4/2/13

Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητής ὁ Στουδίτης


Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητὴς ἐγεννήθηκε στὴν Κυδωνία τῆς Κρήτης τὸ 792 μ.Χ. Σὲ νεαρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν ἔστειλαν στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν θεῖο του Θεοφάνη, ποὺ ἦταν μοναχὸς στὴν περιώνυμη μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου καὶ ἔγινε καὶ αὐτὸς μοναχός. Στὴν ἡσυχία τῆς Μονῆς, ὁ Νικόλαος εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ λάβει μεγάλη θεολογικὴ καὶ φιλολογικὴ παιδεία, νὰ διακριθεῖ στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ νὰ φθάσει στὰ ὕψη τῆς ἠθικῆς τελειότητος. Ὁ Ὅσιος ἀναδείχθηκε καὶ στὴν τέχνη τῆς ἀντιγραφῆς χειρογράφων.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἡ Μονὴ Στουδίου καὶ οἱ μοναχοί της ὑπέστησαν μεγάλες διώξεις γιὰ τὴν προσήλωσή τους στὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος (806 – 815 μ.Χ.) ἀντιστάθηκε, ὁ δὲ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ε’ (813 – 820 μ.Χ.) συνεκάλεσε Σύνοδο ἡ ὁποία κατεδίκασε τὸν Πατριάρχη καὶ τὸν ἐξόρισε στὴν Προικόννησο. Διάδοχός του ἐχειροτονήθηκε ὁ Θεόδοτος ὁ Μελισσηνὸς (815 – 821 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος συγκρότησε Σύνοδο, γιὰ νὰ καταδικάσει τοὺς προμάχους τῆς Ἐκκλησίας. Στὴ Σύνοδο προσεκάλεσε τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Στουδίου Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς ἀντιδράσεως ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων. Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος δὲν προσῆλθε στὴ Σύνοδο, ὄχι γιατὶ ἐφοβόταν, ἀλλὰ γιατὶ ἤθελε νὰ στιγματίσει διὰ τῆς ἀποχῆς του τὴν παράνομη συγκρότηση τῆς Συνόδου. Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἐξορίσθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Θεόδωρο. Λίγο μετὰ ἐφυλακίσθηκε γιὰ τρία χρόνια, παλεύοντας μὲ τὴ δίψα καὶ τὴν πείνα, καὶ στὴ συνέχεια ἐξορίσθηκε στὴ Σμύρνη. Καὶ ἐκεῖ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή.
Ὁ διάδοχος τοῦ Λέοντος τοῦ Ε’, Μιχαὴλ Β’ ὁ Τραυλός (820 – 829 μ.Χ.), ἐπέτρεψε τὴν ἐπάνοδο σὲ ὄλους τοὺς ἐξορισθέντες ὑπὸ τοῦ Λέοντος Ε’. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε στὴν Χαλκηδόνα τὸν Πατριάρχη καὶ συναγωνιστή του Νικηφόρο. Ἀκολούθως ἔμεινε γιὰ λίγο χρόνο στὸν Ἀστακηνὸ Κόλπο, καὶ τέλος ἐπανῆλθε στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου. Ἀλλὰ γιὰ λίγο μόνο, ἀφοῦ ὁ αὐτοκράτορας ἀρνήθηκε νὰ ἀποδώσει στοὺς Ὀρθοδόξους τὶς ἀφαιρεθεῖσες ἀπὸ αὐτοὺς ἐκκλησίες καὶ νὰ ἐπιτρέψει τὴν ἀνάρτηση εἰκόνων σὲ αὐτές. Ἀκολουθεῖ τὸν αὐτοεξόριστο Γέροντά του, Ὅσιο Θεόδωρο, στὴ νῆσο Πρίγκηπο. Ὁ Ὅσιος Νικόλαος, μὲ τὴν λήξη τῆς εἰκονομαχίας καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.), ἐπέστρεψε στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου καὶ ἐξελέγη ἡγούμενος αὐτῆς. Λίγο ἀργότερα παραιτεῖται, προτείνοντας ὡς διάδοχό του τὸν πρεσβύτερο Σωφρόνιο.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς διώξεις καὶ αὐτοεξορία σὲ μετόχι τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου, στὸ Πραίνετο τῆς Νικομήδειας, ἱδρύει, τὸ ἔτος 859 μ.Χ., τὸ μοναστήρι τοῦ Κονορωβίου βοηθούμενος ἀπὸ κάποιον πλούσιο καὶ εὐσεβὴ ποὺ ὀνομαζόταν Σαμουήλ. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐδῶ τὸν παρέσυραν οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἔριδες μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν τῶν Πατριαρχῶν Ἰγνατίου καὶ Φωτίου. Μετέβη λοιπόν, ἀπὸ ἐδῶ στὴν Προικόννησο, μετὰ στὴ Μυτιλήνη καὶ στὴ συνέχεια στὸ Ἑξαμίλι τῆς Θρακικῆς Χερσονήσου, ἀπ’ ὅπου ὁδηγήθηκε μὲ συνοδεία φρουρᾶς, τὸ ἔτος 866 μ.Χ., ὡς αἰχμάλωτος κατὰ κάποιο τρόπο, στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου. Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Α’ (867 – 886 μ.Χ.) καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος, κατὰ τὴ δεύτερη πατριαρχία του (867 – 877 μ.Χ.), προσέφεραν στὸν πολυπαθὴ Ὅσιο τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου. Ἐκεῖνος, λυπούμενος γιὰ τὴν ἀκαταστασία τῆς ἐποχῆς, ἀρνήθηκε.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 868 μ.Χ. καὶ τὸ τίμιο λείψανό του κατατέθηκε κοντὰ στὰ ἱερὰ σκηνώματα τῶν ἐνδόξων Στουδιτῶν Ναυκρατίου καὶ Θεοδώρου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κυδωνίας, καὶ ὑπόδειγμα, ὁσίου βίου, ἀνεδείχθης Στουδῖτα Νικόλαε· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν Εἰκόνα σεβόμενος, ὀμολογίας ἀγῶσι διέπρεψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐκ Κυδωνίας ὡς φωστὴρ λαμπρὸς ἀνέτειλας
Καὶ Ἐκκλησίας καταυγάζεις τὰ πληρώματα
Τῇ  στερρᾷ ὁμολογίᾳ σου Θεοφόρε.
Τῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὴν προσκύνησιν
Τοῖς ἀγῶσί σου καὶ πόνοις κατετράνωσας.
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Νικόλε.

Μεγαλυνάριο.
Χαίροις Κυδωνίας θεῖος βλαστὸς, καὶ Μονῆς Στουδίου, τύπος ἔμπνους πρὸς ἀρετήν· τῆς ὁμολογίας, τὸ θεῖον χαῖρε στόμα, Νικόλαε παμμάκαρ, Κρητῶν ἀγλάϊσμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: