5/2/20

Η Αγία Αγάθη η Μάρτυς


Η  Αγία    Μάρτυς   Αγάθη   καταγόταν   από   την   Κατάνη   της   Σικελίας.   Το λατινικό    Μαρτύριον,   που    είναι    αρχαιότερο,  όπως  και  το  Εγκώμιον,   που συνέταξε ο Πατριάρχης Μεθόδιος, δεν αναφέρουν  την   ιδιαίτερη   πατρίδα της.   Αντίθετα   ο   Άγιος   Συμεὼν   ο   Μεταφραστής   σημειώνει   ότι  τόπος καταγωγής της Αγίας ήταν το Παλέρμο. Την πληροφορία  αυτή υιοθέτησαν    αβασάνιστα   και   οι   υπόλοιποι   Συναξαριστές,   επώνυμοι  και ανώνυμοι. Την καταγωγή  της  Αγίας Αγάθης από  την πόλη  της   Κατάνης  ενισχύει   και   ο    Άγιος   Πέτρος,   Επίσκοπος    Άργους,   στο    Εγκώμιον   που  έγραψε   για   τον   σικελικής    καταγωγής,   από   την πόλη    της   Κατάνης, Επίσκοπο   Μεθώνης   Αθανάσιο.   Ο   Άγιος   Πέτρος   αναφέρει   μάλιστα   ότι στην   πόλη   αυτή   η   Αγία   γεννήθηκε,   ανατράφηκε   και   μαρτύρησε.
Η   Αγία   Αγάθη   προερχόταν   από   ευγενική    και   εύπορη   οικογένεια.  Οι γονείς   της    ήταν   ειδωλολάτρες    και    πρέπει    να   τους   έχασε σε   μικρή ηλικία.   Όμως   η    Αγία   από   παιδί   έβαλε  στην   καρδιά   της   τον   Χριστό  και αφιερώθηκε  στην  Εκκλησία.
Η Αγία   Αγάθη   μαρτύρησε  κατά τους  χρόνους  του    αυτοκράτορα   Δεκίου (249 – 251  μ.Χ.). Το  μαρτύριο  της    Αγίας    άρχισε   όταν    ομολόγησε   την πίστη  της στον Χριστό. Πρώτα  ασκήθηκε σε αυτήν ένας    ψυχικός   βιασμός, που  είχε διάρκεια τριάντα ημέρες, χωρίς όμως να την   κάμψει.   Βλέποντας ο   έπαρχος   της   Σικελίας   Κυντιανός,   άνθρωπος   με   άγρια   ένστικτα,   την σταθερότητα   της   Αγίας, προσπάθησε   να   μεταστρέψει   το   φρόνημά   της ώστε  να   θυσιάσει   στους   θεούς.   Ύστερα   την  παρέδωσε   σε   κάποια   άπιστη γυναίκα, που  την   ονόμαζαν    Αφροδισία    και   τις   θυγατέρες    της,   για    να  την   πείσουν    να    αρνηθεί    την   πίστη   της    στον   Κύριο.
Όταν  άκουσε ο Κυντιανός από την Αφροδισία ότι η Αγία Αγάθη παρέμενε άκαμπτη, πλημμύρισε από οργή.    Διέταξε   να   την   οδηγήσουν μπροστά του  και  άρχισε πάλι τις απειλές. Στον διάλογο που ακολούθησε,   η   Αγία    υποστήριξε   με   πνευματική  ανδρεία  και    παρά   το νεαρό  της  ηλικίας   της,   ότι    είναι   δούλη    Χριστού.   Κατηγόρησε  ευθέως   τον  έπαρχο  ότι πιστεύει  σε ξόανα    και,   μάλιστα,   αναρωτήθηκε,  πως   ένας τόσο   έξυπνος   άνθρωπος παρουσιάζεται με την  πίστη   του   τόσο   ανόητος.    Ο έπαρχος,   μόλις   άκουσε  αυτό,   ράπισε    την   Αγία    και    διέταξε   να   την κρεμάσουν  και  να   την  λογχίσουν.  Παρά τους  φρικτούς  πόνους,   η    Αγία   Αγάθη   εξακολουθούσε   να   ομολογεί    την   πίστη   της   στον    Χριστό   και  να δηλώνει ότι τα βασανιστήρια της προξενούν χαρά, γιατί είναι πρόσκαιρα.   Ο   Κυντιανός,   έξαλλος   από   οργή,   διέταξε  να   αποκόψουν   ένα  εκ των μαστών της. Ύστερα από την φρικώδη αυτή πράξη   την   οδήγησαν στη    φυλακή.
Μόλις πλησίασαν τα μεσάνυκτα, επισκέφθηκαν την   Αγία   ο   Απόστολος Πέτρος, με μορφή  γέροντα  και  ένας   Άγγελος,   με   μορφή    παιδιού,   που κρατούσε  λαμπάδα.   Άπλετο   φως   πλημμύρισε   το    υγρό    και    σκοτεινό   κελί  της  Αγίας. Ο Απόστολος  γιάτρεψε   τις   πληγές   της   και   αποκατέστησε  τον κομμένο  μαστό. Η   πόρτα  της φυλακής  άνοιξε  και  οι λοιποί   κρατούμενοι ωθούσαν   την   Αγία   να   αποδράσει.   Αυτή,   όμως,  σκεπτόμενη   από   τη   μία   ότι θα   τιμωρηθούν   οι   δεσμοφύλακες   άν   δραπετεύσει    και    από    την   άλλη   ότι  έπρεπε  να  υπομείνει   το    μαρτύριο,   δεν   έφυγε    από    το    δεσμωτήριο.
Την   τέταρτη   ημέρα,   ο   Κυντιανός   την  προσάγει   στο   δικαστήριο.   Εκεί    της επαναλαμβάνει    ότι   άν   δεν   υπακούσει   στο   αυτοκρατορικό    διάταγμα  και δεν   θυσιάσει   στους   θεούς,   θα   θανατωθεί.   Καμιά    όμως   απειλή   δεν έκαμψε   την   Αγία.   Ομολόγησε   και   πάλι   την   πίστη   της   στον   Χριστό   και επέδειξε   τις   θεραπευμένες   πληγές   της.   Ο   απάνθρωπος   τότε  έπαρχος διέταξε   να   ρίξουν   γυμνή    την   Αγία    πάνω   σε   αιχμηρά   κεραμίδια,  που πάνω   τους   έκαιγαν   κάρβουνα.   Ξαφνικά,   μεγάλος   σεισμός   έγινε   στην πόλη  της   Κατάνης  και  προξένησε πολλές  ζημιές. Ανάμεσα  στα   θύματα ήταν   ο   σύμβουλος   του   έπαρχου   Σιλουανός   και   ο   φίλος   του   Φαλκόνιος. Μπροστά   σε   αυτήν   την  κατάσταση ο   Κυντιανός    διέταξε   να   μεταφέρουν την  Αγία   στη   φυλακή.   Μέσα   στο   δεσμωτήριο   η   Αγία   προσευχήθηκε   στον Κύριο   και   Τον   ευχαρίστησε   για   τη   δύναμη   που    της    χάρισε.   Και   μόλις τελείωσε   την   προσευχή   της,   παρέδωσε   το   πνεύμα   της.   Ήταν    το    έτος   251 μ.Χ
 Ο λαός της Κατάνης, έντονα θορυβημένος από το γεγονός, διαμαρτυρήθηκε   στον έπαρχο. Στη  συνέχεια, μετέφεραν το τίμιο   λείψανό της σε ασφαλές  μέρος. Τότε παρουσιάσθηκε ένας  λευκοντυμένος   νεαρός, άγνωστος   στους   αυτόχθονες,   ο   οποίος    κατευθύνθηκε   προς    τον   τάφο   της Αγίας   Αγάθης   και   πάνω   σε   μαρμάρινη   πλάκα    έγραψε   τα   εξής:   «Νους ὅσιος, αυτοπροαίρετος τιμή εκ Θεού, και   πατρίδος  λύτρωσις». Οι παριστάμενοι  είπαν  ότι  ο  νεαρός  εκείνος  ήταν  ο  Άγγελος  της    Αγίας.
Ο  λαός της   Κατάνης  τιμούσε   και   σεβόταν   την   Αγία.   Ως   ανταπόκριση στην   τιμή  αυτή, η  Αγία Αγάθη   έσωσε   την   πόλη   της   από    τη  φοβερή έκρηξη  του   ηφαιστείου   της  Αίτνας.   Οι   κάτοικοι   της   Κατάνης   έτρεξαν στον   τάφο   της   και    αφού   πήραν   τη   λάρνακα    με   το    άγιο    λείψανό   της,  την έστρεψαν προς  την  λάβα, που  ζύγωνε την πόλη  και  έτσι    αποσοβήθηκε η   συμφορά. Το    γεγονός   αυτό    συνέβη    στις   5   Φεβρουαρίου   του   έτους    252 μ.Χ., ακριβώς ένα χρόνο μετά το μαρτύριο της   Αγίας.      
Η    Σύναξη   της   Αγίας   Μάρτυρος   Αγάθης   ετελείτο    στο    Μαρτύριό   της,   το οποίο    βρισκόταν   στο   έβδομο   του   Βυζαντίου.   Τα   ιερά   λείψανά   της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο  των αυτοκρατόρων   Βασιλείου   Β’   (976 – 1025   μ.Χ.)   και    Κωνσταντίνου   Η’   (1025 – 1028   μ.Χ.).


Απολυτίκιον.   Ήχος   γ’.   Θείας   πίστεως.  
Ρόδον  εύοσμον, της παρθενίας, νύμφη άφθορος, του  Ζωοδότου, αναδέδειξαι  Αγάθη   πανεύφημε·  των  αγαθών  την   πηγήν γαρ  ποθήσασα, μαρτυρικώς  εν  τω  κόσμω   διέπρεψας. Μάρτυς ένδοξε, λιταίς σου θείαις  αγάθυνον,   τους  πόθω   μεγαλύνοντας   τους  άθλους   σου.


Κοντάκιον.   Ήχος   δ’.   Επεφάνης   σήμερον.        
Στολιζέσθω   σήμερον   η   Εκκλησία,   πορφυρίδα  ένδοξον,   καταβαφείσαν  εξ  αγνών,   λύθρων   Αγάθης   της Μάρτυρος· χαίρε, βοώσα, Κατάνης  το   καύχημα.


Μεγαλυνάριον.
Εις  οσμήν  των   μύρων   σου   των  τερπνών,   έδραμον   Σωτήρ  μου,   ανεβόας  τω  Ιησού,   νομίμως  αθλούσα,   Αγάθη  Αθληφόρε·  διο  του  σου Νυμφίου,   τρυφάς  τοις   κάλλεσι.

Holy Agony the Martyr

The Holy Martyr Agathas came from Catania, Sicily. The Latin Martyrion, which is older, as well as the Egomion, drafted by the Patriarch Methodius, do not mention her particular homeland. On the contrary, Saint Symeen the Translator notes that the place of origin of the Saint was Palermo. This information was also unambiguously adopted by the other Co-workers, both anonymous and anonymous. The origin of Agia Agathi from the city of Catania is also supported by Saint Peter, Bishop of Argos, in Egomion who wrote about the Sicilian origin, from the city of Catania, Bishop Methoni Athanasios. Saint Peter even mentions that in this city Saint was born, raised and testified.
Agia Agathi came from a kind and affluent family. Her parents were idolaters and she must have lost them at an early age. But from a child the Saint put Christ in her heart and dedicated herself to the Church.
Saint Agathus testified during the reign of Emperor Decius (249 - 251 AD). The martyrdom of the Saint began when she confessed her faith in Christ. She first had a mental rape that lasted for thirty days, but she did not bend. Seeing the governor of Sicily Kydianos, a man with wild instincts, the stability of the Holy One, he tried to convert her mind to sacrifice to the gods. She then handed her over to an infidel woman, who called her Aphrodisias and her daughters, to persuade her to deny her faith in the Lord.
When Kydianus heard from Aphrodisias that the Holy Agate remained rigid, he was flooded with rage. He ordered her to be brought before him and the threats began again. In the ensuing dialogue, the Saint asserted with spiritual courage and despite her young age that she was a slave to Christ. He directly accused the prince of believing in xenophobia, and even wondered how such a clever man presented himself with his faith so foolish. The governor, upon hearing this, slapped the Saint and ordered them to be hanged and to be blessed. In spite of the horrible pain, the Holy Agathie continued to confess her faith in Christ and to declare that her torture is joyful because it is temporary. Kiddian, furious, ordered that one of her breasts be cut. After this horrible act, she was taken to prison.
As soon as midnight approached, the Apostle Peter, an elder, and an angel in the form of a child, holding a candle, visited the Saint. Plenty of light flooded the wet and dark cell of the Saint. The Apostle healed her wounds and restored the cut breast. The prison door opened and the other prisoners pushed the Saint to escape. But she, on the one hand thinking that the prisoners would be punished if she escaped and on the other that she had to endure the torture, did not leave the prison.
On the fourth day, Kydianos brings her to court. There she reiterates that if she did not obey the imperial decree and sacrifice to the gods, she would be killed. But no threat bowed the Saint. She again confessed her faith in Christ and displayed her healed wounds. The inhumane governor then ordered the Saints to be stripped naked on sharp tiles, burning charcoal on them. Suddenly, a major earthquake struck the city of Catania and caused much damage. Among the victims was Silouanos Provincial Councilor and his friend Falconius. In the face of this situation, Kydianus ordered that the Saint be transferred to prison. Inside the scroll, the Saint prayed to the Lord and thanked Him for the power she bestowed upon her. And as soon as she had finished her prayer, she delivered her spirit. It was the year 251 AD
The people of Catania, deeply alarmed by the fact, protested to the governor. Then they transported her honest relic to a safe place. Then there appeared a white-haired young man, unknown to the natives, who headed to the tomb of Saint Agathis and wrote on a marble slab: "Mind Jesus, voluntary honor of God, and homeland of redemption." The attendees said that the young man was the Angel of the Holy One.
The people of Catania honored and respected the Saint. In response to this honor, Agia Agathi saved her city from the terrible eruption of the Etna volcano. The inhabitants of Catania ran to her grave and, after taking the shrine with her sacred relic, turned her towards the lava, which weighed down the city, and thus the calamity was averted. This happened on the 5th of February of the year 252 AD, exactly one year after the martyrdom of the Saint.
The Synagogue of the Holy Martyr Agathis was at its Martyrdom, which was in the seventh Byzantium. Its sacred relics were transferred to Constantinople during the reign of Emperors Basil II (976 - 1025 AD) and Constantine I (1025 - 1028 AD).


Absolutely. Sound c. Divine faith.
Rhodos benevolent, of virginity, of the bridegroom of the Zodotus, I turn my back; we are exalted; Martyr glorified, you are ailing uncle, I long for them to grow your labors.


It's close. Sound d. Impressive today.
Today I adorned the Church, the glittering porphyry, descended from pure martyrs' Thorns of Mercy;


Magnificent.
In the smell of your scent of foot, my Savior, Jesus' ascetic, I was legally sporting, Athletic Athletes;

Δεν υπάρχουν σχόλια: