Άγιος Μηνάς γεννήθηκε στην Αίγυπτο στα μέσα
περίπου του 3ου αιώνα μ.Χ. από γονείς
ειδωλολάτρες. Ωστόσο, το
ειδωλολατρικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε, δεν κατάφερε να σκληρύνει την καρδιά του η οποία, όταν
ήλθε
η στιγμή, σκίρτησε ακούγοντας την φωνή
του «ετάζοντος καρδίας
και νεφρούς» (Ψλμ.7,
10) Θεού
και έτσι ο έφηβος
ακόμη, Μηνάς, έγινε χριστιανός.
Μεγαλώνοντας, επέλεξε
να σταδιοδρομήσει στον Ρωμαϊκό στρατό, στο
ιππικό τάγμα των Ρουταλικών, υπό την
διοίκηση του
Αργυρίσκου. Η έδρα της μονάδας
του ήταν στο Κοτυάειον
(σημερινή Κιουτάχεια) της Μικράς
Ασίας. Εκεί ο Μηνάς διακρίθηκε και για την φρόνησή του αλλά
και για το ανδρείο του φρόνημα και γι’ αυτό
έχαιρε εκτιμήσεως στο κύκλο των
στρατιωτικών.
Δυστυχώς όμως, τρεις αιώνες μετά την έλευση του
Χριστού και ο παλαιός
κόσμος ακόμη δεν ήθελε να δεχθεί το λυτρωτικό μήνυμα της Αναστάσεως,
παραμένοντας αυτάρεσκα, εγωιστικά
και αυτοκαταστροφικά προσκολλημένος
στην φθορά και το
σκοτάδι. Οι αυτοκράτορες της Ρώμης άρχισαν και πάλι «προς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26,
14). Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός διέταξαν διωγμό εναντίον των
λογικών προβάτων του Χριστού, διωγμό ο
οποίος κράτησε από το 303 έως
το 311 μ.Χ. Έτσι, οι Ρωμαίοι στρατιώτες διατάχθηκαν να συλλαμβάνουν και
να τυραννούν τους χριστιανούς προσπαθώντας να τους
κάνουν να αλλαξοπιστήσουν.
Αυτή
ήταν και η πρώτη κρίσιμη
στιγμή
κατά την οποία
ο Μηνάς κλήθηκε να πει
«το μεγάλο ναι
ή το μεγάλο
όχι». Η πίστη του στον Χριστό νίκησε την κοσμική «σύνεση» και λογική.
Ο Άγιος
δεν άντεξε, πέταξε
στην γη την στρατιωτική του ζώνη απεκδυόμενος μ’ αυτόν τον τρόπο την ιδιότητα
του στρατιώτη – διώκτη των
χριστιανών, και διέφυγε στο
παρακείμενο όρος. Εκεί ασκήτευε,
προτιμώντας την συντροφιά των θηρίων
της φύσης από την συντροφιά των
αποθηριωμένων ειδωλολατρών. Εκεί, «εν
ερημίαις πλανώμενος και όρεσι και σπηλαίοις και ταις
οπαίς της γης»
(Εβρ. 11, 38), έζησε επί αρκετό
διάστημα με νηστεία, αγρυπνία και
προσευχή. Η ασκητική ζωή
και η ησυχία εθέρμαναν την καρδιά του ανάβοντας τον θείο έρωτα
και
τον πόθο του μαρτυρίου.
Έτσι, σε ηλικία πενήντα περίπου ετών, μετά από θεία
αποκάλυψη ότι είχε φτάσει η ώρα του μαρτυρίου, κατέβηκε στην πόλη, σε μέρα ειδωλολατρικού πανηγυριού
και με παρρησία, εν μέσω των μαινομένων ειδωλολατρών, ομολόγησε τον
Χριστό ως τον ένα και
αληθινό Θεό, μυκτηρίζοντας τα
κωφά καὶ αναίσθητα είδωλα. Συνελήφθη και
σύρθηκε δερόμενος μπροστά στον Πύρρο, τον διοικητή
της πόλεως. Εκεί, μιλώντας με
θάρρος, αποκάλυψε το
όνομά του, την καταγωγή του, το
στρατιωτικό του παρελθόν και, φυσικά, διεκήρυξε με τόλμη και αταλάντευτη
επιμονή
την πίστη του στον Χριστό.
Οδηγήθηκε στην φυλακή
και το πρωί της επομένης ημέρας, μετά το
πέρας του ειδωλολατρικού πανηγυριού, τον παρουσίασαν και πάλι ενώπιον
του ηγεμόνος ο οποίος τον κατηγόρησε
ότι
εξύβρισε τους θεούς και μάλιστα μπροστά του
και ότι λιποτάκτησε
από τον στρατό. Ο Άγιος αποδέχθηκε τις κατηγορίες
χωρίς δισταγμό.
Ο Πύρρος,
ευλαβούμενος στην αρχή
την ηλικία και την ευκοσμία
του,
προσπάθησε με λόγια και υποσχέσεις αλλά
και με απειλές
στην συνέχεια, να τον αποσπάσει από
την πίστη του
Χριστού. Όταν οι προσπάθειές του προσέκρουσαν στην
σταθερή άρνηση του Αγίου,
διέταξε
να τον υποβάλουν σε ανυπόφορα βασανιστήρια. Οι δήμιοι
τον μαστίγωσαν τόσο πολύ ώστε άλλαξαν δυο και τρεις φορές οι μαστιγωτές
του. Τον κρέμασαν και τον έγδερναν μέχρι που άρχισαν να φαίνονται τα
εσωτερικά όργανα του Αγίου. Έπειτα, σαν να μην έφθαναν αυτά, έτριβαν το καταπληγωμένο του σώμα με τρίχινο
ύφασμα και στο τέλος
τον έσερναν γυμνό και κατακρεουργημένο πάνω σε
μεταλλικά αγκάθια. Όλα τα υπέμενε με
γενναιότητα και καρτεροψυχία ο Μάρτυς του Χριστού,
εφαρμόζοντας το Ευαγγελικό «και μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το
σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι»
(Ματθαίος 10, 28).
Μάλιστα, την ώρα
του μαρτυρίου, κάποιοι
παλιοί συστρατιώτες του τον προέτρεπαν να θυσιάσει στα είδωλα
λέγοντας ότι ο Θεός του θα τον δικαιολογήσει βλέποντας τα βασανιστήρια στα
οποία τον υπέβαλλαν. Ο Άγιος αρνήθηκε αποφασιστικά και
τους απάντησε ότι προσφέρει
θυσία
ακόμη και τον εαυτό του στον Χριστό, ο οποίος
τον ενδυναμώνει για
να υπομένει τις πληγές.
Ο ηγεμόνας, θαυμάζοντας
την ευστοχία και την σοφία των απαντήσεων του Μάρτυρα, τον ρώτησε
απορρημένος πως είναι δυνατόν ένας τραχύς
στρατιώτης σαν αυτόν να
μπορεί να απαντά
κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και ο Άγιος, με τη φώτιση του Θεού, του αποκρίθηκε ότι αυτή την
ικανότητα την χαρίζει στους μάρτυρές του ο Χριστός, όπως έχει υποσχεθεί στο Ευαγγέλιο:
«όταν δε προσφέρωσιν
υμάς επί τας συναγωγάς και τας
αρχάς και τας εξουσίας, μη μεριμνάτε
πως ή τι απολογήσησθε ή τι
είπητε. Το γαρ Άγιον Πνεύμα διδάξει
υμάς εν αυτή τη ώρᾳ ά δει
ειπείν» (Λουκά ιβ’ 11
– 12).
Τότε, απελπισμένος ο τύραννος, διέταξε
να τον αποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας προς τον τόπο της
εκτέλεσης ο Άγιος πρόλαβε να ζητήσει από κάποιους
κρυπτοχριστιανούς να μεταφέρουν
το λείψανό του στην
Αίγυπτο.
Ο αποκεφαλισμός
του έγινε την 11η Νοεμβρίου στις αρχές του 4ου
αι. μ.Χ. και έτσι η
ψυχή του πέταξε χαρούμενη
προς τον Σωτήρα Χριστό τον οποίο τόσο επόθησε
ο Άγιος
και για τον οποίο θυσιάσθηκε.
Οι δήμιοι άναψαν φωτιά για να
κάψουν
το σώμα του.
Ό, τι κατάφεραν οι
χριστιανοί να περισώσουν από την πυρά το μετέφεραν στην Αίγυπτο και
το έθαψαν κοντά
στην Μαρεώτιδα λίμνη,
νοτιοδυτικά της Αλεξάνδρειας.
Στο σημείο εκείνο σταμάτησε, κατά την παράδοση, η καμήλα που μετέφερε τα
λείψανα αρνούμενη πεισματικά να
προχωρήσει. Έτσι οι χριστιανοί κατάλαβαν ότι ήταν θέλημα Θεού να
ενταφιασθούν εκεί τα λείψανα του Αγίου.
Η περιοχή
του τάφου πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε προσκυνηματικό – λατρευτικό κέντρο.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Μέγας
Αθανάσιος, ανήγειρε ναό πάνω στον τάφο του Αγίου. Σε λίγα χρόνια
δημιουργήθηκε εκεί εκτεταμένο κτιριακό
συγκρότημα το οποίο περιελάμβανε
δύο ναούς, μοναστήρι, ξενώνες και άλλες
εγκαταστάσεις.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΜΗΝΑ
Κάποιος
χριστιανός από την Κωνσταντινούπολη, οδεύοντας για το πανηγύρι του Αγίου
Μηνά και έχοντας μαζί του αρκετά χρήματα, κατέλυσε σε ένα ξενοδοχείο.
Ο ξενοδόχος είδε τα
ξένα χρήματα και, κυριευμένος από
απληστία, σκότωσε τον προσκυνητή, τον διεμέλισε και έβαλε
τα κομμάτια του σε
μία σπυρίδα (ζεμπίλι).
Ενώ σκεφτόταν που να
θάψει τα
μέλη του θύματός του
για να μην αποκαλυφθεί το έγκλημα,
καταφθάνει στο ξενοδοχείο ένας έφιππος στρατιώτης, ο Άγιος Μηνάς, και τον ρωτάει επίμονα που βρίσκεται
ο προσκυνητής. Ο ξενοδόχος τον διαβεβαιώνει ότι
δεν γνωρίζει τίποτε
αλλά ο Άγιος ξεπεζεύει,
εισέρχεται στα ενδότερά του ξενώνα, βρίσκει
την σπυρίδα, την φέρνει μπροστά του
και τον ρωτάει
με φοβερό και άγριο βλέμμα να του
πει ποιός είναι
ο νεκρός.
Τότε ο φονιάς
έφριξε, πέφτοντας άφωνος και τρέμων στα
πόδια του άγνωστου
ιππέα. Ο Άγιος συνάρμοσε τα μέλη
του θύματος, προσευχήθηκε και ανέστησε το νεκρό προσκυνητή παραγγέλνοντάς του να δοξάζει τον Θεό. Ο αναστημένος,
σαν να είχε εγερθεί από τον ύπνο, κατάλαβε όσα έπαθε, εδόξασε τον Θεό και
προσκύνησε τον Άγιο.
Μόλις ο φονιάς
συνήλθε από τον τρόμο του και σηκώθηκε, του πήρε ο Άγιος τα κλεμμένα χρήματα και τα επέστρεψε στον προσκυνητή λέγοντάς
του να συνεχίσει
τον δρόμο του.
Έπειτα, για
να ολοκληρώσει την ευεργεσία του
Θεού, στράφηκε προς τον ξενοδόχο,
τον έδειρε όπως
του άξιζε, τον ενουθέτησε, του
έδωσε συγχώρηση για το
έγκλημά
του προσευχόμενος γι’ αυτόν, καβάλησε το άλογό του και έγινε άφαντος.
Τότε μόνο κατάλαβε ο ξενοδόχος ότι ο στρατιώτης αυτός ήταν ο Άγιος Μηνάς,
γεγονός που θυμίζει την εμπειρία
των δυο Αποστόλων
κατά την πορεία τους προς
Εμμαούς, με την συντροφιά του
αναστημένου Χριστού. (Λουκά κδ’ 31).
Κάποιος
πλούσιος χριστιανός έταξε στον Άγιο
Μηνά να προσφέρει έναν ασημένιο δίσκο στο
ναό του. Παρήγγειλε λοιπόν στον
αργυροχόο δύο δίσκους και
του ζήτησε στον
μεν ένα να γράψει το όνομα του Αγίου
στον δε άλλον
το όνομα το δικό
του. Επειδή όμως ο
δίσκος ο προορισμένος για τον Άγιο
έγινε λαμπρότερος και
ωραιότερος, ο χριστιανός, από απληστία
κινούμενος, δίχως να ντραπεί
τον κράτησε για
τον εαυτό του.
Ταξιδεύοντας
λοιπόν στη θάλασσα, δείπνησε στο πλοίο
χρησιμοποιώντας ασυλλόγιστα και
χωρίς ευλάβεια τον δίσκο του Αγίου. Μετά
το δείπνο ο
υπηρέτης του ανευλαβούς χριστιανού προσπάθησε να πλύνει
τον δίσκο στη θάλασσα με αποτέλεσμα να του
πέσει στο νερό και να βυθισθεί. Τότε ο νεαρός υπηρέτης φοβήθηκε πολύ,
σάστισε και, προσπαθώντας να πιάσει
τον δίσκο, έπεσε
και αυτός στη θάλασσα.
Όταν ο
κύριός του αντελήφθη το συμβάν, συναισθάνθηκε ότι πλήρωνε τα
επίχειρα της απληστίας του
και τυπτόμενος από την
συνείδησή του,
παρακαλούσε τον Θεό
να βρει έστω το
λείψανο του μικρού
υπηρέτη του, τάζοντας να
δώσει στο ναό
του Αγίου Μηνά και
τον δεύτερο δίσκο, και τα χρήματα που άξιζε ο χαμένος στη θάλασσα δίσκος.
Αφού βγήκε στη στεριά περίμενε με αγωνία
στην ακρογιαλιά μήπως και
εκβρασθεί το πτώμα του υπηρέτη. Και ενώ παρατηρούσε την
θάλασσα, βλέπει τον μικρό να βγαίνει ζωντανός από το νερό
κρατώντας στα χέρια του
και τον ασημένιο
δίσκο του Αγίου!
Ο πλούσιος
έφριξε από το
θαύμα και έβγαλε
φωνή μεγάλη την
οποία ακούγοντας οι επιβάτες του πλοίου βγήκαν όλοι έξω και,
βλέποντας το συμβάν, ρωτούσαν τον υπηρέτη,
που τους διηγήθηκε
τα εξής: «Μόλις έπεσα στη θάλασσα, παρουσιάσθηκαν μπροστά μου τρεις
άνθρωποι. Ο μεγαλύτερος από αυτούς φορούσε στρατιωτική στολή, ο
άλλος ήταν νεαρός και ο τρίτος ήταν Διάκονος. Αυτοί οι τρεις με πήραν
μαζί τους από τον
βυθό και περπατώντας
χθες και σήμερα,
με έφεραν μέχρι
εδώ».
Ο κύριος του
παιδιού και οι επιβάτες του πλοίου ακούγοντας το εξαίσιο θαύμα, εδόξαζαν τον
Θεό και εθαύμαζαν
για τους τρόπους που
χρησιμοποιεί προκειμένου οι άνθρωποι «εις
επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Β’ Τιμοθ. γ’ 7).
Οι τρεις που έσωσαν
τον υπηρέτη ήταν ο Άγιος Μηνάς (ο στρατιωτικός), ο Άγιος
Βίκτωρ (ο νεαρός) και
ο Άγιος Βικέντιος
(ο Διάκονος).
Οι δυο
τελευταίοι Άγιοι εμαρτύρησαν
την ίδια ημέρα
με τον Άγιο
Μηνά. Τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο Άγιος
Βίκτωρ γδάρθηκε ζωντανός
από τους ειδωλολάτρες και τον
3ο αιώνα μ.Χ. ο
Άγιος Βικέντιος πέθανε έπειτα από
σταύρωση και εξάρθρωση
των μελών στην
οποία τον υπέβαλαν οι βασανιστές του. Τιμώνται μαζί με τον Άγιο
Μηνά την 11η Νοεμβρίου.
Ακόμη ένα θαύμα
του Αγίου Μηνά έλαβε χώρα το 1826 στο
Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία ιδιαιτέρως τιμάται ο Άγιος.
Το 1821, μετά την έκρηξη της μεγάλης
Ελληνικής Επανάστασης εναντίον
των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε σφαγές
χιλιάδων αμάχων σε πολλές
περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν
με το αίμα τους την επανάσταση
ήταν και οι κάτοικοι της Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων ήταν ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι
Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χερσοννήσου, Λάμπης, Σητείας
κ.ἄ. οι οποίοι
εσφάγησαν, την 24η Ιουνίου 1821, στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του
Ηρακλείου. Μάλιστα ο ιερουργών ιερέας εσφάγη πάνω στην Αγία Τράπεζα!
Πέντε χρόνια
αργότερα, το 1826, οι
Τούρκοι του Ηρακλείου
σχεδίαζαν να προβούν σε σφαγή των
Χριστιανών, και πάλι στον Μητροπολιτικό
Ναό του Αγίου
Μηνά, στις 18 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, την ώρα της Αναστάσιμης
Θείας Λειτουργίας για να πιάσουν τους
Χριστιανούς απροετοίμαστους.
Για αντιπερισπασμό έβαλαν φωτιά σε διάφορα απομακρυσμένα σημεία της
πόλης, ενώ οπλισμένα στίφη είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ναό, περιμένοντας την
ώρα της αναγνώσεως του Ευαγγελίου για να εισβάλουν και
να αρχίσουν την σφαγή.
Μόλις όμως
άρχισε η ανάγνωση εμφανίσθηκε ένας ασπρομάλλης
ηλικιωμένος ιππέας που έτρεχε
γύρω από το ναό κραδαίνοντας το ξίφος του και κυνηγώντας τους επίδοξους σφαγείς οι οποίοι τράπηκαν πανικόβλητοι
σε φυγή. Έτσι σώθηκαν οι πολύπαθοι Χριστιανοί
του Ηρακλείου από
τον φοβερό κίνδυνο.
Οι Τούρκοι
νόμισαν ότι ο καβαλάρης ήταν μουσουλμάνος πρόκριτος απεσταλμένος από τον Διοικητή της πόλης για να ματαιώσει
την σφαγή. Όταν διαμαρτυρήθηκαν στον Διοικητή, αυτός τους διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε τίποτε και μάλιστα διαπιστώθηκε
ότι ο συγκεκριμένος πρόκριτος
δεν είχε βγει
καθόλου από το σπίτι του.
Κατάλαβαν τότε
οι Τούρκοι ότι επρόκειτο
για θαύμα του
Αγίου Μηνά, κοινοποίησαν
το γεγονός στους Έλληνες
και από τότε
οι Μουσουλμάνοι ηυλαβούντο
πολύ τον Άγιο, προσφέροντας μάλιστα και δώρα στο ναό
του. Το θαύμα αυτό του Αγίου Μηνά καθιερώθηκε
να τιμάται στο Ηράκλειο την Τρίτη της Διακαινησίμου, οπότε και εκτίθεται σε προσκύνηση,
κατά
τον εσπερινό, λείψανο
του Αγίου.
«Μεταξύ των
αδικημένων Πατέρων της Εκκλησίας μας
είναι και ο
Οσιώτατος πατήρ Γεώργιος, ο Χατζή
– Γεώργης, ο οποίος
είναι ένας σύγχρονος
Άγιος της εποχής μας, αλλά, μπορούμε να πούμε,
και μεγάλος Άγιος,
ανάλογα με την εποχή μας»,
γράφει ο Γέρων Παϊσιος
ο Αγιορείτης.
Ο Γέρων Χατζή – Γεώργης (1809 – 1886), «ο
μέγας και περιβόητος
ασκητής», ασκήτευσε στο Άγιον Όρος επί μακρό χρονικό διάστημα. Επί αρκετά
χρόνια έμενε στην
Κερασιά, στο μεγάλο Κελί
του Αγίου Δημητρίου
και Αγίου Μηνά,
ως υποτακτικός του Πάπα – Νεόφυτου στην αρχή και
ως Γέρων της
Συνοδείας από το
1848 και έπειτα.
«Κάποτε, ενώ ο Γέροντας ησχολείτο
με το εργόχειρο, κατά λάθος κατάπιε μεγάλη βελόνα και προσευχήθηκε προς
τον μεγαλομάρτυρα Μηνά.
Στάθηκε
τότε ο
Άγιος ενώπιόν του, έβαλε το χέρι
στον λαιμό του και έβγαλε
την βελόνα».
Το 1942, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υπό
τον Ρόμμελ δυνάμεις
του Άξονα στην Αφρική είχαν καταφέρει να προελάσουν
τόσο ώστε να είναι ορατός ο κίνδυνος να
φθάσουν στην Διώρυγα του Σουέζ. Στην περιοχή του Ελ Αλαμέϊν (αραβική παραφθορά του ονόματος του
Αγίου Μηνά), όπου
βρίσκονταν τα ερείπια
ναού του Αγίου
Μηνά και ίσως και ο τάφος
του, οι
αντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν για
την αποφασιστική σύγκρουση η οποία
θα έκρινε το άν οι σύμμαχοι θα
κατάφερναν να παραμείνουν
στην Αφρική.
Μεταξύ των
συμμαχικών στρατευμάτων βρισκόταν
και ελληνική στρατιωτικὴ
δύναμη, η οποία πήρε
μέρος στη μάχη.
Ένα από τα
βράδια εκείνα, πολλοί
στρατιώτες είδαν τον Άγιο Μηνά να βγαίνει από τα ερείπια του
ναού του οδηγώντας ένα καραβάνι με καμήλες, όπως
απεικονίζεται σε μία
από τις παλαιές
αγιογραφίες του ναού
του, και να μπαίνει
μέσα στο στρατόπεδο
των εχθρικών δυνάμεων.
Η εμφάνιση
αυτή κατατρόμαξε τους Γερμανούς και
υπονόμευσε καίρια το
ηθικό τους, πράγμα που συνέβαλε
καθοριστικά στη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων.
Σε ανταπόδοση της ευεργεσίας αυτής του Αγίου παραχωρήθηκε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο τόπος εκείνος και ξανακτίσθηκε ο ναός καθώς και μοναστήρι του Αγίου Μηνά.
Σε ανταπόδοση της ευεργεσίας αυτής του Αγίου παραχωρήθηκε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο τόπος εκείνος και ξανακτίσθηκε ο ναός καθώς και μοναστήρι του Αγίου Μηνά.
Απολυτίκιον.
Ήχος πλ. α’. Τον
συνάναρχον Λόγον.
Τους μεγίστους
αγώνας του μαρτυρίου σου,
καρτεροψύχως ανύσας Μεγαλομάρτυς Μηνά,
ουρανίων δωρεών λαμπρώς ηξίωσαι, και θαυμάτων αυτουργός, εκ Θεού αναδειχθείς,
προστάτης ημίν εδόθης, και βοηθός εν ανάγκαις, και αντιλήπτωρ εναργέστατος.
Έτερον
Απολυτίκιον των συν αυτώ Μαρτύρων. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνταγμα, των Αθλητών του Χριστού, συμφώνως τιμήσωμεν, ως καθαιρέτας εχθρού, Μηνάν τον αοίδιμον, Βίκτωρα τον γενναίον, και Βικέντιον άμα, τούτοις συνευφημούντες, Στεφανίδα την θείαν. Αυτών Χριστώ ικεσίαις, πάντας ελέησον.
Τρισάριθμον σύνταγμα, των Αθλητών του Χριστού, συμφώνως τιμήσωμεν, ως καθαιρέτας εχθρού, Μηνάν τον αοίδιμον, Βίκτωρα τον γενναίον, και Βικέντιον άμα, τούτοις συνευφημούντες, Στεφανίδα την θείαν. Αυτών Χριστώ ικεσίαις, πάντας ελέησον.
Κοντάκιον.
Ήχος δ’.
Επεφάνης σήμερον.
Της στρατείας
ήρπασε της επικήρου, και αφθάρτου ἐδειξε, σε Αθλοφόρε κοινωνόν, Μηνά Χριστός
ο Θεός ημών,
ο των Μαρτύρων
ακήρατος στέφανος.
Έτερον
Κοντάκιον των συν αυτώ Μαρτύρων. Ήχος πλ. δ’. Ως απαρχάς της φύσεως.
Ως ευσεβείας Μάρτυρας, και Αθλητάς θεόφρονας, η Εκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοίς εν άσμασι, Μηνάν τε Βίκτωρα και Βικέντιον χαίρουσα, και Στεφανίδα την γενναιόφρονα, και Χριστόν μεγαλύνει, τον τούτους δοξάσαντα.
Ως ευσεβείας Μάρτυρας, και Αθλητάς θεόφρονας, η Εκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοίς εν άσμασι, Μηνάν τε Βίκτωρα και Βικέντιον χαίρουσα, και Στεφανίδα την γενναιόφρονα, και Χριστόν μεγαλύνει, τον τούτους δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον.
Φύλαξ και
θερμότατος αρωγός, πέλων Αθλοφόρε, των καλούντων σε εν
παντί, πλήρου τας αιτήσεις, Μηνά θαυματοβρύτα,
των πόθω εκζητούντων,
την σην αντίληψιν.
Έτερον
Μεγαλυνάριον των συν αυτώ Μαρτύρων.
Ύμνοις φιλομάρτυρες ιεροίς, Μηνάν τον γενναίον, και τον Βίκτωρα τον στερρόν, συν τω Βικεντίω, και Στεφανίδι άμα, τους αριστείς του Λόγου, εγκωμιάσωμεν.
Ύμνοις φιλομάρτυρες ιεροίς, Μηνάν τον γενναίον, και τον Βίκτωρα τον στερρόν, συν τω Βικεντίω, και Στεφανίδι άμα, τους αριστείς του Λόγου, εγκωμιάσωμεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου