22/7/16

Η Αγία Χριστίνα η Μεγαλομάρτυς

Η   Αγία  μεγαλομάρτυς  Χριστίνα, καταγόταν  από  την  Τύρο  της  Συρίας.
Ήταν  κόρη  στρατηγού.  Ο πατέρας της, της  έχτισε  έναν  πύργο  και  την  έβαλε  μέσα  σ’ αυτόν.  Μάλιστα  κατασκεύασε  αγάλματα  των  ειδώλων  και  την  διέταξε  να  θυσιάσει  σ' αυτά. Εκείνη όμως τα έκανε όλα κομμάτια. Για αυτές της τις πράξεις, η  Αγία υποβλήθηκε σε βασανιστήρια από τον ίδιο  της  τον πατέρα και  μετά  φυλακίστηκε.  Στην φυλακή  την  άφησαν  νηστική  για  να  πεθάνει  από  την  πείνα.  Όμως,  άγγελος  Κυρίου  της πήγαινε  τροφή  και  της  θεραπεύτηκαν  όλες  οι  πληγές  της.
Μετά την έριξαν στην θάλασσα, όπου έλαβε το Άγιο Βάπτισμα από τον  ίδιο  τον  Χριστό και  άγγελος  Κυρίου  την  έβγαλε  στην  στεριά.  Μόλις  έγινε  γνωστό  ότι  είχε  διασωθεί,  ο πατέρας της πρόσταξε και την έκλεισαν πάλι στην φυλακή. Την νύχτα που  ακολούθησε ο πατέρας της πέθανε και την θέση του  στο  αξίωμα του  στρατηγού, πήρε  κάποιος ονόματι  Δίων.
Αυτός  οδήγησε  την  μάρτυρα  στο  δικαστήριο.  Και  εκεί  η  Αγία  ομολόγησε την πίστη  της. Αμέσως ο Δίων οργίστηκε και διέταξε να αρχίσουν τα βασανιστήρια. Κατά  την  διάρκεια των  βασανιστηρίων  πολλοί  πίστευσαν  στον  Χριστό.
Μετά το Δίωνα ανέλαβε κάποιος Ιουλιανός. Αυτός έριξε την Χριστίνα μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο, σε ένα κλουβί με φίδια δηλητηριώδη, τα οποία αντί να την δαγκώσουν της  έγλυφαν  τα πόδια  με  ευσπλαχνία.  Μετά της  έκοψαν  τους  μαστούς  από όπου χύθηκε γάλα αντί για αίμα και της έκοψαν και την γλώσσα.      
Όλα αυτά τα μαρτύρια τα υπέμεινε με καρτερία και στο τέλος με κοντάρια που την χτύπησαν παρέδωσε το πνεύμα, λαμβάνοντας τον στέφανο του μαρτυρίου, και περνώντας  στην  αιώνια  ζωή.


Απολυτίκιο. Ήχος  πλ. α’. Τον συνάναρχον  Λόγον.        
Του  πατρός  σου  την  πλάνην  λιπούσα πάνσεμνε,  της  ευσεβείας  εδέξω  την  θείαν έλλαμψιν,  και  νενύμφευσαι  Χριστώ  ως  καλλιπάρθενος·  όθεν  ηγώνισαι  στερρώς, και καθείλες  τον  εχθρόν,  Χριστίνα  Μεγαλομάρτυς.  Και  νυν  απαύστως  δυσώπει,  ελεηθήναι τας  ψυχάς  ημών.


Κοντάκιον  Ήχος δ’. Ο υψωθείς.         
Φωτοειδής περιστερά ανεδείχθης, πτέρυγας έχουσα χρυσάς, και εις  ύψος,  των  ουρανών κατέπαυσας Χριστίνα σεμνή· όθεν σου την ένδοξον, εορτήν εκτελούμεν, πόθω προσκυνούντές σου, των λειψάνων την θήκην, εξ ής πηγάζει πάσιν αληθώς, ἴαμα  θείον, ψυχής  τε  και  σώματος.



Μεγαλυνάριον.
Κάλλει  διαπρέπουσα  της  σαρκός, της  ψυχής  το  κάλλος, καθιέρωσας  τω  Χριστώ·  συ  γαρ ω  Χριστίνα,  την  πλάνην  εβδελύξω,  και  υπέρ  φύσιν  άθλων,  ήγειρας  τρόπαια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: