2/7/15

Κατάθεσις Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου

Δυο  πατρίκιοι, οι αυτάδελφοι Γάλβιος και Κάνδιδος, πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν, έφτασαν στην Παλαιστίνη. Κατά την επίσκεψή τους στους Αγίους Τόπους, συνάντησαν μία Εβραία, η οποία είχε  στην κατοχή της και  φύλαγε  με  πάρα  πολύ  μεγάλη ευσέβεια, μέσα  σε  ειδικό  κιβώτιο  την τίμια Εσθήτα (φόρεμα) της  Παναγίας. Τότε οι Γάλβιος και Κάνδιδος, αφού προσκύνησαν το ιερό ένδυμα, έβαλαν σκοπό να το μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη. Αφού έφτασαν στα Ιεροσόλυμα και  προσκύνησαν, στην  συνέχεια κατασκεύασαν ένα  ειδικό κιβώτιο, όμοιο  με  αυτό  που είχε η Εβραία  γυναίκα και  φύλαγε το φόρεμα της Θεοτόκου. Το κιβώτιο αυτό, χωρίς να τους πάρει είδηση η γυναίκα, το  άλλαξαν  με  αυτό  που  περιείχε  την  τιμία  Εσθήτα, χωρίς να τους πάρει είδηση.     
Έτσι  λοιπόν  πήραν  το  κιβώτιο  με  το  ιερό  ένδυμα  και  ξεκίνησαν  για την Κωνσταντινούπολη. Όταν έφθασαν στην Πόλη, προσπάθησαν να κρύψουν αυτόν τον πολύτιμο  θησαυρό  στις  Βλαχέρνες. Επειδή  όμως  δεν μπορούσαν να το κρύψουν, γνωστοποίησαν αυτό το γεγονός  στον αυτοκράτορα  της  Πόλης. Εκείνος  μόλις πληροφορήθηκε τη μεταφορά της τιμίας Εσθήτος στην Κωνσταντινούπολη ασπάστηκε με μεγάλη ευλάβεια το ιερό ένδυμα και  αμέσως έδωσε εντολή να κατασκευαστεί Ναός  και  αργότερα  μέσα σ' αυτόν  τοποθέτησε  το  ιερό  ένδυμα, το οποίο βρίσκεται μέχρι και σήμερα σ' αυτόν τον τόπο, αποτελώντας φυλακτήριο  και  συνάμα  πολύτιμο  κειμήλιο  για  τους  χριστιανούς.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ'.
Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Ζώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα· ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις, καινοτομεῖται καὶ χρόνος. Διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ἔνδυμα, τῶν οίκτιρμῶν σου, καὶ ἱμάτιον ἀθανασίας, τὴν ἁγίαν σου Ἐσθῆτα καὶ ἄφθαρτον, τῇ κληρουχίᾳ σου Κόρη δεδώρησαι, εἰς περιποίησιν πάντων καὶ σύναψιν. Ὅθεν Ἄχραντε, τὴν θείαν αὐτῆς κατάθεσιν, τιμῶντες εὐσεβῶς σὲ μεγαλύνομεν.


Κοντάκιον  Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ
Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, Θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν Ἱερὰν Ἐσθῆτά σου μεθ’ ἧς τὸ ἱερόν, σῶμά σου ἐσκέπασας, σκέπη πάντων ἀνθρώπων· ἧς περ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοῶμεν φόβῳ σοι σεμνή· χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.



Μεγαλυνάριον.
Τῆς ἀθανασίας τὸν χορη
γόν, τέξασα Παρθένε, ἠθανάτισας τὸν Ἀδάμ· τοῦτο γὰρ δηλοῦσα, ἡ ἄφθαρτος Ἐσθής σου φθορᾶς παθῶν λυτροῦται, τοὺς προσπελάζοντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: