30/4/15

Ο Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος

Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν και αυτός από την  Βησθαϊδά  της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία στην λίμνη  της  Γεννησαρέτ  μαζί  με τον  Ιωάννη, έχοντας  και οι  δύο μαζί τους  και  τον πατέρα τους, καθώς  και  πολλούς  εργάτες. Είχαν  δικό  τους  πλοίο  και  συνεργάτης τους  ήταν  και  ο  Απόστολος  Πέτρος. Παρόλα αυτά  όταν  άκουσαν το  κήρυγμα  του  Ιησού «αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά των μισθωτών απήλθον οπίσω αυτού».
Ο Ιάκωβος μαζί με τον Πέτρο  και  τον Ιωάννη  επέδειξαν  μεγάλο  ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι’ αυτό και κλήθηκαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα βίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν τη θαυμαστή  Ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυναγωγού  Ιάειρου  και  είχαν την ευλογία  να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της  προσευχής  και  της  αγωνίας  Του στον κήπο της Γεθσημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσῳ της  μητέρας τους από τον Κύριο, πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή  του  Μεσσία. Οι δυο Μαθητές  ζήτησαν  από τον Χριστό, δόξα με  ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την  πραγματική  και  αιώνια  δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το  «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι’ αυτό τους λέγει:  «Ουκ οίδατε τι αιτείσθε. Δύνασθε πιεἰν το ποτήριον ό εγώ πίνω, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι;».
Μετά την Πεντηκοστή ο  Απόστολος Ιάκωβος κήρυξε το Ευαγγέλιο  στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη  και  άλλαξε  τρόπο ζωής χάρη στο  έργο του Ιακώβου. Αυτό θορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ., τον συνέλαβαν και  τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με  διαταγή  του  Ηρώδου  του  Αγρίππα.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.          
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τῇ οἰκουμένῃ, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε· ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν. 
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετὰ τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε· μεθ’ οὗ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.


Μεγαλυνάριον.
Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: