1/6/18

Ο Όσιος Διονύσιος ο Θαυματουργός του Γλουσέτσκ


Ο  Όσιος Διονύσιος, κατά κόσμον Δημήτριος, εγεννήθηκε, πιθανόν το  1362, στα προάστια της πόλεως  Βολογκντά  της  Ρωσίας. Από μικρή ηλικία αγαπούσε το μοναχικό βίο. Για το λόγο αυτό  άφησε την πατρική οικία και εισήλθε, το 1386/87, στη μονή Σπασοκαμένσκϊυ. Ηγούμενος ήταν  ο  Διονύσιος  ο  Έλλην,  μετέπειτα  Επίσκοπος Ροστώβ († 1425). Ο  νεαρός  Δημήτριος με δάκρυα στα μάτια παρεκάλεσε τον ηγούμενο να τον κάνει μοναχό. Ο ηγούμενος Διονύσιος, βλέποντας τον ένθεο ζήλο του, προχώρησε στη μοναχική κουρά και του έδωσε το όνομα Διονύσιος, ενώ τον εμπιστεύθηκε στην πνευματική  καθοδήγηση κάποιου εκ των αδελφών  της  μονής.  Εκεί  έζησε  για εννέα χρόνια με υπακοή, νηστεία και  αδιάλειπτη προσευχή, χωρίς να μειώσει ποτέ την άσκηση μέχρι  το  τέλος  της  ζωής  του.
Η  ταπεινοφροσύνη, η  άσκηση  στην  αγάπη  και η εργατικότητά του έκαναν τον Όσιο Διονύσιο πολύ  αγαπητό μεταξύ των μοναχών, που  τον εθεωρούσαν άνθρωπο με μεγάλο πνευματικό βάρος.
Από τη  μονή  έφυγε,  μαζί  με  το μοναχό Παχώμιο, μετά  από  ευλογία του  ηγουμένου, με προορισμό  την ξεχασμένη κοινοβιακή  μονή  του Αγίου Λουκά αναζητώντας την ησυχία. Ο άγιος βίος  και  η πνευματική  σοφία του Οσίου Διονυσίου προσείλκυσαν πολύ κόσμο. Ο Όσιος συμπεριφερόταν προς όλους ως πραγματικός πατέρας. Κατείχε, επίσης, το χάρισμα του αγιογράφου, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως μαραγκός και  σιδηρουργός για τις ανάγκες της μονής. Δεν επερνούσε λεπτό χωρίς ασχολία και έτρωγε μόνο ελάχιστη τροφή, όταν εξαντλούσε όλες  του  τις  δυνάμεις.  Το 1396, ο  Όσιος Διονύσιος εχειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος  από  τον  Αρχιεπίσκοπο  του  Ροστώβ  Γρηγόριο († 1416).
Όμως  ο  μοναχός  Παχώμιος δεν άντεξε τη σκληρή  άσκηση  και  γι’ αυτό  αναγκάσθηκε  και ο  Όσιος Διονύσιος να εγκαταλείψει το  μέρος εκείνο μαζί του. Επήγε ανατολικά, στη λίμνη Κουμπενσκόε, 15 χιλιόμετρα από την όχθη του ποταμού Γκλουσίκα. Εγκαταστάθηκε σε ένα απομακρυσμένο μέρος το οποίο περιέβαλαν δένδρα. Στον τόπο αυτό ύψωσε το σταυρό που μετέφερε από τον Άγιο Λουκά και αφού κατασκεύασε ένα  κελί,  εξεκίνησε  απομονωμένος  τη  σκληρή  ζωή  του   ερημίτου. Με τον ερχομό  ενός  στάρετς  και  μερικών  άλλων αδελφών,  οι  οποίοι  επιθυμούσαν να μείνουν μαζί του, περί  το 1400, εδημιούργησε μία μικρή μοναχική αδελφότητα. Εκαλλιεργήθηκε έτσι η σκέψη  να  κτιστεί  ένα  μοναστήρι.  Με  τη  βοήθεια του πρίγκιπος της περιοχής, ο οποίος ήταν  ο  πατέρας  του πρίγκιπος  Ιωάσαφ,  που έγινε  και  αυτός  μοναχός,  εστάλησαν εργάτες και  εξεκίνησε  η  οικοδόμηση  του  μοναστηριού. Το 1402, ο  Όσιος Διονύσιος επήγε στο Ροστώβ προκειμένου να πάρει την άδεια του  Επισκόπου Γρηγορίου για την ανέγερση της νέας μονής. Ο Επίσκοπος συμβούλευσε τον Όσιο να ιδρύσει κοινόβια μονή, για να μην έχουν προσωπική περιουσία οι μοναχοί και να ζουν με κοινοκτημοσύνη κατά το πρότυπο των Αποστόλων. Το 1403, ετελείωσε ο ξύλινος ναός του  μοναστηριού,  ο οποίος  ήταν  αφιερωμένος στη  Κυρία  Θεοτόκο.
Την  εποχή  εκείνη  οι  πατέρες της μονής  ήταν περί τους 15 και εμόναζαν σύμφωνα με τους αυστηρούς κοινοβιακούς κανόνες του Αγίου Όρους. Καθώς αυξανόταν σταδιακά ο αριθμός των αδελφών της μονής, το 1412, εκτίσθηκε μία καινούργια  εκκλησία,  και  αυτή αφιερωμένη στην  Παναγία.
Η  αγάπη για την ερημική  ζωή ήταν ριζωμένη στην καρδιά του Οσίου Διονυσίου και  τον προκαλούσε να εγκατασταθεί σε ένα απομακρυσμένο  και κρυφό τόπο. Έτσι  απεφάσισε να μεταβεί  4 χιλιόμετρα μακριά από τη μονή στις όχθες του ποταμού Γλουσίκα, περιοχή  που  αργότερα ονομάστηκε Σονσοβέτς. Εκεί  διέμενε σε άγνοια των μοναχών, προσευχόμενος και νηστεύοντας αυστηρά. Μετά από μεγάλες πιέσεις των άλλων μοναχών ο  Όσιος  Διονύσιος  επέστρεψε  στο μοναστήρι, αλλά  αποφάσισε  να  κτίσει μικρά  ασκηταριά στην περιοχή  του  Σονσοβέτς για  τους  μοναχούς εκείνους  που  επιθυμούσαν  να  αποσυρθούν  στην έρημο. Το  1419, επήγε εκ νέου στο  Ροστώβ προκειμένου να πάρει την ευλογία του  Επισκόπου για  το  νέο  μοναστήρι.  Ο  Επίσκοπος, αφού του  έδωσε  την  ευλογία  του,  του  προσέφερε μία εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας  και  διάφορα  άλλα  σκεύη για το  ναό. Έτσι στο  Σονσοβέτς  εκτίστηκε, το 1420, μία εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Για την ανέγερση του μοναστηριού, ο Όσιος  Διονύσιος  κατάφερε  να  εξασφαλίσει την οικονομική  βοήθεια του  πρίγκιπος  Γεωργίου, του οποίου διασώζονται τρεις επιστολές περι των δωρεών του. Περί το 1422, ο  Όσιος Διονύσιος εγκατέλειψε το μοναστήρι του Γλουσίκα και  την ηγουμενία, για να ζήσει ακόμη πιο ασκητικά με μερικούς  μοναχούς  στο  Σονσοβέτς.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ἦταν ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς πνευματικότητος τοῦ Ὁσίου Διονυσίου. Σὲ περιόδους πείνας πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ κατέφευγαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ πάρουν λίγο ψωμὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσε νὰ τοὺς διαθέσει. Διέθετε ἀκόμη καὶ τὸ ἰδικό του φαγητὸ στοὺς ἐνδεεῖς. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς κάποιες φορὲς δὲν κατανοοῦσαν αὐτὴ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, ἡ ὁποία κάποιες φορὲς ἀπειλοῦσε νὰ ἐξαντλήσει ἀκόμη καὶ τὶς λιγοστὲς προμήθειες τῆς μονῆς.
Στη βιογραφία του Οσίου Διονυσίου καταγράφεται το παρακάτω περιστατικό: «Ένας νέος  μεταμφιέσθηκε  σε ζητιάνο με την καθοδήγηση  των μοναχών. Αυτός επήγε στην πόρτα του μοναστηριού και εζήτησε βοήθεια από τον Όσιο Διονύσιο. Εκείνος του έδωσε χρήματα, αλλά το  ίδιο βράδυ οι  μοναχοί απεκάλυψαν  στον Όσιο  τι  είχαν  κάνει  δίδοντάς  του πίσω τα χρήματα  που  είχε  δώσει  στο  νέο.  Ο  Όσιος,  χωρίς να  θυμώσει,  τους  είπε ότι εφ’ όσον είναι εντολή του Κυρίου να κάνουμε το καλό θα πρέπει να σταματήσουν να του υποδεικνύουν να πάψει να είναι ελεήμων. Κατηχώντας τους άλλους μοναχούς, έλεγε: «Παιδιά μου, μη φοβάσθε τους κόπους που  έχει η έρημος και μην αφήνετε την άσκηση. Μέσα από πολλές δοκιμασίες θα φθάσουμε στη Βασιλεία των Ουρανών. Ελευθερωθείτε με τη  νηστεία  από  κάθε  χοϊκό  και φθαρτό πράγμα. Η  προσευχή μας πρέπει να πηγάζει  από  την  καθαρή  καρδιά μας και θα πρέπει να είμαστε ταπεινοί. Σχετικά με την ελεημοσύνη  σας  υπενθυμίζω  τα  λόγια  του Κυρίου: «Μακάριοι οι ελεήμονες». Άς είμαστε ελεήμονες  απέναντι σε όλους και ο Κύριος θα δείξει  έλεος και  σε εμάς, διότι αγαπά τον Θεό μόνον  όποιος  αγαπά  τον  αδελφό  του».
Επτά  χρόνια πριν την κοίμησή του ο Όσιος έσκαψε τον τάφο του και κάθε ημέρα τον επισκεπτόταν. Με  αυτό  τον τρόπο εκαλλιεργούσε στην καρδιά του τη μνήμη του θανάτου.           
Ο  Όσιος  Διονύσιος  εκοιμήθηκε με ειρήνη, το 1437, σε  ηλικία  εβδομήντα  πέντε  ετών.


Δεν υπάρχουν σχόλια: