2,16), Ὀφείλουμε, λέει νὰ γνωρίζουμε ὅτι δὲν εἶναι αὐτὰ καθ’ἑαυτὰ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης ἀλλὰ ὅταν αὐτὰ συνδυάζονται μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς πίστεως. Καὶ μεῖς, λέει ὁ ἀπόστολος, στὸ Χριστὸ βαπτιστήκαμε γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε ἀπὸ τὴ πίστη μας στὸ Χριστό.
Ἡ Θεία δικαιοσύνη ἀκόμα φαίνεται καὶ στὶς σελίδες τῆς Π. Διαθήκης. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται ὡς δίκαιος στοὺς προφῆτες Του. Ὁ ἀπ. Παῦλος, ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν σὲ ἐπιστολή του θὰ γράψει ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ μεταμορφώσει τὴν ἀνθρωπότητα ποὺ κυλίεται μέσα στὴν ἀδικία. Καὶ μᾶς λέει ἀκόμα ὁ Παῦλος ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς πάντως νὰ παύει νὰ εἶναι οὐράνιο ἀγαθό.
Ἀδελφοί μου! Τελικὰ τὸ βιβλικὸ μήνυμα δικαιοσύνης, γιὰ νὰ τελειώσουμε τὴν ὁμιλία μας μὲ τὶς σκέψεις αὐτές, μπορεῖ νὰ συνοψισθεῖ λέγοντας ὅτι: α)  ὁ ἄνθρωπος διανύοντας τὸ χρόνο τῆς ζωῆς του μέσα στὴν ἱστορία ὀφείλει νὰ εἶναι δίκαιος. Ὀφείλει νὰ «ποιῇ δικαιοσύνην» (Α΄Ἰω. 3,7), ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὴν Α΄Καθολικὴ ἐπιστολή του. β) Ἀντιλαμβάνεται ἔτσι κανεὶς ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ τὶς δικές του δυνάμεις νὰ ἐφαρμόσει αὐτὴ τὴ δικαιοσύνη, μπορεῖ ὅμως νὰ τὴ δεχθεὶ ὡς δῶρο τῆς Θείας Χάριτος. Αὐτὴ ἡ Θεία Χάρις, ἡ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα δύναται νὰ μεταβάλλει τὸ κόσμο μας, ποὺ ἡ πολλὴ ἀδικία τὸν ἔχει μεταβάλλει σὲ ζούγκλα  σὲ κοινωνία  ἁγίων. Γένοιτο!
Ἀρχιμ. Κοσμᾶς Ἐ. Λαμπρινός

Ἱεροκῆρυξ

Δεν υπάρχουν σχόλια: