Οι Άγιοι Μάρτυρες
Αλέξανδρος και Αντωνίνα κατάγονταν από την
πόλη των Κοδράμων ή Κροδάμων ή Καρδάμων και είναι άγνωστο πότε άθλησαν. Από αυτούς η Αντωνίνη, αφιερωθείσα στον Χριστό,
διήγε βίο σώφρονα, λατρεύουσα τον Θεό και καταγινομένη σε αγαθοεργίες και ελεημοσύνες, ελκύοντας δια των έργων και των
λόγων της ειδωλολάτριδες γυναίκες προς τον Χριστιανισμό. Για τη θεοφιλή αυτή
δράση της καταγγέλθηκε στον ηγεμόνα Φήστο και εκλείσθηκε σε οίκο
ανοχής προς διαφθορά, επειδή ομολόγησε το Όνομα του Κυρίου. Εκεί παρέμεινε επί τρείς ημέρες νηστική και στη συνέχεια οδηγήθηκε εκ νέου ενώπιον
του ηγεμόνος. Εμμένουσα όμως στην ομολογία της, αφού μαστιγώθηκε σκληρά, εκλείσθηκε και πάλι στο διαφθορείο. Πληροφορηθείς το γεγονός
αυτό ο νεαρός Χριστιανός Αλέξανδρος, ο οποίος έτρεφε μεγάλη εκτίμηση προς την
Αντωνίνη για τον όσιο βίο και τα θεία χαρίσματά της, προσήλθε στο διαφθορείο και υπό το πρόσχημα ακολάστου δήθεν πράξεως,
ευρήκε την Αντωνίνη. Αμέσως την έντυσε με το χιτώνά του, εκάλυψε την κεφαλή της
και την εφυγάδευσε. Μετά από λίγο όμως προσήλθαν
μεθυσμένοι στρατιώτες, που εστάλησαν από τον ηγεμόνα, για να επιτύχουν βίαια
την ατίμωση της Αντωνίνης. Αντ’ αυτής όμως ευρήκαν τον Αλέξανδρο. Εξοργισθέντες οι
στρατιώτες, αφού εκακοποίησαν τον
Αλέξανδρο, τον οδήγησαν δεμένο ενώπιον του
Φήστου, προς τον οποίο ο Μάρτυς ομολόγησε τη φυγάδευση της Αντωνίνης από αυτόν
και του εξήγησε τους λόγους οι οποίοι τον οδήγησαν στην πράξη του. Έξαλλος από
θυμό ο ηγεμόνας διέταξε τη σκληρή μαστίγωση του Αλεξάνδρου και την πάσῃ θυσίᾳ ανεύρεση
της Αντωνίνης, η οποία συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του Φήστου. Ο άρχοντας
διέταξε και τους απέκοψαν
τα άκρα των χειρών και των ποδών. Στην συνέχεια άλειψαν τους
Μάρτυρες με πίσσα και έρριψαν
αυτούς μέσα σε λάκκο με φωτιά, όπου
και ευρήκαν μαρτυρικό θάνατο.
Τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και κατετέθησαν στη μονή Μαξιμίνου, όπου και ετελείτο η Σύναξις αυτών.
Τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και κατετέθησαν στη μονή Μαξιμίνου, όπου και ετελείτο η Σύναξις αυτών.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ξυνωρὶς ἡ ἁγία τῶν Μαρτύρων ὑμνείσθω μοι, σὺν τῷ εὐκλεεῖ Ἀλεξάνδρῳ, Ἀντωνίνα ἡ πάνσεμνος· ἀγάπη γὰρ καὶ πίστει εὐσεβεῖ, ἐκλάμψαντες ἐν ἄθλοις ἱεροῖς, ἰαμάτων ἐφαπλοῦσι μαρμαρυγάς, τοῖς πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Ξυνωρὶς ἡ ἁγία τῶν Μαρτύρων ὑμνείσθω μοι, σὺν τῷ εὐκλεεῖ Ἀλεξάνδρῳ, Ἀντωνίνα ἡ πάνσεμνος· ἀγάπη γὰρ καὶ πίστει εὐσεβεῖ, ἐκλάμψαντες ἐν ἄθλοις ἱεροῖς, ἰαμάτων ἐφαπλοῦσι μαρμαρυγάς, τοῖς πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον.
Ἦχς β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἐν Χριστῷ, πνευματικοὺς ὁμαίμονας, καὶ ἐν ὁδοῖς, τῆς εὐσεβείας σύμφρονας, τὸν θεόφρονα Ἀλέξανδρον, σὺν Ἀντωνίνῃ μακαρίσωμεν· τοὺς ἄθλους γὰρ ἐκείνων καὶ τὰ στίγματα, ὡς μύρον εὐωδίας προσεδέξατο, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησε.
Τοὺς ἐν Χριστῷ, πνευματικοὺς ὁμαίμονας, καὶ ἐν ὁδοῖς, τῆς εὐσεβείας σύμφρονας, τὸν θεόφρονα Ἀλέξανδρον, σὺν Ἀντωνίνῃ μακαρίσωμεν· τοὺς ἄθλους γὰρ ἐκείνων καὶ τὰ στίγματα, ὡς μύρον εὐωδίας προσεδέξατο, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Ἀλέξανδρε Ἀθλητά· χαίροις Ἀντωνίνα, νύμφη ἄμωμε τοῦ Χριστοῦ· γνώμῃ γὰρ τελείᾳ, ἐχθροῦ τὰς μεθοδείας, ἀθλητικῇ δυνάμει, κατηδαφίσατε.
Χαίροις ὦ Ἀλέξανδρε Ἀθλητά· χαίροις Ἀντωνίνα, νύμφη ἄμωμε τοῦ Χριστοῦ· γνώμῃ γὰρ τελείᾳ, ἐχθροῦ τὰς μεθοδείας, ἀθλητικῇ δυνάμει, κατηδαφίσατε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου