4/10/16

Ο Όσιος Θεόδωρος Ταμασού

Έζησε  τον  πρώτο  αιώνα  μ.Χ.  Και  είναι  ένας  από  την  μικρή  εκείνη  ιεραποστολική ομάδα, – οι άλλοι είναι οι άγιοι Ηρακλείδιος και Μνάσων – που με κατοικία και ορμητήριό τους μια σπηλιά στην πολυάνθρωπη Ταμασό, ανέλαβαν πρώτοι να διαλύσουν  τα  βαθιά  σκοτάδια  της  ειδωλομανίας,  και  στην  θέση  τους  να  υψώσουν το  σωστικό  φως  του  Χριστού,  το  ιλαρό  φως  της  νέας  ζωής.

Μέσα  για  την  επιτυχία  του  υπέροχου  σκοπού  τους,  οι  τολμηροί  αυτοί  χαλαστάδες του  κακού  και  χτίστες  των  αρετών  και  του  καλού,  είχαν  μονάχα  τον  λόγο  του Θεού,  που  είναι  «τομώτερος  υπέρ  πάσαν  μάχαιραν  δίστομον».
Με  τον  λόγο  του  Θεού  και  το  κήρυγμα  για  τον  Εσταυρωμένο  δούλεψαν  σκληρά  οι άγιοι  του  Θεού  άνθρωποι.
Δούλεψαν  για  το  πνευματικό  ξεσκλάβωμα  των συμπατριωτών τους και τη δημιουργία  στην  πατρίδα  τους  ενός  καλύτερου  κόσμου.
Κόσμου  στον  οποίο  αντί του μίσους θα  βασίλευε  η  αγάπη,  αντί  της  απελπισίας  η ελπίδα,  αντί  της  ανομίας  και  της  διαφθοράς  η  δικαιοσύνη  και  η  αρετή.

Μαζί  με  τους πρώτους αυτούς  ξεριζωτές  της  απιστίας  και  φυτευτές  του  δένδρου  της  πίστεως  στο  προνομιούχο  νησί  της  Κύπρου  ήταν  και  ο  Άγιος  Θεόδωρος.  Ήταν ένας  απ’  αυτούς.

Πατρίδα  είχε  την  μεγάλη  πολιτεία  της  Ταμασού,  που  η  φήμη  της  τότε  απλωνόταν και  πέρα  από  την  Ελληνική  αυτή  γωνιά  εξ  αιτίας  του  περίφημου  χαλκού  της  και των πλουσίων σε τούτο το πολύτιμο εύρημα μεταλλείων της. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες.  Ο  πατέρας  του  μάλιστα είχε ως έργο την αγαλματοποιΐα. Κατασκεύαζε  αγάλματα θεών, τα  οποία,  όταν  μεγάλωσε  ο  γιός  του  Θεωνάς – αυτό ήταν  τ’ όνομά  του  πριν  να  βαπτισθεί  – τα  έπαιρνε  και  τα  πωλούσε  στην  αγορά και  από  τα  χρήματα  που  έπαιρναν  αποζούσαν.

Μια  επιτόπια  παράδοση  μας  αναφέρει,  πως  κάποια  φορά  που  ο  Θεωνάς  πήγαινε στην πόλη για να πωλήσει τα  αγαλματάκια του πατέρα του, που  τα  είχε μέσα  στο «ισάτζιν»  του  (σακίδιο),  συνοδευόταν  από τον φίλο του  Μνάσωνα  και  τον  δάσκαλο και των δύο, τον Άγιο Ηρακλείδιο. Τις ημέρες  εκείνες είχαν πέσει  καταρρακτώδεις βροχές  και  ο  ποταμός  Πεδιαίος  (Πιδκιάς), που  πηγάζει  από  τα  βουνά  του  Μαχαιρά,  και  χωρίζει  σήμερα  το  Πολιτικό  από  το  χωριό  Πέρα,  τότε  δε  την Ταμασό  από  το  πέραν του ποταμού  Πιδιά  τμήμά  της – γι’ αυτό  λέγεται  και  Πέρα — είχε  κατεβάσει  πολύ  νερό  και  είχε  γίνει  αδιάβατος.  Στο  θέαμα του «πολυκύμαντου»  νερού  ο  Άγιος  Ηρακλείδιος  κάλεσε  τον  Θεωνά  να  ρίξει  μέσα  στον ποταμό κανένα από τα αγαλματάκια των θεών που κρατούσε, ίσως και σταματήσουν  τα  νερά  να  τρέχουν,  και  έτσι  μπορέσουν  να  διαβούν  στην  άλλη μεριά:

Βάλε  κανένα  θεό  μέσα  να  ρέξομεν.
Έβαλεν  έναν,  επήρέν  τον  ο  ποταμός·  έβαλεν  άλλον,  επήρεν τον τζιαί  τζείνον βάλλει  άλλον, τζιαι  τζείνον τα ίδια. Στην υστερκάν (στο τέλος) σύρνει τους με το Ισάτζιν  επήαν  ούλλοι,  τζ’ ο  ποταμός  εν  ισταμάτα.  Εστέκουνταν  τζ’  εδκιαλοΐζονταν ίντα  λοής  να ρέξουν. Ο  άης Άρα κλείτης τότε εποταύρισεν το δεκανίτζιν του (βακτηρία)  τζ’  εσταύρωσεν  τομ  ποταμόν  ίσια  εσταμάτησεν,  τζ’ ερέξασιν.

Το  θαύμα  αυτό  του  χωρισμού  των  νερών  του  Πιδιά  πρέπει  να  έγινε  φυσικά προτού  να πιστεύσει στον Χριστό ο Άγιός μας. Γι’ αυτό  και  η  προσπάθειά  του  να σταματήσει το ρεύμα των νερών απέτυχε, άν και μέσα σ’ αυτό έριξε όλα τα αγαλματάκια  των  θεών,  που  του  έδωκε  ο  πατέρας  του  να  πωλήσει.

Στη  νεανική  ηλικία βρίσκουμε τον Θεωνά  να  είναι συνδεδεμένος στενά  με  τον Μνάσωνα, που  ο  Ευαγγελιστής  Λουκάς στο  βιβλίο του  Πράξεις  των  Αποστόλων αποκαλεί  «αρχαίον  μαθητήν». Με τον  Μνάσωνα  μάλιστα  είχαν  αναλάβει  και  ένα ταξίδι  στη  Ρώμη  για  να  λύσουν  κάποιες  διαφορές  που  είχαν  δημιουργηθεί  μεταξύ των  ειδωλολατρών  του  Πολιτικού  και  του  χωρίου Πέρα, ποιος από τους ψευδώνυμους θεούς τους ήτο μεγαλύτερος. Εκεί  στην πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που  ήταν  και  το  κέντρο  του  ειδωλολατρικού  κόσμου,  οι  δυο  φίλοι γνωρίστηκαν  με  μερικούς  αποστόλους  από  τους  εβδομήκοντα.  Ποίοι  ήσαν  αυτοί  οι απόστολοι  δεν  γνωρίζουμε.  Αυτό  που  γνωρίζουμε από την ακολουθία  του  οσίου είναι,  πως  οι  δυο  Κύπριοι  ταξιδιώτες  είχαν  έρθει  σε  ιδιαίτερη  επαφή  μ’ αυτούς.  Τις  συναντήσεις που  ακολούθησαν οι  απόστολοι μίλησαν στους δύο φίλους για  την καινούργια  πίστη.  Η  διψασμένη  για  την  αλήθεια  ψυχή  τους  δεν  χόρταινε  ν’ ακούει τον  λόγο  για  τον Ιησού  τον Ναζωραίο. Αυτή  η  δίψα  τους  έκανε  να  εγκαταλείψουν πολύ  γρήγορα  την  μεγάλη  πόλη  Ρώμη,  και  αντί  να γυρίσουν  στην  πατρίδα  τους, την Κύπρο, να τραβήξουν στα Ιεροσόλυμα. Πήγαν εκεί για να συναντήσουν τον κορυφαίο  απ’ τους  αποστόλους,  τον  Πέτρο,  έτσι  τους  τον  είπαν,  και  τον αγαπημένο  μαθητή  του  Χριστού,  τον  Ιωάννη  τον Θεολόγο και  Ευαγγελιστή.  Η αγάπη  του  Θεού  ευλόγησε  τον πόθο  τους  και  αντάμειψε  την  αγαθή  διάθεσή  τους. Στην  Αγία  Πόλη,  την  Ιερουσαλήμ,  συνήντησαν  πραγματικά  τους  δύο  αποστόλους και  από αυτούς άκουσαν ότι ζητούσαν. Από τους αυτόπτες τούτους μαθητές  και αυτήκοους  μάρτυρες  του  Ιησού  έμαθαν  «καταλεπτώς»  το  περιστατικό  γύρω  από την  Γέννηση  του  Θείου  Βρέφους,  το  μεγάλωμα  και  την  Βάπτισή  του  στον  Ιορδάνη ποταμό.
Πληροφορήθηκαν  ακόμη  σχετικά τινα για το έργο του, την διδασκαλία και  τα Θαύματά  του,  και  επίσης  για  την  εκούσια  Σταύρωση,  την  εκ  νεκρών  Ανάσταση, και  ύστερα  από  σαράντα  μέρες  Ανάληψή  του  στους  ουρανούς. Επίσης  απ’ τους ιερούς  αποστόλους έμαθαν, πως  ο  Ιησούς  θα  ξανάρθει  κάποτε,  για  να κρίνει ζώντας και νεκρούς. Να τιμωρήσει τους κακούς και  να  βραβεύσει  τους  καλούς  και ενάρετους.  Όλα  αυτά  οι  δύο  προσήλυτοι  τα  παρακολούθησαν  με  πολλή  λαχτάρα. Και  αφού  δέχτηκαν στο τέλος  και  το  βάπτισμα,  αναχώρησαν  για  την  Κύπρο,  για να  συναντήσουν  εδώ  τους  Αποστόλους  Παύλο  και Βαρνάβα  και  Μάρκο  και  τον οπαδό  τους  τον  Ηρακλείδιο, που είχαν ήδη κατηχήσει και βαπτίσει. Οι δύο νεοφώτιστοι  χριστιανοί  χαίροντες  και  αγαλλόμενοι  για  την  ευλογημένη  συνάντηση με  τους Αποστόλους και τον Άγιο  Ηρακλείδιο  αντάλλαξαν μαζί τους χαιρετισμό αγάπης  και  παρέμειναν  κοντά  τους.

Λίγες μέρες μετά τη συνάντηση οι απόστολοι αναχώρησαν για την Πάφο. Τότε, σύμφωνα με  το συναξάρι του  Οσίου, ο μεν Άγιος Μνάσων έμεινε  μαζί  με  τον  δάσκαλό του, τον Άγιο  Ηρακλείδιο,  ο  δε  ¨Οσιος  Θεόδωρος  αποχωρίστηκε  και  απ’ τους  δύο, και έζησε  μία  ασκητική  ζωή.

Για τριάντα οκτώ χρόνια  ο  ιερός  αθλητής  πάλεψε  έχοντας  σαν  κανόνα  την  αυστηρή εγκράτεια,  στήριγμα  την  αδιάλειπτη προσευχή, περικεφαλαία την  ταπεινοφροσύνη  και σκοπό του την επικράτηση  της  βασιλείας  του  Χριστού  στην  αγαπημένη  του  πατρίδα.

Ένας συνεχής αγώνας υπήρξε ολόκληρη η ζωή του.  Τα  λόγια  του  Κυρίου  «αγωνίζεσθε εισελθείν  δια  της  στενής πύλης» αντηχούσαν κάθε στιγμή  στ’  αυτιά  του.  Έτρωγε  πολύ λίγο. Και  αυτό το νερό ακόμα το  χρησιμοποιούσε  κατά  αραιά  διαστήματα.  Ήθελε  τον εαυτό  του  ελεύθερο  και  απ’  αυτές  τις  φυσικές  ανάγκες.  Το  πνεύμα  του  Θεού  τον  είχε φωτίσει  απ’  την  αρχή  ν’  αντιληφθεί,  πως  η  εγκράτεια  στην τροφή  είναι  ένα  γερό χαλινάρι για  να  μπορεί  ο  άνθρωπος  να  συγκρατεί  τις  κατώτερες  ορμές του. Και  δεν  είχε άδικο. Εκείνος  που  περιφρονεί  την  εγκράτεια  καταντά  κάποιες  στιγμές  να  είναι  σαν άλογο που δεν έχει χαλινό. Η  εγκράτεια  των  τροφών  εξασθενεί και  τα  διάφορα  πάθη καθώς και τις σαρκικές ορμές, που ακατάπαυστα βασανίζουν τον άνθρωπο και  μάλιστα στη  νεανική  ηλικία.

Για ενίσχυση τούτου του αγώνα του χρησιμοποιούσε πλούσια το στήριγμα κάθε ευγενικής  προσπάθειας,  την  προσευχή.  Ζωσμένος  με  σίδερα  στη  μέση  περνούσε τις περισσότερες ώρες της νύχτας και της ημέρας με την σκέψη του στραμμένη  στο  θέλημα του  Θεού  και  τα  χέρια  υψωμένα  σε  προσευχή.

Το οικοδόμημα της χριστιανικής ζωής του, ο Άγιος στήριζε στην  ταπεινοφροσύνη.  «Πας ά  ταπεινών  εαυτόν υψωθήσεται», έλεγε συχνά στους ακροατές  του.  «Μηδείς  το  εαυτού ζητείτω,  αλλά  το  του  ετέρου έκαστος», πρόσθετε  με  αγάπη  και  καλοσύνη.  Έτσι  η  ζωή του έγινε μία επίμονη πορεία προς την αρετή, προς την τελειότητα, προς την αγαθότητα. Αλλά και το καλύτερο, το ζωντανότερο κήρυγμα για κείνους που τον επεσκέπτοντο  ή  που  ερπισκεπτόταν  ο  ίδιος.

Έτσι έζησε ο Όσιος. Με σύνθημα την αρετή και βοήθεια τα πολλά θαύματα που  έκαμνε με  τη χάρη  του  Θεού,  πρόβαλλε  πειστικά  το  Ιερό  έργο  που  επιτελούσε,  το  έργο  της σωτηρίας  ψυχών.

Όταν  έφτασε  η  ώρα  ν’ αφήσει  την πρόσκαιρη  τούτη  ζωή,  ο  Άγιος  προαισθάνθηκε  τον θάνατό  του,  κάλεσε  κοντά  του  τον  Ροδώνα,  έναν  από  την  Ιεραποστολική  ομάδα  και τρίτον  κατά  σειρά  επίσκοπο  της  αρχαίας  Ταμασού,  και  του  ανέθεσε  να  συγγράψει  τα έργα  του  Αγίου  Ηρακλειδίου  και  του  Μνάσωνος  για  οικοδομή  των  πιστών.  Σ’ αυτόν παρέδωκε και ο ίδιος τα απομνημονεύματα που  είχε  γράψει  μέχρι  της  ημέρας  εκείνης για  τους  δυο  Αγίους.  Ύστερα φώναξε κοντά  του μερικά  απ’  τα  πνευματικά  του  παιδιά, τα  νουθέτησε,  τα  στήριξε  με  την  τελευταία  διδασκαλία  του και  γαλήνιος  παρέδωκε  την μακαρία  ψυχή  του  στα  χέρια  του  Θεού  στις  4  του  Οκτώβρη.

Οι  Άγιοι  Ηρακλείδιος  και  Μνάσων,  μαζί  με  τους  άλλους  πιστούς  αδελφούς, με πολλή λύπη  κήδευσαν το άγιο λείψανο και το έθαψαν στον ίδιο τάφο, που είχαν θάψει πρωτύτερα  και  τον  πατέρα  του  Χρύσιππο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: