Λουκ. 19, 29-40, 22, 7-39
19, 29 Καὶ ἐγένετο
ὡς ἤγγισεν εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τὸ
καλούμενον ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν
αὐτοῦ
30 εἰπών·
ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην,
ἐν ᾗ εἰσπορευόμενοι
εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον,
ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε·
λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε.
31 καὶ ἐάν τις
ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε;
οὕτως
ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος
αὐτοῦ χρείαν ἔχει.
32 Ἀπελθόντες δὲ
οἱ ἀπεσταλμένοι εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς,
ἑστῶτα τὸν πῶλον·
33 λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον εἶπον
οἱ
κύριοι αὐτοῦ πρὸς αὐτούς· τί λύετε τὸν πῶλον;
34 Οἱ δὲ
εἶπον ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.
35 Καὶ
ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ
ἐπιρρίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν
τὸν Ἰησοῦν.
36 Πορευομένου δὲ αὐτοῦ ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια
αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ.
37 Ἐγγίζοντος δὲ
αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει
τοῦ ὄρους τῶν
ἐλαιῶν ἤρξατο ἅπαν τὸ πλῆθος
τῶν
μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν
φωνῇ μεγάλῃ
περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων
38 λέγοντες· εὐλογημένος
ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς
ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν
ὑψίστοις.
39 Καί τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ
ὄχλου εἶπον πρὸς
αὐτόν· διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου.
40 καὶ
ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· λέγω ὑμῖν ὅτι
ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ
λίθοι κεκράξονται.
Προετοιμασία για
το τελευταίο δείπνο
22, 7 Ἦλθε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων,
ἐν ᾗ ἔδει θύεσθαι τὸ
πάσχα,
8 καὶ
ἀπέστειλε Πέτρον καὶ Ἰωάννην
εἰπών· πορευθέντες ἑτοιμάσατε
ἡμῖν τὸ πάσχα ἵνα φάγωμεν.
9 Οἱ
δὲ εἶπον αὐτῷ· ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμεν;
10 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς·
ἰδοὺ εἰσελθόντων ὑμῶν εἰς
τὴν πόλιν συναντήσει ὑμῖν
ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος
βαστάζων· ἀκολουθήσατε αὐτῷ εἰς τὴν οἰκίαν οὗ εἰσπορεύεται,
11 καὶ
ἐρεῖτε τῷ
οἰκοδεσπότῃ τῆς οἰκίας·
λέγει σοι
ὁ διδάσκαλος, ποῦ ἐστι
τὸ κατάλυμα ὅπου τὸ πάσχα
μετὰ τῶν
μαθητῶν μου φάγω;
12 Κἀκεῖνος ὑμῖν
δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε.
13 Ἀπελθόντες δὲ εὗρον καθὼς εἴρηκεν αὐτοῖς,
καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα.
Το τελευταίο
δείπνο
14 Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡ
ὥρα, ἀνέπεσε, καὶ οἱ δώδεκα
ἀπόστολοι σὺν αὐτῷ.
15 Καὶ εἶπε πρὸς
αὐτούς·
ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ
πάσχα φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν πρὸ τοῦ με παθεῖν·
16 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι
οὐκέτι οὐ
μὴ φάγω ἐξ αὐτοῦ ἕως ὅτου πληρωθῇ ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ
Θεοῦ.
17 Καὶ
δεξάμενος τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας εἶπε· λάβετε τοῦτο καὶ διαμερίσατε ἑαυτοῖς·
18 λέγω
γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω
ἀπὸ τοῦ γενήματος τῆς
ἀμπέλου ἕως ὅτου
ἡ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ ἔλθῃ.
19 Καὶ λαβὼν
ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ
ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· τοῦτό
ἐστι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ
ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν.
20 Ὡσαύτως καὶ
τὸ ποτήριον μετὰ
τὸ δειπνῆσαι λέγων·
τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ
καινὴ διαθήκη ἐν
τῷ αἵματί μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον.
21 Πλὴν
ἰδοὺ ἡ χεὶρ τοῦ
παραδιδόντος με μετ᾿ ἐμοῦ
ἐπὶ τῆς τραπέζης.
22 Καὶ ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πορεύεται κατὰ τὸ ὡρισμένον· πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ παραδίδοται.
22 Καὶ ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πορεύεται κατὰ τὸ ὡρισμένον· πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ παραδίδοται.
23 Καὶ αὐτοὶ ἤρξαντο
συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς
τὸ τίς ἄρα
εἴη ἐξ αὐτῶν ὁ
τοῦτο μέλλων πράσσειν.
Ο
αληθινά μεγάλος
24 Ἐγένετο δὲ
καὶ φιλονεικία ἐν αὐτοῖς, τὸ
τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων.
25 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οἱ
βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν
κυριεύουσιν αὐτῶν,
καὶ οἱ
ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται·
26 ὑμεῖς δὲ
οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿
ὁ μείζων ἐν
ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ
νεώτερος, καὶ
ὁ ἡγούμενος ὡς
ὁ διακονῶν.
27 Τίς
γὰρ μείζων,
ὁ ἀνακείμενος ἢ ὁ διακονῶν; Οὐχὶ ὁ ἀνακείμενος;
Ἐγὼ δέ εἰμι ἐν
μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν.
28 Ὑμεῖς δέ
ἐστε οἱ διαμεμενηκότες μετ᾿
ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς μου·
29 κἀγὼ διατίθεμαι
ὑμῖν καθὼς διέθετό
μοι ὁ πατήρ μου βασιλείαν,
30 ἵνα ἐσθίητε καὶ
πίνητε ἐπὶ τῆς τραπέζης
μου ἐν τῇ βασιλείᾳ μου, καὶ καθίσεσθε ἐπὶ
θρόνων κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ
Ἰσραήλ.
Προλέγεται η άρνησις του
Πέτρου
31 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Σίμων Σίμων,
ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο
ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν
σῖτον·
32 ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ
σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ
πίστις σου· καὶ σύ
ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς
ἀδελφούς σου.
33 Ὁ δὲ εἶπεν
αὐτῷ· Κύριε, μετὰ σοῦ ἕτοιμός εἰμι καὶ εἰς φυλακὴν
καὶ
εἰς θάνατον πορεύεσθαι.
34 Ὁ
δὲ εἶπε· λέγω σοι, Πέτρε,
οὐ φωνήσει
σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι
με.
35 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς
ἄτερ βαλλαντίου καὶ
πήρας καὶ
ὑποδημάτων, μή
τινος ὑστερήθητε; οἱ δὲ εἶπον· οὐθενός.
36 Εἶπεν οὖν αὐτοῖς· ἀλλὰ
νῦν ὁ ἔχων βαλλάντιον
ἀράτω, ὁμοίως καὶ πήραν,
καὶ ὁ
μὴ ἔχων πωλήσει τὸ
ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει
μάχαιραν.
37 Λέγω
γὰρ ὑμῖν ὅτι ἔτι τοῦτο
τὸ γεγραμμένον δεῖ τελεσθῆναι ἐν ἐμοί, τὸ καὶ μετὰ
ἀνόμων ἐλογίσθη· καὶ γὰρ τὰ περὶ
ἐμοῦ τέλος ἔχει.
38 Οἱ
δὲ εἶπον· Κύριε,
ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο. ὁ
δὲ εἶπεν αὐτοῖς·
ἱκανόν ἐστι.
Γεθσημανή
39 Καὶ ἐξελθὼν
ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος εἰς
τὸ ὄρος τῶν
ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ
αὐτῷ καὶ οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Λουκ. 19, 29-40, 22, 7-39
19, 29 Όταν πλησίασε,
στην Βηθφαγή και
την Βηθανία προς
το όρος που ονομάζεται
όρος των Ελαιών,
έστειλε δύο από
τους μαθητές του
30 και
τους είπε, «Πηγαίνετε
στο απέναντι χωριό·
καθώς μπαίνετε μέσα, θα
βρήτε ένα πουλάρι
δεμένο, επάνω στο οποίο
κανείς άνθρωπος δεν εκάθησε·
λύσατέ το και φέρετέ
το εδώ.
31 Και
άν σας ρωτήσει
κανείς, «Γιατί το λύνετε;».
θα απαντήσετε ως
ἑξής: «Ο Κύριος το
έχει ανάγκη».
32 Πήγαν
οι απεσταλμένοι και
το βρήκαν να
στέκεται, όπως τους
είπε.
33 Την
στιγμή που έλυναν
το πουλάρι, τους
είπαν οι κύριοί
του, «Γιατί λύνετε το πουλάρι;».
34 Αυτοί
τότε είπαν, «Ο
Κύριος το έχει ανάγκη».
35 Το
έφεραν στον Ιησού
και αφού έστρωσαν
στο πουλάρι τα ενδύματά τους,
ανέβασαν επάνω του
τον Ιησού.
36 Καθώς
προχωρούσε, έστρωναν στο
δρόμο τα ενδύματά τους.
37 Όταν
όμως πλησίαζε πλέον
προς την κατάβασι
του όρους των
Ελαιών, άρχισαν όλοι οι
μαθητές από χαρά να δοξολογούν
τον Θεό με
μεγάλη φωνή δι’ όλα
τα θαύματα που είδαν,
38 και
έλεγαν, Ευλογημένος
ο Βασιλεύς εκείνος
που έρχεται στο όνομα
του Κυρίου. Ειρήνη
στον ουρανό και
δόξα εν τοις
υψίστοις.
39 Μερικοί
Φαρισαίοι από το πλήθος
του είπαν, «Διδάσκαλε,
να επιπλήξεις τους μαθητές
σου».
40 Αυτός τους
απεκρίθη, «Σας λέγω
ότι, εάν αυτοί σιωπήσουν,
θα φωνάξουν οι πέτρες».
Προετοιμασία για
το τελευταίο δείπνο
22,7 Ήλθε
όμως η ημέρα
των αζύμων, κατά την οποία
έπρεπε να θυσιάσουν
το πάσχα
8 και
έστειλε ο Ιησούς
τον Πέτρο και
τον Ιωάννη και
τους είπε, «Πηγαίνετε, ετοιμάστε
μας το πάσχα,
για να φάγουμε».
9 Αυτοί
είπαν, «Που θέλεις
να το ετοιμάσωμε;».
10 Εκείνος τότε τους
είπε, «Όταν θα
μπήτε στην πόλι,
θα σας συναντήσει κάποιος που θα
κρατεί
μία στάμνα με νερό·
11 ακολουθήστέ τον
στο σπίτι που
θα μπει και
θα πήτε στον
οικοδεσπότη του σπιτιού,
«Ο Διδάσκαλος σου παραγγέλει, Που
είναι το κατάλυμα, όπου
θα φάγω
το πάσχα μαζί
με τους μαθητές μου;».
12 Και
εκείνος θα σας
δείξει ένα μεγάλο στρωμένο ανώγι·
εκεί ετοιμάστε».
13 Όταν
πήγαν, βρήκαν όπως
τους είχε πει
και ετοίμασαν το πάσχα.
Το τελευταίο
δείπνο
14 Και
όταν ήλθε η
ώρα, κάθησε στο
τραπέζι και οι
δώδεκα απόστολοι μαζί του.
15 Και
τους είπε, «Πολύ
επεθύμησα να φάγω
τούτο το πάσχα
μαζί σας προτού να πάθω,
16 διότι
σας λέγω ότι
δεν θα το
φάγω πλέον, έως ότου
συντελεσθεί στην βασιλεία του
Θεού».
17 Ὀταν
πήρε το ποτήριο, ευχαρίστησε
τον Θεό και είπε,
18 «Λάβετε
τούτο και διαμοιράσατέ το μεταξύ σας,
διότι σας λέγω,
ότι από τώρα και
εις το εξής
δεν θα πιω από το
προϊόν τούτο της
αμπέλου, ως που να
έλθει η βασιλεία
του Θεού».
19 Και
πήρε άρτο και αφού
ευχαρίστησε τον Θεό,
τον έκοψε σε τεμάχια,
τους τον έδωσε
και είπε, «Τούτο είναι το
σώμά μου, το
οποίο δίδεται για χάριν
σας· τούτο κάνετε
εις ανἀμνησίν μου».
20 Και
πήρε επίσης το
ποτήριο μετά το
δείπνο και είπε,
«Αυτό το ποτήριο είναι
η νέα διαθήκη
που σφραγίζεται με το αίμα μου, το
οποίο χύνεται για χάρι σας.
21 Αλλά
να, το χέρι
εκείνου που θα με παραδώσει
είναι μαζί μου
επάνω στο τραπέζι.
22 Και
ο μεν Υιός του ανθρώπου
πηγαίνει σύμφωνα με το ωρισμένον, αλλοίμονο όμως
στον άνθρωπον εκείνον,
δια του οποίου παραδίδεται».
23 Αυτοί
άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους ποιός
άραγε από αυτούς
είναι εκείνος, που πρόκειται
να το κάνει.
Ο αληθινά μεγάλος
24 Έγινε
και φιλονεικία μεταξύ
τους περί του
ποιός από αυτούς φαίνεται να είναι
μεγαλύτερος.
25 Αυτός
όμως τους είπε,
«Οι βασιλείς των
εθνών γίνονται κύριοι
αυτών και εκείνοι που
τα εξουσιάζουν ονομάζονται
ευεργέτες.
26 Σεις
όμως μη κάνετε
το ίδιο, αλλ’ ο
μεγαλύτερος μεταξύ
σας άς φέρεται όπως ο
νεώτερος και ο
αρχηγός σαν υπηρέτης.
27 Διότι ποιος
είναι μεγαλύτερος, εκείνος
που κάθεται στο
τραπέζι ή εκείνος που υπηρετεί; Δεν είναι εκείνος
που κάθεται στο τραπέζι; Εγώ όμως
είμαι μεταξύ σας
σαν υπηρέτης.
28 Σεις
είσθε εκείνοι που
μείνατε μαζί μου
κατά τις δοκιμασίας μου·
29 και
όπως ο Πατέρας
μου έθεσε στην διάθεσίν
μου βασιλεία
30 και
εγώ διαθέτω για
σας να τρώγετε
και να πίνετε
στο τραπέζι μου
στη βασιλεία μου
και θα καθήσετε
επάνω σε θρόνους,
για να δικάζετε τις
δώδεκα φυλές του Ισραήλ».
Προλέγεται η
άρνησις του Πέτρου
31 Είπε
δε ο Κύριος, «Σίμων, Σίμων, ο
Σατανάς σας ζήτησε
για να σας κοσκινίσει όπως
το σιτάρι,
32 εγώ
όμως προσευχήθηκα για
σε για να
μη σε εγκαταλείψει
η πίστις σου και
συ, όταν ποτέ
επιστρέψεις, στήριξε τους αδελφούς σου».
33 Εκείνος του
είπε, «Κύριε, είμαι
έτοιμος να πάω μαζί σου και
σε φυλακή και σε
θάνατο».
34 Ο
Ιησούς του είπε, «Σου
λέγω, Πέτρε, ότι πριν ακόμη
λαλήσει σήμερα ο πετεινός,
θα με απαρνηθείς
τρεις φορές ότι
δεν με ξέρεις».
35 Και
τους είπε, «Όταν
σας έστειλα χωρίς
βαλάντιο και σάκκο
και υποδήματα, μήπως στερηθήκατε
τίποτε;». Αυτοί όμως
είπαν, «Τίποτε».
36 Τότε
τους είπε, «Αλλά τώρα
εκείνος που έχει
βαλάντιο, άς το
πάρει, ομοίως και τον
σάκκο, και εκείνος
που δεν έχει
μαχαίρι άς πωλήσει
τα ενδύματά του και
άς αγοράσει.
37 Διότι
σας λέγω, ότι
πρέπει να εκπληρωθεί
σ’ εμένα και
τούτο που είναι γραμμένο: Και συγκαταριθμήθηκε
μεταξύ
των ανόμων· και
έτσι όσα αφορούν εμένα λαμβάνουν τέλος».
38 Εκείνοι
του είπαν, Κύριε,
να, υπάρχουν δύο μαχαίρια
εδώ».
Αυτός όμως είπε,
«Φθάνει πια».
Γεθσημανή
39 Ύστερα
βγήκε και πήγε,
όπως συνείθιζε, στο
όρος των Ελαιών· τον
ακολούθησαν όμως και
οι μαθητές του.
Γ΄
Ἰωάννου 1-15
1 Ὁ πρεσβύτερος Γαΐῳ
τῷ ἀγαπητῷ, ὃν
ἐγὼ ἀγαπῶ ἐν ἀληθείᾳ.
2 Ἀγαπητέ, περὶ
πάντων εὔχομαί σε εὐοδοῦσθαι καὶ
ὑγιαίνειν, καθὼς εὐοδοῦταί σου
ἡ ψυχή.
3 Ἐχάρην γὰρ λίαν
ἐρχομένων ἀδελφῶν καὶ
μαρτυρούντων σου τῇ ἀληθείᾳ,
καθὼς σὺ ἐν
ἀληθείᾳ περιπατεῖς.
4 Μειζοτέραν τούτων οὐκ
ἔχω χαράν, ἵνα
ἀκούω τὰ ἐμὰ τέκνα ἐν ἀληθείᾳ
περιπατοῦντα.
5 Ἀγαπητέ, πιστὸν ποιεῖς
ὃ ἐὰν ἐργάσῃ
εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ
εἰς τοὺς ξένους,
6 οἳ
ἐμαρτύρησάν σου τῇ ἀγάπῃ
ἐνώπιον ἐκκλησίας, οὓς καλῶς ποιήσεις
προπέμψας ἀξίως τοῦ Θεοῦ.
7 Ὑπὲρ γὰρ τοῦ ὀνόματος ἐξῆλθον,
μηδὲν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν.
8 Ἡμεῖς οὖν
ὀφείλομεν ἀπολαμβάνειν τοὺς τοιούτους, ἵνα συνεργοὶ γινώμεθα
τῇ ἀληθείᾳ.
9 Ἔγραψα τῇ
ἐκκλησίᾳ· ἀλλ᾿ ὁ
φιλοπρωτεύων αὐτῶν Διοτρεφὴς οὐκ
ἐπιδέχεται ἡμᾶς.
10 Διὰ τοῦτο,
ἐὰν ἔλθω, ὑπομνήσω αὐτοῦ
τὰ ἔργα ἃ
ποιεῖ, λόγοις πονηροῖς φλυαρῶν ἡμᾶς· καὶ μὴ ἀρκούμενος
ἐπὶ τούτοις οὔτε αὐτὸς ἐπιδέχεται τοὺς ἀδελφοὺς
καὶ τοὺς βουλομένους
κωλύει καὶ ἐκ
τῆς ἐκκλησίας ἐκβάλλει.
11 Ἀγαπητέ, μὴ
μιμοῦ τὸ κακόν, ἀλλὰ
τὸ ἀγαθόν. ὁ ἀγαθοποιῶν ἐκ
τοῦ Θεοῦ
ἐστιν· ὁ κακοποιῶν οὐχ ἑώρακε
τὸν
Θεόν.
12 Δημητρίῳ μεμαρτύρηται ὑπὸ
πάντων καὶ ὑπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀληθείας· καὶ
ἡμεῖς δὲ
μαρτυροῦμεν, καὶ οἴδατε
ὅτι ἡ μαρτυρία
ἡμῶν ἀληθής ἐστι.
13 Πολλὰ εἶχον γράφειν,
ἀλλ᾿ οὐ θέλω διὰ
μέλανος καὶ καλάμου σοι γράψαι·
14 ἐλπίζω δὲ
εὐθέως ἰδεῖν σε, καὶ στόμα πρὸς στόμα
λαλήσομεν.
15 Εἰρήνη σοι. ἀσπάζονταί σε οἱ φίλοι. ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ᾿ὄνομα.
15 Εἰρήνη σοι. ἀσπάζονταί σε οἱ φίλοι. ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ᾿ὄνομα.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Γ΄
Ιωάννου 1-15
1 Ο πρεσβύτερος προς
τον Γάϊο τον αγαπητό, τον
οποίο εγώ αγαπώ αληθινά.
2 Αγαπητέ, σου
εύχομαι σε όλα να προοδεύεις
και να υγιαίνεις,
καθώς και η ψυχή
σου προχωρεί καλά.
3 Χάρηκα
πολύ, όταν ήλθαν
αδελφοί και με
βεβαίωσαν ότι είσαι
στην αλήθεια, και πραγματικά
η ζωή σου είναι
σύμφωνη
με την αλήθεια.
4 Δεν
έχω μεγαλύτερη χαρά
από το να
ακούω ότι τα παιδιά
μου
ζουν σύμφωνα με την
αλήθεια.
5 Αγαπητέ,
ενεργείς με πιστότητα
σε ό,τι κάνεις
στους αδελφούς, άν και
είναι ξένοι.
6 Ανέφεραν
την αγάπη σου
ενώπιον της εκκλησίας.
Καλά θα κάνεις
να τους προπέμψεις κατά
τρόπο άξιο του
Θεού,
7 διότι
βγήκαν υπέρ του
ονόματος του Χριστού, χωρίς
να δεχθούν τίποτε από
τους εθνικούς.
8 Εμείς
έχουμε καθήκον να
βοηθάμε τέτοια πρόσωπα
για να γίνουμε συνεργάτες
στην διάδοσι της αληθείας.
9 Έγραψα
στην εκκλησία, αλλ'
ο Διοτρεφής, ο
οποίος αγαπά να κρατεί
τα πρωτεία μεταξύ
τους, δεν μας δέχεται.
10 Γι’
αυτό, όταν έλθω,
θα του υπενθυμίσω
τα έργα που
κάνει, με το να
φλυαρεί εναντίον μας
με λόγια πονηρά.
Και μη αρκούμενος
σ’ αυτά, ούτε αυτός δέχεται
τους αδελφούς αλλά
και εκείνους που
θέλουν να τους δεχθούν
τους εμποδίζει και τους διώχνει
από την εκκλησία.
11 Αγαπητέ, μη
μιμήσαι το κακό
αλλά το καλό.
Εκείνος που κάνει
το καλό είναι του
Θεού· εκείνος που
κάνει το κακό
δεν έχει δει
τον Θεό.
12 Ο
Δημήτριος έχει καλή
μαρτυρία από όλους
και απ’ αυτήν
την αλήθεια. Εμείς επίσης
δίνουμε καλή μαρτυρία
γι' αυτόν και
ξέρεις ότι η μαρτυρία
μας είναι αληθινή.
13 Πολλά
είχα να σου
γράψω, αλλά δεν
θέλω να σου
τα γράψω με
μελάνι και πέννα.
14 Ελπίζω
γρήγορα να σε
δω και θα
μιλήσουμε στόμα προς
στόμα.
15 Ειρήνη να είναι μαζί σου. Σε χαιρετούν οι φίλοι. Χαιρέτησε τους φίλους κατ' όνομα.
15 Ειρήνη να είναι μαζί σου. Σε χαιρετούν οι φίλοι. Χαιρέτησε τους φίλους κατ' όνομα.
Luk 19, 29-40, 22, 7-39
19, 29 When he approached
in Bethfage and Bethany to the mountain called the Olive Mountain, he sent two
of his disciples
30 And he said to them, Go
to the opposite village: As you come in, you will find a tied foal, upon which
no man has been sitting, remove it and carry it here.
31 And if anyone asks you,
"Why do you solve it?" you will answer as follows: "The Lord
needs it".
32 The envoys went and
found it standing, as he said.
33 At the moment when they
fired the foal, they said to them, "Why do you solve the foal?"
34 Then they said,
"The Lord has need of it."
35 They brought it to
Jesus, and when they put their garments on the foal, they raised Jesus on it.
36 As they proceeded, they
laid their garments in the street.
37 But as soon as he
approached the Mount of Olives, all the disciples began to gladly praise God
with all the miracles they saw,
38 And they said, Blessed
is the King who comes in the name of the Lord. Peace in heaven and glory to the
highest.
Some Pharisees of the
crowd said, "Master, reprove your disciples."
40 He said to them,
"I tell you that if they are silent, the stones will cry".
Preparing for the last
dinner
22,7 But the day of the
unleavened, when they had to sacrifice the passover, came
8 And Jesus sent Peter and
John, and said unto them, Go, prepare us the passover, that we may eat.
9 They said, "Where
do you want us to prepare it?"
10 Then he said to them,
"When you enter the city, someone who will hold a pitcher of water will
meet you;
11 Follow him to the house
that will come in and take you to the host of the house, "Master instructs
you, Where is the lodging, where will I eat the passover with my
disciples?"
12 And he will show you a
large pileless pile, where you prepare. "
13 When they went, they
found that they had told them, and prepared the passover.
The last dinner
And when the time was
come, the twelve apostles with him sat on the table.
15 And he said to them,
"I have longed to eat this trouble with you before I suffer,
16 For I say unto you, I
will no longer eat it until it is done in the kingdom of God. "
17 When he took the cup,
he thanked God and said,
18 "Take this, and
share it among you; for I say unto you, that from now on I will not drink of
this vine product, as the kingdom of God comes."
19 And he took bread, and
thanked God, cut it in pieces, and gave it to him, and said, "This is my
body, which is given for your sake; do this to my remembrance."
20 And he took the cup
after dinner, and said, "This cup is the new covenant which is sealed with
my blood, which is poured out for your sake.
21 But yes, the hand of
him who will deliver me is with me on the table.
22 And the Son of man
cometh according to the appointed, but to the man by whomsoever he is
delivered. "
23 They began to discuss
among themselves who among them is he who is about to do it.
The real big
24 There was also a
controversy over which of them seems to be larger.
25 But he said to them,
"The kings of the nations become masters of them, and those who rule them
are called benefactors.
26 But do not do the same,
but the greatest among you is to be treated as the younger and the captain as a
servant.
27 For who is greater, he
that sitteth on the table, or he that ministereth? Is not he sitting at the
table? But I am among you as a servant.
28 You are those who have
been with me in my trial;
29 and as my Father has
given me a kingdom
30 And I have for you to
eat and drink at my table in my kingdom, and you shall sit on thrones to judge
the twelve tribes of Israel. "
It is the refusal of Peter
31 And the Lord said,
"Simon, Simon, Satan has asked you to sift you like wheat,
32 But I prayed for you,
lest thy faith be forsaken, and when thou didst return, thou hast supported thy
brethren. "
33 He said to him,
"Lord, I am ready to go with you to prison and to death."
34 Jesus said to him,
"I say to you, Peter, that before the rooster even speaks today, you will
deny me three times that you do not know me."
35 And he said to them,
"When I sent you without a bag and a bag and footwear, have you been
deprived of anything?" But they said, "Nothing."
36 Then he said to them,
"But now he who has a balancing, let him take, likewise the bag, and he
who does not have a knife, sell his garments and buy it.
37 For I say unto you,
That it be fulfilled unto me, even that which is written: and it is numbered
among the anomalies; and so all that is concerning me is come to an end. "
38 They told him, Lord,
yes, there are two knives here. " But he said, "It's coming
now".
Gethsemane
39 Then he went out and
went to the Mount of Olives, as he conspired, but his disciples followed him.
John 1-15
1 The eldest to Gaius the
dear one, whom I truly love.
2 Dear, I wish you all to
progress and to be healthy, and your soul is doing well.
3 I was very happy when
brothers came and assured me that you are in the truth, and indeed your life is
in accordance with the truth.
4 I am no longer delighted
to hear that my children live by the truth.
5 Dear, acting with
faithfulness to what you do to the brothers, though they are strangers.
6 They mentioned your love
before the church. Well, you will do them in a way worthy of God,
7 for they came out in
favor of the name of Christ, without accepting anything of the nationality.
8 We have a duty to help
these people to become partners in the spread of truth.
9 I wrote to the church,
but Doodrefs, who loves to keep the pride among themselves, does not accept us.
10 Therefore, when I come,
I will remind him of the works he does, by screaming against us with words
wickedly. And not enough for them, nor does he accept the brothers, but also
those who want to accept them obstruct and forcible them from the church.
11 Dear, do not mimic evil
but good. He who does good is of God; he who does evil has not seen God.
12 Demetrius has good
testimony of all and of this truth. We also give good testimony to him and you
know that our testimony is true.
13 I had a lot to write to
you, but I do not want to write them with ink and pennies.
14 I hope to see you
quickly and we will speak mouth to mouth.
15. Peace to be with you.
Friends greet you. He greeted his friends in name.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου