Ο Όσιος Αθανάσιος, ο οποίος καταγόταν από την
Τραπεζούντα, προέρχονταν από πολύ ευσεβή
και εύπορη οικογένεια. Η
οικογένειά του, του προσέφερε όλα τα απαραίτητα εφόδια για τις
σπουδές
του, τις οποίες τις ολοκλήρωσε
στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί
του γεννήθηκε μέσα στην ψυχή του η επιθυμία
να γίνει μοναχός και να φθάσει στα άκρα
της ασκητικής ζωής. Γι
αυτό ακριβώς τον λόγο, πήγε στο όρος Κυμινάς της Μικράς Ασίας, όπου βρισκόταν ένα
μοναστῆρι του οποίου ηγούμενος ήταν ο Μιχαήλ, ο επονομαζόμενος Μαλείνος. Έτσι ανάμεσα
στους μοναχούς, συγκαταριθμήθηκε και ο Αθανάσιος.
Στο
λίγο χρονικό διάστημα που ήταν
στο Μοναστήρι, διακρίθηκε για τις αρετές και για
την ασκητική του ζωή.
Επειδή
όμως έφθασε σε ύψιστα σημεία αρετής και τον
τιμούσαν όλοι, αποφάσισε να φύγει και πήγε στον Άθωνα κοντά σε ένα γέρο ασκητή υπακούοντας σε αυτόν
με μεγάλη ταπεινοφροσύνη.
Εν συνεχεία
μετά από Θεία αποκάλυψη, έφυγε από εκεί και
πήγε στα ενδότερα του Αγίου Όρους. Εκεί μετά από πολλές
παρακλήσεις του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, με τον οποίο γνωρίζονταν,
έχτισε έναν ναό προς τιμήν της Παναγίας. Επίσης έφτιαξε πολλά κελιά
για τους μοναχούς. Μετά λοιπόν από πολλούς κόπους και θυσίες,
δημιούργησε την ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας, η οποία είναι η αρχαιότερη μονή στο Όρος και τιμάται επ’ ονόματι του Οσίου
Αθανασίου.
Στην συνέχεια εξεδήμησε προς Κύριον και μάλιστα κατά τρόπο μαρτυρικό. Συγκεκριμένα υπήρχε ανάγκη να μετασκευαστεί η οροφή του Ναού της Μονής. Ο Όσιος, άν και σε μεγάλη ηλικία, ανέβηκε και αυτός μαζί με άλλους αδελφούς της μονής για να κάνουν το έργο. Η οροφὴ όμως κατέρρευσε και καταπλάκωσε τον Όσιο μαζί με τους υπόλοιπους αδελφούς.
Στην συνέχεια εξεδήμησε προς Κύριον και μάλιστα κατά τρόπο μαρτυρικό. Συγκεκριμένα υπήρχε ανάγκη να μετασκευαστεί η οροφή του Ναού της Μονής. Ο Όσιος, άν και σε μεγάλη ηλικία, ανέβηκε και αυτός μαζί με άλλους αδελφούς της μονής για να κάνουν το έργο. Η οροφὴ όμως κατέρρευσε και καταπλάκωσε τον Όσιο μαζί με τους υπόλοιπους αδελφούς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν
ἐν σαρκὶ ζωήν σου κατεπλάγησαν, Ἀγγέλων τάγματα, πῶς μετὰ σώματος, πρὸς
ἀοράτους συμπλοκάς, ἐχώρησας ἀοίδιμε, καὶ κατετραυμάτισας τῶν δαιμόνων τὰς
φάλαγγας· ὅθεν Ἀθανάσιε, ὁ Χριστός σε ἠμείψατο πλουσίαις δωρεαῖς. Διὸ Πάτερ
πρέσβευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου
πολίτης.
Τὸν ὑπέρλαμπρον λύχνον τὸν ἐν Ἄθῳ ἐκλάψαντα, τῆς ἀθανασίας τῇ αἴγλῃ διὰ βίου λαμπρότητος, τῆς πράξεως τὸν ὅρον τὸν σαφῆ, τὴν στήλην τῶν λαμπρῶν θεωριῶν, Ἀθανάσιον ὑμνήσωμεν, τὸν κλεινόν, ἀπὸ ψυχῆς καραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ φωταυγοῦντι διὰ σοῦ, τοῦ Ὄρους τὰ συστήματα.
Τὸν ὑπέρλαμπρον λύχνον τὸν ἐν Ἄθῳ ἐκλάψαντα, τῆς ἀθανασίας τῇ αἴγλῃ διὰ βίου λαμπρότητος, τῆς πράξεως τὸν ὅρον τὸν σαφῆ, τὴν στήλην τῶν λαμπρῶν θεωριῶν, Ἀθανάσιον ὑμνήσωμεν, τὸν κλεινόν, ἀπὸ ψυχῆς καραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ φωταυγοῦντι διὰ σοῦ, τοῦ Ὄρους τὰ συστήματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Χριστοῦ
τὸ ζυγόν, λαβὼν Ἀθανάσιε, καὶ σοῦ τὸν σταυρόν, ἐπ’ ὤμων ἀράμενος, μιμητὴς
πανάριστος, τῶν αὐτοῦ παθημάτων γέγονας, κοινωνός τε τῆς δόξης αὐτοῦ, τῆς θείας
μετέχων καὶ ἀλήκτου τρυφῆς.
Ἔτερον κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ'. Τὴ
ὑπερμάχω.
Ὡς τῶν Ὁσίων κοινωνὸν καὶ τύπον ἄριστον
Καὶ τῶν ἐν Ἄθῳ ὁδηγὸν καὶ προεξάρχοντα
Άνυμνοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου, θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον
Ἐκ ποικίλων συμφορῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοι· Χαίροις Πάτερ Ἀθανάσιε.
Τοὺς βοῶντάς σοι· Χαίροις Πάτερ Ἀθανάσιε.
Μεγαλυνάριον.
Τὸν τῆς ἡσυχίας θεῖον πυρσόν, καὶ τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ, Μοναζόντων καθηγητήν, τὸν τὰς πανουργίας, ἐχθροῦ νενικηκότα, ὑμνήσωμεν συμφώνως, νῦν Ἀθανάσιον.
Τὸν τῆς ἡσυχίας θεῖον πυρσόν, καὶ τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ, Μοναζόντων καθηγητήν, τὸν τὰς πανουργίας, ἐχθροῦ νενικηκότα, ὑμνήσωμεν συμφώνως, νῦν Ἀθανάσιον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου