16/8/15

Ο Άγιος Διομήδης

Γεννήθηκε   στην  Ταρσό  της Κιλικίας και σπούδασε την ιατρική επιστήμη. Η επιστημονική του γνώση δεν τον έκανε υπερήφανο, αλλά διατήρησε  την  ευσέβεια, στην  οποία  τον  ανέθρεψαν  οι  γονείς  του.
Και  όπως ο Κύριος, ο Ιατρός των σωμάτων και των ψυχών των ανθρώπων, «ελάλει  αυτοίς περί της  βασιλείας  του  Θεού, και  τους χρείαν έχοντας θεραπείας ιάσατο», μιλούσε δηλαδή  σ’ αυτούς  για  την βασιλεία του Θεού  και  γιάτρευε εκείνους που  είχαν  ανάγκη  θεραπείας, έτσι  και  ο  Διομήδης, μιμούμενος  τον  Κύριό  του  και  Θεό του, εξασκούσε  αφιλοκερδώς  και  φιλάνθρωπα  το  ιατρικό του  επάγγελμα.
Συγχρόνως, όμως, με την θεραπεία των σωμάτων, ο  Διομήδης  κήρυττε  με θέρμη στους ασθενείς  και  τη  σωτηριώδη  αλήθεια  του  Ευαγγελίου και  βοήθησε  πολλές  ψυχές  να  οδηγηθούν  στο  Σωτήρα  Χριστό.
Ο  θείος  ζήλος  έφερε τον Διομήδη μέχρι τη Νίκαια της Βιθυνίας  όπου εκεί, και θεράπευε ασθενείς, και την πίστη δίδασκε και καλλιεργοῦσε. Όταν όμως άρχισε ο  διωγμός του Διοκλητιανού  κατά  των  χριστιανών, ἡ θεοκίνητη  δραστηριότητα  του Διομήδη καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα.
Τότε  αυτός  διέταξε  να συλλάβουν τον Διομήδη. Αλλά  πριν  συλληφθεί, ο  Θεός τον κάλεσε κοντά Του και οι απεσταλμένοι στρατιώτες τον βρήκαν  νεκρό. Και  όμως, έτσι  νεκρό  τον  αποκεφάλισαν!


Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.           
Τῶν σωμάτων τὰς νόσους θεραπεύων Διόμηδες, καὶ ψυχῶν τὴν ῥῶσιν ἐν λόγῳ, ἀληθείας ἐβράβευες· τὴν θείαν εἰληφὼς γὰρ δωρεάν, τοῖς πάσχουσι ποικίλως βοηθεῖς· καὶ Μαρτύρων ταῖς ἀκτῖσι, καταυγασθεὶς, σώζεις τοὺς ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.    
Τὴν ἰατρικήν, κτησάμενος ἐπιστήμην, τῆς ἀθλητικῆς, ηὐμοίρησας εὐκληρίας, ὡς κήρυξας ἐνδόξως, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, παμμακάριστε Διόμηδες, Ἀναργύρων ἐγκαλλώπισμα, καὶ προστάτα τῶν βοώντων σοι· Αὐτὸς γενοῦ ἰατήρ, τοῖς σοῖς δούλοις σοφέ.


Μεγαλυνάριον.
Χάριν ἰαμάτων ἀπολαβών, ψυχῶν καὶ σωμάτων, θεραπεύεις πάθη δεινά· ὅθεν κἀμοὶ νεῖμον, Διόμηδες παμμάκαρ, ὑγείαν τὴν κατ’ ἄμφω, ἵνα γεραίρω σε.


Δεν υπάρχουν σχόλια: