21/10/13

Οἱ Ὅσιοι Βαρνάβας καὶ Ἱλαρίων οἱ Θαυματουργοί

Πόσο εὐλογημένο εἶναι στ’ ἀλήθεια τῆς Κύπρου τὸ νησί! Ναί! Πλούσια εὐλογημένο ἀπ’ τὴν ἀγαθὴ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ! Καὶ νά! Πρῶτο αὐτὸ μεταξὺ ὅλων τῶν μερῶν τοῦ κόσμου, ὅπως ἀναφέραμε καὶ ἀλλοῦ, δέχτηκε ἀπὸ τρία στόματα ἀποστολικὰ τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας. Πρῶτο αὐτὸ μεταξὺ ὅλων τῶν μερῶν τοῦ κόσμου ἔχει ἀνάλογα μὲ τὴν ἔκτασή του, νὰ παρουσιάσει τόσους Ἁγίους! Πρῶτο ἀκόμη αὐτὸ ἀξιώθηκε τῆς τιμῆς νὰ φιλοξενήσει στοὺς κόλπους του μέχρι τινός, τόσα ἅγια λείψανα!

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ παραχώρησε στὸ νησί μας τὴν τιμὴ τὰ ἅγια λείψανα, ποὺ ἀπὸ γειτονικὲς χῶρες ρίχνονταν στὴ θάλασσα ἀπὸ εὐλαβεῖς χριστιανούς, γιὰ νὰ μὴν ἀφανιστοῦν ἀπὸ βέβηλα χέρια, τὰ λείψανα αὐτὰ νὰ ξεβράζονται ἀπ’ τὴν θάλασσα στ’ ἀκρογιάλια τοῦ νησιοῦ μας, καὶ νὰ βρίσκουν ἐδῶ φιλοξενία καὶ τιμὴ καὶ σεβασμό.

Μέσα στὰ λείψανα αὐτὰ περιλαμβάνονται, θησαυρὸς ἀκριβὸς κι ἀτίμητος, καὶ τὰ λείψανα τῶν Ὁσίων Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίωνος τῶν Θαυματουργῶν.
Τὰ λείψανα αὐτὰ κατὰ τρόπο θαυματουργικὸ μεταφέρθηκαν, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, σὲ κάποιο ἀκρογιάλι τῆς Κύπρου, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ προνομιοῦχο χωριό, τὴν Περιστερώνα τοῦ Μόρφου.
Σ’ αὐτὴν ἀργότερα, πιθανότατα στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰώνα, κτίστηκε καὶ ἡ τρίκλιτος θολωτὴ βασιλικὴ μὲ τοὺς πέντε τρούλους καὶ σὲ σχῆμα σταυροῦ, ποὺ καμαρώνουμε ὡς τὰ σήμερα. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπυστη ἐκκλησία τοποθετήθηκαν τὰ ἅγια λείψανα.

Δυστυχῶς καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους αὐτοὺς πολὺ ὀλίγα γνωρίζουμε. Ἕνας πέπλος μυστηρίου καλύπτει τὴν ζωή τους. Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς στὸ χρονικό του, καθὼς καὶ ὁ Κυπριανὸς στὴν ἱστορία του κατατάσσουν τοὺς Ἁγίους μεταξὺ τῶν 300 λεγομένων Ἀλαμανῶν, ποὺ ἦρθαν στὸ νησί μας μετὰ τὴν Β’ Σταυροφορία καὶ ἀσκήτεψαν σὲ διάφορα μέρη. Μὲ τὴν γνώμη ὅμως αὐτή, ποὺ ὅσο καὶ ἂν φαίνεται πιθανή, συγκρούεται ἡ πληροφορία, ποὺ μᾶς δίνεται τόσο ἀπὸ τὴν παράδοση, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων. Σ’ αὐτὸ ἀναφέρεται ρητά, πὼς οἱ Ὅσιοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν εὔανδρο Καππαδοκία καὶ ἔζησαν μάλιστα στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 456). Καὶ οἱ δύο Ἅγιοι ἦσαν ἀπὸ εὐγενικὲς οἰκογένειες καὶ ὑπηρετοῦσαν στὸν στρατὸ τοῦ βασιλιά, στὸν ὁποῖο μάλιστα καὶ διακρίνονταν γιὰ τὸ παράστημά τους, τὴν ἀνδρεία τους καὶ τὴν ὅλη γενικὰ ζωή τους.

Παρὰ τὸ λαμπρὸ μέλλον ποὺ τοὺς ἀνοιγόταν στὴν ὑπηρεσία τους αὐτή, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θεοσεβεῖς ψυχὲς φύτεψαν στὴν ψυχή τους, τοὺς ἔκαμε νωρὶς ν’ ἀφήσουν τὸν στρατὸ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοὺς χαμογελοῦσε καὶ ν’ ἀφιερωθοῦν στὸν Χριστὸ. Πόνος καὶ πόθος καὶ παλμὸς καὶ ἀγώνας τους ἕνας καὶ μόνος : Νὰ εὐαρεστήσουν σὲ Αὐτόν.

Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τούτου τοῦ σκοποῦ ἔσπευσαν οἱ τρισμακάριοι ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ ν’ ἀπαρνηθοῦν τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Ἡ ματαιότητα, τῶν ἐπιγείων πάντοτε, τοὺς συνετάραττε. Στ’ αὐτιά τους δυνατὰ ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ οἱ λόγοι τοῦ ὑμνωδοῦ: «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὒχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον οὗ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὗ συνοδεύει ἡ δόξα». Ὅλα διαλύονται καὶ χάνονται. Σὰν τὰ φύλλα τοῦ φθινοπώρου μαραίνονται καὶ πέφτουν. Σὰν ἕνα ὄνειρο παρέρχονται καὶ ἐξαφανίζονται. Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ δίνουν τὴν καρδιὰ τους σ’ αὐτὰ καὶ περιμένουν νὰ γευτοῦν ἀπ’ αὐτὰ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία. Τὰ γνωρίζουν τοῦτα οἱ Ἄγιοι. Γνωρίζουν ἀκόμη ὅτι εἶναι πολλὲς τοῦ πονηροῦ οἱ παγίδες καὶ οἱ πειρασμοί. Γι’ αὐτὸ καὶ σπεύδουν. Ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ σπεύδουν ν’ ἀποδεσμευθοῦν ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θὰ τοὺς ἦσαν ἐμπόδιο στὸν ὄμορφο σκοπό, ποὺ ἔταξαν στὴ ζωή τους. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ ἡ προτροπή του στὸν πλούσιο νεανίσκο ποὺ τὸν ρώτησε τί νὰ κάμει γιὰ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή, τοὺς δείχνει τὸν δρόμο. «Πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου, τοῦ εἶπεν ὁ Κύριος, καὶ δὸς πτωχοὶς καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Χωρὶς κανένα δισταγμὸ καὶ ἀμφιταλάντευση σπεύδουν καὶ αὐτοὶ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ ἄφθονα ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχαν καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκαν καὶ μεγάλωσαν. Τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὰ πώλησαν καὶ τὸ προϊὸν τὸ διαμοίρασαν στοὺς πτωχούς. Ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκαν ἀπομακρύνθηκαν καὶ τοπικῶς καὶ τροπικῶς.

«Τὴν ἐνεγκαμένην ἀφέντες» κατὰ τὸν συναξαριστὴ «καὶ τὸν σταυρὸν ἐπ’ ὤμων ἀράμενοι» ἔφυγαν γιὰ τὸν μονήρη βίο. Ἐρημικοὺς τόπους διαλέγουν, γιὰ νὰ παραμείνουν. Γιατί «τοὶς ἐρημικοὶς ζωὴ μακαρία ἐστι, θεϊκῶ ἔρωτι πτερουμένοις». Δηλαδὴ εὐλογημένη καὶ μακαρία εἶναι ἡ ζωὴ ἐκείνων ποὺ κατοικοῦν σὲ ἔρημα μέρη, μακριὰ ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, τὶς παγίδες καὶ τὰ σκάνδαλα τοῦ κόσμου. Εὐλογημένη καὶ μακαρία εἶναι ἡ ζωὴ τους γιατί οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν κυριευμένες ἀπὸ θεῖο ἔρωτα κοιτοῦν διαρκῶς πρὸς τὰ ἄνω πρὸς τὸν Θεὸ τὸν Ἅγιο. Τὴν ἀλήθεια αὐτή, ποὺ ἔχει καὶ πάλι τὶς ρίζες της σὲ μία τοῦ Κυρίου μας ὑπόδειξη, τὴν γνωρίζουν πολὺ καλά, ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία οἱ μυριάδες τῶν ἁγίων μορφῶν, ποὺ ἐπότισαν τὴν ἔρημο. Τὴν ἀλήθεια γνωρίζουν ἀκόμη καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ ὕστερα ἀπὸ μία περίοδο ἐντατικῆς ἐργασίας ζητοῦν, νὰ ξεκουρασθοῦν «εἰς ἔρημον τόπον».

Εἶχαν ἐπιστρέψει κάποτε οἱ μαθητὲς ἀπὸ μία ἐξόρμηση, ὅταν ὁ Κύριος, ἀφοῦ τοὺς ἤκουσε, τοὺς εἶπε: «Δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ’ ἰδὶαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον». Ἐμπρὸς τώρα ἐσεῖς πηγαίνετε σὲ κάποιο ἐρημικὸ μέρος μόνοι σας καὶ ἀναπαυτεῖτε ὀλίγο. Ὁ Ἰησοῦς μᾶς καλεῖ νὰ πηγαίνουμε μαζί του στὴν ἔρημο. Διαμονὴ στὸ ὕπαιθρο καὶ προσωπικὴ ἐπικοινωνία μὲ Αὐτὸν εἶναι ὑπέροχη εὐκαιρία ἀληθινοὺ ξεκουράσματος. Καιρὸς περισυλλογῆς, ἀλλὰ καὶ ψυχοσωματικῆς ἀναπαύσεως εἶναι οἱ διακοπὲς στὴν ἐξοχή. Μακριὰ ἀπ’ τὴν κίνηση καὶ τὸν θόρυβο. Κάτι περισσότερο. Καιρὸς πνευματικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Ἰησοῦ! Εὐλογημένες οἱ ψυχὲς καὶ οἱ οἰκογένειες ποὺ κάνουν συχνὰ χρήση μιᾶς τέτοιας ἐξόδου πρὸς τὸν Ἰησοῦ! Εἶναι ἕνας ὑπέροχος τρόπος γιὰ πραγματικὴ ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἀνάπαυση. Τρισευλογημένες ἀκόμη ἐκεῖνες οἱ ψυχές, ποὺ φροντίζουν, ὥστε ἡ ζωή τους νὰ εἶναι μία ἀδιάκοπη παραμονὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ! Μέσα στὶς ψυχὲς αὐτές, ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ τοῦτο κόσμο, καίει ἀκατάπαυστα ὁ θεῖος πόθος νὰ μένουν κοντά του καὶ νὰ Τὸν δοξολογοῦν. «Τοὶς ἐρημικοίς, ἄπαυστος ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται, κόσμου οὔσι τοῦ ματαίου ἐκτός» ψάλλει καὶ ὁ ὑμνωδός.

Τοπικῶς ἀπ’ τὴν ἀγαπημένη πατρίδα εἴπαμε, ἔφυγαν οἱ Ἅγιοί μας. Ἔφυγαν ὅμως καὶ τροπικῶς. Ἐκεῖ στὴν ἐρημιά, ἔργο τους ἔκαμαν τὴν προσευχή, τὴν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄσκηση, τὴν ἀρετή. Μὲ ταπείνωση ἐκεῖ προσφέρουν καθημερινὰ τὸν ἑαυτό τους «θυσίαν ζῶσαν ἁγίαν τῷ Θεῷ εὐάρεστον» (Ρωμ. ιβ’ 1). Καὶ μία τέτοια ζωὴ ποὺ ἔχει σὰν σκοπό της «τὴν δόξαν καὶ τὸν ἔπαινον τοῦ Θεοῦ», ἔχει καὶ τὸ ἀντίκρυσμά της. «Ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας» (Ἀποκ. β’ 23) ἐπιβραβεύει τοὺς ἐργάτες του. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τοὺς ἀθλητές μας.

Τοὺς ἐδόξασε ἐδῶ στὴ γῆ. Πλεῖστα θαύματα ἐπιτελοῦνται καθημερινὰ στὸν τόπο τῆς διαμονῆς τους στὶς πιστὲς καρδιὲς ποὺ τοὺς ἐπισκέπτονται, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὶς συμβουλές τους καὶ νὰ ἐνισχυθοῦν. Θαύματα μικρὰ καὶ μεγάλα. Κοντά τους βρίσκουν οἱ ἄρρωστοι τοὺς ἰατρούς, οἱ πονεμένοι τὴν ἐλπίδα, «οἱ ἐν θλίψεσι» τὴν παρηγοριά. Ἔτσι περνοῦν οἱ Ἅγιοι ὁλόκληρη τὴν ζωή τους. Μὰ καὶ ὅταν τὰ κουρασμένα κορμιά τους ξεκουράστηκαν στὴν γῆ μὲ τὴν παράδοση τῆς ἁγίας ψυχῆς τους στὸν Κύριο, ἡ θαυματουργικὴ δύναμή τους δὲν σταμάτησε. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ ὁ ἐρχομός τους στὸ νησί μας, γιὰ νὰ συνεχίσουν ἐδῶ «τὰς ἰάσεις καὶ θεραπείας των».

Πότε ἔγινε αὐτὸς ὁ ἐρχομὸς καὶ γιατί, δὲν γνωρίζουμε. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε εἶναι ὅτι ἡ Κύπρος μας ἐξ αἴτιας τῆς θέσεώς της στὸ μέσο τοῦ παλαιοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ὑπῆρξε πάντοτε τὸ καταφύγιο τῶν χριστιανῶν, ποὺ διώκονταν ἀπὸ τὶς γύρω χῶρες. Μαζί τους οἱ χριστιανοὶ αὐτοί, πρὸ παντὸς μετὰ τὴν κατάληψη τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ ὕστερα, μετέφεραν ἱερὰ λείψανα καὶ εἰκόνες καὶ ἄλλα κειμήλια, γιὰ νὰ τὰ διασώσουν. Πολλὲς φορὲς μάλιστα ἔκαναν καὶ τὸ ἄλλο. Ἔβαζαν ὅτι ἤθελαν νὰ διασώσουν σὲ μία ξύλινη κάσα, τὴν ἔκλειαν προσεκτικὰ μὲ κάποιο σημείωμα καὶ τὴν ἔριχναν στὴν θάλασσα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἦλθαν στὸ νησί μας τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Μάμαντος ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσία, Ἐρμογένους ἀπὸ τὴ νῆσο Σάμο καὶ τῶν Βαρνάβα κι Ἱλαρίωνος τῶν θαυματουργῶν.

Ἕνα βράδυ σὲ μία εὐσεβὴ καρδιὰ ἀπὸ τοὺς Σόλους, τὸν Λεόντιο, ὅπως ἀναφέρει τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων, παρουσιάσθηκαν στὸν ὕπνο του οἱ Ὅσιοι καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἀδελφέ, ἀναστᾶς λάβε τὸ ζεῦγος σου καὶ ἐλθὲ εἰς τόπον καλούμενον Στομάτιον, ὅπως ἀγάγης ἡμᾶς ἐνθάδε». Καὶ ὅταν αὐτὸς τοὺς ρώτησε ποιοί εἶναι καὶ ἀπὸ ποὺ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἦλθαν στὸ νησί, οἱ Ἅγιοι τοῦ ἀπεκάλυψαν μὲ λεπτομέρειες τὰ πάντα. Καὶ τὴν πατρίδα τους, καὶ τὰ ὀνόματά τους καὶ τὴν ὅλη ζωή τους. Τοῦ ἐξήγησαν ἀκόμη πὼς «ἐκ θείας δυνάμεως ἀπεστάλησαν ἐν τῇ νήςῳ ταύτη οἰκῆσαι εἰς σύστασιν καὶ βοήθειαν αὐτῆς καὶ εἰς ὑγείαν τῶν νοσούντων ἐν αὐτῇ».

Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ἡ φιλόχριστος ἐκείνη καρδιά, σηκώθηκε φοβισμένη καὶ ἔσπευσε νὰ ἐκτελέσει τὴν ἐντολή. Πῆρε τὸ ζευγάρι τῶν βοδιῶν του καὶ τράβηξε πρὸς τὸ μέρος ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε, «τὸ Στομάτιον» (Στόμα), ποὺ βρίσκεται στὴν παραλία τοῦ Μόρφου ἐκεῖ περίπου ποὺ ἐκβάλλει ὁ ποταμὸς Σερράχης. Καὶ πραγματικά! Κάπου σὲ μιὰ ἄκρη στὴν ἀμμουδιὰ βλέπει σὰν ἔφτασε μία ξύλινη κάσα κλειστή. Πλησιάζει μὲ εὐλάβεια, γονατίζει καὶ κάνει τὴν προσευχή του. Ἀσπάζεται μὲ σεβασμὸ τὴν κάσα ποὺ κλείνει τὸν θησαυρό του κι ὕστερα σηκώνεται καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν βοδιῶν του δοκιμάζει νὰ τὴν σύρει πρὸς τὸ μέρος, ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ. Παρ’ ὅλες τὶς προσπάθειές του ὅμως ἡ κάσα λὲς καὶ εἶχε ριζώσει στὴ γῆ, δὲν μετεκινεῖτο. Ὅλη νύχτα ἀγωνίζεται μὰ ἄδικα. Καταστενοχωρημένος γονατίζει καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἱκετεύει τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους Του, νὰ τοῦ φανερώσουν τί νὰ κάμει. Τὴν ἑπόμενη νύχτα οἱ Ἅγιοι τοῦ φανερώθηκαν καὶ πάλι καὶ τοῦ εἶπαν:

Ἀδελφέ, «οὐκ εἰρήκαμεν σοι περὶ τοῦ ζεύγους τῶν βοῶν, ἀλλὰ τοῦ ζεύγους τῶν υἱῶν σου». Ἀδελφέ, δὲν σοῦ εἴπαμε νὰ φέρεις τὸ ζευγάρι τῶν βοδιῶν σου, ἄλλα τὰ δύο παιδιά σου. Τρομαγμένος ὁ εὐλαβὴς ἄνθρωπος ξύπνησε καὶ τράβηξε στὸ σπίτι του. Πῆρε τὰ δύο του ἀγόρια καὶ ξαναγύρισε στὸν τόπο, ποὺ βρισκόταν ἡ ἁγία σορός. Μὲ βαθιὰ εὐλάβεια πατέρας καὶ παιδιὰ γονάτισαν, ἀγκάλιασαν μὲ πίστη τὴν ἁγία σορὸ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακάλεσαν τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους, νὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ πραγματώσουν τὴ μετακίνηση. Καὶ ἡ παράκληση εἰσακούσθηκε. Πατέρας καὶ υἱοὶ πῆραν τὴν ἱερὴ κάσα ποὺ περιεῖχε τὰ ἅγια λείψανα καὶ μὲ φόβο Θεοῦ τὴν μετέφεραν στὸν τόπο ποὺ τοὺς εἶχε ὑποδειχθεῖ, τὴν Περιστερώνα! «Ὡς θαυμαστόν, Κύριε, τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ». Ἀπ’ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ ἁγία σορὸς τοποθετήθηκε στὴ γῆ, τὰ θαύματα ἄρχισαν. Θαύματα πολλά! Θαύματα μικρὰ καὶ μεγάλα! Τυφλοὶ ἀναβλέπουν! Δαιμονιζόμενοι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ δαιμόνια! Πρόσωπα βασανιζόμενα ἀπὸ πυρετὸ καὶ ποικίλες ἀρρώστιες θεραπεύονται! Παράλυτοι ἐπὶ χρόνια σηκώνονται καὶ περπατοῦν! Πηγὴ θεραπειῶν ἔγινε τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὥστε ὄχι μόνον ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλη τὴ νῆσο νὰ φτάνουν καθημερινὰ προσκυνητές. Πήγαιναν γιὰ νὰ ἐκζητήσουν μὲ βαθιὰ πίστη καὶ εὐλάβεια τὴν βοήθεια καὶ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ὁσίων στὰ προβλήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν. Σὲ λίγο ἕνας περικαλλὴς ναὸς ἀνεγείρεται στὴ μικρὴ πολίχνη. Ὁ ναὸς ποὺ στέκει ὡς τὶς μέρες μας γιὰ νὰ τοποθετηθοῦν ἐκεῖ μέσα τὰ ἱερὰ λείψανα, γιὰ νὰ διακηρύττουν στοὺς αἰῶνες τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν βεβαίωσή Του: «Τοὺς δοξάζοντες μὲ, δοξάσω!».

Τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς θεραπεῖες τους οἱ Ἅγιοι προσφέρουν σὲ ὅλους. Πτωχοὺς καὶ πλουσίους. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Ἀρκεῖ οἱ ἐπικαλούμενοι νὰ προσέλθουν μὲ εἰλικρινὴ μετάνοια καὶ πίστη. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ τοῦτο: Κάποτε στὴν χάρη τῶν Ἁγίων ἔφθασε καὶ «ὁ κρατῶν» τὴ νῆσο. Αὐτός, ὅπως ἀναφέρει ὁ συναξαριστής, «νοσῶ πιεζόμενος βαρύτατη, δίκην παραλύτου ὑπὸ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ βασταζόμενος, ὑπεισῆλθε τῶν ἁγίων». Δηλαδὴ βασανιζόμενος ἀπὸ μία βαριὰ ἀρρώστια, ποὺ τὸν καθήλωσε ἀκίνητο στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, μεταφέρθηκε μὲ φορεῖο κρατούμενο ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές του μπροστὰ στὴν ἱερὴ λάρνακα τῶν Ἁγίων. Μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ καὶ μόλις ὁ ἱερέας σήκωσε τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὰ ἄγγιξε πάνω στὸν ἄρρωστο, τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ παράλυτο κορμί, τὸ ἀκίνητο ἀπ’ τὴν ἀρρώστια, πῆρε μονομιᾶς δύναμη καὶ ζωή. Τὰ πόδια κινήθηκαν καὶ ὁ ἄρρωστος ἀπόλυτα θεραπευμένος σηκώθηκε κι ἄρχισε νὰ περπατᾶ. Κάτι παραπάνω. «Τοὶς οἰκείοις ποσὶν ἤλατο, καὶ περιεπάτει σῶος». Πηδώντας ἔτρεξε στοὺς δικούς του τελείως καλά. «Τὶς λαλήσει τᾶς δυναστείας σου, Χριστέ; ἢ τὶς ἐξαριθμήσει τῶν θαυμάτων σου τὰ πλήθη;». Ποιός, Χριστέ μου, μπορεῖ νὰ λαλήσει τὶς θεῖες σου εὐεργεσίες; Ἢ ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀπαριθμήσει τὰ πλήθη τῶν θαυμάτων σου, ποὺ φανερώνουν τὴν ἀνώτερη καὶ θεία δύναμή σου; Ἡ ἀπάντηση εἶναι: Κανένας. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ψελλίσουμε ὅλοι, εἶναι τοῦ ψαλμωδοῦ τὰ λόγια:«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ».

Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἔχουμε ἕναν θησαυρό. Καὶ ὅσοι κατοικοῦμε σὲ τοῦτο τὸ νησὶ μαζὶ μὲ τὸν θησαυρὸ ἔχουμε καὶ τοῦτο τὸ προνόμιο. «Εἴμαστε ἀπόγονοι μαρτύρων». Δεκάδες κατακτητὲς πέρασαν ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ νησί μας. Ἔσφαξαν, γκρέμισαν, ἅρπαξαν, κατέστρεψαν. Τὴν καρδιὰ τῶν πατέρων μας ὅμως δὲν τὴν ἄλλαξαν. Σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ οἱ πατέρες μας κράτησαν τούτη τὴν πίστη, ποὺ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς σήμερα. Σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ κράτησαν ἀκόμη καὶ γλώσσα καὶ θρησκεία καὶ ἤθη καὶ ἔθιμα ἀνόθευτα Ἑλληνικά, ὥστε ἕνας ξένος Βυζαντινολόγος ἱστορικός, ὁ Ὀλλανδὸς Ἔσσελιγκ, ἀπὸ τὴν στάση τῶν πατέρων μας νὰ βγάλει τοῦτο τὸ συμπέρασμα. «Τὸ ὅτι οἱ Κύπριοι παρὰ τὶς τόσες κατακτήσεις καὶ τὰ βάσανα ποὺ ὑπέστη τὸ νησί τους, αὐτοὶ διατήρησαν τὰ πάντα ἀνόθευτα ἑλληνικά», δηλαδὴ γλώσσα καὶ θρησκεία καὶ ἤθη καὶ ἔθιμα, τοῦτο ἀποδεικνύει ἕνα πράγμα. «Ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς εἶναι ἀνεξολόθρευτος». Ἀνεξολόθρευτος ὁ Ἑλληνισμός. Καὶ ὀρθόδοξος. Τοῦτο τὸ συμπέρασμα ἂς τὸ προσέξουμε καὶ ἐμεῖς. Οἱ σημερινοὶ κάτοικοι τούτου τοῦ εὐλογημένου, προνομιούχου καὶ μαρτυρικοῦ ἐξ αἴτιας τῶν ἁμαρτιῶν μας, νησιοῦ, ἂς μὴ πλανώμεθα. Καὶ ἂς μὴ μᾶς παρασύρουν τὰ κοάσματα μερικῶν ξενόφερτων τὸν τελευταῖο καιρὸ φωνῶν. Ἕλληνες χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι γεννηθήκαμε. Ἕλληνες χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι ἂς μείνουμε. Πιστοὶ μέχρι θανάτου. Μαζὶ μὲ τὸν ποιητὴ «εὐκαίρως ἀκαίρως», ἂς ψάλλουμε καὶ ἐμεῖς τῆς νήσου μας τὸν ὕμνο:


Μέσα στὸ πέρασμα τῶν χρόνων γνώρισε μύριες συμφορὲς
ἀφέντες ἄλλαξε δεκάδες καρδιὰ δὲν ἄλλαξε ποτές.
Ἐλληνικ' ἦταν ἡ καρδιά της Ἐλληνικ' εἶναι κι ἡ ψυχὴ
Κι ὅσο θὰ στέκει αὐτὸς ὁ κόσμος ἡ Κύπρος θὰ 'ναι Ἑλληνική!

 
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων σου, ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῆς ἐρήμου πολίται καὶ ἐν σώματι ἄγγελοι καὶ θαυματουργοὶ γεγονότες θεοφόροι Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίων ὅσιοι· νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐρανίων χαρισμάτων αὐτουργοί· ὅθεν χάριν ἰαμάτων, ἐξ οὐρανοῦ πλουσίως ἐδέξασθε. Δόξα τῷ ἐνδυναμώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: