20/10/13

Ἡ Ὁσία Ματρῶνα ἡ Θαυματουργός ἡ Χιοπολίτιδα

Ὀνομαζόταν Μαρία καὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βολισσὸς τῆς Χίου ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους, τὸν Λέοντα καὶ τὴν Ἄννα. Ἕξι ἄλλες ἀδελφές τῆς Μαρίας, μεγαλύτερές της, παντρεύτηκαν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, περιζήτητες νύφες γιὰ τὴν ὀμορφιά, τὴν ἀνατροφὴ καὶ γιὰ τὴν καλὴ προίκα τους.
Ἡ μικρότερη ἀφοσιώθηκε στὴ μελέτη τῶν θείων καὶ ἀσχολεῖτο θερμὰ μὲ φιλανθρωπικὰ καθήκοντα. Ἔτσι θέλησε νὰ ἀκολουθήσει ἄλλο δρόμο. Ἡ τακτικὴ ἐπαφή της μὲ τὶς καλογριὲς τῶν γυναικείων μοναστηριῶν τοῦ νησιοῦ, ἔκανε τὴν Μαρία νὰ ποθήσει τὴν ἁγνὴ μοναχικὴ ζωή. Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς γονεῖς της, τὴν συγκρατοῦσε στὸ πατρικό της σπίτι.
Ὅταν ὅμως αὐτοὶ πέθαναν ἡ Μαρία δοκίμασε τὴ μοναχικὴ ζωὴ κοντὰ σὲ μιὰ εὐσεβὴ χήρα, ποὺ ἀσκήτευε μὲ τὶς δυὸ θυγατέρες της. Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴν μοναχικὴ ἐμπειρία, ἀποφάσισε νὰ προσχωρήσει στὶς μοναχικὲς τάξεις. Χειροτονήθηκε λοιπὸν μοναχὴ καὶ μετονομάσθηκε Ματρῶνα. Ἡ διαγωγὴ της μέσα στὴν μικρὴ ἀδελφότητα ἦταν ἄριστη. Ἡ διάθεσή της πάντοτε ἀγαθή, φιλάδελφη, ταπεινὴ καὶ ἐγκάρδια. Μάλιστα, ἀπὸ τὰ ἔσοδα τῆς πώλησης τῆς περιουσίας της, κτίστηκε στὸ μοναστήρι ὡραιότατος ναός.
Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρόνο, πέθανε ἡ γυναίκα ποὺ κοντά της ἡ Ματρῶνα γυμνάστηκε στὴ μοναχικὴ ζωή. Τότε ὅλες οἱ μοναχὲς ἀπὸ κοινοῦ, ἐξέλεξαν ἡγουμένη – παρὰ τὴν θέλησή της – τὴν Ματρώνα. Ὑπὸ τὶς ὁδηγίες της ἡ ἀδελφότητα ζοῦσε μὲ πολλὴ ἐγκράτεια, ὑπακοὴ καὶ εὐσέβεια.
Τὸ 1462 ἡ Ματρώνα πέθανε, ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ πραγματικὰ ἁγία.
Ἄλλες πηγὲς ὑπολογίζουν τὸν χρόνο κοιμήσεως τῆς Ἁγίας 100 περίπου χρόνια πρὶν τὸ 1462, διότι ἡ πρώτη βιογραφία της γράφτηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ρόδου Νεῖλο (1357).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Χριστοῦ τοῖς ἴχνεσιν, ἀκολουθήσασα, κόσμου τερπνότητα, Ὁσία ἔλιπες, καὶ ἐμιμήσω ἐν σαρκί, Ἀγγέλων τὴν πολιτείαν· ὅθεν ταῖς τοῦ Πνεύματος, δωρεαῖς κατεφαίδρυνας, τὴν ἐνεγκαμένην σε, νῆσον Χίον πανεύφημε· διὸ χαρμονικῶς ἐκβοᾷ σοι· χαίροις Ματρῶνα πανολβία.

Κοντάκιον.
Οὐδαμῶς τὸ θῆλύ σοι, ἐμποδὼν ὤφθη Ματρῶνα, πρὸς τοὺς ὑπὲρ ἄνθρωπον, ἀγῶνας ὄντως καὶ ἄθλους· ᾔσχυνας, διὸ τὸν μέγαν νοῦν θεοφόρε· εὔφρανας, τὸ γυναικεῖον μεγάλως γένος, τὸ ἐκείνου ταῖς σαῖς νίκαις, προσαφελοῦσα τῆς ἥττης ὄνειδος.

Μεγαλυνάριον.
Ἔβλυσας ἱδρῶτας ἀσκητικούς, ἐν τῇ Χίῳ Μῆτερ, ὡς καλλίκρουνός τις πηγή, ἐξ ὧν ἀπαντλοῦντες, Ματρῶνα μακαρία, παθῶν τῶν ψυχοφθόρων, ἐκκαθαιρόμεθα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: