2/11/14

Αρχαίο Κείμενο Ευαγγελικής περικοπής Κυριακής Ε΄Λουκά





Ο πλοσιος και ο φτωχός Λζαρος

19 Άνθρωπος δε τις ήν πλοσιος, και ενεδιδσκετο πορφραν και βσσον ευφραινμενος καθ᾿ ημραν λαμπρώς.
20 Πτωχός δε τις ήν ονματι Λζαρος, ός εββλητο προς τον πυλώνα αυτού  ηλκωμνος
21 και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχων των πιπτντων από της τραπζης του πλουσου· αλλά και οι κνες ερχμενοι απλειχον τα έλκη αυτού.
22 Εγνετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγλων εις τον κλπον Αβραμ· απθανε δε και ο πλοσιος και ετφη.
23 Και εν τω άδη επρας τους οφθαλμούς αυτού, υπρχων εν βασνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρθεν και Λζαρον εν τοις κλποις αυτού.
24 Και αυτός φωνσας είπε· πτερ Αβραμ, ελησν με και πμψον Λζαρον  ίνα βψη το άκρον του δακτλου αυτού ύδατος και καταψξη την  γλώσσν μου, ότι  οδυνώμαι εν τη φλογί τατη.
25 Είπε  δε Αβραάμ· τκνον, μνσθητι ότι  απλαβες συ τα αγαθ σου εν τη ζωή σου, και Λζαρος ομοως τα κακ· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ  δε οδυνάσαι·
26 και επί πάσι τοτοις μεταξύ ημών και υμών χσμα μγα εστρικται, όπως οι θλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερσιν.
27 Είπε δε· ερωτώ ούν σε, πτερ, ίνα πμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρς μου·
28 έχω γαρ πντε  αδελφος· όπως διαμαρτρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τπον τούτον της βασνου.
29 Λγει αυτώ Αβραμ· έχουσι Μωυσα και τους προφτας· ακουστωσαν αυτών.
30 Ο δε είπεν· ουχ, πτερ Αβραμ, αλλ᾿ εάν τις από νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοσουσιν.           
31 Ε
ίπε δε αυτώ· ει  Μωυσως  και  των προφητών ουκ ακοουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθσονται.

Μετάφραση:
19 «Κάποτε υπήρχε ένας πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος εφορούσε πορφύραν και λινά ενδύματα και εζούσε καθημερινώς μέσα σε μεγάλην πολυτέλειαν.
20 Κοντά εις την πύλην του  ήτο ξαπλωμένος ένας πτωχός, ονομαζόμενος Λάζαρος, γεμάτος πληγές,
21 ο οποίος  επιθυμούσε  να χορτάση  από τα ψίχουλα που έπεφταν από το  τραπέζι του πλουσίου. Ακόμη και τα σκυλιά εσυνείθιζαν να έρχωνται και να γλύφουν τις πληγές του.
22 Συνέβη δε να πεθάνη ο πτωχός και να φερθή από τους αγγέλους εις τον κόλπον του Αβραάμ.
23 Επέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. Εις τον άδην, όπου εβασανίζετο, εσήκωσε  τα μάτια του  και  βλέπει  από μακρυά τον  Αβραάμ και τον Λάζαρον  εις τους κόλπους του.
24 Και  εφώναξε και είπε, «Πάτερ  Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρον να βουτήξη την άκρη του δακτύλου του  σε νερό  και να δροσίση την  γλώσσα  μου, διότι  υποφέρω μέσα σ’ αυτήν την φλόγα».
25 Αλλ’ ο Αβραάμ είπε, «Παιδί μου, θυμίσου ότι συ απήλαυσες τα αγαθά σου  εις την ζωήν σου ὀπως  και  ο Λάζαρος τα κακά· τώρα  όμως αυτός εδώ  παρηγορείται  και  συ  υποφέρεις.
26 Και  εκτός  από όλα  αυτά υπάρχει μεταξύ μας ένα μεγάλο χάσμα ώστε να μη μπορούν να περάσουν εκείνοι που θέλουν να διαβούν απ’ εδώ σ’ εσάς, ούτε και απ’ εκεί  σ’ εμάς».
27 Τότε είπε, «Σε παρακαλώ λοιπόν, πατέρα, να τον στείλης στο σπίτι του πατέρα μου,
28 διότι  έχω πέντε αδελφούς, να τους νουθετήση, δια να μη έλθουν και αυτοί  εις  τον τόπον αυτόν των βασάνων».
29 Λέγει  εις  αυτόν ο Αβραάμ, «Έχουν τον Μωϋσήν και τους προφήτας, άς τους ακούσουν».
30 Αυτός δε είπε, «Όχι, πάτερ  Αβραάμ, αλλ’ εάν κάποιος  από τους νεκρούς  πάη  σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν».       
31 Αλλ’ ο Αβραάμ του  απήντησε, «Εάν δεν ακούνε τον Μωϋσήν  και  τους προφήτας, δεν θα πεισθούν  και  άν ακόμη αναστηθεί  κάποιος  από  τους νεκρούς».

Δεν υπάρχουν σχόλια: