Αγωνιστής
τίμιος και ηρωικός. Εμπνευστής και οδηγός του καλού. Άνθρωπος προσευχής
και οικονόμος των Μυστηρίων
του
Θεού. Μορφή που συνδύαζε την αγάπη με την ζωή της απροσμέτρητης αυτοθυσίας, για τους
άλλους. Κόσμημα αληθινό της Κυπριακής
Εκκλησίας. Να ποιος υπήρξε ο Άγιος
Δημητριανός, ο επίσκοπος Χύτρων.
Γεννήθηκε στην κωμόπολη
Συκαί της επαρχίας Λευκωσίας, μια
κωμόπολη ερειπωμένη σήμερα, την εποχή που στην Κωνσταντινούπολη βασίλευε
ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (829 – 842) μ.Χ.
Ο πατέρας του ήταν ιερέας και η μητέρα του
μια
πιστή και θεοφοβούμενη γυναίκα. Ανήκαν και οι δυο στην αγία εκείνη παράταξη των
χριστιανών για τους οποίους η επιστολή
προς Διόγνητο αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εν σαρκί τυγχάνουσιν, αλλ’ ου
κατά σάρκα ζώσιν.
Επί γης διατρίβουσιν,
αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται».
Στο ευλογημένο περιβάλλον του χριστιανικού
σπιτιού τους μεγάλωσε ο μικρός
Δημητριανός με το άρωμα της ευωδίας του
Χριστού. Από νωρίς ο ευλαβής
πατέρας έπαιρνε το παιδί του στην
εκκλησία και το συνήθιζε να τον υπηρετεί στα καθήκοντά του, τα
ιερατικά. Κτυπούσε το σήμαντρο, άναβε τα καντήλια, ετοίμαζε το θυμιατό.
Αργότερα, όταν
άρχισε να μαθαίνει γράμματα, ο πατέρας τον έβαζε
να του διαβάζει κάποιους ύμνους
και ψαλμούς. Το πρωί
διάβαζε με την παιδική κρυστάλλινη
φωνή του τα αναγνώσματα του όρθρου και
το βράδυ του εσπερινού με
κατάνυξη συγκινητική. Όλοι στην κωμόπολη καμάρωναν
το καλό παιδί
και το αγαπούσαν.
Και η
μανούλα που το καμάρωνε και
αυτή φρόντιζε το
παιδί της να μένει πάντα ξένο στην οποιανδήποτε ύποπτη ανατροφή. Τα λόγια του θείου Αποστόλου «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί» (Α’ Κορ. ιε’ 33) κυκλοφορούσαν κάθε
στιγμή στο μυαλό
της. Για τούτο πρόσεχε.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά και προσπαθούσε τις
ελεύθερες ώρες του παιδιού να τις γεμίζει
με κάποια καλή απασχόληση. Τα
λόγια του σοφού Σειράχ
«τέκνα σοι εστι, παίδευσον αυτά» (Σοφ. Σειρ.
ζ’ 23) πολύ συγκινούσαν την ευσεβή μητέρα. Έτσι ακούραστη αγωνιζόταν με τις
συμβουλές και νουθεσίες της να κατευθύνει με επιμέλεια και προσοχή
τις σκέψεις του
παιδιού της στον
δρόμο του Θεού.
Μαζί της το έπαιρνε στις
φιλανθρωπικές της επισκέψεις. Μαζί της
και όταν πήγαινε
να προσφέρει στους πονεμένους την παρηγοριά. Με τον τρόπο αυτό η ατίμητη
μάνα ασκούσε το παιδί
από την μικρή
του ηλικία στα
έργα της αρετής. Και
το ασκούσε με τα
λόγια της, μα
προ παντός με την αγία
ζωή της.
Στο πρόσωπο των
αγαπημένων του γονιών ο Δημητριανός έβλεπε και διάβαζε μίαν «επιστολήν Χριστού». Γιατί και
των δύο η ζωή ήταν
στ’ αλήθεια «επιστολή Χριστού, γινωσκομένη και
αναγινωσκομένη υπό πάντων
ανθρώπων» (Β’ Κορ. γ’ 2).
Όταν ο Δημητριανός ενηλικιώθηκε, οι γονείς
του τον έπεισαν
να κάμει οικογένεια.
Ο νέος δέχτηκε και νυμφεύθηκε
μία πολύ φρόνιμη
και ενάρετη κόρη. Τρεις
μήνες όμως ύστερα από
τον γάμο του ο Δημητριανός έμεινε
και πάλι μόνος. Η
αγάπη του Θεού κάλεσε στους
ουρανούς την πιστή και αγνή του
σύντροφο. Έφυγε η υπέροχη γυναίκα αγνή και παρθένος όπως αγνός και παρθένος έμεινε και ο σύντροφός της μέχρι
τέλους. Το πλήγμα ήταν βαρύ.
Μα η
σκέψη πως στον
κόσμο αυτόν τίποτα δεν
γίνεται χωρίς να το παραχωρήσει
ο Κύριος, βοήθησε τον νέο να
παρηγορηθεί. «Κύριος έδωκε,
Κύριος αφείλετο» έλεγε και
επανελάμβανε δοξολογώντας τον Θεό.
Ύστερα από την
δοκιμασία αυτή ο Δημητριανός αποφάσισε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο
στον οποίο έτρεφε
και πρωτύτερα μιαν αγάπη.
Η ζωή
της ασκήσεως, της εγκρατείας και της προσευχής τον συγκινούσε
από παιδί. Ντύθηκε λοιπόν το
μοναχικό σχήμα και έφυγε
από το σπίτι.
Στην Κυθρέα
κοντά, στην πλαγιά του βουνού ήταν ένα μοναστήρι, που λεγόταν Μοναστήρι του
Αγίου Αντωνίου. Δυστυχώς από το μοναστήρι αυτό δεν υπάρχει σήμερα ούτε σημάδι. Μόνο μία τοποθεσία
υπάρχει, που λέγεται άγιος
Αντώνιος και ίσως
εκεί να ήταν παλιά κτισμένο το
μοναστήρι. Σ’ αυτά φαίνεται έσπευσε να
καταφύγει ο φιλόθεος νέος. Οι πατέρες
της Μονής, που τον ήξεραν από προηγούμενες
επισκέψεις, με πολλή χαρά τον δέχθηκαν. Στην ησυχία και την
γαλήνη του περιβάλλοντος
του μοναστηριού βρήκε ο
νέος ό,τι ζητούσε.
Ο πνευματικός
αγώνας τον απορροφούσε τόσο
πολύ, ώστε πολλές φορές
ξεχνούσε και το φαγητό. Με
απερίσπαστη την καρδιά και ασάλευτο
τον νου του, αγωνιζόταν κάθε μέρα προσεκτικά και
σταθερά να ανεβεί
της αρετής τα σκαλοπάτια. Με
φόβο Θεού και ιερή κατάνυξη παρακολουθούσε τις ιερές ακολουθίες.
Η αγία ψυχή του
τις ώρες αυτές φλογιζόταν από την αγάπη του Χριστού
και η σκέψη του σκλάβα της αγάπης του πετούσε σ’ άλλους κόσμους. Η μελέτη
της Αγίας Γραφής
τον συγκινούσε βαθύτατα. Σ’ αυτήν
αφιέρωνε πολλές ώρες της
ημέρας και της νύχτας. Και
τούτο, γιατί γνώριζε, ότι ο
άνθρωπος που μελετάει τα λόγια του Θεού «ημέρας
και νυκτός», μοιάζει με
το δένδρο που είναι φυτεμένο κοντά στα
τρεχούμενα νερά και ποτίζεται
συνέχεια. Γι’ αυτό και δίνει πλούσιούς
τους καρπούς του
στον κατάλληλο καιρό.
Πλούσιους καρπούς
της ενάρετης ζωής του άρχισε να δίνει και ο μακάριος ασκητής.
Με την αυτοκυριαρχία του, την βαθιά του ταπεινοφροσύνη
και τον αγιασμό
του σώματος χαριτώθηκε από νωρίς
με το χάρισμα το θαυματουργικό. Με την προσευχή του επιτυγχάνει να θεραπεύει
κάθε αρρώστια και να αποδιώκει με την προσταγή του δαιμόνια. Η φήμη του προσελκύει καθημερινά πλήθος από
επισκέπτες στη Μονή, που έρχονται να ακούσουν τα λόγια του
και να λάβουν την θεραπεία τους. Κανένας
απ’ τους αρρώστους αυτούς, όπως
γράφει ο άγνωστος βιογράφος του,
δεν «απεπέμπετο κενός ελπίδων,
αλλά πάντες των ποθούμενων δαψιλώς απολαύοντες τα οικεία κατελάμβαναν».
Η πανθομολογούμενη
ευσέβεια και αρετή του μα και τα
πολλά θαύματα που
έκαμνε με την χάρη του Θεού, τράβηξαν και την προσοχή του τότε επισκόπου
της Κυθρέας, του αγιωτάτου Ευσταθίου, που τον κάλεσε κοντά
του και τον χειροτόνησε ιερέα. Στην
θέση αυτή ο Δημητριανός φρόντισε να γίνει ο πνευματικός πατέρας της κοινότητός
του. Και το
πέτυχε. Το πέτυχε χάρη στην πνευματική
ζωή που ζούσε,
την βαθιά ευσέβεια, την καλοσύνη, την ταπείνωση, την
αγάπη του. Σε πολύ λίγο
καιρό η σεβάσμια μορφή
του έγινε το κέντρο
του ενδιαφέροντος ολόκληρης της Κυθρέας. Μα η όμορφη
ζωή του μοναστηριού τον
τραβούσε. Γι’ αυτό ύστερα από
χρόνια πέτυχε με
τις ικεσίες του να
συγκινήσει τον ευλαβή επίσκοπό του και να πάρει από αυτόν την άδεια, να ξαναγυρίσει στ’ αγαπημένο του μοναστήρι. Όταν
έφτασε, βρήκε τους μοναχούς να κλαίνε τον
θάνατο του ηγουμένου τους. Σαν τον είδαν, το πρόσωπό τους φωτίστηκε από
παρηγοριά και η καρδιά τους σκίρτησε από
ελπίδα. Με παρακλήσεις έπεσαν στα πόδια
του και
με σεβασμό του
ζήτησαν να αποδεχθεί να γίνει ο διάδοχός του, ο πατέρας και προστάτης τους. Παρά την
αγάπη που η ψυχή του Δημητριανού ένοιωθε
στην απλή και μη διακρινόμενη ζωή, οι παρακλήσεις των πατέρων
και συμμοναστών του
τον έπεισαν ν’ αποδεχθεί και να
αναλάβει την ηγουμενία της Μονής. Στην υπηρεσία
αυτή ο ακούραστος αθλητής
έδωκε πάλι όλο
τον εαυτό του.
Το μοναστήρι την
εποχή αυτή γνώρισε μέρες μεγάλης
προόδου υλικής και πνευματικής. Όλοι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια γι’
αυτό και οι
χριστιανοί στους πνευματικούς του λόγους
έβρισκαν την γαλήνη και την
χαρά της καρδιάς
τους. Όαση πνευματική
έγινε για τα
γύρω χωριά με τα
λόγια των πατέρων,
την διδασκαλία τους,
το παράδειγμά τους.
Το ζηλευτό έργο της Μονής ήλθε να διακόψει ο
θάνατος του αρχιεπισκόπου της Κωνστάντιας και η μετάθεση σ’ αυτόν του επισκόπου
της Κυθρέας, του αγίου Ευσταθίου. Ο
θρόνος της Κυθρέας που κενώθηκε, έπρεπε να βρει τον κατάλληλο
αντικαταστάτη. Κλήρος και λαός στράφηκαν τώρα
στον Δημητριανό και τον
κάλεσαν να διαδεχθεί
τον ιερό Ευστάθιο
στον θρόνο των
Χυτρών (της Κυθρέας).
Η φυσική
αποστροφή που ο
ευλαβής κληρικός έτρεφε
προς τα μεγάλα
αξιώματα τον έκαμαν να φύγει
κρυφά από την μονή και όπως μας λέγει ο βιογράφος του, «καταλαβών τα βορειότερα μέρη του όρους,
τόπον αποκρυβής εαυτώ περιεσκόπει, το
της αρχιεροσύνης φεύγων εγχείρημα».
Με την βοήθεια κάποιου επιστήθιου φίλου του Παύλου, στον
οποίο είχε φανερώσει τον σκοπό του, προχώρησε σε
μία σπηλιά κοντά
στην θάλασσα και εκεί αποκρύβηκε. Ύστερα από λίγο καιρό οι άνθρωποι του Αρχιεπισκόπου
τον
ανακάλυψαν και τον κάλεσαν
να τους ακολουθήσει
στην Κωνστάντια. Ο ουρανοπολίτης αθλητής υπάκουος, και
παρά την θέλησή
του παρουσιάστηκε στον Αρχιεπίσκοπο Ευστάθιο,
ο οποίος και τον χειροτόνησε
επίσκοπο Χυτρών. Επίσκοπο
ενός θρόνου ιστορικού,
ενός θρόνου που λάμπρυναν
πριν απ’ αυτόν τέσσερις επίσκοποι,
που ανακηρύχτηκαν από την
Εκκλησία μας άγιοι.
Με την εκλογή
και την χειροτονία του «ο λύχνος ετέθη επί την
λυχνίαν». Στο πρόσωπο του Δημητριανού οι χριστιανοί βρήκαν
τον άξιο ποιμένα, τον σοφό δάσκαλο, τον σπλαγχνικό πατέρα. Τα λόγια του Κυρίου μας
«ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων», που
χαρακτηρίζουν τον γνήσιο ποιμένα
και άξιο κληρικό, βρήκαν σ’ αυτόν τον πιστό και αφοσιωμένο
τηρητή. Κάτι
περισσότερο. Τα λόγια
αυτά ο θεοφώτιστος επίσκοπος τα
έκαμε σκοπό και σύνθημα της
ζωής του. Και
τα γεγονότα μας το
μαρτυρούν.
Την εποχή αυτή
οι Άραβες (Σαρακηνοί), ένας λαός βάρβαρος που κατοικούσε στην Μεσοποταμία,
κινήθηκαν προς δυσμάς μέχρι το νησί μας σαν κατάρα θεϊκή
με αρχηγό έναν άγριο
δυστυχώς Έλληνα εξωμότη που λεγόταν Δαμιανός. Σ’ αυτή τη ληστρική επιδρομή που έγινε γύρω στο 911 – 912
μ.Χ. και που κράτησε τέσσερις μήνες κούρσεψαν πόλεις και χωριά, και όταν έφθασαν
στην επαρχία του
Αγίου, πήραν μαζί
τους εκτός από τα λάφυρα και ένα
μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων. Τον ίδιο τον Άγιο δεν τον πείραξαν. Τον σεβάστηκαν. Τους
αιχμαλώτους όμως τους
πήραν μαζί τους.
Καταλυπημένος
ο στοργικός πατέρας
που έχανε τα
πνευματικά παιδιά του, «αφήκε,
ως τον καλό ποιμένα του
Ευαγγελίου, τα 99
πρόβατα και ακολούθησε
το ένα». Αφήκε
την επαρχία του και
παρά τα γηρατειά
του – θα ήταν τότε κάπου
77 – 78
χρόνων – πήγε «οπισθότους» στην μακρινή και άγνωστη εκείνη χώρα για να
ενισχύει και να παρηγορεί τα σκλαβωμένα παιδιά του.
Η ζωή του στον αφιλόξενο τόπο ήταν μία συνεχής
προσευχή και ένας ατέλειωτος θρήνος για τους χριστιανούς του. Προσεύχεται με
υπομονή, επιμονή και πίστη.
Τα λόγια του Κυρίου «πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες λήψεσθε»
στριφογυρίζουν συνέχεια στο
νου του. Προσεύχεται
και περιμένει.
Μια μέρα
επιζήτησε και παρουσιάστηκε μπροστά στον ανώτατο άρχοντα
των Αράβων. Με θάρρος και
παρρησία του εξέθεσε τα μαρτύρια των χριστιανών από την αδικαιολόγητη
ληστρική επιδρομή του
εξωμότη και ζήτησε
την απελευθέρωσή τους.
Η Κύπρος τότε είχε ένα
ιδιότυπο καθεστώς αυτονομίας. Πλήρωνε φόρους και στο Βυζάντιο και στο Ισλάμ, όταν οι δυο αυτές
μεγάλες δυνάμεις
του καιρού εκείνου
ήταν εμπόλεμες, η Κύπρος
έπρεπε να παραμένει
ουδέτερη. Ουδέτερη ήταν
η Κύπρος και όταν
της επιτέθηκαν οι βάρβαροι. Αδικαιολόγητη λοιπόν η επιδρομή και
άδικη η κατάληψη,
η καταστροφή και η αιχμαλωσία.
Τα λόγια του
Δεσπότη και τα δάκρυά
του μαλάκωσαν
την καρδιά του
άρχοντα των Αράβων.
— Σταμάτα, Δημητριανέ,
του είπε. Τα
λόγια σου, τα δάκρυα και οι
προσευχές σου
και η αγάπη σου για τους συμπατριώτες σου, τους αιχμαλώτους της Κύπρου,
μας έχουν συγκινήσει. Άν δεν ήσουνα εδώ,
θα τους κρατούσαμε
για πάντα κοντά μας δούλους
μας. Η παρουσία σου μας αναγκάζει
να δώσουμε ένα τέλος στην αιχμαλωσία σας. Τα δάκρυά σου ως θεϊκή βροχή
μαλάκωσαν την καρδιά μας και
μας κάμνουν να
πονάμε, όταν σας βλέπουμε. Γι’
αυτό σας αφήνουμε ελεύθερους. Πάρε
τους ανθρώπους σου και
πήγαινε στο καλό. Εμείς
για ασφάλειά σας
θα σας συνοδέψουμε
μέχρι το νησί σας.
Το θαύμα έγινε.
Η πίστη του Αγίου και οι προσευχές του θαυματούργησαν. Οι αιχμάλωτοι
με συνοδεία ξαναγύρισαν
στην αγαπημένη τους πατρίδα.
Η μεγαλειώδης τούτη πράξη του Αγίου φέρει στην μνήμη
μας κάποιο άλλο
γεγονός... Το αναφέρουμε από
σεβασμό και σαν μία πράξη δικαιοσύνης, αλλά και σαν ένα μνημόσυνο. Είναι το
γεγονός που έχει ως ήρωά του έναν
σύγχρονο κληρικό και
γνήσιο φίλο της πολύπαθης Κύπρου μας, τον αείμνηστο μητροπολίτη Τρίκκης
Διονύσιο Χαραλάμπους. Κατά την διάρκεια του επικού αγώνος του 40
είχε και αυτός
συλληφθεί στην Μυτιλήνη όπου
έμενε και ύστερα
από πολλές ταλαιπωρίες
είχε μεταφερθεί και εγκλεισθεί στο
στρατόπεδο του Παύλου Μελά
στην Μακεδονία. Αργότερα
χάρη στην επέμβαση μερικών ισχυρών
φίλων, που ενήργησαν χωρίς να το ξέρει αφέθηκε ελεύθερος, ενώ
οι συγκρατούμενοί του θα μεταφέρονταν
στα χιτλερικά στρατόπεδα της Γερμανίας. Ο
αληθινός κληρικός, σαν
το έμαθε απέρριψε
χωρίς κανένα ενδοιασμό
το άγγελμα της ελευθερίας
του και με
προθυμία και αυτοθυσία
συγκινητική έσπευσε ν’ ακολουθήσει το ποίμνιό του στη νέα του
περιπέτεια. Το ποίμνιό του, δηλαδή
τους συγκρατούμενούς του, που γνώρισε στο στρατόπεδο. Τους συνώδευε
εκούσια στην αιχμαλωσία, για να τους
παρηγορεί και να
τους ενισχύει. Μερικά
πολύ συγκινητικά στιγμιότυπα της
θεληματικής αυτής δοκιμασίας του μας δίνει
ο αείμνηστος πατήρ
στο βιβλίο του «Μάρτυρες». Μιμητής και αυτός του μεγαλόψυχου Αγίου μας,
του Δημητριανού, που έζησε μέχρι το τέλος μία ζωή θυσίας και αρετής, μια ζωή
υποδειγματική. Κοντά σ’ αυτόν όσο ζούσε έβρισκαν οι χήρες και τα ορφανά, τον
προστάτη. Οι θλιμμένοι και καταδιωγμένοι, τον παρηγορητή. Οι φυλακισμένοι και
αδικούμενοι, τον ελευθερωτή. Οι
πονεμένοι και άρρωστοι,
τον ιατρό και
θεραπευτή. Ναι. Τον ανάργυρο θεραπευτή. Γιατί ο Άγιος «τω χαρίσματι των ιαμάτων πάσαν απήλαυνε
νόσον και μαλακίαν... ού τέχνη χρώμενος ιατρική των εξ Ιπποκράτους και Γαληνού βοηθημάτων, Χριστού δε μόνον κλήσει
και τη του
Σταυρού σφραγίδι η
δοθείσα τούτω χάρις των
ιαμάτων επηκολούθει».
Ο σεβάσμιος επίσκοπος αφήκε τον κόσμο γύρω στα 915 – 916 μ.Χ. σε ηλικία 81 περίπου χρόνων. Οι πιστοί με δάκρυα πόνου κήδεψαν το σεπτό σκήνωμά του. Στο πρόσωπό του θρήνησαν τον ακλόνητο μαχητή, τον αλύγιστο αγωνιστή, τον στοργικό πατέρα και ακάματο της αρετής αθλητή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου