Ο
Άγιος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίνος, υιός τουΦήλικοςΒόϊνο – Γιασενέτσκϊυ,εγεννήθηκε στις
14 Απριλίου του
1877, στην πόλη Κέρτς, το αρχαίο Ποντικάπαιο, που ήταν αποικία των Μιλησίων.
Στο τέλος της δεκαετίας του1880,η οικογένειά
του μετακομίζει στην πρωτεύουσα
της Ουκρανίας, τοΚίεβο.
Από την
παιδική του ηλικία
ο Άγιος εξεχώρισε από
τα άλλα αδέλφια του. Εζούσε απλά και λιτά. Αυτό όμως που επέδρασε στην
ψυχή του ήταν τοπερίφημο μοναστήρι της Λαύρας
των Σπηλαίων, ένας τόπος
αγιασμένος από τις προσευχές, την άσκηση και τα δάκρυα πολλών Αγίων
Πατέρων και Ασκητών της
Εκκλησίας, που έζησαν
εκεί από τον 10ο αιώνα. Εσπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του
Κιέβου και είχε το χάρισμα της ζωγραφικής. Παράλληλα με τις πνευματικές του
αναζητήσεις εμελετούσε με ιδιαίτερη
επιμέλεια την Αγία Γραφή.
Πολλά σημεία του
Ευαγγελίου τον συνέπαιρναν. Τα
υπογράμμιζε μεκόκκινο μελάνι.
Αυτό το Ευαγγέλιο
το εκράτησεμέχριτο τέλος της
ζωής του, έγινε ο αχώριστος
σύντροφός του. Στη συνέχεια εσπούδασε την ιατρική επιστήμη στο πανεπιστήμιο του
Κιέβου. Τομέλλον του, ως
ιατρού, φαίνεται λαμπρό,
αφού ξεχωρίζει και διακρίνεται στις σπουδές του. Εκείνος
όμως είχε ως σκοπό
τηδιακονία του πάσχοντος
ανθρώπου, και ιδιαίτερα του πτωχού. Βοηθάει τους πάντες. Διακονεί χιλιάδες ασθενείς. Προοδεύει τόσο
πολύ στην ιατρική
επιστήμη και εκλέγεται Καθηγητής Πανεπιστημίου.
Το
1918 συλλαμβάνεται από το καθεστώς της Οκτωβριανής επαναστάσεως, αλλά, σαν από
θαύμα ελευθερώνεται. Ήδη
έχουν αρχίσει τα δεινά
της Εκκλησίας. ΟΘεός
ξαφνικά τον καλεί
να γίνει ιερεύς
και να διακονήσει τον λαό Του.
Στις 26 Ιανουαρίου 1921 λαμβάνει τον πρώτο βαθμό της ιερωσύνης. Μια
εβδομάδα αργότερα, την ημέρα της
εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου,
χειροτονείται πρεσβύτερος, από τον Αρχιεπίσκοπο
Τασκένδης Ιννοκέντιο, και αξιώνεται να
κρατήσει στα χέρια του την παρακαταθήκη που του παρέδωσε η Εκκλησία, το Σώμα του Ιησού Χριστού, σαν τον
Προφήτη Συμεών το
Θεοδόχο. Ο Άγιος
αγωνιζόταν σε πολλά μέτωπα.
Από τη μιαμεριά
η φροντίδα των
ορφανών παιδιών του. Από την άλλη
οι ανάγκες της ενορίας. Παράλληλα εδίδασκε στο Πανεπιστήμιο, στην έδρα της τοπογραφικής ανατομίας
και χειρουργικής, ενώ εργαζόταν
και στο νοσοκομείο.
Ο
εξόριστος Επίσκοπος τηςΟυφά Ανδρέας
έφθασε το 1922 στην Τασκένδη, μετά
την αναγκαστική απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Ιννοκεντίου
από τους σχισματικούς της
«Ζώσης Εκκλησίας», που
έκαναν πιο ζωντανή
την παρουσία τους με τη βοήθεια
τωνμυστικών υπηρεσιών του κράτους. Οι κάτοικοι της
Τασκένδης εξέλεξαν ομόφωνα
Επίσκοπό τους τον
Άγιο. Ο Επίσκοπος Ανδρέας, ο οποίος
είχε επισκεφθεί το μαρτυρικό Πατριάρχη
ΜόσχαςΤύχωνα, είχε την άδεια να
εκλέγει τους Επισκόπους
και να τους χειροτονείκρυφά.Έτσιέκειρε μοναχό τον
Άγιο και τον ονόμασε Λουκά, προς τιμήν του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά,
του ιατρού. Ηχειροτονία του έγινε
στηνπόλη Πεντζικέντ από
εξόριστους Επισκόπους. Η πορεία
προς το μαρτύριο
άρχισε.
Στις
9Ιουνίου 1923 επήγε στο ναό και ετέλεσε τον
Εσπερινό και τον Όρθρο. Επέστρεψε στο σπίτι και άρχιζε να
προετοιμάζεται για τηΘεία Λειτουργία, διαβάζοντας την Ακολουθία της Θείας
Μεταλήψεως.Εκείνο το βράδυ τον
συνέλαβαν οι κομισάριοι των Μπολσεβίκων.
Όμως, επειδή εγνώριζαν πόσο δημοφιλής ήταν ο Επίσκοπος Λουκάς και εφοβούντο ταραχές,
έβαλαν σε εφαρμογή τη
μέθοδο της συκοφαντίας
και της λασπολογίας. Η κατηγορία
ήταν ότι συμμετείχε σε
αντιεπαναστατικά κινήματα κατά του καθεστώτος. Παρ’ όλα
αυτά δεν κατάφεραν τίποτε,
αλλά έπρεπε να τον
διώξουν από την Τασκένδη, γιατί είχε ήδη μεταβεί στην Τασκένδη ο
αντικανονικός Επίσκοπος της
«Ζώσης Εκκλησίας». Ο Επίσκοπος Λουκάς φθάνει στη Μόσχα, όπου συναντά τον
Άγιο Πατριάρχη Τύχωνα και συλλειτουργεί
μαζί του. Σε λίγες ημέρες και πάλι συλλαμβάνεται και οδηγείται στις φυλακές
Μπουτύρσκι, οι οποίες είχαν τη φήμη των πιο σκληρών φυλακών της Μόσχας. Από
εκεί μεταφέρεται στις φυλακές Ταγκάνκα που βρίσκονται στην άλλη πλευρά της
Μόσχας και σε λίγο καιρό εξορίζεται στη Σιβηρία, στην
πόλη Γενισέϊσκ. Η
ιατρική ιδιότητά του
του επέτρεψε κάποια μικρή άνεση και σχετική ελευθερία κινήσεων.
Ελειτουργούσε και εχειρουργούσε. Εθεράπευε
τιςψυχικές αλλά και
τις σωματικές ασθένειες των
ανθρώπων. Και πάλι
τον εξορίζουν στο χωριό Χάγια, κοντά
στον παραπόταμο του
Αγκαρά, για να επιστρέψει εκ νέου στο Γενισέϊσκ. Τον εξορίζουν στοΤουρουχάνσκ.
Αγόγγυστα ο Επίσκοπος εδέχθηκετην
απόφαση. Στην περιοχή
αυτή οικλιματολογικές συνθήκες κάνουν τη ζωή πολύ δύσκολη. Ο χειμώνας
είναι σκοτεινός και ατελείωτος.
Η θερμοκρασία κατεβαίνει
στους 40 βαθμούς υπό το
μηδέν ή ακόμη
πιο κάτω. Ο Άγιος θέτει τον εαυτό του και τη ζωή του στη διακονία των
ανθρώπων και ιδιαίτερα
των ασθενών.
Η δράση
του Αγίου δεν
αφήνει αδιάφορους τους
κρατικούς παράγοντες. Του απαγορεύουν
να ευλογεί τους αθενείς στο νοσοκομείο, να κάνει κηρύγματα, να επισκέπτεται ένα
μοναστήρι που ήταν εκεί κοντά, με έλκυθρο.
Όμως, το μαρτύριο συνεχίζεται.
Τον κατηγορούν για ανυπακοή στη
σοβιετική εξουσίακαι τον
εξορίζουν στον Αρκτικό
ωκεανό. Μόνη του παρηγοριά ο Θεός. Η προσευχή ήταν
τοκαταφύγιό του. Ηχάρη
του Θεού ενίσχυε το μάρτυρα Επίσκοπο που
άντεξε και αυτή
τη σκληρή δοκιμασία.
Ο
Άγιος, με τη βοήθεια του Επισκόπου Κρασνογιάρσκ Αμφιλοχίου, επιστρέφει στην
Τασκένδη. Στις 23 Απριλίου 1930,
οι αρχές ανακοινώνουν την κατεδάφιση του ναού του Οσίου Σεργίου του Ραντονέζ. Ο Άγιος Λουκάς αναστατώθηκε.
Γράφει γι’ αυτό ο ίδιος: «Στις 23
Απριλίου 1930 για τελευταία φορά λειτούργησα στον ιερόναό
και κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου με συνεπήρε η σκέψη πως το ίδιο βράδυ θα
με συλλάβουν. Όπως και
έγινε. Την εκκλησία
την γκρέμισαν όταν εγώ
βρισκόμουν στη φυλακή. Στον
πασίγνωστο κατηχητικό λόγο που διάβάζεται το Πάσχα, ο Άγιος Ιωάννης οΧρυσόστομος λέει, ότι
ο Θεός όχι μόνο τα
έργα δέχεται, αλλά
και τη γνώμη ασπάζεται.
Και την πράξη
τιμά και την πρόθεση επαινεί.
Γι’ αυτή την πρόθεσή μου να πεθάνω με μαρτυρικό θάνατο, άς μου συγχωρέσει ο Θεός
τις πολλές αμαρτίες μου».
Το Μάιο
του 1931, ακολουθεί
η δεύτερη εξορία
στη Σιβηρία, ανακρίσεις
και βασανιστήρια. Για λίγο τον ἀφήνουν ελεύθερο και το Μάρτιο του 1940
εξορίζεται για τρίτη φορά. Κατά
τη διάρκεια τουΒ’
παγκοσμίου πολέμου καλείται στην
πόλη Κρασνογιάρσκ, όπου προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του
ως ιατρός και
λειτουργός του Κυρίου,
για να εκλεγεί
στη συνέχεια Αρχιεπίσκοπος αυτής. Λίγο αργότερα μετατίθεται στην
Αρχιεπισκοπή Ταμπώφκαι Μιτσούρνικ και το
1945, μετάτο τέλος του πολέμου,
δέχεται την πρώτη πολιτική επιβράβευση
για το τεράστιο
έργο του και την προσφορά του. Το Μάιο του έτους 1946 ο Αρχιεπίσκοπος Λουκάς μετατίθεται στην Κριμαία, ως Αρχιεπίσκοπος
Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί,
ο Άγιος Λουκάς, αφού
προσέφερε τα πάντα
στηδιακονία του λαού του, εκοιμήθηκεοσίως, το 1961.
Η Εκκλησία τιμά, επίσης, τημνήμη του στις 29 Μαΐου.
Η Εκκλησία τιμά, επίσης, τημνήμη του στις 29 Μαΐου.
Απολυτίκιον.
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Νέον άγιον, του Παρακλήτου, σε ανέδειξεν, Λουκά ηχάρις, εν καιροίς διωγμών τε και θλίψεων· νόσους μεν ως ιατρός εθεράπευσας, και τας ψυχάς ως ποιμήν καθοδήγησας· πάτερ τίμιε, εγγάμων τύπος και μοναστών, πρέσβευε σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Νέον άγιον, του Παρακλήτου, σε ανέδειξεν, Λουκά ηχάρις, εν καιροίς διωγμών τε και θλίψεων· νόσους μεν ως ιατρός εθεράπευσας, και τας ψυχάς ως ποιμήν καθοδήγησας· πάτερ τίμιε, εγγάμων τύπος και μοναστών, πρέσβευε σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον.
Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.
Ανεδείχθης ήλιος, νυκτίβαθεία διωγμού, μακάριε, διο και θάλπος νοητός το εκ Θεού συ εξέχεαςχειμαζομένοις, Λουκάπανσεβάσμιε.
Ανεδείχθης ήλιος, νυκτίβαθεία διωγμού, μακάριε, διο και θάλπος νοητός το εκ Θεού συ εξέχεαςχειμαζομένοις, Λουκάπανσεβάσμιε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου