30/11/16

Ο Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος ο Πρωτόκλητος

Μορφή  βιβλική.  Φυσιογνωμία  προνομιούχος  και  διαλεχτή.  Πρώτος   απ’  όλους  τους αποστόλους  γνώρισε τον Ιησού, αλλά  και  πρώτος  κλήθηκε  να  τον  ακολουθήσει,  γι’ αυτό  και  Πρωτόκλητος.  Το  όνομά  του  το  ιερό   κατέχει  ιδιαίτερη  θέση  στην  ψυχή των  Ελλήνων.
Αυτός  είναι  ο  Ανδρέας  ο  Πρωτόκλητος  μαθητής  του  Χριστού  και  ο  ἐνας  από  τους Αποστόλους  του  Έθνους  μας.

Ο  Ανδρέας  καταγόταν  από  την  Βηθσαϊδά  της  Γαλιλαίας  και  ήταν  γιος  του  Ιωνά και  αδελφός  του  πρωτοκορυφαίου  Αποστόλου Πέτρου. Το  επάγγελμά του  ήταν ψαράς.
Ήταν  όμως  από  τις ευγενικές  εκείνες  ψυχές,  που  μελετούσαν  τους  προφήτες  και περίμεναν  με  λαχτάρα  την εκπλήρωση  των  υποσχέσεων  του  Θεού  για την  σωτηρία του  κόσμου.
Ο  Ανδρέας μαζί  με τον  Ιωάννη  τον  Ευαγγελιστή,  υπήρξαν  στην  αρχή  μαθητές  του Ιωάννου  του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που  βρισκόντουσαν  στις  όχθες του Ιορδάνη  και  ο Πρόδρομος  τους  έδειξε τον Ιησού  και  τους  είπε  «ίδε  ο  αμνός  του Θεού  ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», οι δυο απλοϊκοί  εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν  τόσο  πολύ,  που  χωρίς  κανένα δισταγμό  και  επιφύλαξη  αφήκαν αμέσως  τον  δάσκαλό τους και ακολούθησαν τον  Ιησού. Τον ακολούθησαν με προθυμία  και  ζήλο κι έμειναν κοντά του εκείνη την ημέρα. Τι  είδαν  και  τι  άκουσαν όλες εκείνες τις αξέχαστες ώρες; Χωρίς άλλο, λόγια άγια και  θεία. Ρήματα ζωής αιωνίου.  Λόγια,  που  τους  συνεπήραν  την ψυχή  και  τους  έκαμαν  να πιστέψουν  πως στ’  αλήθεια  ο  Ιησούς  ήταν  Εκείνος  που  περίμεναν.
Ο  Μεσσίας.  Ο  Σωτήρας  και  Λυτρωτής  των  ανθρώπων.

Τον  ενθουσιασμό  και  την  ικανοποίησή  τους  από  την  επικοινωνία  και  επαφή  τους με  τον  Κύριο  την  βλέπουμε  από  την ενέργεια του Ανδρέα. Μόλις  χωρίστηκαν  από τον  Ιησού,  έτρεξε  να  συναντήσει  τον  μεγαλύτερο  αδελφό  του  Πέτρο  και  να  του πει  με χαρά:  «Ευρήκαμεν  τον  Μεσσίαν  (ό εστί μεθερμηνευόμενον Χριστός) και ήγαγεν  αυτόν  προς  τον  Ιησούν».  Πόση καλοσύνη. Πόση ευγένεια ψυχής! Πόση αγάπη!  Δεν  κράτησε μόνος την χαρά του. Έσπευσε  να  την  μοιραστεί  με  τον  αδελφό του.  Και  είχε  δίκαιο!  Κείνος που γεύτηκε το μέλι του Ευαγγελίου δεν μπορεί  να το τρώει μόνος του. Η πραγματική χάρη, όταν φωτίσει την ψυχή, βάνει τέρμα στο πνευματικό  μονοπώλιο,  λέει  και  ένας  μεγάλος  ιεραπόστολος του περασμένου αιώνα.

Η περίπτωση αυτή είναι ένα έξοχο παράδειγμα αδελφικής αλληλεγγύης και πνευματικότητας.  Τα αδέλφια μας, οι  γονείς μας, οι συγγενείς μας, οι  οικείοι μας πρέπει  να  είναι  για μας πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, με τα οποία να είμαστε έτοιμοι να μοιραστούμε κάθε στιγμή και την χαρά και  την λύπη μας. Σ’ αυτούς  θα πούμε  τον  καλό  τον  λόγο.  Θα  δώσουμε  το  χριστιανικό  έντυπο.  Θα  τους  καλέσουμε σε μία χριστιανική συγκέντρωση. Θα τους πούμε σε μίαν επίσκεψη: «Ευρήκαμεν  τον Μεσσίαν». Αδελφοί μας! Ελάτε  στον Χριστό. Αυτός είναι  η  χαρά. Αυτός  η  ζωή  και  το  φως.  Αυτός  η  ειρήνη  του  κόσμου.  Μη  σας  σκανδαλίζουν μερικά  έκτροπα, που  βλέπετε γύρω σας. Μη σας σκανδαλίζει  η  ζωή  μερικών,  που αυτοκαλούνται  χριστιανοί  και  θέλουν  τάχατες  να δείχνουν  και  τον  δρόμο  στους άλλους.  Εσείς  κοιτάτε  μόνο  τον  Χριστό.  Αυτός  και  μόνο  αυτός  στον  κόσμο  τούτο δίνει  τη  χαρά  και  την  ειρήνη. Το  μαρτυρεί  η  ζωή  όλων των  απλών,  των  αληθινών χριστιανών.  Το  βεβαιώνει  η  ζωή  και  το  παράδειγμα  του  μεγάλου  αποστόλου  μας.

Ύστερα  από  το  επεισόδιο, που  αναφέραμε,  τόσο  ο  Ανδρέας,  όσο  και  ο  Πέτρος  και ο  Ιωάννης  ξαναγύρισαν  στα  πλοία  τους  και  έπιασαν  πάλι την δουλειά τους. Δεν είχε  έρθει  ακόμη  η  ευλογημένη  ώρα  να  αρχίσει  ο  Κύριος  το  έργο  του. Αυτό  έγινε λίγες  μέρες  αργότερα.  Εκεί  στην  λίμνη  της  Γεννησαρέτ οι δυο αδελφοί καταγίνονταν  να  ρίψουν  τα δίχτυα τους στην  θάλασσα, όταν τους  ξαναβρήκε  ο Ιησούς  και  τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν. «Δεύτε οπίσω μου», τους  είπε,  «και ποιήσω  υμάς  αλιείς  ανθρώπων».  Και  αυτοί  «ευθέως  αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν  αυτώ». «Ευθέως», χωρίς καμια χρονοτριβή, χωρίς καμιά αναβολή  τον ακολούθησαν.  Στην  περίσταση  αυτή  έμοιασαν  με  τον σοφό και  συνετό  εκείνο έμπορο  της ευαγγελικής περικοπής, που ζητούσε να βρει και ν’ αγοράσει μαργαριτάρια. Και όταν βρήκε κάποτε ένα σπουδαίο και  «πολύτιμον μαργαρίτην», έσπευσε να πωλήσει όλα όσα είχε και να τον αγοράσει. Αυτό έκαμαν και  οι  δύο αδελφοί.

Ο  Ανδρέας  ακολούθησε  τον  Κύριο πιστά και πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατά  το διάστημα  αυτό της μαθητείας του δύο από τα πολλά επεισόδια  καταδεικνύουν την ιδιαίτερη θέση, που είχε ανάμεσα στους άλλους μαθητές και  κοντά  στον Ιησού. Το πρώτο συνέβηκε στην έρημο. Τα πλήθη, που είχαν πληροφορηθεί πως ο Κύριος βρισκόταν  εκεί,  μαζεύτηκαν  απ’ όλα τα  μέρη  γύρω,  για  να  ζητήσουν  τις  ευεργεσίες του  και  ν’ ακούσουν τη  διδασκαλία  του. Κόντευε  να  δύσει  ο  ήλιος  και  κανένας  δεν έλεγε  να  φύγει. Κάποια  στιγμή  ο Ιησούς φώναξε κοντά του τον Φίλιππο και τον ρώτησε:  «Από πού  και  με τι  χρήματα  θα αγοράσουμε ψωμιά, για να φάγουν όλοι αυτοί  οι  άνθρωποι;»  Ο  Κύριος  φυσικά  γνώριζε  τι  θα  έκαμνε.  Το  είπε  όμως  αυτό, για  να  δοκιμάσει  τον  Φίλιππο  και  τους  άλλους  μαθητές.  Και  αυτός  από  μέρους και  των  άλλων μαθητών γεμάτος αμηχανία απήντησε: «Διακοσίων δηναρίων άρτοι ουκ αρκούσιν αυτοίς ίνα έκαστος αυτών βραχύ τι λάβη». Διακοσίων δηναρίων ψωμιά δεν φτάνουν, όχι για να χορτάσουν, αλλά  για να πάρει ο καθένας μια μπουκιά. Την στιγμή  εκείνη πετάχτηκε ο  Ανδρέας κι είπε. «Κύριε, είναι εδώ ένα παιδάκι, που  έχει πέντε  κριθαρένια ψωμιά  και  δυο ψαράκια» (Ιωάν. στ’ 9). Φυσικά πέντε κριθαρένια ψωμιά  και  δυο  ψαράκια  δεν  είναι  τίποτα  για  τόσο  κόσμο.  Μα  εσύ  Κύριε,  μπορείς να  τα ευλογήσεις  και  τότε, ω, ναι! Τότε  μπορούν  να  φάνε  όλοι  οι  άνθρωποι  και  να περισσέψουν. Πρόσωπο με παρρησία και  με μία  λανθάνουσα  πίστη  στον  Χριστό  μας παρουσιάζει  το  επεισόδιο  αυτό  τον  Ανδρέα.

Πρόσωπο με πλατιά  και  μεγάλη  καρδιά  μας  τον  παρουσιάζει  το  δεύτερο  επεισόδιο. Συγχρόνως όμως και  άνθρωπο με τόλμη, που δεν διστάζει να πάρει μία μεγάλη απόφαση  και  ν' αναλάβει  συνάμα  και  τις  ευθύνες  του.  Αφορμή  γι’ αυτό  το επεισόδιο  έδωκαν  μερικοί  συμπατριώτες  μας  Έλληνες.  Ήταν  οι  μέρες  του  Πάσχα, του  τελευταίου Πάσχα του  Κυρίου μας. Μέσα στα πλήθη, που  μαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα  από τα διάφορα μέρη του κόσμου, ήταν και  αυτοί. Ασφαλώς ήταν άνθρωποι που είχαν προσηλυτισθεί στον ιουδαϊσμό. Η πνευματική  θρησκεία του Ισραήλ  τους  είχε  τραβήξει  μέσα  στην  καρδιά  τους  βαθύ  τον πόθο να τον γνωρίσουν.  Πλησίασαν  λοιπόν  τον  Φίλιππο – ίσως  το  ελληνικό του  όνομα  τους έδωκε  το  θάρρος – και  του  ζήτησαν  να  τους  οδηγήσει  στον  Χριστό.  Ο  Φίλιππος όμως έσπευσε να ζητήσει τη γνώμη του Ανδρέα. Γιατί του  Ανδρέα; Γιατί ήταν συμπατριώτης  του και  ήξερε την παρρησία του. Αλλά και γιατί ο Ανδρέας ήταν γνωστός  σαν  ο  άνθρωπος  με  την  μεγάλη  καρδιά  και  το  θέμα  θα  το  αντίκριζε  όχι με τη στενή  ιουδαϊκή  αντίληψη,  πως  ο  Χριστός  ήλθε  και ανήκε μόνο στους Ιουδαίους,  αλλά  και  στους  άλλους  ανθρώπους. Και  πραγματικά  η στάση του δικαίωσε  την  φήμη  του.

Ο  Ανδρέας,  σαν  έμαθε  από  τον  Φίλιππο  το  περιστατικό,  χωρίς  να  χάσει  καιρό, πήρε  τους  Έλληνες και  μαζί μ’ αυτόν τους έφερε στον Χριστό (Ιωάν. ιβ’ 20 – 22). Τι φανερώνει  και  το  επεισόδιο  αυτό;  Την  μεγάλη,  την  πλατιά  του  καρδιά,  μα  και  την οικειότητά  του  προς  τον  Χριστό.  Ευτυχείς  όλοι εκείνοι που μιμούνται τον Πρωτόκλητο  και  βοηθούν και  άλλες ψυχές να πλησιάσουν  και  να γνωρίσουν  τον Κύριο.

Η  ζωή  του  Πρωτοκλήτου  κατά  τα  τρία  χρόνια  της  μαθητείας  είναι  η  ίδια  με  τη ζωή  των άλλων μαθητών. Αχόρταγα  και αυτός  μαζί  με  τους  άλλους  αποστόλους ρουφούσε  από  το  στόμα  του  θείου  Διδασκάλου  τα  «ρήματα  της αιωνίου  ζωής». Μαζί  του  περιέτρεχε  την  Αγία  Γη  και  έβλεπε  τις  ευεργεσίες  και  τα  θαύματά  του. Βαθιά  ήταν  η  συγκίνησή  του  για  την  υποδοχή,  που  ο  περιούσιος  λαός  επεφύλαξε στον  Κύριό  μας  «προ  έξ  ημερών  του  Πάσχα».  Πιο  βαθιά  η θλίψη  του  για  τη σύλληψη  του  Διδασκάλου  του  και  για όσα ακολούθησαν αυτή. Η  επίσκεψη του Κυρίου  όμως  κατ’ αυτήν  την  ημέρα  της  Αναστάσεώς  Του  και  ενώ πια  είχε βραδιάσει και  οι  πόρτες του σπιτιού  ήταν κλειστές  «δια  τον φόβον των  Ιουδαίων» ξανάφερε στην ψυχή του την χαρά  και  την ελπίδα. Ο  Ανδρέας παρευρέθηκε  στην Ανάληψη  και  έλαβε  μέρος  στην  εκλογή  του  Ματθία.

Μετά  την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, ο Απόστολός  μας,  όπως  ψάλλει  και  ο  ιερός  υμνογράφος,  αφού  «διεπέτασε  το  ιστίον του  Πνεύματος,  ως  κύμα  γαληνόν  πραέτω  πνεύματι  κινούμενον,  πάσαν  επλούτισε  την γην του ενθέου κηρύγματος». Ο  Ανδρέας  υπήρξε  ο  κατ’  εξοχήν  Απόστολος  των Ελλήνων.  Η  Σκυθία,  δηλαδή  η  σημερινή  νότιος Ρωσία, η  Ελληνική  Βιθυνία, ο Πόντος,  η  Θράκη, η Μακεδονία,  η  Ήπειρος  κι  η  Αχαΐα  ποτίστηκαν  πλούσια  με  τον τίμιο  ιδρώτα  του  Πρωτοκλήτου.  Αλλά  και   η  Εκκλησία  του Βυζαντίου, που απετέλεσε  και  αποτελεί  το  κέντρο  της  Ορθοδοξίας,  από τον  Απόστολό μας ιδρύθηκε.  Εδώ  ο  Ανδρέας εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο τον Απόστολο Στάχυ και αυτού  διάδοχος είναι ο  Οικουμενικός  Πατριάρχης. Σε μία του περιοδεία,  αναφέρεται από  την παράδοση, πως ο Άγιος μας ήλθε και  στο νησί  της Κύπρου. Το  καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του  Αποστόλου  Ανδρέα  και  τα νησιά, που είναι γνωστά  με  το  όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ’ ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και  το  νερό. Ένα πρωί, που  ο πλοίαρχος  βγήκε  στο  νησί  και  έψαχνε  να  βρει  νερό, πήρε μαζί του και  τον Απόστολο. Δυστυχώς πουθενά  νερό. Κάποια  στιγμή, που  έφτασαν  στη  μέση  των  δυο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που είναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο Άγιος γονάτισε μπροστά σ’ ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε  να  στείλει  ο  Θεός  νερό.  Ποθούσε  το  θαύμα,  για  να  πιστέψουν  όσοι ήταν  εκεί  στον  Χριστό. Ύστερα  σηκώθηκε,  σφράγισε με το  σημείο  του  Σταυρού  τον βράχο  και  το  θαύμα  έγινε.  Από  την ρίζα του βράχου  βγήκε  αμέσως  μπόλικο  νερό, που  τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας και απ’ εκεί προχωρεί  και  βγαίνει  από  μία  βρύση  κοντά  στη  θάλασσα. Είναι  το  γνωστό αγίασμα. Το  ευλογημένο  νερό,  που  τόσους  ξεδίψασε,  μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα – πρώτα  το  τυφλό  παιδί  του  καπετάνιου.

Ήταν  και  αυτό ένα από  τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε  τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές  σκοτάδι. Ποτέ  του  δεν  είδε  το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να  τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη  την ημέρα,  όταν  οι  ναύτες  γύρισαν  με  τα  ασκιά  γεμάτα  νερό  και  εξήγησαν  τον  τρόπο που  το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του  δύστυχου παιδιού.  Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που  βγήκε  από  τον ξηρό  βράχο  ύστερα  απ’ την προσευχή  του παράξενου  εκείνου  συνεπιβάτη  τους, θα  μπορούσε  να  χαρίσει  και  σ’ αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού  με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα  θα μπορούσε και  να προσφέρει. Με τούτη την πίστη  και  την βαθιά  ελπίδα  ζήτησε  και  το παιδί  λίγο  νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ’ την δίψα. Ο  Απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε  και  έδωσε  στο  παιδί  ένα  δοχείο  γεμάτο  από  το  δροσερό  νερό.  Όμως  το παιδί  προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπό  του.  Και  ω του  θαύματος!  Μόλις  το  δροσερό  νερό  άγγιξε  τους  βολβούς των  ματιών του  παιδιού,  το  χρόνιο  σκοτάδι  άρχισε  να  διαλύεται.  Και  ένα  φως, ιλαρό  φως, άρχισε  να  λούζει  τα  γύρω  πράγματα...

— Πατέρα, πατέρα, άρχισε να φωνάζει το παιδί πότε ψαχουλεύοντας και πότε τρέχοντας  να βρει τον πατέρα. Και ο καπετάνιος που τρόμαξε απ' τις φωνές του παιδιού  τρέχει και αυτός προς το μέρος που  ακουόταν η  φωνή.  Στο  αντίκρισμα  του παιδιού  του  σταμάτησε,  έσκυψε  και  άνοιξε  την  αγκαλιά  του.
— Παιδί  μου,  τι  σου  συμβαίνει;  ρώτησε  με  τρόμο  ο  πατέρας.
— Βλέπω!  Πατέρα  μου,  βλέπω!  Για  κοίτα  με, βλέπω  την  θάλασσα,  τους  ανθρώπους, τα πανιά  του  καραβιού μας που φουσκώνουν. Πατέρα, το  ευλογημένο νερό  που  μου  έδωκε εκείνος  ο  παππούλης, για να πιω  και να πλυθώ, αυτό μου χάρισε  ό,τι  ποθούσαμε.  Το  φως  μου,  πατέρα...

Ύστερα  από  μικρή  διακοπή που πέρασε μέσα σε δάκρυα και αναφιλητά ευγνωμοσύνης  ο  καπετάνιος  σηκώθηκε  και  είπε:
— Παιδί  μου,  πάμε  να  βρούμε  τον  παππούλη  που  λες,  για  να  τον  ευχαριστήσουμε για  ό,τι  μας  χάρισε!
— Όχι  εμένα,  είπε  ο  Απόστολος  που  πλησίασε. Τον  Χριστό  να  ευχαριστήσουμε όλοι.  Αυτός  μας έδωκε το  νερό.  Αυτός  γιάτρεψε  και  το  παιδί.  Αυτός είναι  ο αληθινός  Θεός,  που  έγινε  άνθρωπος  και  ήρθε  στον  κόσμο  για  να  μας  σώσει!

Και  ο   Απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε  να  τους  μιλά  και  να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι  τον άκουσαν  πίστεψαν  και  βαφτίστηκαν. Την αρχή  έκανε ο  καπετάνιος  με  το  παιδί  του, που  πήρε και το όνομα Ανδρέας. Και  ύστερα όλοι οι  άλλοι επιβάτες και  μερικοί ψαράδες  που  ήσαν  εκεί.  Πίστεψαν  όλοι  στον  Χριστό  που  τους  κήρυξε  ο  Απόστολός  μας  και  βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού,  ακολούθησαν  και  άλλα, και  άλλα. Στο  μεταξύ  ο  άνεμος  άρχισε να  φυσά και  το  καράβι  ετοιμάστηκε  για  να συνεχίσει το  ταξίδι  του.  Ο Απόστολος,  αφού κάλεσε  κοντά του  όλους  εκείνους  που  πίστεψαν  στον  Χριστό  και  βαφτίστηκαν,  τους  έδωκε  τις  τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε. Έτσι  στο ευλογημένο νησί οργανώθηκε ακόμη μια ομάδα, μία εκκλησία πιστών στον ένα αληθινό  Θεό.

Αργότερα,  μετά  από  χρόνια,  κτίστηκε  στον  τόπο  αυτόν  που  περπάτησε  και  αγίασε με  την  προσευχή, τα  θαύματα  και  τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο  μοναστήρι του  Αποστόλου  Ανδρέα, που  με τον καιρό  είχε  γίνει  παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ’ όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για  να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του Αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα  παιδιά  τους  και  να  προσφέρουν  τα πλούσια  δώρα  τους  σε  χρήμα  ή  σε είδη,  για  να  εκφράσουν  τα  ευχαριστώ και  την ευγνωμοσύνη τους στον θείο Απόστολο. Κολυμβήθρα  Σιλωάμ  ήταν  η  εκκλησία  του  για  τους  πονεμένους. Πλείστα  όσα  θαύματα  γινόντουσαν  εκεί  σε  όσους  μετέβαιναν  με  πίστη  αληθινή και  συντριβή  ψυχής.

Σε  όλους  τους  ναούς  του  μαρτυρικού  νησιού  μας  θα  βρούμε  την  αγία  εικόνα  του και  το  όνομά  του  είναι  το πιο συνηθισμένο μεταξύ  των κατοίκων (Ανδρέας ή Αδρεανή - Ανδρούλα)  και  το  πιο  διαδεδομένο.  Για  λόγους που μόνο ο Κύριος γνωρίζει,  εδώ  και  μερικά  χρόνια – από  το  1974 — το  άγιο  μοναστήρι  μαζί  με  όλη την  Καρπασία,  τη Μεσαορία  και  τη  Βόρειο  Κύπρο  έχει  περιέλθει  στην  κυριαρχία του πιο βάρβαρου εισβολέα, του Τούρκου.  Οι  ευλογημένες  εκκλησίες  που  βρίσκονται στα  μέρη  αυτά  μένουν  κανονικά  αλειτούργητες. Και οι καμπάνες σώπασαν από τότες να κτυπούν  και  να  καλούν  τους  πιστούς σε συναγερμό ψυχής. Το  αγίασμα όμως  που  βγήκε απ’ την γη ύστερα από την προσευχή του μεγάλου Αποστόλου Ανδρέου μένει και συνεχίζει το κελάρυσμά του. Συνεχίζει το κελάρυσμά του και περιμένει  την  αγία  ώρα, που  οι  πιστοί  του  νησιού,  πλυμένοι  και  καθαρισμένοι μέσα στα δάκρυα μιας ειλικρινούς μετάνοιας, θα αξιωθούν ελεύθεροι και πάλι να επισκεφθούν  το  όμορφο  μοναστήρι  για  να  ψάλουν  τα  ευχαριστήρια  στον  Κύριο  για την λύτρωσή τους από τα δεινά της πικρής δοκιμασίας και να πιουν και  να δροσίσουν  τα χείλη από το γλυκό νερό. Ο Θεός να δώσει, με την βοήθεια των πρεσβειών  του  Αγίου  Αποστόλου  Ανδρέου,  μα  και  των άλλων  Αγίων  της  Κύπρου μας,  η  μέρα  αυτή  να  έρθει  το  γρηγορότερο.

Το  τέλος του Αποστόλου υπήρξε  ανάλογο  της  ιστορίας  του.  Μαρτύρησε  στην  Πάτρα,  όπου  είχε  φτάσει, για  να  μεταδώσει  και  εδώ  το  μήνυμα  της  λυτρώσεως  και  να σκορπίσει το  φως του Χριστού. Η  επίσκεψή  του  από  την  πλευρά  αυτή  έφερε πολλούς  καρπούς. Σε λίγες μέρες το κήρυγμά του μαζί με τα πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικά τα θεμέλια της ειδωλολατρίας  στην  Αχαΐα.  Ανάμεσα  στους πρώτους, που πίστεψαν, ήταν αυτός ο ίδιος ο ανθύπατος. Έτσι λεγόνταν κατά  τους ρωμαϊκούς χρόνους οι Ρωμαίοι άρχοντες, που  διοικούσαν μία από τις επαρχίες του κράτους. Της πόλεως,  ο  Λέσβιος  όπως  λεγόταν, που  είχε  αρρωστήσει  άξαφνα  βαριά και  τον είχε  γιατρέψει  ο  Απόστολός  μας.  Το  παράδειγμα του  ανθύπατου  έσπευσαν ν’ ακολουθήσουν  και  άλλοι  ειδωλολάτρες.  Μα  το  πράγμα  έγινε  γνωστό  στην  Ρώμη. Ο  αυτοκράτορας Νέρων λύσσαξε απ’ το κακό του και  έδωσε εντολή  να αντικατασταθεί  αμέσως  ο  Λέσβιος  από  κάποιο  Αιγεάτη, πολύ φανατικό ειδωλολάτρη  και  πολύ  σκληρό.

Ο  Πρωτόκλητος  έχοντας  συνοδό  τον  Λέσβιο  συνεχίζει καθημερινά  τα  κηρύγματά του και  τις θαυματουργικές του θεραπείες. Πλήθη λαού απ’ όλη την Αχαΐα τα παρακολουθούν με ενδιαφέρον και  πολλοί  κάθε μέρα πυκνώνουν τις τάξεις των πιστών. Μέσα  σ’ αυτούς  προστίθενται  τώρα  και  η  σύζυγος του Αιγεάτη, η Μαξιμίλλα,  ο  αδελφός του  Στρατοκλής,  σοφός  μαθηματικός,  και  άλλοι  πολλοί  από τους  συγγενείς  του  και  τη  συνοδεία  του.

Ο  ανθύπατος  Αιγεάτης, άν και  είδε την γυναίκα του Μαξιμίλλα  να  σώζεται  από βέβαιο θάνατο με την επέμβαση του Πρωτοκλήτου, άν και είδε τον αδελφό του Στρατοκλή, που  τον εκτιμούσε τόσο, να προσχωρεί  στη νέα  πίστη,  εν  τούτοις  ο  ίδιος έμεινε  ασυγκίνητος. Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε με τη γυναίκα του και  αξίωσε απ’ αυτήν  να  αρνηθεί  τον Χριστό. Η  Μαξιμίλλα  όμως  δεν  δέχτηκε  ν’ ακούσει.

– Προτιμώ,  του  είπε,  να  χωριστώ  από  σένα  παρά  από  τον  Χριστό  μου.

Και  αυτός,  τυφλωμένος  απ’ το πάθος  του,  διατάσσει  να  συλλάβουν  τον Πρωτόκλητο και  να τον ρίξουν στη φυλακή. Για να εκβιάσει δε περισσότερο την αφοσιωμένη  στον  Χριστὸ  γυναίκα,  την  απειλεί  πως, άν δεν επιστρέψει στην θρησκεία των πατέρων της, την ειδωλολατρία, θα βασανίσει τρομερά τον γέροντα Απόστολο  και  στο  τέλος  θα  τον σταυρώσει. Ανήσυχη η  Μαξιμίλλα τρέχει στη φυλακή, για  να  μεταφέρει  στον  Απόστολο  τις απειλές του  συζύγου της. Τρέμει  η καλή  γυναίκα,  μήπως  πάθει  κανένα  κακό  ο ευεργέτης  και  σωτήρας  της.
— Μη  φοβάσαι,  κόρη  μου, για την ζωή μου, της είπε ο Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερά  την πίστη  σου.  Θα  είναι τιμή  και  εύνοια  του  Θεού  σε  μένα  ν’ αξιωθώ  να φύγω  απ’ τον κόσμο αυτό  κατά  τον  ίδιο  τρόπο,  που  έφυγε  ο Λυτρωτής μας. Άς κάμει,  ό,τι  θέλει  ο  Αιγεάτης. Άς με κάψει στην φωτιά. Άς με κατακάψει με τα μαχαίρια.  Άς  με καρφώσει  στον Σταυρό.  «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι  εις  ημάς». Ο  Στρατοκλής,  που  βρισκόταν  εκεί,  λούστηκε  στο  κλάμα.
1 – Μην κλαις, του είπε ο  Απόστολος. Κάποια μέρα  θα  φύγουμε  από  τον  κόσμο  αυτό.  «Ουκ  έχομεν  ώδε  μένουσαν  πόλιν».  Πρόσεξε  μόνο  τον  σπόρο  του  Ευαγγελίου,  που έσπειρα στην καρδιά σου. Κράτησέ τον προσεκτικά  και  σπείρε  τον  και  εσύ  παρακάτω.

Τα λόγια του Αποστόλου τόνωσαν το  θάρρος  της  Μαξιμίλλας  και  του  Στρατοκλή  και ατσάλωσαν  την  θέληση  τους  ν’ αγωνιστούν  ως το  τέλος.  Ο  Αιγεάτης  ξαναφώναξε  την γυναίκα του  και  προσπάθησε με λόγια  γλυκά  και  κολακευτικά να την μεταπείσει από την  πίστη  του  Χριστού.
— Είμαι έτοιμος να κάμω το καθετί για την αγάπη σου, της είπε. Άν  πεισθείς  να αφήσεις τον  Χριστό, θα  σ’ έχω  βασίλισσα στο σπίτι μου. Αλλιώς  θα  καρφώσω  σ’ ένα σταυρό  τον  γέρο,  που  σου  πήρε  τα  μυαλά,  και  θα  σκοτώσω  και  εσένα.
Η  απάντηση  της  Μαξιμίλλας  υπήρξε  αληθινά  ηρωική.
— Προτιμώ  χίλιες φορές  τον  θάνατο  παρά  τη  ζωή  μ’ ένα  ειδωλολάτρη  σαν  και  σένα.

Τα λόγια της ηρωίδας χριστιανής άναψαν τον θυμό του συζύγου της,  που  έδωκε  εντολή να βασανίσουν σκληρά τον Άγιο και στο τέλος να  τον  υψώσουν  πάνω  σ’ έναν  σταυρό, που είχε το σχήμα του  γράμματος  Χ  και  που  είχε  στηθεί  στο  «χείλος  της  θαλάσσιας αμμουδιάς». Πάνω στον Σταυρό  αυτό,  που  ήταν  φτιαγμένος  από  ξύλα  ἐλιάς,  έδεσαν  τα χέρια  και  τα  πόδια  του  Αποστόλου,  χωρίς  να  τον  καρφώσουν.  Και  αυτό  έγινε, γιατί  ο Ανθύπατος  ήθελε να κρατήσει πολύν καιρό  τον  Άγιο  στη  ζωή,  για  να  τον  βασανίσει.

Από μία θάλασσα, την όμορφη θάλασσα  της  Γαλιλαίας,  κάλεσε  ο  Κύριος  τον  μεγάλο Ψαρά να τον ακολουθήσει για να γίνει  μαθητής  του  και  να  ψαρεύει  ανθρώπους.  Από μία άλλη θάλασσα κοντά, την θάλασσα της ιστορικής πόλεως των Πατρών,  κάλεσε  και πάλι ο Χριστός  τον  μαθητή  και  Απόστολό  του  Ανδρέα,  ύστερα  από  σκληρή  εργασία σποράς  του  λόγου  του,  να  μεταπηδήσει  στην  ουράνια  πατρίδα  μας,  για  να  λάβει τον άφθαρτο στέφανο της δικαιοσύνης. Ο απόστολος έφυγε από τον κόσμο αυτόν  σε  ηλικία 80  περίπου  χρόνων.

Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατό  του.  Ο  πόνος  τους  έγινε  ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο  λείψανό του, για να το θάψουν. Ο  Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο Άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε και αυτοκτόνησε. «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός». Οι χριστιανοί τότε  με  τον  επίσκοπό  τους  τον  Στρατοκλή,  πρώτο  Επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το έθαψαν με  μεγάλες  τιμές.  Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μ. Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών  στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε  στο ναό των  Αγίων  Αποστόλων  «ένδον  της  Αγίας Τραπέζης».  Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως  απέμεινε  στην  Πάτρα.  Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460, τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορος  Κωνσταντίνου  του  Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το  πολύτιμο  κειμήλιο  και  το  μετέφερε  στην Ιταλία.  Εκεί  εναποτέθηκε  στο ναό του Αγίου Πέτρου της Ρώμης, όπου  έμεινε  μέχρι  του 1964. Την 26η  του Σεπτέμβρη ( Ανακομιδή Τιμίας Κάρας) του έτους αυτού αντιπροσωπεία του πάπα Παύλου μετέφερε από την  Ρώμη  τον  πολύτιμο  θησαυρό  και τον παρέδωσε στον νόμιμο κάτοχο, την Εκκλησία των Πατρέων. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από  ενέργειες της  Αρχιεπισκοπής  μεταφέρθηκε  και  στην  Κύπρο το  1967  για  μερικές μέρες και  εξετέθηκε  σε ευλαβικό προσκύνημα. Χιλιάδες  Κύπριοι τότε,  μικροί  και  μεγάλοι,  άνδρες και  γυναίκες,  ξεκίνησαν  από  τα  τέσσερα  σημεία  του νησιού μας και πήγαν και προσκύνησαν την αγία Κάρα του  Πρωτοκλήτου  και  μπροστά της  κατέθεσαν  τον  βαθύ  σεβασμό  και  την  ευλαβική  ευγνωμοσύνη  τους  για  τα  όσα  η χάρη  του  πρόσφερε  και  προσφέρει  στο  νησί  της  Κύπρου..

Στη μνήμη του μεγάλου αποστόλου άς κλίνει τακτικά  με  ευλάβεια  το  γόνυ  της  ψυχής κάθε  Ελληνική  καρδιά.  Είναι  ένας  απ’ τους Αποστόλους που αγάπησαν την  πατρίδα μας και αγωνίστηκαν  να  της  μεταδώσουν  το  ανέσπερο  φως  του  Χριστού. Το  μήνυμά  του δε, «ευρήκαμεν  τον  Μεσσίαν»  άς  γίνει  και  για  μας  σύνθημα  ζωής.
 
«Ευρήκαμεν  τον  Μεσσίαν»  φωνάζει  και  σ’ εμάς  ο  Πρωτόκλητος μαθητής. Ο  Χριστός ήταν και είναι ο μοναδικός Σωτήρας και Λυτρωτής των ανθρώπων. Έτσι  τον  γνωρίσαμε εμείς.  Έτσι θα τον γνωρίσετε  και  εσείς,  άν  τον  αναγνωρίσετε  Αρχηγό  και  Κύριό  σας  κι άν  βάλετε το θέλημα  και  τον  νόμο  του  οδηγό  στην  ζωή σας. Ναι!  άν  βάλετε  το  άγιο θέλημα  και  τον  νόμο  του  οδηγό  και  σύντροφο  στη  ζωή  σας. Γιατί  ο  Χριστός  ήταν  και είναι  «χθες  και  σήμερον  ο  Αυτός  και  εις  τους  αιώνας».  Το  σωστικό  αυτό  μήνυμα  άς αγκαλιάσουμε με πίστη φλογερή όλοι ανεξαίρετα όσοι ποθούμε να δούμε στον μαρτυρικό αυτό τόπο καλύτερες μέρες. Ό,τι γκρεμίζει η αμαρτία ανορθώνει  και ξαναφτιάχνει μόνο μια ειλικρινής μετάνοια. Με μία γνήσια μετάνοια και συντριβή ψυχής  άς  καταφύγουμε  και  πάλι  όλοι  στον  Σωτήρα  Χριστό  και  άς του  ζητήσουμε να συγχωρήσει και εμάς όπως κάποτε τους  Νινευίτες  και  να  μας  ξαναδώσει  τη  λευτεριά μας. Και θα  μας  ακούσει  ο  Κύριος.  Οπωσδήποτε  θα  μας  ακούσει.  Μας  το  βεβαιώνει  με τα άγια λόγια Του:  «Επικάλεσαι με, εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαι σε  και  δοξάσεις με».  Παιδί  μου,  όπου  και  να  είσαι,  φώναξέ  με  στον  πόνο  σου.  Και  θα  σε  ακούσω.  Και  θα σου δώσω αυτό που μου  ζητάς,  μιας  και  είναι  για  το  καλό  σου.  Και  θα  με  δοξάσεις. Ακούς;  Θα  στο  δώσω  και  θα  με  δοξάσεις.


Απολυτίκιο. Ήχος  δ’.
Ως  των  Αποστόλων  πρωτόκλητος,  και  του  κορυφαίου  αυτάδελφος,  τον  Δεσπότην  των όλων  Ανδρέα  ικέτευε, ειρήνην  τη  οικουμένη  δωρήσασθαι, και ταις  ψυχαίς  ημών  το  μέγα έλεος.

Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.    
Τον Δεσπότην  των όλων  ιδών  Απόστολε,  σωματωθέντα  ατρέπτως  εις  σωτηρίαν  ημών, πρώτος έδραμες αυτώ Ανδρέα πάνσοφε· όθεν ηυγάσθης παρ’ αυτού, ως αστήρ αειφανής, και έλαμψας τοις εν κόσμω, της ευσεβείας το φέγγος, φωταγωγών  τας διανοίας  ημών.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Την εν πρεσβείαις.       
Τον της ανδρείας επώνυμον  θεηγόρον,  και  Μαθητών  τον  πρωτόκλητον  του  Σωτήρος, Πέτρου τον σύγγονον ευφημήσωμεν· ότι ως πάλαι τούτω και νυν ημίν εκέκραγεν· Ευρήκαμεν  δεύτε  τον  ποθούμενον.



Μεγαλυνάριον.
Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα  θεόπτα·  εντεύθεν  προσεπάγης,  Σταυρώ  ως  ο  Δεσπότης,  μεθ’  ού  δεδόξασαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: