11/12/15

Ο Όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης

Γεννήθηκε  το  410  μ.Χ.,  στο  χωριό  Μαρουθά  της  περιφερείας  Σαμοσάτων.
Οι ευσεβείς γονείς του ονομάζονταν Ηλίας και Μάρθα. Ο Δανιήλ γεννήθηκε ενώ η μητέρα του ήταν στείρα. Γι’ αυτό και οι γονείς του υποσχέθηκαν να τον αφιερώσουν στην υπηρεσία του Θεού. Τον ανέθρεψαν με πολλή επιμέλεια, και οι κόποι τους  δεν πήγαν χαμένοι. Ο  Δανιήλ  απέδωσε  καρπούς.
Νεαρός ακόμα, πήγαινε στις γειτονικές πόλεις και  εξηγούσε το Ευαγγέλιο. Έπειτα  πήγε σε κοινόβια Μονή, όπου επιδόθηκε σε ευσεβείς ασκήσεις, θεολογικές μελέτες και καλλιέργεια  της  ταπεινοφροσύνης.
Κάποτε, σ’ ένα ταξίδι με  τον  ηγούμενο  της  Μονής, συνάντησε το  Συμεών τον  Στυλίτη και πήρε την ευλογία  του.  Όταν  πέθανε  ο  ηγούμενος της  Μονής, ο Δανιήλ  ξαναπήγε στον Συμεών και ζήτησε την συμβουλή του που να πάει. Ο Συμεών τον  συμβούλευσε να πάει στην Κωνσταντινούπολη, πράγμα που ο Δανιήλ έπραξε. Εκεί εγκαταστάθηκε  στον περίβολο του  ναού  του  Αρχιστρατήγου  Μιχαήλ στην  Προποντίδα.
Μετά από λίγο καιρό, είδε όραμα τον Συμεών να τον καλεί. Ο Δανιήλ, ερμηνεύοντας αυτό το όραμα, έκτισε υψηλό στύλο και εγκαταστάθηκε πάνω σ’ αυτόν. Σκοπός της εγκατάστασής του πάνω στον στύλο, ήταν ο αγώνας για  την  εξάλειψη  των  παθών  και  η απόκτηση περισσότερων αρετών.        
Έλαβε το προορατικό χάρισμα, έκανε πολλά θαύματα και ήταν σημαντική η  συμμετοχή του στην Σύνοδο της Χαλκηδόνας. Πέθανε 80 χρονών, πλήρης  «καρπών  δικαιοσύνης των δια Ιησού Χριστού». Δηλαδή γεμάτος από καρπούς, που παράγει η αρετή και που κατορθώνονται  δια  του  Ιησού  Χριστού.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.           
Ὑψώσας τὸ σῶμά σου, ἐπὶ τοῦ στύλου σοφέ, τὸν νοῦν σου ἐπτέρωσας, πρὸς τὸν Θεὸν ἀκλινῶς, βιώσας ὡς ἄγγελος· ὅθεν σε στήλην ζῶσαν, εὐσεβείας εἰδότες, κράζοντές σοι βοῶμεν, Δανιὴλ θεοφόρε· παντοίων ἡμᾶς κινδύνων, πρέσβευε ῥύεσθαι.


Κοντάκιον  Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.         
Ὥσπερ ἀστὴρ πολύφωτoς, σὺ ἀναβὰς μακάριε, ἐπὶ τοῦ στύλου τὸν κόσμον ἐφώτισας, ἐν τοῖς ὁσίοις ἔργοις σου, καὶ τὸ σκότος τῆς πλάνης, ἀπεδιώξας Πάτερ· διὸ δεόμεθα, καὶ νῦν, ἐπίλαμψον, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν δούλων σου, τὸ ἄδυτον φῶς τῆς γνώσεως.


Μεγαλυνάριον.
Ἔλαμψας ἐν στύλῳ οἷα πυρσός, ταῖς φωτοβολίαις, τῶν ὁσίων σου ἀρετῶν, καὶ καταπυρσεύεις, μαρμαρυγαῖς ἀΰλοις, ὦ Δανιὴλ θεόφρον, τοὺς σὲ γεραίροντες


Δεν υπάρχουν σχόλια: