21/10/16

Οι Όσιοι Βαρνάβας και Ιλαρίων οι Θαυματουργοί

Πόσο  ευλογημένο  είναι  στ’  αλήθεια  της  Κύπρου  το  νησί!  Ναι!  Πλούσια ευλογημένο  απ’  την  αγαθή  Πρόνοια  του  Θεού!  Και  να! Πρώτο  αυτό  μεταξύ  όλων των μερών του  κόσμου, όπως αναφέραμε και  αλλού, δέχτηκε από  τρία  στόματα αποστολικά  το κήρυγμα της σωτηρίας. Πρώτο αυτό μεταξύ  όλων των μερών του κόσμου  έχει  ανάλογα  με  την  έκτασή  του,  να  παρουσιάσει  τόσους  Αγίους!  Πρώτο ακόμη  αυτό  αξιώθηκε  της  τιμής  να  φιλοξενήσει  στους  κόλπους  του  μέχρι  τινός, τόσα  άγια  λείψανα!

Η  αγάπη  του  Θεού  παραχώρησε  στο  νησί  μας  την  τιμή  τα  άγια  λείψανα,  που  από  γειτονικές χώρες  ρίχνονταν  στη  θάλασσα  από  ευλαβείς  χριστιανούς,  για  να μην  αφανιστούν  από  βέβηλα χέρια, τα λείψανα αυτά  να ξεβράζονται απ’ την θάλασσα  στ’ ακρογιάλια  του  νησιού  μας,  και  να  βρίσκουν  εδώ  φιλοξενία  και  τιμή και  σεβασμό.

Μέσα στα λείψανα αυτά περιλαμβάνονται, θησαυρός ακριβός κι ατίμητος, και  τα λείψανα  των  Οσίων  Βαρνάβα  και  Ιλαρίωνος  των  Θαυματουργών.
Τα λείψανα αυτά κατά τρόπο θαυματουργικό μεταφέρθηκαν, όπως θα δούμε παρακάτω,  σε  κάποιο  ακρογιάλι  της  Κύπρου,  και  από  εκεί  στο  προνομιούχο  χωριό, την  Περιστερώνα  του  Μόρφου.
Σ’  αυτήν  αργότερα, πιθανότατα  στις  αρχές του  11ου αιώνα,  κτίστηκε  και  η  τρίκλιτος θολωτή  βασιλική  με  τους  πέντε  τρούλους  και  σε  σχήμα  σταυρού, που καμαρώνουμε  ως  τα  σήμερα.  Σ’ αυτή  την περίπυστη  εκκλησία  τοποθετήθηκαν  τα άγια  λείψανα.

Δυστυχώς  και  για τους Αγίους αυτούς πολύ ολίγα γνωρίζουμε. Ένας πέπλος μυστηρίου  καλύπτει  την  ζωή  τους.  Ο  Λεόντιος  Μαχαιράς  στο  χρονικό  του,  καθώς και  ο Κυπριανός στην ιστορία του κατατάσσουν τους Αγίους μεταξύ των 300 λεγομένων Αλαμανών, που ήρθαν στο νησί μας μετά την Β’ Σταυροφορία και ασκήτεψαν σε διάφορα μέρη. Με την γνώμη  όμως αυτή, που  όσο και  άν φαίνεται πιθανή,  συγκρούεται  η  πληροφορία,  που  μας  δίνεται  τόσο  από  την  παράδοση,  όσο και  από  το  συναξάρι  των  Αγίων.  Σ’ αυτό  αναφέρεται ρητά, πως οι  Όσιοι κατάγονταν από την εύανδρο Καππαδοκία και έζησαν μάλιστα στα χρόνια της βασιλείας  του  Θεοδοσίου  του  Μικρού  (408 – 456).  Και  οι  δύο Άγιοι  ήσαν  από ευγενικές  οικογένειες  και  υπηρετούσαν  στον  στρατό του  βασιλιά, στον οποίο μάλιστα  και  διακρίνονταν για το  παράστημά  τους, την ανδρεία  τους  και  την  όλη γενικά  ζωή  τους.

Παρά  το  λαμπρό  μέλλον  που  τους  ανοιγόταν  στην  υπηρεσία  τους  αυτή,  η  αγάπη του  Χριστού, που  θεοσεβείς ψυχές φύτεψαν στην ψυχή  τους, τους  έκαμε  νωρίς  ν’ αφήσουν τον στρατό και την δόξα που τους χαμογελούσε και ν’ αφιερωθούν στον Χριστό. Πόνος και πόθος και παλμός και αγώνας τους ένας και  μόνος: Να ευαρεστήσουν  σε  Αυτόν.

Για  την εκπλήρωση τούτου του  σκοπού έσπευσαν οι τρισμακάριοι  απ’ την πρώτη στιγμή  ν’ απαρνηθούν τον κόσμο και  τα του κόσμου. Η  ματαιότητα,  των  επιγείων πάντοτε,  τους  συνετάραττε.  Στ’ αυτιά  τους  δυνατά  αντηχούσαν  κάθε  στιγμή  οι λόγοι  του  υμνωδού: «Πάντα  ματαιότης  τα  ανθρώπινα,  όσα  ούχ  υπάρχει  μετά θάνατον ου παραμένει ο  πλούτος,  ου  συνοδεύει  η  δόξα».  Όλα  διαλύονται  και χάνονται.  Σαν  τα  φύλλα  του  φθινοπώρου  μαραίνονται  και  πέφτουν.  Σαν  ένα όνειρο  παρέρχονται  και  εξαφανίζονται.  Αλίμονο  σ’ εκείνους  που  δίνουν  την  καρδιά τους  σ’ αυτά και  περιμένουν να γευτούν  απ’ αυτά αληθινή  χαρά  και  ευτυχία. Τα γνωρίζουν  τούτα  οι  Άγιοι.  Γνωρίζουν  ακόμη  ότι  είναι  πολλές  του  πονηρού  οι παγίδες  και  οι  πειρασμοί.  Γι’ αυτό  και  σπεύδουν.  Απ’ την  πρώτη  στιγμή  σπεύδουν ν’  αποδεσμευθούν  από  όλα  εκείνα που θα τους ήσαν  εμπόδιο  στον  όμορφο  σκοπό, που  έταξαν  στη  ζωή  τους. Τα  λόγια  του  Κυρίου  και  η  προτροπή  του  στον  πλούσιο νεανίσκο  που  τον ρώτησε τι να κάμει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, τους δείχνει  τον  δρόμο.  «Πώλησον  τα  υπάρχοντά  σου,  του  είπεν  ο  Κύριος,  και  δος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι». Χωρίς κανένα δισταγμό και αμφιταλάντευση σπεύδουν και αυτοί ν’ απαλλαγούν από τα άφθονα υλικά αγαθά που είχαν και  να απομακρυνθούν από τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Τα  υλικά  αγαθά  τα πώλησαν  και  το  προϊόν το διαμοίρασαν στους πτωχούς. Από τον τόπο που γεννήθηκαν  απομακρύνθηκαν  και  τοπικώς  και  τροπικώς.

«Την ενεγκαμένην αφέντες»  κατά τον συναξαριστή  «και τον σταυρόν επ’ ώμων αράμενοι»  έφυγαν για τον μονήρη βίο. Ερημικούς τόπους διαλέγουν, για να παραμείνουν. Γιατί  «τοις ερημικοίς ζωή  μακαρία εστι, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις». Δηλαδἠ  ευλογημένη  και  μακαρία  είναι  η  ζωή  εκείνων  που  κατοικούν  σε  έρημα μέρη, μακριά από τους πειρασμούς, τις παγίδες και τα σκάνδαλα του κόσμου. Ευλογημένη και μακαρία είναι η ζωή τους γιατί οι ψυχές των ανθρώπων αυτών κυριευμένες  από  θείο  έρωτα  κοιτούν  διαρκώς  προς  τα  άνω  προς  τον  Θεό  τον  Άγιο.  Την αλήθεια αυτή, που έχει και πάλι τις ρίζες της σε μία του Κυρίου μας υπόδειξη,  την  γνωρίζουν  πολύ  καλά,  από  προσωπική  εμπειρία  οι  μυριάδες  των αγίων μορφών, που επότισαν την έρημο. Την αλήθεια γνωρίζουν ακόμη και όλοι εκείνοι,  που  ύστερα  από  μία  περίοδο  εντατικής  εργασίας  ζητούν,  να   ξεκουρασθούν  «εις  έρημον  τόπον».

Είχαν  επιστρέψει  κάποτε  οι  μαθητές  από  μία  εξόρμηση,  όταν  ο  Κύριος,  αφού  τους ήκουσε, τους είπε:  «Δεύτε  υμείς αυτοί κατ’ ιδὶαν εις έρημον τόπον, και  αναπαύεσθε ολίγον». Εμπρός τώρα εσείς πηγαίνετε σε κάποιο ερημικό μέρος μόνοι σας και αναπαυτείτε ολίγο.  Ο  Ιησούς  μας  καλεί  να  πηγαίνουμε μαζί  του  στην  έρημο. Διαμονή  στο  ύπαιθρο  και  προσωπική  επικοινωνία  με  Αυτόν  είναι  υπέροχη  ευκαιρία  αληθινού ξεκουράσματος. Καιρός  περισυλλογής,  αλλά  και  ψυχοσωματικής αναπαύσεως  είναι  οι  διακοπές  στην  εξοχή.  Μακριά  απ’ την  κίνηση  και  τον  θόρυβο. Κάτι περισσότερο. Καιρός πνευματικής επικοινωνίας με τον Ιησού! Ευλογημένες  οι  ψυχές  και  οι  οικογένειες  που  κάνουν  συχνά  χρήση  μιάς  τέτοιας εξόδου προς τον Ιησού! Είναι ένας υπέροχος τρόπος για πραγματική  ψυχική  και σωματική  ανάπαυση.  Τρισευλογημένες  ακόμη  εκείνες  οι  ψυχές,  που  φροντίζουν, ώστε  η  ζωή  τους  να  είναι  μία  αδιάκοπη παραμονή  και  επικοινωνία  με  τον  Ιησού! Μέσα  στις  ψυχές αυτές, που  βρίσκονται  έξω  από  τον αμαρτωλό τούτο  κόσμο,  καίει ακατάπαυστα ο  θείος πόθος να μένουν κοντά του και  να Τον δοξολογούν.  «Τοις ερημικοίς, άπαυστος  ο  θείος πόθος  εγγίνεται,  κόσμου  ούσι  του  ματαίου  εκτός»  ψάλλει  και  ο  υμνωδός.

Τοπικώς  απ’ την αγαπημένη πατρίδα  είπαμε,  έφυγαν  οι  Άγιοί  μας. Έφυγαν  όμως και  τροπικώς. Εκεί  στην ερημιά, έργο τους έκαμαν την προσευχή, την μελέτη του λόγου  του  Θεού,  την  άσκηση,  την  αρετή. Με ταπείνωση εκεί προσφέρουν καθημερινά  τον  εαυτό  τους «θυσίαν  ζώσαν  αγίαν τω Θεώ ευάρεστον»  (Ρωμ. ιβ’ 1). Και  μία  τέτοια  ζωή  που  έχει σαν σκοπό  της  «την  δόξαν  και  τον  έπαινον  του Θεού»,  έχει  και  το  αντίκρυσμά της. «Ο  ερευνών νεφρούς και  καρδίας» (Αποκ. β’ 23) επιβραβεύει  τους  εργάτες  του. Αυτό  έγινε  και  με  τους  αθλητές  μας.

Τους δόξασε  εδώ στη  γη.  Πλείστα  θαύματα  επιτελούνται  καθημερινά  στον  τόπο  της  διαμονής  τους  στις  πιστές  καρδιές  που  τους  επισκέπτονται,  για  να  ακούσουν τις συμβουλές τους και να  ενισχυθούν. Θαύματα μικρά και  μεγάλα. Κοντά τους βρίσκουν οι  άρρωστοι τους ιατρούς,  οι πονεμένοι την ελπίδα, «οι εν θλίψεσι» την παρηγοριά.  Έτσι  περνούν οι  Άγιοι ολόκληρη την ζωή τους. Μα και όταν τα κουρασμένα κορμιά τους ξεκουράστηκαν στην γη με την παράδοση  της  αγίας  ψυχής τους  στον  Κύριο,  η θαυματουργική  δύναμή  τους  δεν  σταμάτησε. Ένα  τέτοιο  θαύμα είναι  και  ο  ερχομός τους στο νησί μας, για να συνεχίσουν εδώ «τας ιάσεις και θεραπείας  των».

Πότε έγινε αυτός  ο  ερχομός  και  γιατί,  δεν  γνωρίζουμε. Εκείνο  που  γνωρίζουμε  είναι  ότι η Κύπρος μας εξ  αιτίας  της  θέσεώς  της  στο  μέσο  του  παλαιού  χριστιανικού  κόσμου, υπήρξε πάντοτε  το  καταφύγιο  των  χριστιανών,  που  διώκονταν  από  τις  γύρω  χώρες. Μαζί τους οι χριστιανοί  αυτοί, προ παντός μετά  την  κατάληψη  των  Αγίων  Τόπων  από τους  Άραβες  και  ύστερα,  μετέφεραν  ιερά  λείψανα  και  εικόνες  και  άλλα  κειμήλια,  για  να τα  διασώσουν. Πολλές φορές μάλιστα έκαναν και το άλλο. Έβαζαν ότι  ήθελαν  να διασώσουν σε μία ξύλινη κάσα, την  έκλειαν  προσεκτικά  με  κάποιο  σημείωμα  και  την έριχναν  στην  θάλασσα. Με  τον  τρόπο  αυτό  ήλθαν  στο  νησί  μας  τα  ιερά  λείψανα  των Αγίων Μάμαντος  από την Μ. Ασία,  Ερμογένους  από  τη  νήσο  Σάμο  και  των  Βαρνάβα  κι Ιλαρίωνος  των  θαυματουργών.

Ένα  βράδυ  σε  μία  ευσεβή  καρδιά  από τους  Σόλους,  τον  Λεόντιο,  όπως  αναφέρει  το συναξάρι των Αγίων, παρουσιάσθηκαν στον   ύπνο του οι Όσιοι και  του  είπαν:  «Αδελφέ, αναστάς λάβε το ζεύγος σου και ελθέ εις  τόπον  καλούμενον  Στομάτιον,  όπως  αγάγης ημάς ενθάδε». Και  όταν  αυτός τους ρώτησε ποιοί είναι και  από  που  και  με  ποιο  τρόπο ήλθαν στο νησί, οι Άγιοι του απεκάλυψαν με λεπτομέρειες  τα  πάντα.  Και  την  πατρίδα τους, και τα ονόματά τους  και  την  όλη  ζωή  τους. Του  εξήγησαν  ακόμη  πως «εκ  θείας δυνάμεως απεστάλησαν εν  τη  νήσῳ  ταύτη  οικήσαι  εις  σύστασιν  και  βοήθειαν  αυτής  και εις  υγείαν  των  νοσούντων  εν  αυτή».

Μόλις τα άκουσε αυτά η φιλόχριστος εκείνη καρδιά, σηκώθηκε  φοβισμένη  και  έσπευσε να  εκτελέσει την εντολή.  Πήρε το  ζευγάρι των βοδιών του  και   τράβηξε  προς  το   μέρος που του υποδείχθηκε, «το Στομάτιον» (Στόμα), που βρίσκεται στην παραλία του Μόρφου  εκεί περίπου που  εκβάλλει  ο  ποταμός  Σερράχης. Και  πραγματικά!  Κάπου  σε μια  άκρη  στην  αμμουδιά  βλέπει  σαν  έφτασε  μία  ξύλινη  κάσα  κλειστή. Πλησιάζει  με ευλάβεια,  γονατίζει  και  κάνει  την  προσευχή  του.  Ασπάζεται  με  σεβασμό  την  κάσα  που κλείνει  τον  θησαυρό  του  κι  ύστερα  σηκώνεται  και  με  την  βοήθεια  των  βοδιών  του δοκιμάζει να την σύρει προς το μέρος, που του είχε υποδειχθεί. Παρ’ όλες τις προσπάθειές  του  όμως  η  κάσα  λες  και  είχε  ριζώσει  στη  γη,  δεν  μετεκινείτο.  Όλη  νύχτα αγωνίζεται μα άδικα. Καταστενοχωρημένος γονατίζει και με δάκρυα στα μάτια  ικετεύει τον  Θεό  και  τους  αγίους  Του,  να  του  φανερώσουν  τι  να  κάμει.  Την  επόμενη  νύχτα  οι Άγιοι  του  φανερώθηκαν  και  πάλι  και  του  είπαν:

Αδελφέ, «ουκ  ειρήκαμεν  σοι  περί  του  ζεύγους  των  βοών,  αλλά  του  ζεύγους  των  υιών σου». Αδελφέ, δεν σου είπαμε να φέρεις το ζευγάρι των  βοδιών σου, άλλα τα  δύο  παιδιά σου.  Τρομαγμένος  ο  ευλαβής  άνθρωπος  ξύπνησε  και  τράβηξε  στο  σπίτι  του. Πήρε  τα δύο του αγόρια και  ξαναγύρισε στον τόπο, που βρισκόταν η αγία σορός. Με  βαθιά ευλάβεια  πατέρας  και  παιδιά  γονάτισαν,  αγκάλιασαν  με  πίστη  την  αγία  σορό  και  με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσαν τον Θεό και τους αγίους, να τους βοηθήσουν να πραγματώσουν τη μετακίνηση. Και η παράκληση εισακούσθηκε. Πατέρας και υιοί πήραν την ιερή κάσα που περιείχε τα άγια  λείψανα  και  με  φόβο  Θεού  την  μετέφεραν στον τόπο που τους είχε υποδειχθεί, την Περιστερώνα! «Ως  θαυμαστόν, Κύριε, το  όνομά σου εν πάση τη γη». Απ’ την στιγμή που η αγία σορός τοποθετήθηκε στη γη, τα θαύματα άρχισαν. Θαύματα πολλά! Θαύματα μικρά  και  μεγάλα!  Τυφλοί  αναβλέπουν! Δαιμονιζόμενοι απαλλάσσονται από δαιμόνια! Πρόσωπα βασανιζόμενα από πυρετό  και ποικίλες αρρώστιες θεραπεύονται! Παράλυτοι  επί  χρόνια  σηκώνονται  και  περπατούν! Πηγή  θεραπειών έγινε το μέρος εκείνο,  ώστε  όχι  μόνον  από τα γειτονικά  χωριά,  αλλά και από όλη τη νήσο να φτάνουν καθημερινά προσκυνητές. Πήγαιναν για να εκζητήσουν με βαθιά πίστη και ευλάβεια την βοήθεια και τις πρεσβείες  των  Οσίων  στα προβλήματα  που  τους  απασχολούσαν. Σε λίγο  ένας  περικαλλής  ναός  ανεγείρεται  στη μικρή πολίχνη. Ο  ναός που  στέκει  ως  τις  μέρες  μας  για  να  τοποθετηθούν  εκεί  μέσα  τα ιερά λείψανα, για να διακηρύττουν στους αιώνες τα μεγαλεία του Θεού και την βεβαίωσή  Του:  «Τους  δοξάζοντες  με,  δοξάσω!».

Τις  ευεργεσίες  και  τις  θεραπείες  τους  οι  Άγιοι  προσφέρουν  σε  όλους. Πτωχούς  και πλουσίους. Άνδρες και γυναίκες. Αρκεί  οι  επικαλούμενοι  να  προσέλθουν  με  ειλικρινή μετάνοια και πίστη. Ένα τέτοιο θαύμα είναι  και  τούτο:  Κάποτε  στην  χάρη  των  Αγίων έφθασε και «ο κρατών» τη νήσο. Αυτός, όπως αναφέρει ο συναξαριστής, «νοσώ πιεζόμενος  βαρύτατη, δίκην παραλύτου υπό των μεγιστάνων αυτού  βασταζόμενος, υπεισήλθε των αγίων». Δηλαδή  βασανιζόμενος από μία βαριά αρρώστια, που  τον καθήλωσε  ακίνητο  στο  κρεβάτι  του  πόνου,  μεταφέρθηκε  με  φορείο  κρατούμενο  από τους άρχοντές του μπροστά στην ιερή λάρνακα των Αγίων. Μετά  από  θερμή  προσευχή και  μόλις  ο  ιερέας  σήκωσε  τα  ιερά λείψανα και τα άγγιξε πάνω στον  άρρωστο, το  θαύμα έγινε. Το παράλυτο  κορμί,  το  ακίνητο  απ’  την  αρρώστια,  πήρε  μονομιάς  δύναμη  και ζωή. Τα πόδια κινήθηκαν και ο άρρωστος απόλυτα  θεραπευμένος  σηκώθηκε  κι  άρχισε να περπατά. Κάτι παραπάνω. «Τοις οικείοις ποσίν ήλατο, και περιεπάτει σώος». Πηδώντας  έτρεξε  στους  δικούς  του  τελείως  καλά.  «Τις  λαλήσει  τας  δυναστείας  σου, Χριστέ; ή  τις  εξαριθμήσει  των  θαυμάτων  σου  τα  πλήθη;». Ποιός,  Χριστέ  μου,  μπορεί  να λαλήσει  τις θείες σου ευεργεσίες; Ή  ποιος μπορεί να απαριθμήσει  τα πλήθη  των θαυμάτων  σου,  που  φανερώνουν  την  ανώτερη  και θεία  δύναμή  σου;  Η  απάντηση  είναι: Κανένας. Το μόνο  που  μπορούμε  να  ψελλίσουμε  όλοι,  είναι  του  ψαλμωδού  τα  λόγια:  «Θαυμαστός  ο  Θεός  εν  τοις  αγίοις  αυτού».

Εμείς  οι  ορθόδοξοι  χριστιανοί  έχουμε  έναν  θησαυρό.  Και  όσοι  κατοικούμε  σε  τούτο  το νησί μαζί με τον θησαυρό έχουμε και τούτο το προνόμιο. «Είμαστε απόγονοι μαρτύρων». Δεκάδες κατακτητές  πέρασαν από το μαρτυρικό νησί μας. Έσφαξαν, γκρέμισαν, άρπαξαν, κατέστρεψαν. Την καρδιά των πατέρων μας όμως δεν την άλλαξαν. Σαν κόρη οφθαλμού οι πατέρες μας  κράτησαν  τούτη  την  πίστη,  που  έχουμε και  εμείς  σήμερα.  Σαν  κόρη  οφθαλμού  κράτησαν  ακόμη  και  γλώσσα  και  θρησκεία  και ήθη και έθιμα ανόθευτα Ελληνικά, ώστε ένας ξένος Βυζαντινολόγος ιστορικός, ο Ολλανδός  Έσσελιγκ, από την στάση των πατέρων μας να βγάλει τούτο το συμπέρασμα. «Το ότι οι Κύπριοι παρά τις τόσες κατακτήσεις και  τα  βάσανα  που  υπέστη το  νησί  τους,  αυτοί  διατήρησαν τα πάντα  ανόθευτα  ελληνικά», δηλαδή γλώσσα  και θρησκεία  και  ήθη  και  έθιμα, τούτο  αποδεικνύει  ένα  πράγμα.  «Ότι  ο  Ελληνισμός  είναι ανεξολόθρευτος». Ανεξολόθρευτος ο Ελληνισμός. Και ορθόδοξος. Τούτο το συμπέρασμα άς το προσέξουμε και εμείς. Οι σημερινοί κάτοικοι τούτου του ευλογημένου,  προνομιούχου  και  μαρτυρικού  εξ  αιτίας  των  αμαρτιών μας, νησιού,  άς  μη πλανώμεθα. Και άς μη μας παρασύρουν τα κοάσματα μερικών ξενόφερτων τον τελευταίο καιρό φωνών. Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι γεννηθήκαμε. Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι άς μείνουμε. Πιστοί μέχρι θανάτου. Μαζί με τον ποιητή  «ευκαίρως ακαίρως»,  άς  ψάλλουμε  και  εμείς  της  νήσου  μας  τον  ύμνο:


Μέσα  στο  πέρασμα  των  χρόνων  γνώρισε  μύριες  συμφορές
αφέντες  άλλαξε  δεκάδες  καρδιά  δεν  άλλαξε  ποτές.
Ελληνικ'  ήταν  η  καρδιά  της  Ελληνικ'  είναι  κι  η  ψυχή
Κι  όσο  θα  στέκει  αυτός  ο  κόσμος  η  Κύπρος  θα ' ναι  Ελληνική!


Κύριε  Ιησού  Χριστέ,  δια  των  πρεσβειών  των  Αγίων  σου,  ελέησον  ημάς.


Απολυτίκιον. Ήχος α’.    
Της  ερήμου  πολίται  και  εν  σώματι  άγγελοι  και  θαυματουργοί  γεγονότες  θεοφόροι Βαρνάβα  και  Ιλαρίων όσιοι· νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουρανίων  χαρισμάτων αυτουργοί· όθεν χάριν ιαμάτων, εξ ουρανού πλουσίως εδέξασθε. Δόξα  τω ενδυναμώσαντι  υμάς,  δόξα  τω  στεφανώσαντι,  δόξα  τω  ενεργούντι  δι’  υμών,  πάσιν ιάματα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: