26/11/15

Ο Όσιος Αλύπιος ο Κιονίτης

Ήταν από την Αδριανούπολη της Παφλαγονίας και έζησε τον 6ο αιώνα μ.Χ. Η παράδοση  αναφέρει  ότι,  όταν  θα  γεννιόταν  ο  Αλύπιος,  η  μητέρα  του  είδε  σε όνειρο  να  κρατάει ένα λευκό  αρνί που στα κέρατά του ήταν τρεις  αναμμένες λαμπάδες,  που  σήμαινε  τις  αρετές  που  θα  είχε  το  παιδί  που  θα  γεννιόταν.
Οι  γονείς του έδωσαν στον Αλύπιο χριστιανική  ανατροφή, που στο  πρόσωπό  του επέφερε  καρπούς εκατονταπλασίονας. Είχε μεγάλη περιουσία, την  οποία  δαπάνησε στους φτωχούς και πάσχοντες της περιοχής του. Διότι ευχαρίστησή του ήταν να εκπληρώνει το νόμο του  Θεού, που  προτρέπει  τους  χριστιανούς  να  είναι  «συμπαθείς, φιλάδελφοι, εύσπλαχνοι, φιλόφρονες». Δηλαδή  να συμπαθούν και να συμμετέχουν στις  λύπες  των  αδελφών τους, να  αγαπούν  σαν  αδελφούς  τους  συνανθρώπους  τους, να  έχουν  πονετική  και  τρυφερή  καρδιά  και  να  είναι περιποιητικοί και ευγενείς.
Ο  Αλύπιος, αφού  έμεινε  πάμφτωχος, αποσύρθηκε  στην  έρημο,  όπου  έκανε  ασκητική  ζωή. Πληροφορίες  αναφέρουν ότι  έμεινε  πάνω  σ’ ένα  στύλο 50 (κατ’ άλλους  53)  χρόνια  για  λόγους  άσκησης  και  κάτω  από  διάφορες  καιρικές  συνθήκες.
Η φήμη της αρετής του έφερε κοντά στον Αλύπιο και άλλες ψυχές, που ζητούσαν ειρηνικό καταφύγιο. Στους ανθρώπους αυτούς υπήρξε φιλόστοργος πνευματικός πατέρας, και τους καθοδηγούσε με τις συμβουλές του και τους στήριζε με το παράδειγμά του.  
Πέθανε ειρηνικά  το  έτος  608,  αφού  έζησε  100  χρόνια,   κατ’ άλλους  120.  Τελείται  δε η Σύναξις αυτού  εν τη μονή αυτού τη  ούση πλησίον του  Ιπποδρομίου,  κατά  τον Παρισινό  Κώδικα  1594.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.     
Δοξάζων ὁ Θεός, τὴν σὴν γέννησιν Πάτερ, προέγραψε σαφῶς, τῆς ζωῆς σου τὴν χάριν· αὐτῷ γὰρ εὐηρέστησας, ἀρετῶν τελειότητι· ὅθεν ἤστραψας, ἀπὸ τοῦ κίονος πᾶσι, τῶν ἀγώνων σου, τὰς ἀληθεῖς ἀντιδόσεις, Ἀλύπιε Ὅσιε.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐπὶ τοῦ Κίονος ἐκλαμψας ὥσπερ ἥλιος
Τὴν οἰκουμένην ἐσελάγησας τοῖς ἔργοις σου
Ὡς υἱὸς καὶ κληρονόμος τῆς ἀφθαρσίας.
Ἀλλὰ δίωξον νοός μου τὴν σκοτόμαιναν
Καὶ τῶν φώτων τῷ Πατρί με προσοικείωσαι,
Ἵνα κράζω σοι, χαῖροις Πάτερ Ἀλύπιε.


Μεγαλυνάριον.
Λιπὼν χαμαιζήλους διατριβὰς, ὤφθης οὐρανόφρων, ἐν τῷ κίονι ὑψωθείς· ὅθεν ἔξω κόσμου, Ἀλύπιε βιώσας, ὑπερκοσμίου δόξης, ἔτυχες Ὅσιε.


Δεν υπάρχουν σχόλια: