20/8/15

Ο Άγιος Λούκιος ο βουλευτής

Πολλές δυνάμεις ανακάλυψε ο άνθρωπος στην εποχή μας. Δυνάμεις μεγάλες και καταπληκτικές με τις οποίες πέτυχε και καταπληκτικά αποτελέσματα.
Κι όμως πάνω από αυτές τις δυνάμεις στέκει και  θα στέκει πάντα μία άλλη  δύναμη. Δύναμη  όχι  υλική  και πεπερασμένη, αλλά  πνευματική και  θεία. Είναι  η  δύναμη  της  πίστεως.
Η δύναμη αυτή δεν κατασκευάζει κανόνια και νάρκες και βόμβες ατομικές  που  κρημνίζουν  και  καίουν  και  καταστρέφουν τα  πάντα.
Η  δύναμη  αυτή  ανορθώνει  ψυχές. Θεραπεύει  ψυχικά  τραύματα.
Ανακαινίζει τον άνθρωπο. Δημιουργεί  θαύματα  μεγάλα  και εξαίρετα. Τα  ηθικά, τα  πνευματικά, τα  ψυχικά  θαύματα.
Πολλά  τέτοια υπέροχα παραδείγματα δυνάμεως της πίστεως  βρίσκουμε στη  ζωή  όλων των αγίων  και  μαρτύρων και  ηρῴων  της Εκκλησίας  και της  πατρίδος  μας.
Ένα τέτοιο παράδειγμα ζωντανό κι εξαίρετο αποτελεί και η ζωή του Αγίου  Μάρτυρος Λουκίου  που  τη  μνήμη  του  γιορτάζουμε σήμερα.
Μια  γρήγορη  ματιά  στη  ζωή  του  έχει  πολλά  να  μας  δώσει.
Άς  την  προσέξουμε.
 Έζησε στα χρόνια τα παλιά και δύσκολα, των διωγμών τα χρόνια. Πατρίδα είχε την Κυρήνη της Λιβύης από την οποία, όπως ξέρουμε, καταγόταν κι ο Σίμωνας ο Κυρηναίος. Αυτός που αγγαρεύθηκε να μεταφέρει τον σταυρό του Κυρίου στον Γολγοθά. Πρέπει να ήταν γιος πλουσίας  και  αριστοκρατικής οικογενείας, η οποία φρόντισε να του δώσει μία μεγάλη μόρφωση. Αυτό το  συμπεραίνουμε  από  την  ξεχωριστή θέση που κατείχε στην κοινωνία της Κυρήνης. Ήταν βουλευτής  και  σαν έργο του είχε την  απασχόλησή του με τις  δημόσιες υποθέσεις. Προτού ακόμα γνωρίσει τη  χριστιανική  θρησκεία  διακρινόταν  για  την  ευγένεια,  την  καλωσύνη  και  τη  φιλανθρωπία του.
 Στον χριστιανισμό προσήλθε μετά από το τρομερό μαρτύριο του επισκόπου της Κυρήνης του ιερομάρτυρος Θεοδώρου, που τη  μνήμη του γιορτάζει η Εκκλησία  μας  στις  4 Ιουλίου. Τον αγώνα του παρηκολούθησε από  την αρχή  ως το τέλος. Τον  μάρτυρα  κατήγγειλε  ο ίδιος  ο  γιος του που έφερε το  όνομα Λέων, στον τότε ηγεμόνα της πόλεως, τον Διγνιανό. Κι αυτός, πιστό όργανο του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (299 μ.Χ.) έσπευσε να εκδηλώσει πάνω στον  καλοκάγαθο επίσκοπο  όλη  τη  σκληρότητά του, μα  και  το μίσος του στη νέα θρησκεία.

Στην αρχή  ο επίσκοπος  κλήθηκε  να  αρνηθεί  τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Στην άρνησή του να πειθαρχήσει άρχισαν τα βασανιστήρια. Πρώτα – πρώτα  σκληρό  μαστίγωμα  με λουριά  που  είχαν στην άκρη κομμάτια από μολύβι. Ύστερα ξέσχισμα του κορμιού με μυτερά μαχαίρια και  τρίψιμο των πληγών με τρίχινα πανιά  βουτηγμένα σε ξύδι και  αλάτι. Ακολούθησε το κόψιμο της γλώσσας του Αγίου με ξυράφι και το πέταγμά της στη γη. Μερικές πιστές γυναίκες, που ακολουθούσαν τον Μάρτυρα έσκυψαν πήραν τη γλώσσα και του την έδωσαν. Κι ο Άγιος αφού πήρε το κομμένο αυτό μέλος με το όποιο δοξολογούσε κάθε μέρα τον Κύριο και παρηγορούσε κι ενίσχυε τα πνευματικά του παιδιά, την έβαλε στο στήθος και προχώρησε στη φυλακή. Εκεί  που  βάδιζε  δοξολογώντας  τον Πανάγαθο Θεό  για την τιμή που του έκαμε να υποφέρει για την πίστη του, ένα περιστέρι τον πλησίασε κι άρχισε να πετά γύρω του. Την ίδια ώρα κι ένα  παγώνι  ήρθε και  κάθησε στο  παράθυρο της  φυλακής  μέσα  στην  οποία  έκλεισαν  τον μάρτυρα. Το περιστατικό αυτό  συγκίνησε την ευγενικιά ψυχή  του Λούκιου, που με συγκρατημένη αναπνοή παρακολουθούσε τον Ομολογητή. Τούτα τα παράδοξα σκέφτηκε ο ειδωλολάτρης βουλευτής, δεν  μπορεί  να  είναι  τυχαία. Μια  φλογερή  επιθυμία  άναψε  μέσα του να γνωρίσει κι  αυτός  τη θρησκεία του  ηρωικού επισκόπου. Χωρίς  να χάσει  καιρό  ζήτησε να τον επισκεφθεί  στο  κελί  που  ήταν  κλεισμένος. Τον  βρήκε  γονατιστό  να  προσεύχεται. Η  θεία  χάρις  είχε  θεραπεύσει τις πληγές. Το γεγονός  τον  συνετάραξε. Ύστερα από  πολλή  ώρα, αφού ασπάσθηκε με βαθύ  σεβασμό  το  χέρι  του  μάρτυρα  επισκόπου, πίστεψε με  όλη  την  καρδιά  του  στον  Χριστό  κι  έσπευσε  να δεχθεί  το βάπτισμα.
Τα λόγια του Κυρίου, «ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα  και  δοξάσωσι  τον  Πατέρα υμών τον εν τοις  ουρανοίς» (Ματθ. ε’ 16) βρήκαν  στο πρόσωπο του πιστού κι αλύγιστου Επισκόπου πλήρη την εφαρμογή τους. Ο ηρωϊσμός του,  η  υπομονή  του, η  ανεξικακία του, η  όλη  συμπεριφορά  του,  έκαμαν το θαύμα τους. Η απροκατάληπτη καρδιά του ευγενικού ειδωλολάτρη  βουλευτή  συγκλονίσθηκε  και  πίστεψε.
 Πόσα δεν πρέπει να πει στην ψυχή μας και τούτο το γεγονός. Παραδείγματα θέλουμε να ιδούμε οι άνθρωποι κάθε φορά για να πιστέψουμε. Και  πρότυπα  για να τα μιμηθούμε. Πουθενά  αλλού  όμως δεν μπορούμε να βρούμε τόσα παραδείγματα ανθρωπιάς, πίστεως και ψυχικού  μεγαλείου, όσα  στην ιστορία της Εκκλησίας  μας. Εδώ  θα βρούμε  και τα αληθινά πρότυπα αρετής που χρειαζόμαστε, ιδιαίτερα στην εποχή  μας. Ναι! Την  εποχή  μας την παραπαίουσα και αγωνιζόμενη να κάμει τη ζωή των αλόγων ζῴων, ζωή δική της. Στ' αλήθεια! Τα λόγια του  Πνεύματος του Θεού  «άνθρωπος  εν τιμή  ών ου συνήκε, παρασυνεβλήθη  τοις  κτήνεσι  τοις ανοήτοις και  ωμοιώθη αυτοίς» νομίζει  κανείς  πως  ειπώθηκαν  και  για την εποχή μας. Γι' αυτό κι ο  σημερινός  άνθρωπος  ζει  μέσα  στο  άγχος  και  δεν  γνωρίζει  όχι  «τι  τέξεται  η  επιούσα»,  αλλά  τι  θα  γίνει  την  άλλη  στιγμή.
 Κι όμως  υπάρχει  το  φάρμακο  της  θεραπείας  μα  και  της  σωτηρίας. Μας το δείχνει ο βουλευτής μας ο Λούκιος. Σαν είδε, με πόσο θάρρος ο γηραιός επίσκοπος αντιμετώπισε τα ανήκουστα μαρτύρια στα οποία ο φίλος του ηγεμόνας Διγνιανός υπέβαλε τον Μάρτυρα, κι όμως αυτός μιμούμενος τον Πρωτομάρτυρα του Γολγοθά, αντί να βλαστημά  και  να υβρίζει  τους  βασανιστές προσευχόταν γι’ αυτούς, δεν δίστασε να πιστέψει και  να βαπτισθεί. Η δόξα κι οι  ανέσεις  και  τα  μεγαλεία  που του  εξασφάλιζε  η θέση του, δεν τον εμπόδισαν. Πίστεψε. Πίστεψε  βαθιά. Χωρίς  να χάσει  καιρό  σπεύδει  μάλιστα με έργα να εκδηλώσει την αγάπη του στον γλυκύτατο Ιησού. Η τεράστια περιουσία του δεν τον εμποδίζει να την εκποιήσει και  τα χρήματα να τα διαθέσει στους αδελφούς του Χριστού, τους πάσχοντες, τα ορφανά και τις χήρες. Η δραστηριότητά του, κι ο ένθεος ζήλος του για τον Χριστό, κινεί την περιέργεια του φίλου του ηγεμόνα Διγνιανού, που  τον  καλεί  στο  μέγαρό του για να μάθει τι  του  συμβαίνει. Εκεί  ο  νεοσύλλεκτος στου  Χριστού την πίστη, με ζήλο θεϊκό κι αγάπη φλογερή  γίνεται ο  χειραγωγός του ηγεμόνα  στη  νέα  θρησκεία:
 - Διγνιανέ, μια τέτοια αρετή  κι ένας τέτοιος  ηρωισμός  σαν  του  γέροντα επισκόπου προϋποθέτει μία ανώτερη πηγή εμπνεύσεως, λέγει στον φίλο του ο  Λούκιος. Στη  φυλακή  που  πήγα, βρήκα  τον  επίσκοπο  γονατιστό να προσεύχεται και  να ζητά από τον Χριστό του και  Θεό μας, να μας συγχωρήσει για τα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλες. Φίλε  μου, είναι σκληρό για μας να κλείουμε τα μάτια μπροστά στην αλήθεια. Ο Θεός των χριστιανών είναι  ο  αληθινός Θεός. Και  ο  Χριστός  είναι  ο  γιος του  Θεού  Πατέρα, που  για τη  δική μας τη σωτηρία  έγινε  άνθρωπος  κι ήλθε  στον  κόσμο  κι  έπαθε  για μας, για να μας απαλλάξει  από  την πηγή  όλων  των  κακών, την  αμαρτία.
 Τα  λόγια του Λούκιου  κι  η  επιχειρηματολογία  του  έχυσαν  νέο  φως στην ψυχή  του ηγεμόνα. Η διδασκαλία συνεχίστηκε μέχρι που μια βραδυά ο  άρχοντας, συντετριμμένος για όσα είχε διατάξει να κάμουν στους  χριστιανούς, πετάχτηκε  από  το  κάθισμά του  και  πέφτοντας  στα γόνατα  με  σπασμένη  φωνή  είπε  στον  Λούκιο.
- Φίλε μου, πιστεύω κι εγώ στον Χριστό. Ναι! Πιστεύω με όλη μου την καρδιά.

Την ίδια βραδιά ένας ιερέας κλήθηκε στο  αρχοντικό. Η κατήχηση του άρχοντα  συμπληρώθηκε και ακολούθησε το βάπτισμα. Ύστερα  από λίγες μέρες οι δυο φίλοι Διγνιανός και Λούκιος εγκαταλείπουν την  Κυρήνη  και  μ’ ένα πλοιάριο  φεύγουν  κι έρχονται στην Κύπρο. Έρχονται, πρώτα για να φύγουν από ένα γνωστό περιβάλλον από το οποίο κινδύνευαν κάθε στιγμή  και  ώρα. Κι ύστερα γιατί θέλουν το φως που απέκτησαν να το προσφέρουν και  σε άλλους. Αυτό γίνεται  πάντα  στις αληθινά  ευγενικές  καρδιές. Γράψαμε  κι  αλλού, πως  ένας  που  γεύτηκε το  μέλι  δεν  θέλει  ποτέ  να κρατήσει τη  γεύση  του  μόνο  για  τον  εαυτό του. Θέλει να κάμει κι άλλους πολλούς  μέτοχούς της χαράς του. Αυτό γίνηκε  και  με  τους  δύο  νεοσύλλεκτους  οπαδούς  του  Χριστού.  Θέλουν τη χαρά και  την ευτυχία που  δοκιμάζουν οι ίδιοι με  τον  θησαυρό  που βρήκαν, την πίστη του  Χριστού, να την προσφέρουν  και  σε  άλλους.  Μια τέτοια προσπάθεια φυσικά δεν γίνεται εύκολα κι ακίνδυνα. Τα λόγια όμως του Κυρίου «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα  τις την  ψυχήν αυτού  θή  υπέρ  των φίλων αυτού» (Ιωάν. ιε’ 13), συνέχουν την καρδιά τους. Δηλαδή  το να θυσιάσει  κανείς  τη  ζωή του για  χάρη των φίλων του, αυτή  είναι  η  πιο μεγάλη αγάπη. Έτσι  ένοιωθαν οι πρώτοι χριστιανοί την  αγάπη.
 Έτσι  την έζησαν  οι  Άγιοι  κι  οι  Μάρτυρες. Έτσι  την αισθάνονται, πρέπει να την αισθάνονται κι όλοι οι γνήσιοι χριστιανοί. Γιατί έτσι  την θέλει ο Κύριος μας. Για τον χριστιανό, τον κάθε αληθινό χριστιανό η αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας είναι καθήκον. Είναι νόμος. «Αγαπήσεις  Κύριον  τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου  και  εξ  όλης της ψυχής  σου  και  εξ  όλης της  ισχύος  σου  και  εξ όλης  της  διανοίας σου, και  τον πλησίον  σου ως σεαυτόν» (Λουκ. ι’ 27) τονίζει αυτός ο Κύριος. Ο  κάθε  άνθρωπος, είτε  φίλος,  είτε εχθρός  είναι  πλησίον μας. Και  σ’ αυτόν  οφείλουμε την  αγάπη μας.
 Την αγάπη τους σπεύδουν να δείξουν κι οι φίλοι  Διγνιανός  και  Λούκιος στους κατοίκους του νησιού μόλις έφτασαν σ’ αυτό. Με ενθουσιασμό, αλλά και σύνεση κινούνται οι χθεσινοί  διώκτες και τώρα φλογεροί εργάτες  του  Ευαγγελίου  του  Χριστού.
 Μα οι  μέρες είναι  δύσκολες. Το  κύμα  του  διωγμού  των  χριστιανών  του σκληρού  και  απάνθρωπου  αυτοκράτορα  Διοκλητιανού  έφτασε  και στην Κύπρο. Οι  οπαδοί  του  Σωτήρος  Χριστού  δεν έχουν που να σταθούν. Καθημερινά πλήθος οι χριστιανοί συλλαμβάνονται και οδηγούνται στις φυλακές και τα βασανιστήρια. Κάποια μέρα σε μία σαρωτική  εξόρμηση των  διωκτών  συνελήφθηκε  και  ο  Λούκιος.  Δέσμιος οδηγείται μπροστά στον έπαρχο της πόλης και του  ζητείται να θυσιάσει στα είδωλα. Ο φλογερός ιεραπόστολος φυσικά αρνείται. Την ώρα εκείνη η σκέψη του μάρτυρα φέρει μπροστά του την ηρωική  μορφή του Αγίου επισκόπου της Κυρήνης, του ιερομάρτυρα Θεοδώρου, του οποίου το παράδειγμα προσπαθεί να μιμηθεί. Τα λόγια του θείου Αποστόλου Παύλου  «μιμηταί μου γίνεσθε  καθώς καγώ Χριστού», (Α’ Κορ. ια’ 1) νομίζει πως τα ακούει να τον καλούν  από  το  στόμα του ιερομάρτυρος. Από  τις  σκέψεις  του  αυτές  τον διακόπτει ξαφνικά  η φωνή  του  επάρχου:
- Εμπρός! Μη καθυστερείς. Έλα αφηρημένε. Έλα να θυσιάσεις στους μεγάλους  θεούς μας.
 Στην κραυγή του έπαρχου, ο Λούκιος συνήλθε. Είδε γύρω του τους δήμιους να τον περιμένουν. Και στο βάθος μερικές μορφές να τον κοιτάζουν με συμπάθεια. Ανάμεσά τους διέκρινε και τον φίλο και συνεργάτη του Διγνιανό, που τον κοίταζε και αυτός με λαχτάρα και αγωνία ν’ ακούσει την απάντησή του, και με παρρησία και θάρρος απαντά:
- Οι πέτρες  και  τα  ξόανα  δεν  χρειάζονται  θυσίες. «Στόμα  έχουσι  και ου λαλήσουσιν, οφθαλμούς  έχουσι  και  ουκ  όψονται,  ώτα  έχουσι  και ουκ ενωτισθήσονται, ουδέ γαρ έστι πνεύμα εν τω στόματι αυτών όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και  πάντες  οι  πεποιθότες  επ’ αυτοίς» (ψαλμ. ρλε’ 17 – 18). Δηλαδή  οι  θεοί σας  που  είναι  πέτρες  και  ξύλα  που  κατειργάσθηκαν χέρια ανθρώπινα, και  προσέδωκαν σε αυτά τη μορφή  του  ειδώλου έχουν  στόμα  αλλά  δεν  θα  μιλήσουν ποτέ. Έχουν και  μάτια, αλλά  δεν θα ίδουν ποτέ. Έχουν  και  αυτιά,  αλλά  ποτέ  δεν  θα ακούσουν, γιατί ούτε  πνοή  υπάρχει  στο  στόμα τους. Όμοιοι με αυτούς  τους  άψυχους  και  αναίσθητους θεούς, είθε να γίνουν κι  όλοι όσοι  κατασκευάζουν  τα  είδωλα  αυτά, κι  όσοι  πιστεύουν  σ' αυτά.
 Την ίδια στιγμή αφού κοίταξε μπροστά του τον βωμό στον οποίο τον διέταξαν να προσφέρει θυμίαμα λατρείας στον ανύπαρκτο θεό, σήκωσε το πόδι  και  κλώτσησε τον βωμό  και  το  άγαλμα  που  ήταν  μπροστά του. Βωμός και άγαλμα γκρεμίστηκαν. Μα την ίδια ώρα βροντερή αντήχησε  και  πάλι  του  επάρχου  η  φωνή:
- Σκοτώστε  τον  βέβηλο.
 Ένας  δήμιος  που  στεκόταν  δίπλα  σήκωσε  το  τσεκούρι  που  κρατούσε στο χέρι και κτύπησε τον ομολογητή στο κεφάλι. Το σώμα κυλίστηκε κάτω λουσμένο στα αίματα. Ένας άλλος απέκοψε με μαχαίρι το κεφάλι και το πέταξε. Ένα  επιφώνημα  χαράς ακούστηκε από τους ειδωλολάτρες. Κι ένας  στεναγμός ανακούφισης από τους χριστιανούς που βρισκόντουσαν εκεί και παρακολουθούσαν την όλη σκηνή. Στεναγμός ανακούφισης, αλλά και  θαυμασμού  για την παρρησία  και  το θάρρος  του  Μάρτυρα.
 Όταν το  πλήθος  διαλύθηκε, ο  Διγνιανός με μερικούς άλλους χριστιανούς πήγαν, έδωκαν μερικά χρήματα στους φρουρούς και  πήραν το άγιο λείψανο· και αφού  το  καθάρισαν  από  τα  αίματα  και  το έπλυναν με τα δάκρυα της στοργής και της αγάπης τους, το κήδεψαν κοντά  σε  άλλα  λείψανα  μαρτύρων.
Έτσι έκλεισε η ζωή του βουλευτή της Κυρήνης, του Λούκιου στο αγαπημένο  νησί  της Κύπρου. Μὲ τη  θυσία του, αγίασε κι αυτός τα χώματα της  Νήσου των Αγίων, της Κύπρου μας. Στον ουρανό  η  αγία ψυχή του μαζί  με  τις ψυχές των άλλων Αγίων και  Μαρτύρων της Πίστεώς μας, αναπέμπουν δοξολογίες στον Ύψιστο και  δέονται νυχθημερόν στον Μεγάλο Πατέρα για μας. Δέονται, αλλά και προβάλλοντας τη ζωή τους για παράδειγμα, μας καλοῦν να τους μιμηθούμε.
Άλλωστε  «μνήμη μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος». Η πιο  μεγάλη  τιμή  για ένα μάρτυρα είναι να μιμηθούμε οι πιστοί την ζωή του. Σε αυτή την μίμηση  μας  προσκαλούν  οι  Άγιοί  μας  κι  ιδιαίτερα ο  μάρτυρας Λούκιος.
 Μάρτυρες ζητά κι η εποχή μας, γιατί δεν έχει. Σήμερα έχουμε επιστήμονες και τεχνίτες. Έχουμε ηθοποιούς και καλλιτέχνες. Έχουμε ποδοσφαιριστές και  αθλητές. Έχουμε «χριστιανούς» μα δεν έχουμε φλογερούς ομολογητές. Λείπουν οι χριστιανοί των έργων. Υπάρχουν μόνον οι χριστιανοί  των τύπων. Γι’ αυτό κι οι  εχθροί μας πατάνε στα στήθη και  μας κοροϊδεύουν. Καιρός όλοι να συνέλθομε. Άρχοντες και λαός να ξυπνήσουμε από τον λήθαργο στον οποίο μας έρριψε ένας άκρατος ευδαιμονισμός. Ο τόπος αυτός, το τονίζουμε ακόμη μια φορά, είναι τόπος αγίων και μαρτύρων. Κάθε κοιλάδα και λόφος είναι ποτισμένοι με το αίμα  κάποιου  ή κάποιων μαρτύρων. Αλλά  και  η  γη τῆς νήσου Κύπρου  είναι  σπαρμένη  με  κόκαλα  αγίων  μορφών, που  εδώ έζησαν και μαρτύρησαν και  αγίασαν τούτο τον τόπο. Όλοι αυτοί μας καλούνε σε ψυχικό συναγερμό. Οι άγιες μορφές τους που είναι ζωγραφισμένες στις εικόνες, μας καλούν να μιμηθούμε την πίστη τους, την αρετή τους, και  να  γίνουμε  κι  εμείς  σύγχρονες  έμψυχες  εικόνες.
Αυτός  είναι  και  ο σκοπός της ζωής μας, ο αγιασμός ημών. «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι» μας φωνάζει και το Πνεύμα του Θεού. Με τούτο τον τρόπο μονάχα θα μπορέσουμε να ελευθερωθούμε, αλλά  και  να επιβιώσουμε και να ιδούμε την Κύπρο μας ευτυχισμένη, δοξασμένη, ευλογημένη.
 Κύριε Ιησού Χριστέ, δια των πρεσβειών του  Αγίου  σου  μάρτυρος Λουκίου, ελέησον  και  σώσον  ημάς. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: