Ο Όσιος Ιερώνυμος
γεννήθηκε στη Στριδώνα της Δαλματίας, περί το 347 μ.Χ., από γονείς εναρέτους και
ευσεβείς. Ο πατέρας του Ευσέβιος φρόντισε για τη Χριστιανική αυτού μόρφωση, τις
δε γραμματολογικές σπουδές του συμπλήρωσε στη Ρώμη, φοιτήσας πλησίον του γραμματικού Αιλίου Δονάτου. Σε ηλικία είκοσι ετών βαπτίσθηκε υπό του Πάπα Ρώμης Λιβερίου (352 – 366 μ.Χ.). Φύση ζωηρή, ως ήταν, παρασύρθηκε από τον ακόλαστο βίο της
ρωμαϊκής νεολαίας, παρεξέκλινε της ευθείας οδού και έζησε για αρκετό καιρό στη
διαφθορά. Αφού μετανόησε, στράφηκε προς
την Ανατολή, η οποία την εποχή
εκείνη περιέκλειε στους κόλπους της τα μεγάλα και ακτινοβολούντα κέντρα
της θρησκευτικής και ασκητικής
ζωής. Έτσι, περί το 373 μ.Χ., δια της Θράκης και Μικράς Ασίας,
μετέβη στην Αντιόχεια, όπου δίδασκε ο περίφημος ερμηνευτής των Γραφών
Απολλινάριος, πλησίον δε της πόλεως ασκήτευε ο ενάρετος καθ’ όλα ερημίτης Μάλχος († 24 Νοεμβρίου). Εκ των αρετών και της αγνότητος
της ψυχής και
του βίου τούτου τόσο επηρεάσθηκε
ο Ιερώνυμος, ώστε μετά ένα
έτος αποσύρθηκε στην έρημο της Χαλκίδος
στη Συρία και επιδόθηκε σε αυστηρό
ασκητικό βίο, θρησκευτικές μελέτες, αφού
έμαθε και την εβραϊκή, την οποία διδάχθηκε από κάποιον πρώην Ιουδαίο
γέροντα μοναχό. Περί τα τέλη του 376 μ.Χ., μη δυνάμενος να ανεχθεί τους
υποκριτές μοναχούς, επέστρεψε στην Αντιόχεια, όπου χειροτονήθηκε
υπό του Επισκόπου Παυλίνου πρεσβύτερος. Το 380 μ.Χ., μετέβη στην
Κωνσταντινούπολη και μαθήτευσε κοντά
στον Άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, η επίδραση του
οποίου υπήρξε μεγάλη επ’ αυτού. Το
382 μ.Χ., συνόδευσε τον Παυλίνο και μετέβη στη
Ρώμη, για να συνηγορήσει υπέρ
αυτού στον Πάπα Δάμασο Α’ (366 – 384 μ.Χ.). Ο Δάμασος, εκτιμώντας τις ακριβείς γνώσεις του Ιερωνύμου περί των πραγμάτων της Ανατολής, τη βαθιά θεολογική μόρφωση
και την ευρεία γλωσσομάθειά του (γνώριζε
τη
λατινική, ελληνική, εβραϊκή, περσική
και χαλδαϊκή, εξ ού και «Πεντάγλωσσος»
απεκαλείτο), του ανέθεσε τη διόρθωση της
«Ιτάλας», της λατινικής δηλαδή
μεταφράσεως της Αγίας Γραφής. Εκτός όμως της εκτιμήσεως
του
Πάπα, τα σπάνια προσόντα, με
τα οποία εκοσμείτο, είλκυσαν γύρω τους πολλούς μαθητές και μάλιστα από τις ευγενείς οικογένειες της
Ρώμης. Μεταξύ τους συγκαταλέγονταν και γυναίκες και
παρθένοι, μορφωμένες και ενάρετοι, ασχολούμενες μετά
θερμού ζήλου με τις θρησκευτικές μελέτες και κατεχόμενες
υπό του πόθου της μοναχικής ζωής, σημαντικώτερες των οποίων
ήσαν η
Μαρκέλλα, η Μελανία και
η χήρα Παύλα μετά της θυγατρός
της
Ευστοχίας. Χάρη των μαθητών και μαθητριών του, ο Όσιος Ιερώνυμος συνέγραψε
αρκετά ασκητικά συγγράματα, ερμηνείες βιβλίων της Αγίας Γραφής και δύσκολων χωρίων αυτής. Το 384 μ.Χ., μετά το
θάνατο του Πάπα Δαμάσου, εγκατέλειψε τη
Ρώμη, συνοδευόμενος υπό του αδελφού του Παυλινιανού, του πρεσβυτέρου
Βικεντίου και άλλων παρθένων. Αφού περιήλθε μαζί τους τους Αγίους
Τόπους και τα ασκητικά κέντρα της Νιτρίας και Θηβαΐδος της Αιγύπτου, μετέβη στη
Βηθλεέμ, όπου, αφού ίδρυσε δύο μοναστήρια, ένα γυναικείο για την
Παύλα και τις
μοναχές που ήσαν μαζί της, και ένα ανδρικό, εγκαταστάθηκε σε αυτό
στο οποίο παρέμεινε επί 34 χρόνια
μελετώντας και συγγράφοντας. Εκεί
συνέγραψε τα περισσότερα από τα έργα του και την περίφημη «Βουλγάτα»,
δηλαδή νέα εντελώς μετάφραση της Αγίας Γραφής στη λατινική, εκ του Εβραϊκού
και Ελληνικού πρωτοτύπου. Το συγγραφικό έργο του Οσίου Ιερωνύμου, ευρύ και ποικίλο, δικαίως τον κατατάσσει μεταξύ των
μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας.
Ο Όσιος Ιερώνυμος κοιμήθηκε με ειρήνη, το 420 μ.Χ., σε ηλικία ενενήντα ετών και ενταφιάσθηκε στη μονή του. Αργότερα, κατά το 14ο αιώνα μ.Χ., τα ιερά αυτού λείψανα μετακομίσθηκαν στη Ρώμη και εναπετέθησαν στο ναό της Santa Maria Maggiore.
Ο Όσιος Ιερώνυμος κοιμήθηκε με ειρήνη, το 420 μ.Χ., σε ηλικία ενενήντα ετών και ενταφιάσθηκε στη μονή του. Αργότερα, κατά το 14ο αιώνα μ.Χ., τα ιερά αυτού λείψανα μετακομίσθηκαν στη Ρώμη και εναπετέθησαν στο ναό της Santa Maria Maggiore.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν σοφίαν τιμήσας Ἱερώνυμε Ὅσιε, παρ’ αὐτῆς ἐτιμήθης οὐρανίοις χαρίσμασι, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανής, βιώσας ὥσπερ ἄγγελος ἐν γῇ· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τελοῦμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.
Τὴν σοφίαν τιμήσας Ἱερώνυμε Ὅσιε, παρ’ αὐτῆς ἐτιμήθης οὐρανίοις χαρίσμασι, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανής, βιώσας ὥσπερ ἄγγελος ἐν γῇ· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τελοῦμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον.
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν εὐκλεῆ, τῶν ἀρετῶν διδάσκαλον, καὶ μυστικήν, τῆς εὐσεβείας σάλπιγγα, Ἱερώνυμον τὸν μέγιστον, μελῳδικῶς ἀνευφημήσωμεν· ἐν κόσμῳ γὰρ ὁσίως πεπολίτευται, καὶ μύστης τῆς σοφίας ὤφθη ἔνθεος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Τὸν εὐκλεῆ, τῶν ἀρετῶν διδάσκαλον, καὶ μυστικήν, τῆς εὐσεβείας σάλπιγγα, Ἱερώνυμον τὸν μέγιστον, μελῳδικῶς ἀνευφημήσωμεν· ἐν κόσμῳ γὰρ ὁσίως πεπολίτευται, καὶ μύστης τῆς σοφίας ὤφθη ἔνθεος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἐναρέτου βίου εἰκών, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐνδιαίτημα ἱερόν· χαίροις συνωνύμων, τῶν σῶν προστάτης θεῖος, καὶ πρέσβυς πρὸς τὸν Κτίστην, ὦ Ἱερώνυμε.
Χαίροις ἐναρέτου βίου εἰκών, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐνδιαίτημα ἱερόν· χαίροις συνωνύμων, τῶν σῶν προστάτης θεῖος, καὶ πρέσβυς πρὸς τὸν Κτίστην, ὦ Ἱερώνυμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου