7/10/18


Ὁμιλία  στὴ Κυριακὴ  Γ΄ τοῦ   Λουκᾶ

«καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (Λουκ. 7, 12)

            Βλέπουμε  σήμερα μὲ  τὰ  πνευματικά μας  μάτια τὸν   Ἀρχηγὸ  τῆς  ἀληθινῆς  Ζωῆς  μας, τὸν     Κύριό  μας  Ἰησοῦς  Χριστὸ  νὰ  πηγαίνει  μαζὶ     μὲ  τοὺς  δώδεκα   μαθητάς  Του   στὴν    πόλη  τῆς Ναΐν γιὰ   νὰ  διδάξει  κι  ἐκεῖ   τὸ Εὐαγγέλιό  Του.  Στὸ  δρόμο ὅμως    συναντήθηκε   καὶ   μὲ μιὰ  ἄλλη πομπή, ἡ  ὁποία  ἦταν  καὶ   νεκρικὴ  πομπὴ  ποὺ    συνόδευε  καὶ  ὁδηγοῦσε  πρὸς  τὴν  τελευταία  του  κατοικία  ἕνα μικρὸ  παιδὶ μιᾶς  χήρας  γυναικὸς  τῆς  Ναΐν.
Ἀλλὰ   ὁ Χριστός, ὡς    Νικητὴς τοῦ θανάτου,  μόλις  πλησίασε  τὸ  φέρετρο  εἶπε    πρὸς  τὴ   μητέρα  τοῦ  νεκροῦ  παιδιοῦ  νὰ  μὴ  κλαίει  καὶ  στενοχωριέται.    «Μὴ  κλαῖε» (Λουκ. 7,13), τῆς  λέει, διότι  τὸ  ἀγόρι  σου δὲν  πέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται.  Πῶς  ὅμως  νὰ  μὴ κλαίει  ἡ χήρα  αὐτὴ    γυναῖκα, ἡ ὁποία  εἶχε    χάσει    πρότινος  τὸν  σύζυγό της,  καὶ τώρα  χάνει    τὸ  μονάκριβο παιδί  της; Πῶς  νὰ  μὴν  κλαίει,   λοιπόν, ἡ  γυναίκα  αὐτή,   ἀδελφοί μου;  Ὅλοι μας  ἄλλωστε  μποροῦμε  νὰ  καταλάβουμε  τὸν   μεγάλο  πόνο  τῆς  γυναίκας  τῆς  Ναΐν.  
  Χριστός,  ὅμως,   ποὺ    δὲν  μένει   μόνο  στὰ παρηγορητικὰ  λόγια  τὰ  ὁποῖα  εἶπε   πρὸς  τὴ  χήρα      μητέρα  τῆς  Ναΐν    πλησίασε   στὸ  φέρετρο ποὺ εἶχε  τὸ  νεκρὸ  παιδὶ τῆς  χήρας  αὐτῆς  γυναικὸς  μίλησε   μὲ  τὸ νεκρὸ  παιδὶ  ὅπως  ἀκριβῶς   συνομιλοῦμε  ἐμεῖς  μὲ  ἕναν   ζωντανὸ ἄνθρωπο.  Λέει  λοιπὸν      Χριστὸς πρὸς  τὸ   νέο  τῆς  Ναΐν: «Νεανίσκε, σὺ λέγω, ἐγέρθητι». (Λουκ. 7, 14)   Ὅπως  ἀκριβῶς   ἐμεῖς  ἀνοίγουμε  τὸ  φῶς  τοῦ σπιτιοῦ  μας πατώντας  τὸ διακόπτη τῆς  ἠλεκτρικῆς μπρίζας,  ἔτσι  καὶ    Χριστός, καὶ πολὺ  εὐκολότερα μάλιστα,  ἔδωσε  στὸ νέο αὐτὸ  τὸ  φῶς  τῆς ζωῆς του, ἀνασταίνοντάς  τον.    Ἐκτὸς    ὅμως  ἀπὸ   τὴ  ζωὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς  στὸν  νεκρὸ  αὐτὸ  νέο   ἔδωσε  καὶ     μεγάλη χαρὰ  πρὸς  τὴ  χήρα  αὐτὴ  μητέρα.
Ἐπειδὴ  ὅμως, ἀδελφοί μου,     βιολογικὸς  θάνατος  δὲν     εἶναι  ἀναπόφευκτος  ἀπὸ  μᾶς ἐπειδὴ   ἔχει  τὴν αἰτία  της  στὴν ἁμαρτία,  εἴτε  θέλουμε  εἴτε  καὶ   ὄχι  θὰ   γευτοῦμε  ὅλοι  μας  τὸ  πικρὸ  ποτήρι  τοῦ   βιολογικοῦ   θανάτου  μας.  Γι’ αὐτό,  ἀδελφοί μου,  ὅλοι  μας, ἀκόμα καὶ ὁ  πιὸ σὲ μικρὸς  ὡς πρὸς  τὴν  ἡλικία  θὰ    ἀφήσει  τὸν   μάταιο  τοῦτο  κόσμο.
«Ὅντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον….», λέει      ἱερὸς Δαμασκηνός.   Διότι ὁ θάνατος  ἀποτελεῖ    μυστήριο    γιὰ  τὸν  ἄνθρωπο.  Ποῦ,   ὅμως,  ὀφείλεται     βιολογικός  μας  θάνατος, ἀδελφοί  μου;  Ὁ θάνατος   ἔχει  τὶς  ρίζες  του  στὴν ἁμαρτωλὴ  ζωή  μας,  διότι    ἁμαρτία  ἔφερε, ὅπως  προείπαμε,   τὸ πικρὸ ποτήρι  τοῦ θανάτου στὸν ἄνθρωπο.
Ὅπως μᾶς  λένε  οἱ  προφῆτες  τοῦ  ἀρχαίου Ἰσραήλ,     «ζωὴ»  τῶν  παθῶν    ὁδηγεῖ  μόνο    στὸ  θάνατο   ἐπειδὴ  ἡ ἁμαρτία εἶναι   μοναδικὴ   αἰτία  τοῦ  μεγάλου  κακοῦ  ποὺ  λέγεται  θάνατος.  Ἄς   ἀποφεύγουμε τὸ  λοιπὸν   τὴν  ἁμαρτία γιὰ νὰ μὴν ὑποστοῦμε,   ὅπως λέει  καὶ      ἀπ.  Παῦλος, τὸ  πνευματικὸ   θάνατό μας, ποὺ  εἶναι   θάνατος  τῆς ψυχῆς  μας ὅταν     χωριζώμαστε   ἀπὸ  τὸ   Χριστό. 
Ὅταν  ὅμως   ἀποχωριζώμαστε    ἀπὸ  τὴν   «ζωὴ» τῆς ἁμαρτίας  καὶ  τῆς  φθορᾶς  μπαίνουμε  στὴν  αἰώνια  ζωὴ   ὅπου   δὲν  ὑπάρχει  λύπη     φθορά.    ἄνθρωπος  ποὺ  εἶναι  συνειδητὸς      χριστιανὸς  δὲν φοβᾶται  τὸν θάνατο, ὅπως  ἀκριβῶς  δὲν τὸν φοβοῦνταν   καὶ   οἱ  μάρτυρες  τῆς  Ἐκκλησίας μας.
Πῶς ὅμως  ἀντιμετωπίζουμε ἐμεῖς   τὸ  θάνατο, ἀδελφοί μου;  Διότι ὑπάρχουν  πολλοὶ ποὺ  οἱ  τρέμουν ἀντικρύζοντας  τὸ  θάνατο. Ὑπάρχουν,  δηλαδή, ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι εἶναι   ψευδοχριστιανοὶ γιατὶ   φοβοῦνται  νὰ  ἀντικρύσουν ἀκόμα   καὶ  τὰ  φέρετρα  ποὺ    περνοῦν ἀπὸ  μπροστά  τους.  Οἱ  ἄνθρωποι  ὅμως   αὐτοὶ  εἶναι ἄνθρωποι  οἱ ὁποῖοι  δὲν  θέλουν οὔτε    νὰ  κόψουν  τὰ ἐλαττώμματά  τους, νομίζοντας  πὼς  γι’ αὐτοὺς   δὲν ὑπάρχει  θάνατος. Ὑπάρχουν ὅμως, εὐτυχῶς,     καὶ      ἄλλοι  οἱ  ὁποῖοι    θεωροῦν   τὸ  θάνατο   ὡς  δῶρο  τοῦ Θεοῦ «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον  γένηται»,  ὅπως  λέγουν  καὶ οἱ  Πατέρες  τῆς  Ἐκκλησίας  μας.  Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ  ἄνθρωποι  αὐτοὶ  ἀγωνίζονται   καὶ  πολεμοῦν   τὰ  πάθη  τους   ζώντας   ἐν  μετανοία.  Οἱ  ἄνθρωποι  αὐτοὶ  ποτὲ δὲν   φοβοῦνται τὸν   θάνατο,  ὅπως  ἀκριβῶς δὲν τὸν   φοβόταν  καὶ  ὁ ἀπ.  Παῦλος  μαζὶ μὲ  ὅλους  τοὺς  ἀποστόλους  τοῦ Χριστοῦ καὶ  τοὺς  Πατέρες  τῆς Ἐκκλησίας    τοὺς  μάρτυρες  τῆς  πίστεώς μας ἔχοντας       μνήμη   θανάτου. Διότι ἡ   μνήμη  τοῦ θανάτου  μᾶς  κάνει  νὰ  ἀρνούμαστε   τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, ζώντας  ὡς  συνειδητοὶ χριστιανοὶ τὴν ἐν Χριστῷ  ζωή.
Πῶς    ὅμως πρέπει  νὰ  βιώνουμε   ἐμεῖς οἱ  χριστιανοὶ  τὸν θάνατο, ἀδελφοί  μου;     Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει  νὰ κάνουμε, πρῶτα  ἀπ’ὅλα,  εἶναι νὰ  δοκιμάζουμε   τὸ  θάνατο  ἔχοντας    ὀρθή  ἀντίληψη περὶ   θανάτου·  ὀφείλουμε δηλαδὴ  νὰ  καταλαβαίνουμε πὼς  δὲν εἶναι αἴτιος  τοῦ  θανάτου ὁ    Θεός μας. Ὅπως εἴπαμε, ἄλλωστε,  καὶ  ἀνωτέρω  ἡ αἰτία   τοῦ  θανάτου   εἶναι  μόνον  ἡ ἁμαρτία καὶ    ἀποστασία τῶν  πρωτοπλάστων ἀπὸ  τὸ   θέλημα  τοῦ  Θεοῦ.  
Ἦρθε  ὅμως  ὁ Χριστὸς  καὶ ἔγινε  ἄνθρωπος,   δίδαξε,   θαυματούργησε καὶ δίδει  στὸν  ἄνθρωπο νὰ γλυτώσει  ἀπὸ  τὸν  αἰώνιο θάνατο τῆς  ψυχῆς  του. Ἦρθε    Χριστὸς  καὶ  ἀνέστησε, ὅπως  εἴδαμε  σήμερα  στὸ εὐαγγέλιο,    τὸ  νέο τῆς Ναΐν,  ἀποδεικνύοντας  ὅτι    Αὐτὸς  εἶναι   Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάστασις τῶν ἀνθρώπων.  Γι’ αὐτό, καὶ μεῖς,  ἄς ἐγερθοῦμε  ἀπὸ τὸ λήθαργο τῆς ἁμαρτίας,  ὅπως μᾶς  λέει καὶ ὁ  ἀπ. Παῦλος, ἄς σηκωθοῦμε  καὶ ἄς πᾶμε στὸ  Χριστό. 
Γιὰ  νὰ εἴμαστε  ὄντως   εὐτυχεῖς  ἄνθρωποι πρέπει  νὰ  ζοῦμε  ὅπως  θέλει  ὁ Κύριος. Γιατὶ μὲ  τὰ  ὑλικὰ  ἀγαθὰ  καὶ τὸν πλοῦτο    τὴν ἀνθρώπινη δόξα  καὶ τὶς  κοσμικὲς  τιμὲς  δὲν  μποροῦμε νὰ γευτοῦμε  τὴν αἰώνια χαρὰ τῆς  βασιλείας  τῶν οὐρανῶν.   Οὔτε  πάλι  μὲ  τὴν   σωματική  μας  ὀμορφιὰ  ποὺ  μοιάζει  μὲ ἄνθος  ποὺ  μαραίνεται  κερδίζουμε  τίποτα.  «Ὡς  ἄνθος  μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται» ἡ  σωματική μας ὀμορφιά,  ὅπως   ψάλλει     ἁγία μας  Ἐκκλησία  κατὰ  τὴν  Ἀκολουθία  τῆς   νεκρώσιμης Ἀκολουθίας.
«Μιμνήσκεσθαι τὸν  θάνατο», λέει     Μ. Ἀθανάσιος, «ἵνα μὴ εἰσπέσηται εἰς πειρασμόν».  Κι  αὐτὸ  τὸ  λέει ὁ Ἅγιος  διότι ὅταν  σκεφτόμαστε  πὼς  θὰ  φύγουμε   κάποτε ἀπὸ τὸν μάταιο τοῦτο  κόσμο   θὰ προσπαθοῦμε  νὰ  μὴν ἁμαρτάνουμε μὲ τὴ   θέλησή μας.    Ἀλλὰ     καὶ    Μ. Ἀλέξανδρος λέει   σὲ ἕναν  δειλὸ  στρατιώτη του,  ὀνόματι  Ἀλέξανδρο,  «ἤ θ’ ἀλλάξεις ὄνομα ἤ θ’ ἀλλάξεις     διαγωγή».   Καὶ  μεῖς   οἱ χριστιανοί, ὅμως, ὀφείλουμε νὰ μὴ πέφτουμε οἰκειοθελῶς  στὴν  ἁμαρτία καὶ  νὰ  εἴμαστε  συνειδητοὶ  χριστιανοί.
Χρειάζεται  ἐπίσης   νὰ  προετοιμαζώμαστε  καὶ  γιὰ τὴν ὥρα τοῦ  θανάτου μας.  Πῶς ὅμως νὰ προετοιμαζώμαστε, ἀδελφοί μου; Ἡ κύρια  προετοιμασία  τῶν  χριστιανῶν  γιὰ  νὰ  δοκιμάσει ὅπως  ζητᾶ  ὁ Κύριός μας   τὸ  πικρὸ ποτήρι τοῦ θανάτου εἶναι  ὅταν  ἐξαγορεύσει   τὶς  πολλὲς ἤ τὶς λίγες      ἁμαρτίες του  στὸν  πνευματικὸ  πατέρα, ὁ ὁποῖος  εἶναι καὶ  ὁ ἐνδολοδόχος  τοῦ  Χριστοῦ   μας  γιὰ  νὰ  μᾶς  συγχωρεῖ  τὶς  ἁμαρτίες μας. Οἱ ἁμαρτίες  βέβαια  συγχωροῦνται  ἀπὸ τὸ Χριστό. Ὀφείλουμε  ὅμως  νὰ προετοιμαζώμαστε καὶ μὲ  νηστεία,  ἐγκράτεια παθῶν καὶ  ἄσκηση  ὅλων τῶν  ἀρετῶν  τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Χρειάζεται ἀπ’ὅλους μας   νὰ  προετοιμάζουμε ἀναλόγως  καὶ  τοὺς οἰκείους   ἤ φίλους μας  ποὺ  πρόκειται νὰ δεχτοῦν   τὸ  πικρὸ  ποτήρι  τοῦ θανάτου.  Νὰ  μὴ  τοὺς  δημιουργοῦμε  τὸ  φόβο  τοῦ  θανάτου   τοὺς    ἑτοιμοθάνατους  ἀδελφοὺς  μας τρομοκρατώντας  τους   λέγοντάς  τους  πὼς   δὲν ἔχουν  πιὰ   καμμία  ἐλπίδα  ζωῆς. Διότι αὐτὸ  ἀποδεικνύει ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι  δὲν  πιστεύουν στὴν αἰώνια  ζωὴ τῆς  βασιλείας  τῶν  οὐρανῶν. Αὐτὸς  εἶναι  καὶ ὁ λόγος  ποὺ δὲν    ὁδηγοῦν  τοὺς ἑτοιμοθάνατους  συγγενεῖς  τους   στὸν πνευματικὸ  πατέρα γιὰ νὰ   ἐξομολογηθοῦν  τὶς  ἁμαρτίες  τους, ὁδηγώντας τους    στὰ  γλέντια  καὶ  στὶς ψευδοχαρὲς  τῆς  ζωῆς αὐτῆς. Γι’αὐτὸ καὶ  δὲν  τοὺς  πηγαίνουν οὔτε   καὶ  νὰ συγχωρεθοῦν μὲ ὅσους  τυχόν   μάλωσαν.     Ἄν,  ὅμως,  οἱ  ἄνθρωποί  τους  φύγουν ἀσυγχώρητοι  ἀπὸ   τὸν  κόσμο αὐτὸ θὰ   χάσουν, ἀδελφοί  μου,  τὰ   πάντα, ἀφοῦ    «ἐν τῷ ἅδῃ οὐκ ἔστι  μετάνοια»,  διότι ἡ μετάνοια  εἶναι προνόμιο μόνο  τῶν  ζωντανῶν ἀνθρώπων.   
Ἀδελφοί  μου!   ὥρα τοῦ θανάτου  θὰ ἔρθει-εἴτε  τὸ θέλουμε εἴτε καὶ  ὄχι-  γιὰ     ὅλους  μας.  Καὶ  ὅλοι    οἱ ἄνθρωποι  θὰ   «κοιμηθοῦμε», γιατὶ ὕπνος  εἶναι ὁ θάνατος  στὸ Χριστιανισμό, ἀλλὰ ποτὲ  δὲν θὰ  πεθάνουμε, διότι στὸ Χριστιανισμὸ «οὐκ ἔστι  θάνατος».  Ἄς  μὴ  φοβόμαστε, ἑπομένως,   τὸ   θάνατο οὔτε νὰ τὸν  τρέμουμε, ὅπως τὸν ἔτρεμαν  οἱ εἰδωλολάτρες.  Ἄν εἴμαστε  συνειδητοὶ  χριστιανοὶ ποτὲ  δὲν πρέπει  νὰ  θεωροῦμε  τὸ φτυάρι τοῦ  νεκροθάπτη ὡς  τὸ τέρμα  τῆς  ζωῆς μας.  Ἀντιθέτως,  οἱ  χριστιανοὶ πρέπει νὰ   ἀναμένουν  τὴν  ὥρα τοῦ  θανάτου, ὅπως ἀκριβῶς τὸν   περίμεναν  καὶ   οἱ  μάρτυρες καὶ νεομάρτυρες τοῦ  Χριστιανισμοῦ. 
Ἄς  τὸν   περιμένουμε  τὸν  θάνατο  μνημονεύοντας  τὴν ὥρα  τοῦ  θανάτου  μας  καὶ   προφυλάσσοντας  τὸν ἑαυτό μας     ἀπὸ τὴν ἁμαρτία·  ἄς  προετοιμαζώμαστε γιὰ τὴν ὥρα αὐτὴ μὲ  φόβο  Θεοῦ  καὶ συντριβὴ  καρδίας  παρακαλώντας   τὸ  Θεὸ νὰ    εἶναι   «χριστιανὰ  τὰ  τέλη  τῆς  ζωῆς  ἡμῶν». Ἀμήν!                   

Δεν υπάρχουν σχόλια: