22/10/17

Ο Άγιος Ευλάλιος

Στον  πνευματικό  ορίζοντα της Εκκλησίας της «Νήσου των Αγίων»  σαν άστρο  φωτεινό  έλαμψε  και  ο  επίσκοπος της παλιάς βυζαντινής πολιτείας, της ονομαστής Λάμπουσας. Λάμπουσα λεγόταν η παλιά Λάπηθος που  ήταν κτισμένη κοντά  στην θάλασσα. Στην  Ελληνική  και Ρωμαϊκή  εποχή,  όσο και  στα χρόνια τα Πρωτοβυζαντινά  η  πόλη φημιζόταν για τα πλούτη της γι’ αυτό  και  Λάμπουσα. Την πόλη κατέστρεψαν  οι  Σαρακηνοί  με  τις  αλλεπάλληλες  επιδρομές  τους  και έτσι οι  κάτοικοι αναγκάστηκαν να αποτραβηχτούν ψηλότερα, εκεί  που είναι  σήμερα.
Ο  Άγιος  Ευλάλιος. Το όνομά του μας το  έχουν παραδώσει οι χρονικογράφοι  Λεόντιος  Μαχαιράς  και  Φλώριος  Βουστρώνιος.  Για  τον βίο  και  τη  δράση  του  ως  επισκόπου  δεν μας αναφέρεται τίποτα. Άγνωστα  μας  είναι  και  τα χρόνια  που  ήκμασε.  Ό,τι  εκθέτουμε  εδώ, είναι  ότι  μας  λένε δυο τοπικές παραδόσεις και  ό,τι κατορθώσαμε να βρούμε στην ακολουθία του, που δημοσίευσε για πρώτη φορά  ο Βυζαντινολόγος  ερευνητής  κ. Κ. Χατζηψάλτης,  στον  Θ’  τόμο  του  Δελτίου της  Εταιρείας  Κυπριακών  Σπουδών.
Σε  μία  τοπική  παράδοση πολύ  διαδεδομένη αναφέρεται, πως ο  άγιος αυτός  ποιμένας  ήταν  επίσκοπος  στην  Έδεσσα  της  Συρίας.
Στην πόλη αυτή  φυλασσόταν με πολύ σεβασμό η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου,  της οποίας  η  ιστορία  έχει  περίπου  ως  εξής:  Κατά  την  εποχή που  στην  Παλαιστίνη  ζούσε  και  θαυματουργούσε  ο  Κύριος, στην Έδεσσα  ήταν  ένας  βασιλιάς  που  λεγόταν  Αύγαρος.
Κάποια μέρα ο βασιλιάς αρρώστησε από λέπρα. Οι γιατροί που τον επισκέφθηκαν  στάθηκαν  ανίκανοι  να  του προσφέρουν  και  την  πιο  μικρή  βοήθεια.  Η  λύπη  του  άρχοντα  ήταν  μεγάλη.
Σε  αυτή  την κατάσταση, την απελπιστικὴ, μία αχτίνα ελπίδας χύθηκε στην  καρδιά του, σαν έμαθε πως στη  γειτονική χώρα, την Παλαιστίνη, ήταν  ένας  άνδρας,  πρότυπο  αρετής  και  καλοσύνης, που γιάτρευε  όλες τις  αρρώστιες.  Ακόμα  ανάσταινε  και  νεκρούς  μ’ έναν  και  μόνο λόγο του.
Να  μπορούσε  να  πάει  ως  εκεί,  θα  εύρισκε  οπωσδήποτε  την  υγεία  του. Η  απόσταση  όμως  ήταν  τόσο  μακρινή  και  η  αρρώστια του  τόσο  βαριά κι  οδυνηρή,  που  του ήταν  αδύνατο  ν’ αναλάβει  ένα  τέτοιο  ταξίδι.
Τι  να  κάμει  λοιπόν;  Κάθισε  και  σκέφθηκε  και  αποφάσισε. Έγραψε  μία επιστολή  και την έδωσε  σε  μερικούς  ανθρώπους  δικούς  του,  να  την πάνε στην Παλαιστίνη και  να την δώσουνε προσωπικά στον μεγάλο θεραπευτή. Σ’ αυτὴν, του μιλούσε  με πόνο για  την  δοκιμασία  του  και  τον παρακαλούσε  να  πάει  ο  ίδιος στην Έδεσσα, να  τον δει και  να τον γιατρέψει.
Οι  απεσταλμένοι  έκαναν  όπως  τους  διέταξε  ο βασιλιάς τους. Πήγαν στην γειτονική και ευλογημένη χώρα, βρήκαν τον θείο θεραπευτή και Δάσκαλο,  τον Ιησού  και  του  επέδωσαν  την  επιστολή.  Και  Αυτός  αντί να  σηκωθεί  νὰ  πάει  στην   Έδεσσα, όπως του ζητούσε ο  άρρωστος βασιλιάς  Αύγαρος,  πήρε  ένα  μαντήλι  και  μ’ αυτό  σπόγγισε  τον  ιδρώτα από το άγιο πρόσωπό Του. Την ίδια στιγμή στο μαντήλι απάνω αποτυπώθηκε η θεϊκή  μορφή Του. Δείχνοντας στους ανθρώπους του βασιλιά  την  Αχειροποίητη  εκείνη  εικόνα  του,  τους  έδωσε  το  μαντήλι και  τους  είπε  να  το πάνε  στον  άρχοντά  τους,  και  αυτός  μόλις  θα έβλεπε  την  εικόνα Του,  θα  γινόταν  αμέσως  καλά.  Κι έτσι πράγματι έγινε.
Τούτο το Μανδήλιο, με την Αχειροποίητο εικόνα του Κυρίου Ιησού, φυλασσόταν  για  πολλά  χρόνια  στην  Έδεσσα  μέσα  στο  βασιλικό  παλάτι.  Μετά  τον  θάνατο  όμως  του  βασιλιά  ένας  από  τους  διαδόχους του, φανατικός ειδωλολάτρης  αποφάσισε  νὰ  καταστρέψει  το  ιερό  τούτο κειμήλιο. Την  ανίερη  απόφασή  του  έκαμε  γνωστή  στον  τότε  επίσκοπο της  Έδεσσας Ευλάλιο.  Κι αυτός  για  να  σώσει  την  Αχειροποίητη  εικόνα, χωρίς  να  χάσει  καιρό  παρέλαβε  τη  νύχτα  κρυφά  το  Άγιο  Μανδήλιο, και  έφυγε  από  την  Έδεσσα.  Περπάτησε όλη  νύχτα.  Την  άλλη  μέρα έφτασε  στην  ακρογιαλιά.  Εκεί  βρήκε  ένα  καράβι,  το  οποίο  ταξίδευε  για την Κύπρο, και  ανέβηκε πάνω σ’ αυτό. Όταν όμως πλησίαζε στην Κύπρο,  σηκώθηκε δυνατή τρικυμία. Τα κύματα βουνά πελώρια απειλούσαν  να  το  βουλιάξουν.  Οι  επιβάτες  τρομαγμένοι  έτρεχαν  εδώ και  εκεί  μη ξέροντας τι  νὰ  κάμουν.  Κάποια  στιγμή  ο  επίσκοπος Ευλάλιος  βγάζοντας  από  τον  κόρφο  τον πολύτιμο θησαυρό του, έκαμε το σημείο του  σταυρού, άνοιξε με ιερή  ευλάβεια το  Άγιο Μανδήλιο, το άπλωσε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα και κάθισε απάνω του. Την ίδια ώρα η θάλασσα γαλήνεψε και τα κύματα έφεραν τον επίσκοπο στη Λάμπουσα.  Σαν  έφτασε  και  βγήκε  στην  στεριά,  ο  Ευλάλιος  φρόντισε και  ἐκτισε  εκεί  ένα  μοναστήρι,  στο  οποίο  και αφιέρωσε το  Άγιο Μανδήλιο με την Αχειροποίητη εικόνα του Χριστού. Γι’ αυτό και το μοναστήρι  κλήθηκε  Μονή  της Αχειροποιήτου, μια και  η εικόνα του Χριστού που  ήταν αποτυπωμένη σ’ αυτό, δεν είχε γίνει από χέρια ανθρώπου.
Μιὰ  άλλη  όμως  και  πάλι  Κυπριακή  παράδοση  μας  λέγει, πως ο Ευλάλιος ο επίσκοπος της Λάμπουσας δεν έχει καμιά  σχέση  με  τον  ιερό Ευλάλιο τον επίσκοπο της Έδεσσας. Πρόκειται για  ένα άλλο άσχετο πρόσωπο,  που  γεννήθηκε  και  μεγάλωσε  στη  Λάμπουσα.
Ο  Άγιος  αυτός  από  μικρό  παιδί  υπήρξε  άνθρωπος  του  Θεού.  Γεννήθηκε από  θεοσεβείς  γονείς,  οι  οποίοι  και  του  φύτεψαν  στην  ψυχή  από  αυτή την παιδική  ηλικία την αγάπη προς τα ιερά γράμματα  και  την αρετή.  Και τα αποτελέσματα αυτής της ανατροφής δεν άργησαν να φανούν. Νέος ακόμη ο Ευλάλιος άρχισε να διακρίνεται μέσα στην κοινότητα της Λάμπουσας  τόσο  για  την  αγία  και  παραδειγματική  ζωή  του, όσο  και για  την  αρετή του. Όταν  τέλειωσε τις σπουδές του, οι  πιστοί  χριστιανοί της  πόλεως  που  θαύμαζαν το  σεμνό  ήθος  και  την  όλη  του  προσεκτική και  ζηλευτή  συμπεριφορά, ζήτησαν από τον τότε επίσκοπό τους να προωθήσει τον πιστό  νέο σε  διάκονο  και  πρεσβύτερο.  Ακόμη  και  να  του ἀναθέσει  ενεργό  και  υπεύθυνο θέση στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ο ζηλωτής  νέος  έχοντας  πάντα στη  σκέψη του τη  σύσταση του  προφήτου Ιερεμίου  «αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν εκ νεότητας αυτού», έσπευσε ν’ αποδεχθεί.  Γνωρίζει  πως το ψυχοσωτήριο έργο της  Εκκλησίας του Χριστού, απαιτεί  πολλούς  κόπους  και  θυσίες,  αλλά  και  αρκετές  ευθύνες. Πολλές  φορές ο αφοσιωμένος στην υπηρεσία των ψυχών εργάτης θα αντιμετωπίσει πικρίες από  την αχαριστία εκείνων τους οποίους κλήθηκε να  καθοδηγήσει στον δρόμο της σωτηρίας, αλλά και τον φθόνο και  τον διωγμό των εχθρών του Χριστού. Τα λόγια του θεοφωτίστου Αποστόλου  «ουκ εστίν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά  προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας,  προς  τους κοσμοκράτορας του  σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις»  (Εφεσ. στ’ 12), αντηχούν συνεχώς στ’ αυτιά του. Όμως  δεν φοβάται.  Δεν  υποχωρεί  μπροστά  στο  ύψος των ευθυνών. Αλλά  με απόλυτη  εμπιστοσύνη  στον  αρχηγό  της  πίστεως  «και  τελειωτήν Ιησούν», αποδέχεται  την πρόταση του  αγίου  επισκόπου  της  Λάμπουσας, και  χειροτονείται  διάκονος  και  μετά  ιερέας. Στη  θέση του αυτή  ο φλογερός  εργάτης  αφήνει  να  λάμψουν  όλα  τα  πνευματικά  και  ηθικά του χαρίσματα. Κηρύττει τακτικά  και  με  ζήλο.  Οργανώνει  υποδειγματικά την  φιλανθρωπική  ζωή και γίνεται η ψυχή και το κέντρο κάθε πνευματικής δράσεως. Δεν πρόφτασε όμως ο ιερός πατήρ να  αναπτύξει όλη  του την δράση, όταν ο θάνατος του γέροντα επισκόπου της δοξασμένης πόλεως τον αναγκάζει να  αναλάβει το  έργο του επισκόπου. Κληρικοί  και  λαϊκοί  με μία  φωνή  καλούν  τον  φιλόθεο ιερέα να αποδεχθεί  το  υψηλότατο στην εκκλησία υπούργημα, το  του  επισκόπου. Με  ταπείνωση και  φόβο  Θεού  ο  ευλαβής  κληρικός  κύπτει  τον  αυχένα και  μ’ ευγνωμοσύνη  αποδέχεται  το  θείο  χάρισμα του αρχιερέα. Το δέχεται  και  το  καλλιεργεί  με  όλη  την  δύναμη  και  την  φλόγα  της  αγνής ψυχής  του.
«Παραδοθείς τη χάριτι του Θεού» ολοκληρωτικά, επέδειξε «σύνεσιν εν πάσι»,  ζήλο  θερμουργό  και  δράση  θαυμαστή.  Με  έργα  και  λόγια  κινείται παντού και αναδεικνύεται πραγματικά δάσκαλος της ευσέβειας και πρόμαχος της ορθοδόξου πίστεως. Το  κήρυγμά  του  υπήρξε  Χρυσοστομικό. Ευλάλιος ήταν τ’ όνομά του. Ευλάλιος  όμως  αναδείχθηκε  και  στην  πράξη. Η ομιλία του ήταν αληθινά μαγευτική. Τα λόγια του διακρίνονταν όχι μονάχα  σε γλυκύτητα και  καλλιέπεια, αλλά προ παντός σε περιεχόμενο. Οι Γραφικές έννοιες ακολουθούσαν η μια την άλλη με μια χάρη και απλότητα  ζηλευτή.  Ποταμοί  θεολογίας ξεχύνονταν από  τα χείλη του  που συνήρπαζαν  και  οδηγούσαν σε  έργα  χριστομίμητα  και  θεάρεστα.  Σε  έργα αγάπης και φιλανθρωπίας και  σε  εκδηλώσεις  χριστιανικής  ανωτερότητας και  ζηλευτού ιερού ενθουσιασμού. Ως θεοφώτιστος ποιμένας προβάτων λογικών  ακολουθεί  με ταπεινοφροσύνη  και  πραότητα  το  παράδειγμα  του μοναδικού  Ποιμένα  των  ψυχών  και  με  αυτοθυσία  αποστολική  εργάζεται μέρα και νύχτα, για να τα  οδηγήσει  στον  δρόμο  της  σωτήριας. Τα  διδάσκει τακτικά. Πολεμά την απιστία και κακοπιστία όπου την βρίσκει. Με υπομονή καταφωτίζει τους πιστούς και απομονώνει τους αιρετικούς. Προστατεύει  τα  ορφανά  και  τους  αδικουμένους. Φροντίζει τους πτωχούς και  τους  αρρώστους. Παρηγορεί τους θλιμμένους. Γίνεται «τοις πάσι τα πάντα,  ίνα  πάντως  τινός  σώσει» (Α’ Κορ. θ’ 22).
Έτσι  κινήθηκε  και  έδρασε ο  ιερός  Ευλάλιος  ως  ιερέας  στην  αρχή  και  μετά ως επίσκοπος. Τα λόγια της Γραφής, που μελετούσε καθημερινά και δίδασκε με τόση σοφία και  χάρη,  φρόντιζε  πρώτα  ο  ίδιος  να  τα  εφαρμόζει στην  ζωή του. ΅Έτσι  και   το  του  σοφού  της  Παλαιάς  Διαθήκης  «όσω  μέγας  ει, τοσούτω ταπεινού σεαυτόν, και έναντι  Κυρίου  ευρήσεις  χάριν»  (Σοφ. Σειράχ γ’ 18) το είχε πάντα μπροστά στα μάτια του. Καμιά καύχηση δεν παρουσίαζε για τις επιτυχίες του. Κανένα εγωϊσμό. Καμιά ιδιοτέλεια  η υστεροβουλία. Μαζί με τον Απόστολο Παύλο μπορούσε και αυτός να αναφωνεί:  «Χάριτι Θεού ειμί ό ειμι» (Α’ Κορ. ιε’ 10). Στο   πρόσωπο  του  αγίου τούτου  ιεράρχου  που  με  υπομονή  κι  επιμονή  διατήρησε  μέχρι  τέλους  και  το σώμα  και  το  νου  και  την  ψυχή  καθαρά,  μπορούμε  στ’ αλήθεια  να  πούμε, πως ξεπληρώθηκε της Γραφής ο λόγος: «ότι χάρις και έλεος εν τοις εκλεκτοίς  αυτού  και επισκοπή  εν  τοις  οσίοις  αυτού» (Σοφ. Σολ. δ’ 15).
Όσιος και εκλεκτός του  Θεού  αναδείχθηκε  σε  όλα  ο  μακάριος  επίσκοπος. Ελεύθερος από αδυναμίες και πάθη και ακούραστος κήρυκας της  αλήθειας κατόρθωσε με την αγνότητα της ζωής του να γίνει ένας άγγελος σε ανθρώπινο σώμα, τύπος και υπογραμμός μιας ανώτερης ζωής και αληθινός και γνήσιος φίλος του Δεσπότου Χριστού «άκακος, όσιος, αμίαντος».
Στο ιερό πρόσωπό του τα πνευματικά παιδιά του βλέπουν πάντα τον γνήσιο «στρατιώτη του Ιησού Χριστού». Τον στρατιώτη που με τις ολονύκτιες  προσευχές  και  δεήσεις,  κατακτά  μία – μία  τις  υψηλές  κορυφές της  αρετής,  αλλά  και  αγωνίζεται  με  το  υπέροχο  παράδειγμα  της  αγάπης και  αγιότητάς του, να διαφυλάξει και τα πνευματικά παιδιά του. Να τα διαφυλάξει από τα ποικίλα κακά που  τα  προσβάλλουν.  Νὰ  τα  διαφυλάξει αλώβητα από την  απιστία, τις αιρέσεις, το πνεύμα  του  ευδαιμονισμού,  που τα  απειλούσε  εξ  αιτίας  του  πλούτου,  που  καθημερινά  συνέρεε  στην  πόλη τους. Δίκαια ο ιερός υμνογράφος του ψάλλει: «Σάρκα καθυπέταξας, τω λογισμώ  στερρώς πάνσοφε, και ως ποιμήν, λογικών προβάτων, όντως  μάλα εποίμανας».  Η  διακήρυξη  του  Κυρίου  «ο Ποιμήν ο καλός την ψυχήν  αυτού τίθησιν  υπέρ των προβάτων»  (Ιωάν. ι’ 11)  κυκλοφορεί πάντα στη  σκέψη  του. Γι’  αυτό  ουδέποτε  έδινε  «ύπνον τοις  οφθαλμοίς του και  ανάπαυσιν τοις κροτάφοις του» σαν εμάνθανε, πως μερικοί από τους χριστιανούς του κινδύνευαν από τον ένα ή τον άλλον πειρασμό. Μια τέτοια ζωή, ζωή «πλήρης  χάριτος  και  αληθείας»  (Ιωάν. α’ 14)  δεν μπορούσε να μη ελκύσει προς αυτήν την εύνοια και  την  ευλογία  του  ουρανού.  Ο  Κύριος  προσφέρει πάντα πλούσια την χάρη και τις δωρεές  Του  σ’  εκείνους  που  Τον αγαπούν. «Τους  δοξάζοντας  με  δοξάσω»  διακηρύττει  αυτό το  Πνεύμα  του  Θεού.  Και στ’ αλήθεια.  Η αγάπη του Κυρίου πολύ δόξασε τον άξιο εργάτη και ποιμένα της λογικής μάνδρας του. Πλούσια τον χαρίτωσε,  όταν  ακόμη βρισκόταν  στην  γη.΄ Πολλα  είναι  τα  θαύματα  που  ενήργησε  και  ενεργεί μέσο του Αγίου ο των θαυμασίων Θεός. Θαύματα που προκαλούν  το θάμβος.  Θαύματα  καταπληκτικά.  Θαύματα που έχουν ως σκοπό τους την παρηγοριά όσων υποφέρουν και την απαλλαγή τους από τα κακά  και λυπηρά.  Θαύματα  ακόμη  που  αποβλέπουν  στη  δόξα  του  Θεού.
Από τον Κύριο των Δυνάμεων ο πιστός εργάτης του χριστιανικού αμπελώνας πήρε την χάρη, να αποδιώκει  δαίμονες. Να  θεραπεύει  διάφορα νοσήματα ψυχής, αλλά και αρρωστήματα του σώματος. Να βοηθά καθημερινά  εκείνους  που  ταξιδεύουν  και  ταλαιπωρούνται  στη  θάλασσα. Να προστατεύει όσους κινδυνεύουν από πειρατείες και επιθέσεις απάνθρωπες. Και γενικά να λυτρώνει από τα δεινά καθένα, που επικαλείται  την  μεσιτεία  του.
Πολλές φορές με τις προσευχές του σε τόπους άνυδρους και ξηρούς ανέβλυσαν πηγές, που  εξακολουθούν  ως  την  εποχή  μας,  να  προσφέρουν τα δροσερά τους νάματα, για να ξεδιψούν και να δροσίζουν τους οδοιπόρους. Τέτοια  πηγὴ με γάργαρο  νερό  είναι  και  το  αγίασμά  του  κοντά στον ιερό ναό του. Αυτό το αγίασμα του θεόφρονα πνευματικού και φιλάνθρωπου  αρχιποιμένα της  Λάμπουσας, θεραπεύει  κάθε  αρρώστια  και απαλλάσσει, όπως ομολογούν πολλοί και από τη συχνή ενόχληση του συναχιού. Την θεραπευτική του  προσφορά ο Άγιος  με  το  αγίασμά  του  την προσφέρει  αφειδώλευτα  όχι  μονάχα  σε πιστούς  προσκυνητές,  αλλά  και  σε άπιστους  αλλόφυλους. Ένας  απ’  αυτούς,  δεν  είναι  πολλά  χρόνια,  με  όλως διόλου κατεστραμμένα δόντια, πήγε με πίστη και με θερμή προσευχή ζήτησε από τον Άγιο την βοήθειά του. Ύστερα λούστηκε με το θαυματουργό νερό, και έπλυνε καλά και το στόμα του. Το αποτέλεσμα υπήρξε θαυμαστό. Ο άρρωστος θεραπεύτηκε τελείως και έφυγε δοξάζοντας  τον  Θεό  και  τον  Όσιό  του.
Σε αρκετά προχωρημένη ηλικία ο μακάριος ποιμήν της Εκκλησίας του Χριστού, ελαία κατάκαρπος, έκλινε την κεφαλή μπροστά στη θεία βουλή και απεδήμησε για την βασιλεία του Θεού. Ο θάνατός του σήμανε συγκλονισμό  σε  όλη  την  περιφέρεια  και  θλίψη  σε  ολόκληρη  τη  νήσο.  Οι άνθρωποι, που ευεργετήθηκαν από την αγάπη και την καλωσύνη του, έτρεξαν από όλα τα μέρη για να τον ιδούν έστω και νεκρό, ακόμη  μια  φορά, και  να  τον  ασπασθούν  και  να  πάρουν  την  ευλογία  του.
Αργότερα  η  ευλάβεια  των  κατοίκων  της  δοξασμένης  πόλεως  έκτισε  κοντά στην θάλασσα και σε μικρή απόσταση από την ιερά Μονή της Αχειροποιήτου  ένα  ναό  στ’  όνομά  του.  Ο  ναός  αυτός  με  τον  καιρό,  και  τις τόσες  επιδρομές  που  δοκίμασε  η  πλούσια  πόλη  καταστράφηκε. Πάνω  στα ερείπια του πρώτου ναού ξανακτίστηκε τον δέκατο έκτο αιώνα  άλλος  ναός, που  διατηρείται  εξωτερικά  σε  πολύ  καλή  κατάσταση.  Τον  ναό  έκτισε  σε ρυθμό  Φραγκοβυζαντινό  «ο Νεόφυτός της Λευκωσίας  Ποιμήν»  και  «νεύσει θείας χάριτος», για να λάβει με τις πρεσβείες του Αγίου «λύτρωσιν συμφορών  τε  και  θλίψεως».
Ο  ναός  ήταν  ένα  όμορφο  μνημείο  ακέραιο και πολύ καλά  διατηρημένο, μέχρι την τούρκικη εισβολή. Το εσωτερικό του μόνο ήταν γυμνό, χωρίς πάτωμα, χωρίς τοιχογραφίες και φορητές εικόνες, και μ’ ΄ρνα τέμπλο φθαρμένο.
Το λαμπρό παράδειγμα και η αγνή ζωή του φλογερού και μακάριου επισκόπου  της  Λάμπουσας,  άς  φωτίσουν  τον  δρόμο  της πρόσκαιρης ζωής όλων  μας.  Κι  άν  για  οποιουσδήποτε  λόγους  οι  πειρασμοί  μας  νίκησαν  και μας απεμάκρυναν από τα καθήκοντά  μας  ως  χριστιανών,  με  αποτέλεσμα να  θρηνούμε  σήμερα  «τα περασμένα  μεγαλεία»,  το παν δεν χάθηκε για  μας. Άς μετανοήσουμε και με συντριβή ψυχής, άς ζητήσουμε με τις πρεσβείες του Αγίου πατρός Ευλαλίου το  έλεος  του  Θεού.  Σε  οποιαδήποτε ηλικία  και  άν  βρισκόμαστε,  η  αντίστοιχη  ηλικία  της ενάρετης  ζωής  του Αγίου, πολλά έχει να μᾶς πει και να μας διδάξει. Κάτι περισσότερο.  Με  την ειλικρινή μετάνοιά  μας  θα  επιτύχουμε  αυτό  που  ποθούμε  και  μ’  όλη  μας την ψυχή λαχταρούμε: Την λύτρωση από τα δεινά και την ελεύθερη μετακίνηση  και  διακίνησή  μας  στα  αγιασμένα  χώματα  της  πατρικής  γης.
Πρωί και βράδυ, άς κλείνουμε λοιπόν νοερά της ψυχής  τα  γόνατα  μπροστά στη σεβάσμια μορφή του θεόφρονος Αγίου, και από τα τρίσβαθα της καρδιάς,  άς   του  λέμε  και  εμείς  με  πίστη  φλογερή  και  ακλόνητη:
Θεόφρον Ευλάλιε, την σην, ποίμνην περιφύλαττε, εκ πάσης βλάβης και θλίψεως, και περιστάσεως, και  εκ πάσης ρύσαι, συμφοράς, θεσπέσιε, και της  αιχμαλωσίας  πρεσβείαις  σου,  ίνα  δοξάζωμεν, ποιμένα  αληθέστατον, και  Τριάδος,  μέγιστον  συνήγορον.


Δεν υπάρχουν σχόλια: