8/1/18

O Όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης

Πολύ γνωστό το όνομά του στον χριστιανικό κόσμο. Γνωστό και το μοναστήρι στην Παλαιστίνη που ασκήτεψε.
Βρίσκεται σε μία ερημική και άγρια χαράδρα και είναι κοντά στην αρχαία Ρωμαϊκή  οδό, που  οδηγεί  από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ.
Στην Αγία Γραφή η τοποθεσία αυτή λέγεται χείμαρρος Χορράθ και είναι συνδεδεμένη με πολλά ιστορικά γεγονότα.

Σ’ αυτό το μέρος είναι η σπηλιά στην οποία είχε κάποτε κρυβεί ο προφήτης Ηλίας (910 π.Χ.) για να γλιτώσει από την καταδίωξη του ασεβέστατου βασιλιά Αχαάβ και της ειδωλολάτριδας συζύγου του, της Ιεζάβελ.
Σ’ αυτή την σπηλιά ο ζηλωτής προφήτης έμεινε μήνες και  τρεφόταν κατά ένα θαυμαστό τρόπο. Μερικά κοράκια του έφερναν πρωί και  βράδυ ψωμί  και  κρέας.
Νερό έπινε από  τον χείμαρρο. Όταν όμως και από εδώ έλειψε το νερό, εξ αιτίας της ανομβρίας, ο προφήτης αναχώρησε κατ’ εντολήν του Θεού  στα Σάρεπτά της Σιδώνος.

Στην σπηλιά αυτή ύστερα από χρόνια ήρθε και κλείστηκε και ο θεοπάτορας Ιωακείμ. Σαράντα μερόνυχτα έμεινε εδώ νηστεύοντας και προσευχόμενος να του χαρίσει ο Θεός ένα παιδί, γιατί ήταν άτεκνος. Σ’ αυτό  το διάστημα και  η σύζυγός του Άννα είχε παραμείνει στο σπίτι της και προσευχόταν θερμά. Με δάκρυα παρακαλούσε και ζητούσε να της λύσει ο Πανάγαθος Θεός την ατεκνία της.
Πολύ συγκινητική  είναι η προσευχή του Ιωακείμ στη σπηλιὰ, όπως μας την διέσωσε αρχαία παράδοση: «Ου καταβήσομαι», έλεγε μονολογώντας ο ευσεβής Ιωακείμ, «ούτε επί ποτόν, έως ότου επισκέψεταί με Κύριος ο Θεός μου και έσται μου η ευχή  βρώμα και πόμα».

Και δεν κινήθηκε από εκεί, παρά μονάχα, όταν ο φιλάνθρωπος Θεός που ακούει πάντα τις προσευχές των ευσεβών παιδιών του, εισήκουσε την δέησή του και μ’ έναν άγγελο του διεμήνυσε το χαρμόσυνο μήνυμα, πως θα αποκτούσε παιδί. Και πραγματικά. Την επόμενη χρονιά ο Ιωακείμ και η Άννα αξιωνόντουσαν να αποκτήσουν την κεχαριτωμένη Μαρία, την Μητέρα του Θεού. Γι’ αυτό  και το όνομα Θεοπάτορες, δηλαδή πρόγονοι κατά  σάρκα του Σωτήρος μας Χριστού, του  Θεού μας.

Από μία τυπική διάταξη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων μανθάνουμε, πως ο χείμαρρος ήταν κτήμα του Ιωακείμ, του πατέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εδώ υπήρχε και κήπος του  ιδίου και εδώ αργότερα κτίστηκε και Εκκλησία επ’ ονόματι της Παναγίας στην οποία διάφορες μέρες του χρόνου γίνονταν μεγαλόπρεπες πανηγύρεις. Σε τούτο το μέρος κτίστηκε και η μονή της Παναγίας του Χοζεβά, που θεωρείται μία από τις αρχαιότερες μονές της Παλαιστίνης. Στην ιερά αυτή Μονή έζησαν την αγγελική  ζωή της πλήρους  αφιερώσεως, χιλιάδες ευλαβείς ψυχές. Σ’ αυτή  πέρασε και  ο Άγιος Γεώργιος από τη νήσο Κύπρο, που είναι γνωστός με το επώνυμο Χοζεβίτης, τα περισσότερα χρόνια της ασκητικής ζωής του.

Η όλη περιοχή διακρίνεται για την αγριότητά της. Και αυτή την περιοχή χωρίς άλλο θα είχε υπ’ όψη ο Κύριος, όταν έλεγε την παραβολή του ανθρώπου που περιέπεσε στους ληστές και είναι γνωστή σαν παραβολή του  καλού  Σαμαρείτη.

Καθ’ όλη τη διαδρομή του χειμάρρου υπάρχουν πολλά σπήλαια, τα οποία από ενωρίς προσείλκυσαν πολλούς αναχωρητές. Σ’ ένα από  αυτά, που βρίσκεται από πάνω από τη Μονή, είχε εγκατασταθεί κάποτε ο Άγιος Ιωάννης ο  Θαυματουργός, που  είχε διατελέσει επίσκοπος της Καισαρείας και ύστερα εγκατέλειψε την επισκοπή και ήρθε στο μέρος αυτό να μονάσει. Ο μεγάλος αυτός Άγιος και  Θαυματουργός έκτισε την εκκλησία και τη Μονή στο όνομα της Παναγίας και καλλώπισε τον χώρο εκείνο έτσι, που σε λίγο καιρό χιλιάδες φιλέρημες ψυχές ήρθαν να ζήσουν την αγγελική  ζωή. Την ακμή της Μονής, στην οποία πολλά θαύματα γίνονταν από την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά και των γύρω ασκητηρίων, που στις αρχές του  εβδόμου αιώνα φιλοξενούσαν πιο πολλές από  πέντε χιλιάδες ψυχές, ανέκοψαν οι περσικές επιδρομές. Σαν καταιγίδα αληθινή είχαν ενσκήψει οι  άγριες αυτές ορδές, που  έσφαζαν, έκαιαν, ερήμωναν τα πάντα από εκεί που περνούσαν. Αυτή  την εποχή  καταστράφηκε και  ο άγιος ναός της Αναστάσεως και  όλοι οι ναοί και τα μοναστήρια της Παλαιστίνης (614 μ.Χ.)

Αυτό τον καιρό έζησε και  ο Όσιος Γεώργιος  ο Χοζεβίτης που απ’ τον καιρό  που  ήταν παιδί  το  όνομά του έγινε συνώνυμο  με την αρετή.

Η αγία αυτή μορφή γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Κύπρου  από πολύ ευσεβείς και ευκατάστατους γονείς. Τα πολλά αγαθά όμως που η ευσπλαχνία του Θεού τους είχε χαρίσει, δεν τους εμπόδισαν να ζούνε με απόλυτη υποταγή στο θέλημά Του. Με του Χριστού τα λόγια μεγάλωσαν και  τα δυο παιδιά τους, τον Ηρακλείδη και  τον Γεώργιο. Οι ευλαβείς γονείς απ’ αυτήν ακόμη τη βρεφική ηλικία φρόντισαν να ενσταλάξουν στην ψυχή και  των δύο παιδιών τους τον σεβασμό προς το άγιο Όνομα του  Θεού, μα και την υπακοή, την τυφλή υπακοή  στο θέλημά Του. Και οι κόποι τους όχι μόνο δεν πήγαν χαμένοι, αλλά  και πλούσια ευλογήθηκαν από τον φιλάνθρωπο Πατέρα.

Ο  Ηρακλείδης που ήταν και ο πιο μεγάλος, όταν ενηλικιώθηκε, πήρε την ευχή των γονιών του και πήγε να προσκυνήσει τους τόπους που γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε ο Χριστός μας. Η ευγενική και φιλόθρησκη ψυχή του νέου, σαν έφτασε στην Αγία Γη και επισκέφθηκε τον Γολγοθά και τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού, τόσο γοητεύθηκε, που πήρε την απόφαση να μείνει πια στα μέρη εκείνα για όλη του τη ζωή. Και πραγματικά. Ο πιστός και φιλόθεος νέος, αφού γύρισε διάφορα μέρη, κατέβηκε και  στον Ιορδάνη. Περπάτησε με συνεπαρμένη ψυχή στον τόπο που κατά την παράδοση ο προφήτης της ερήμου βάπτισε τον Κύριο και από εκεί προχώρησε στη Λαύρα του Καλαμώνος, όπου και παρέμεινε αγωνιζόμενος  τον αγώνα τον καλό, της αρετής τον αγώνα. Ο αδελφός του Γεώργιος, μικρός ακόμη παρέμεινε κοντά στους γονείς του και ξεχώριζε απ’ όλους τους συνομήλικούς του στη φρονιμάδα και τη σεμνή ζωή.
Στα χρόνια τα δύσκολα, της εφηβείας τα χρόνια, μεγάλη δοκιμασία κτύπησε το καλό παιδί. Οι γονείς του αρρώστησαν και πέθαναν σε λίγο διάστημα ο ένας μετά τον άλλο. Εκείνος όμως, που βεβαιώνει με το Πανάγιο Πνεύμα Του πως το ορφανό και την χήρα τα παίρνει πάντα υπό την ιδιαίτερη προστασία Του, δεν εγκατέλειψε το πιστό παιδί. Ένας θείος του φρόντισε και πήρε το παιδί κοντά του με όλα τα πράγματα και την κληρονομιά του με σκοπό σαν μεγαλώσει να τον συζεύξει με την επίσης μικρή  και μονάκριβη θυγατέρα του. Επειδή όμως ο Γεώργιος απεστρέφετο την κοσμική ζωή  και η  ψυχή του λαχταρούσε μία ανώτερη ζωή, την αγγελική ζωή, ένα πρωί έφυγε από το σπίτι και πήγε σ’ έναν άλλο θείο του, που ήταν ηγούμενος σ’ ένα μοναστήρι. Όταν ο πρώτος θείος έμαθε τι έγινε, πήγε στο μοναστήρι με σκοπό να ξαναπάρει τον Γεώργιο και να τον φέρει πίσω στο χωριό. Στην προσπάθειά του μάλιστα να επιτύχει τον σκοπό του, δεν δυσκολεύθηκε να φιλονεικήσει και  με τον αδελφό του τον μοναχό. Αυτός όμως με ηρεμία και πραότητα του απήντησε:

«Αδελφέ μου, ούτε έφερα τον νέο εδώ, ούτε και τον διώχνω. Άς αποφασίσει μόνος του ό,τι θέλει. Ηλικίαν έχει...».

Όταν ο νέος έμαθε την φιλονικία των θείων του για το πρόσωπό του, σηκώθηκε κρυφά και έφυγε από το μοναστήρι και από την Κύπρο και τράβηξε προς την αγία πόλη, την Ιερουσαλήμ. Εκεί σαν έφτασε, πήγε και γονάτισε και με ευλάβεια προσκύνησε τα πάνσεπτα προσκυνήματα της ευλογημένης πόλεως, και ύστερα κατέβηκε προς τον Ιορδάνη. Το άδολο γάλα της πίστεως με το οποίο από της βρεφικής ηλικίας τον πότισαν οι ευσεβείς γονείς του, τον σπρώχνει να βρεί τον αδελφό του. Η ψυχή του ποθεί τη  μακαρία ζωή, την αγγελική  ζωή. Οι κίνδυνοι της αμαρτίας  που αντίκριζε γύρω του, του  έφερναν στ’ αυτιά καθαρά τον απόηχο της φωνής των αγγέλων προς τον Λώτ: «Σώζων σώζε την σ’ εαυτού ψυχήν» (Γεν. ιθ’ 17). Δηλαδή κοίταξε πως θα σώσεις την ψυχή σου. Η ματαιότητα των φθαρτών αυτού του κόσμου συνετάραττε το είναι του. Πάντα  ματαιότης τα ανθρώπινα σκεπτόταν και επανελάμβανε μόνος του. Οδηγούμενος από το προσκλητήριο διάγγελμα του Κυρίου «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού  και  ακολουθείτω μοι», προχώρησε και τράβηξε προς τη Λαύρα του Καλαμώνος στην οποία, όπως είχε μάθει, βρισκόταν ο αδελφός του.

Η Λαύρα του Καλαμώνος βρισκόταν κοντά στο σημερινό μοναστήρι του Αββά  Γερασίμου εκεί στον Ιορδάνη.
Χωρίς κανένα ενδοιασμό σαν τον συνάντησε έπεσε στα πόδια του και  του φανέρωσε τον πόθο και την απόφασή του να μείνει κοντά του. Εκείνος παρά τη μυστική χαρά που δοκίμασε για την αγία διάθεση του αδελφού του, βλέποντάς τον τόσο νεαρό, φοβήθηκε να τον κρατήσει κοντά του και τον συνώδευσε στη Μονή της Παναγίας του  Χοζεβά  στον εκεί  ηγούμενο, που ήταν και φίλος του και του τον παρέδωσε. Αυτός δε επέστρεψε στο μοναστήρι του.

Ο  ηγούμενος από  την πρώτη στιγμή εξετίμησε τον ένθεο ζήλο του νεαρού  Γεωργίου και τον κατηύθυνε με φόβο Θεού στης  ασκητικής ζωής τα σκαλοπάτια. Η βαθιά ταπείνωση του νέου, η υπακοή  και  η προθυμία του να εκτελεί πάσαν εργασία της μονής, ενεθάρρυναν τον ηγούμενο, ώστε σε  λίγο καιρό να προχωρήσει στην κουρά  του νέου, σε μοναχό  και να τον αναθέσει σ’ ένα προκομμένο γέροντα σαν συμβοηθό του στο διακόνημα του  νεοκηπίου που  είχε.

Με αχώριστο σύντροφο τον ενθουσιασμό ο νεαρός μοναχός περνάει την καθημερινή ζωή του ανάμεσα σε νηστείες, αγρυπνίες και πολύωρες προσευχές. Εμπνεόμενος  από τον φλογερό  ζήλο του υποβάλλει τον εαυτό του σε πολλούς κόπους για τελειότερη ζωή. Δυστυχώς ο γέροντάς του παρά τις πολλές του αρετές δεν τον βοηθάει και πολύ  στην ευγενική του προσπάθεια. Ήταν άνθρωπος σκληρός και  με το «ψύλλου πήδημα» τον απόπαιρνε σε βαθμό  αποκαρδιωτικό.

Κάποια μέρα μάλιστα ο γέροντας έστειλε τον υποτακτικό του στον χείμαρρο να φέρει νερό. Επειδή όμως το νερό ήταν μαζεμένο και τα καλάμια και τα ξύλα που ήσαν μπροστά ήταν πολύ πυκνά και ο νέος ήταν ντυμένος τα ενδύματά του, δεν μπόρεσε να περάσει με το δοχείο του νερού και επέστρεψε άπρακτος. Ο γέροντας σαν είδε τον νέο χωρίς το νερό θύμωσε και του είπε να βγάλει το ιμάτιό του, να φορέσει μόνο το επάνω ράσο του και χωρίς να αντείπει υπάκουσε και πήγε. Επειδή όμως αυτός άργησε και στο μεταξύ κτύπησε ο κώδωνας για το τραπέζι, ο γέροντας έκρυψε το  ιμάτιο του παιδιού  και πήγε στο φαγητό. Όταν ο νέος επέστρεψε και  δεν βρήκε ούτε το ιμάτιό του, ούτε τον γέροντα, πήγε στη μονή χωρίς το  ζωστικό  και κτύπησε την πόρτα. Όταν ο μοναχός που ήρθε να του ανοίξει τον είδε έτσι γυμνό, τον ρώτησε τι του συνέβη. Και όταν ο νεαρός του εξήγησε, πήγε και του έφερε ένα ιμάτιο, το οποίο φόρεσε και  μπήκε στο μοναστήρι. Την στιγμή  που έμπαινε, ο γέροντας που τον είδε εκεί μπροστά από τους τάφους των αγίων πέντε Πατέρων, χωρίς οίκτο και με θυμό αδικαιολόγητο του έδωκε ένα δυνατό ράπισμα λέγοντάς του:

– Γιατί  άργησες;

Την ίδια στιγμή το χέρι του γέροντα ξηράνθηκε ολόκληρο και δεν κουνιότανε καθόλου. Συντετριμμένος ο αββάς από την τιμωρία που τον βρήκε, έπεσε μπροστά στα πόδια του νεαρού υποτακτικού του και τον παρακαλούσε λέγοντας:

— Παιδί μου, συγχώρεσέ με και μη με φανερώσεις. Έφταιξα. Πολύ έφταιξα. Μη με διαπομπεύσεις, αλλά παρακάλεσε τον Θεό να με συγχωρήσει και  να με κάμει καλά.
Ο νεαρός μοναχός βαθιά λυπημένος για το πάθημα του γέροντα, του είπε με  ταπείνωση και  συντριβή:
— Πήγαινε, πάτερ, εκεί  στους τάφους των αγίων Πατέρων, βάλε μετάνοια και  αυτοί  θα  σε θεραπεύσουν.
Ο γέροντας όμως επέμενε.
Παιδί μου, σε σένα έφταιξα. Συ παρακάλεσε τον Θεό να με σπλαγχνιστεί και να με συγχωρήσει.

Τότε ο νεαρός, αφού πήρε από το χέρι τον γέροντα, τον οδήγησε εκεί στους τάφους και αφού  έβαλαν βαθιά μετάνοια, προσευχήθηκαν και  το θαύμα έγινε. Το χέρι ξαναγύρισε στη φυσική του κατάσταση. Μα και η ψυχή του γέροντα μαλάκωσε. Ο θυμός παραμέρισε και  η πραότητα μαζί με  τη  συγκατάβαση στήσανε στην καρδιά του τον θρόνο τους.

Παρά την αποχώρηση του νεαρού μοναχού από τη σκηνή του θαύματος, τούτο έγινε γρήγορα γνωστό σ’ όλη την αδελφότητα. Από την στιγμή εκείνη όλοι οι μοναχοί με ιδιαίτερη εκτίμηση και σεβασμό άρχισαν να περιβάλλουν τον νέο και για το θαύμα του να μιλούν. Και αυτός από φόβο μήπως πιαστεί στα δίχτυα της υπερηφάνειας, σηκώθηκε μία βραδιά και  εγκατέλειψε το μοναστήρι και  τράβηξε στη Λαύρα που βρισκόταν ο αδελφός του. Εκεί με αυστηρή εγκράτεια στόλισε την ζωή του και με τη νηστεία και τη σκληρή άσκηση νέκρωσε το σώμα του, ώστε οι προσβολές του εχθρού να μη μπορούν να τον επηρεάσουν. Καμιά υστεροβουλία ή ιδιοτέλεια δεν υπεισερχόταν στις σκέψεις του. Το θέλημα του Κυρίου σαν φωτεινός φάρος πρόβαλλε πάντα μπροστά του και του φώτιζε τον δρόμο του. Ζούσε όμως σαν ουράνιος άνθρωπος, μα και επίγειος άγγελος. Ζωή «πλήρης χάριτος και  αληθείας» (Ιωάννη α’ 14) είχε καταντήσει η ζωή του. Πηγή ακένωτη θαυμάτων. Θαυμάτων που προκαλούν στ’ αλήθεια κατάπληξη.

Ένα τέτοιο θαύμα ήταν και τούτο. Κάποια μέρα ένας γεωργός από την Ιεριχώ, γνωστός και φίλος των δύο ασκητών, ήρθε στη Λαύρα, με ένα ζεμπίλι από διάφορους καρποὺς που γεωργούσε και κτύπησε την θύρα του κελιού τους. Ο Γεώργιος πήγε και άνοιξε την πόρτα και τον προσκάλεσε να μπεί  μέσα. Ο επισκέπτης μόλις μπήκε έβαλε μία μετάνοια και  αφού  τοποθέτησε το ζεμπίλι με τα δώρα παρακάλεσε θερμά τους αβάδες να ευλογήσουν τους καρπούς  οπότε κάτω από αυτούς με μεγάλη έκπληξη τι βλέπουν; Ένα νήπιο νεκρό. Ήταν το νεογέννητο παιδί του επισκέπτη που είχε αποθάνει και  αυτός το έφερε στους αβάδες με τη γλυκιά ελπίδα πως αυτοί θα μπορούσαν να το αναστήσουν και  να του το ξαναδώσουν ζωντανό. Ο αββάς Ηρακλείδης σαν το είδε με τρόμο και ταραχή είπε στον αδελφό του: «Πήγαινε και κάλεσε τον άνθρωπο να έρθει να πάρει το ζεμπίλι με τα πράγματα που έφερε. Μας βάζει, πες του σε μεγάλο πειρασμό. Κύριε, αναφώνησε, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς».

Ο αββάς Γεώργιος όμως που ήταν τότε σαράντα περίπου χρόνων, έβαλε στον αδελφό του μετάνοια και  με σεβασμό του είπε:

Πάτερ μου, μη στενοχωρείσαι και μη ταράττεσαι. Αλλά έλα να παρακαλέσουμε με πίστη τον Πολυεύσπλαχνο και  Πανοικτίρμονα Θεό να κάμει το θαύμα του. Και άν μας ακούσει η ευσπλαγχνία του και αναστήσει  το παιδί, ευλογημένο άς είναι στους αιώνες το Πανάγιο Όνομά Του. Τότε καλούμε τον πατέρα και του δίνουμε το παιδί του, όπως πίστεψε. Άν όμως η αγαθότητα του Θεού δεν θελήσει, για λόγους που γνωρίζει Εκείνος, να γίνει το θαύμα, τότε πάλι καλούμε τον πατέρα και του  εξηγούμε, πως και  εμείς  αμαρτωλοί άνθρωποι είμεθα και δεν έχουμε τέτοια παρρησία, ώστε να επιτύχουμε αυτό που ποθεί τόσο εκείνος, όσο και εμείς. Στα λόγια του Γεωργίου ο αββάς Ηρακλείδης πείσθηκε. Τότε και  οι δύο οι πατέρες αφού γονάτισαν, με δάκρυα στα μάτια και καρδιά ραγισμένη άρχισαν να προσεύχονται. Δεν πέρασε πολλή ώρα και  το θαύμα έγινε. Ο φιλάνθρωπος Θεός που ακούει πάντα τις προσευχές των παιδιών του που γίνονται με πίστη, άκουσε και  των πιστών αββάδων την παράκληση. Το νεκρό παιδί  κάποια στιγμή  άνοιξε τα μάτια και αφήκε ένα ελαφρό κλαψούρισμα. Οι ευλαβείς ασκητές με την ψυχή πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη άνοιξαν την πόρτα και κάλεσαν μέσα τον πατέρα του παιδιού και του είπαν:

– Αδελφέ μας, η αγάπη του Θεού, κατά την πίστη που έδειξες σ’ Αυτόν, σου  δίνει το παιδί σου πίσω ζωντανό. Πάρε το και  δόξαζέ τον με όλη σου την ψυχή, αλλά και  μην αναφέρεις σε κανένα τίποτα από  ό,τι έγινε.

Ο ευλαβής πατέρας με δάκρυα χαράς πήρε στην αγκαλιά του το αγαπημένο του παιδό και  βγήκε δοξολογώντας από τα βάθη της ψυχής του τον φιλάνθρωπο Θεό. Έφυγε και αφήκε πίσω τους αββάδες να συνεχίζουν τον αγώνα τους. Αγώνα κουραστικής σκληραγωγίας του κορμιού, αγώνα συνεχούς προσευχής.

Έτσι περνούσε κάθε μέρα η ζωή τους με ευλάβεια και ειρήνη και ταπείνωση και ζηλευτή γενικά αρετή. Ποτέ τους δεν καταδέχτηκαν να αντιμιλήσουν ο ένας στον άλλο ή να λυπήσουν κανένα. Ο αββάς Ηρακλείδης είχε πολλή πραότητα και  υπομονή  και  ταπείνωση. Και αυτές τις αρετές τις κράτησε με παραδειγματικό ζήλο και προσοχή μέχρι της ημέρας που ο μεγάλος Πατέρας τον κάλεσε να αφήσει τούτο τον κόσμο και να μεταπηδήσει στη χώρα του ουρανού και της αιώνιας ευτυχίας και χαράς. Κοιμήθηκε γύρω στα εβδομήντα του χρόνια και τάφηκε εκεί στους τάφους των οσίων Πατέρων. Στον ουρανό τώρα πρεσβεύει για όλο τον κόσμο και  ιδιαίτερα για την πατρίδα, τη μαρτυρική Κύπρο.

Ύστερα από τον θάνατο του  αββά Ηρακλείδη, αδελφού ομογάλακτου, συμμοναστού όμως και  συναθλητού του αββά Γεωργίου, τότε και  αυτός εγκατέλειψε τη Λαύρα  και  ξαναγύρισε στο μοναστήρι του Χοζεβά  από το οποίο ξεκίνησε. Και στο περιβάλλον αυτό η ζωή του ταπεινού αββά συνεχίζεται  σαν την προηγούμενή του ζωή στη Λαύρα. Και εδώ η αυστηρή  νηστεία, μαζί με την υπερβολική αγρυπνία και  θερμή προσευχή αποτελούν την καθημερινή του ενασχόληση. Η νηστεία μάλιστα στην οποία υπέβαλλε τον εαυτό του, όπως μας λέει ο μαθητής του ο Όσιος Αντώνιος, αυτός που έγραψε και τη βιογραφία του, είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Αλλά και στη μελέτη και την προσευχή είχε ξεπεράσει όλους εκεί τους συμμοναστές του. Χωρίς καμιά υπερβολή μπορούσε να έλεγε για τη ζωή του. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί  Χριστός». (Γαλ. β’ 20). Οι άνθρωποι που τον έβλεπαν τον θαύμαζαν. Και οι δαίμονες τον έτρεμαν για την αυταπάρνηση  και  την υπομονή του.

Όταν οι  Πέρσες έφτασαν στη Δαμασκό, ο Όσιος που την ημέρα καθόταν έξω απ’ το κελί του και ζεσταινόταν στον ήλιο, γιατί από την υπερβολική εγκράτεια είχε καταντήσει πολύ αδύνατος, με θείο όραμα προέβλεψε την καταστροφή της χώρας. Οι αμαρτίες των ανθρώπων της εποχής εκείνης που κατοικούσαν στα μέρη εκείνα της Συρίας και της Παλαιστίνης είχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο όριο. Όταν μάλιστα οι Πέρσες είχαν προχωρήσει και περικυκλώσει την αγία πόλη Ιερουσαλήμ, τότε οι αδελφοί του  κοινοβίου και πολλοί από αυτούς που έμεναν σε κελιά έφυγαν για την Αραβία ή πήγαν και κρύφτηκαν στα σπήλαια και στον καλαμώνα. Μαζί μ’ αυτούς με την επιμονή των πατέρων πήγε και ο γέροντας Γεώργιος. Εκεί τον βρήκαν οι Πέρσες και  τον πήραν και αυτόν αιχμάλωτο μαζί  με άλλους. Πολλούς απ’ αυτούς κατέσφαξαν. Μεταξύ αυτών και ένα γέροντα εκατό περίπου χρόνων με άγια ζωή, τον αββά Στέφανο τον Σύρο. Τον Άγιο Γεώργιο τον σεβάστηκαν σαν τον είδαν έτσι αδύνατο και ευλαβή, του έδωκαν μάλιστα και  ένα ζεμπίλι με ψωμιά  και  ένα δοχείο με νερό και  τον αφήκαν ελεύθερο λέγοντάς του: «Όπου θέλεις πήγαινε, γέρο, να σώσεις τον εαυτό σου». Ο Άγιος κατέβηκε στον Ιορδάνη τη νύκτα και  κρυβόταν εκεί μέχρις ότου έφυγαν οι Πέρσες προς τη Δαμασκό μαζί με τους αιχμαλώτους που πήραν και από την αγία πόλη των Ιεροσολύμων. Μαζί τους είχαν και τον επίσκοπο Ιεροσολύμων τον Ζαχαρία  και  τον Τίμιο Σταυρό.

Ο γέροντας αφού περιπλανήθηκε ένα διάστημα σε διάφορα μέρη, στο τέλος γύρισε στο μοναστήρι του Χοζεβά όπου παρέμεινε μέχρι του θανάτου του. Αυτή την περίοδο ο όσιος παρά την ηλικία του ανέπτυξε μεγάλη ιεραποστολική δράση. Το «παρακαλείτε, παρακαλείτε τον λαό μου» το έκαμε βίωμά του και σύνθημα ζωής. Καθημερινά έβγαινε από το κελί του και δίδασκε και στήριζε τους αδελφούς και τους πολλούς επισκέπτες. Μαζί με τη διδασκαλία του ο όσιος πρόσφερε και τα πολλά θαύματά του. Πολύ τον χαρίτωσε ο Κύριος τούτο τον καιρό. Πηγή χαριτόβρυτη κι ανεξάντλητη θαυμάτων έμεινε μέχρι της ημέρας που κοιμήθηκε.

Ειρηνικά και ήσυχα ένα πρωινό ο Άγιός μας αφήκε το πνεύμα του να πετάξει κοντά στον Κύριο που αγάπησε με όλη την ψυχή του και έζησε για την δόξα του. «Δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού και ου μη άψηται αυτών βάσανος». Ποικίλες θεραπείες προσφέρει ο Όσιός μας και μετά την κοίμησή του σ’ εκείνους που με ευλάβεια και πίστη στον Θεό ζητούν τη μεσιτεία του. Η μνήμη του αθάνατη θα μένει στους αιώνες και το παράδειγμά του ζωντανό  θα καλεί  τις γενεές των ανθρώπων και μάλιστα της Νήσου των Αγίων, της Κύπρου μας στην αγάπη του Χριστού. Ναι! στην αγάπη του Χριστού, γιατί μόνο η αγάπη του Χριστού  και  η προσήλωσή μας στο θέλημά του ομορφαίνει την ζωή μας και της δίνει νόημα  και  ασφάλεια  και  αξία.

Είναι καιρός, όλοι όσοι κατοικούμε τούτο τον τόπο (στην Κύπρο) να συνειδητοποιήσουμε πως το  όνομα «χριστιανός» δεν είναι ένα κενό όνομα  και  ένας κληρονομικός τίτλος χωρίς ευθύνη. Το όνομα, το τιμημένο όνομα χριστιανός, είναι περισσότερο τρόπος σκέψεως και  ένας κανόνας ζωής. Είναι «αίρεσις βίου». Καθένας από μας είναι υποχρεωμένος την κάθε μέρα να δίνει «την μαρτυρία Ιησού  Χριστού». Και αυτή  η μαρτυρία δεν είναι μία πράξη ανώδυνη. Σε πολλές περιστάσεις  η μαρτυρία Ιησού Χριστού καταντά διωγμός «ένεκεν δικαιοσύνης». Και ακόμη μαρτύριο και θάνατος για χάρη του Χριστού και του Ευαγγελίου του. Σήμερα πιο πολύ  από κάθε άλλη φορά ο κάθε πιστός πρέπει να είναι αθλητής της πίστεως. Της πίστεως, την οποία πρέπει να είναι έτοιμος να ομολογήσει και  να βεβαιώσει με την πολιτεία του. Να βεβαιώσει δηλαδή ότι καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να τον χωρίσει από την αγάπη του Χριστού. Μαζί με τον θείο Απόστολο Παύλο καθένας από μας πρέπει να είναι έτοιμος να επαναλάβει το «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχώρια ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;». Και  με πεποίθηση ακλόνητη στη δύναμη που χαρίζει ο Χριστός, σ’ εκείνους που με αληθινή πίστη τον επικαλούνται, να δίνει και την απάντηση, όπως την έδινε η φάλαγγα των αγίων, οσίων, πατέρων και μαρτύρων της εκκλησίας μας, όπως την έδινε ο μεγάλος άγιος μας Γεώργιος ο Χοζεβίτης  με τα λόγια και πάλιν του θείου Παύλου:

«Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί  ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. η’ 25, 38 – 39).
 
Άγιε Γεώργιε του Χοζεβά, αγλάϊσμα των Πατέρων, δόξα των οσίων, τρανό υπόδειγμα βαθιάς πίστεως και ευσέβειας, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών. Πρέσβευε, άαγιε Πάτερ, και  εύχου η πατρίδα σου Κύπρος, να ιδεί μία ώρα γρηγορότερα την ποθητή ελευθερία και τη λύτρωση από τα ανήκουστα δεινά που περνά. Αμήν.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.       
Γεωργήσας τὸν λόγον Πάτερ τῆς χάριτος, δικαιοσύνης ἐδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ὡς τὴν ἔνθεον ζωὴν αἱρετισάμενος· ὅθεν τῆς δόξης κοινωνός, ἀνεδείχθης τοῦ Χριστοῦ, Γεώργιε θεοφόρε· ᾧ καὶ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.




Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς γεωργὸν τῶν νοητῶν φυτῶν πανάριστον
Καὶ τῶν Ἀγγέλων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον
Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ παῖδές σου θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον,
Ἀπὸ πάσης ἀπολύτρωσαι κακώσεως   
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γεώργιε.


Μεγαλυνάριον.
Τὸν Σταυρὸν ὡς ἄροτρον ἐσχηκώς, σεαυτὸν ὁσίως, ἐγεώργησας τῷ Θεῷ· ὅθεν τὴν ψυχήν μου, Γεώργιε παμμάκαρ, ἠθῶν τῇ γεωργίᾳ, ἤδη νεούργησον.


Δεν υπάρχουν σχόλια: