Ο Άγιος
Αθανάσιος ο Πάριος ο Κολλυβάς, αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εξέχουσες μορφές
του μοναστικού φρονήματος του 18ου αιώνος, καθώς
καιμία φωτισμένη μορφή
του Ελληνικού γένους. Το
κατά κόσμον όνομά
του ήταν Αθανάσιος Τούλιος καικαταγόταν
από το νησί της
Πάρου. Ο ίδιος ξεχώρισε σε μία δύσκολη εποχή για το
Ελληνικό γένος, για τηθεολογική
κατάρτισή του, αλλά και για τη θύραθεν παιδεία του, αφού
διετέλεσε διδάσκαλος καισχολάρχης.
Ο Όσιος εγεννήθηκε
το 1722 ή 1723, στο Κώστο της Πάρου και έλαβε το όνομα Αθανάσιος.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Απόστολος Τούλιος με καταγωγή από τη Σίφνο, αλλά
εκατοίκησε στο Κώστο,
αφού ενυμφεύθηκεΚωστιανή. Εκεί εδιδάχθηκε
τα πρώτα του γράμματα στα οποία
έδειξε ιδιαίτερη κλίση, και γι’ αυτό ο πατέρας του τον έστειλε στη Σχολή
της Μονής του Αγίου Αθανασίου Ναούσης Πάρου. Στην συνέχεια τον απέστειλε στη
Σχολήτου Παναγίου Τάφου στη Σίφνο και κατόπιν με έξοδα της
Μονής Αγίου Αντωνίου
Κεφάλου στη Σχολή
της Άνδρου, άν και
οι βιογράφοι του δεν συμφωνούν όλοι με αυτό. Το 1745, σε ηλικία 23 ετών
αποχαιρετά τους γονείς του και φθάνει στη Σμύρνη, όπου εγγράφεται στην Ευαγγελική Σχολή. Μια
σχολή όπου εφοίτησαν ο
Αδαμάντιος Κοραής και οΝικόλαος Καλλιβούρτσης, δηλαδή ο μετέπειτα
στενός του συνεργάτης Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, παραμένοντας εκεί για έξι
έτη. Όταν πληροφορήθηκε τη λειτουργία
τηςΑθωνιάδας Σχολής με
διευθυντή το ΝεόφυτοΚαυσοκαλυβίτη,
από την
Πάτρα, εγγράφεται αμέσως (1751), την εποχή που αναλαμβάνει
Διευθυντής ο Διάκονος τότε, Ευγένιος Βούλγαρης. Από το Νεόφυτο εκπαιδεύτηκε στα
«Γραμματικά» και στα «Περί Συντάξεως» του Θεοδώρου Γαζή, ενώ από τον Ευγένιο
στα φιλοσοφικά μαθήματα και τις υπόλοιπες
επιστήμες της εποχής. Κατόπινεκπαιδεύεται στη ρητορική και την ποιμαντική, ενώ σταδιακά
αρχίζει να ξεχωρίζει για τις ικανότητές του. Η
διαρκής ανέλιξή του τον καθιστά «δεξί χέρι» του Ευγένιου Βούλγαρη και σε
ηλικία 35 ετών, αναλαμβάνει τη θέση του καθηγητού της
Σχολής.
Η φήμη του
για τις ικανότητές
του εμαθεύθηκε ανάμεσα
στην υπόδουλη ορθόδοξη κοινότητα,
γι’ αυτό και οι Θεσσαλονικείς τον ζητούν γιατη Διεύθυνση της Σχολής τους.
Μεπαρότρυνση αλλά και
πίεση του Ευγένιου Βούλγαρη δέχεται, άν και αρχικά
προέβαλε κάποιες ενστάσεις. Έτσι διευθύνει
τη Σχολή επιτυχώς για τέσσερα χρόνια (1758 – 1762), όταν
και το 1762 η Σχολή
κλείνει λόγω επιδημίας πανώλης. Έτσι καταφεύγει σε μία σχολήστην
Κέρκυρα, που τη διευθύνει ο Νικηφόρος
Θεοτόκης. Εκεί τελικάολοκληρώνει τις σπουδές του και
οδηγείται στο Μεσολόγγι, μετά από πρόσκληση του συμμαθητού του στην ΑθωνιάδαΠαναγιώτη Παλαμά, που είχε ιδρύσει
από το 1760 την
Παλαμιαία Σχολή. Μετά
τα Ορλωφικά(1768 – 1774), η
Παλαμιαία Σχολή ευρίσκεται σε ακμή με τον Αθανάσιο να διαδραματίζει σημαντικό
ρόλο, όμως τότε λαμβάνει τιμητική πρόσκληση από
το Πατριαρχείο αναφέροντάς του: «Η μεγάλη
του Χριστού Εκκλησία δια
γραμμάτων Συνοδικών τον παρακαλεί
ν’ απέλθει εις Άγιον
Όρος ως διδάσκαλος και σχολάρχης της
Αθωνιάδος Σχολής μετά τον αοίδιμονΕυγένιον».
Ο ίδιος
δέχεται άμεσα και
παρεπιδημείστο Άγιον Όρος,
όπου συναντά τον Άγιο Μακάριο Νοταρά, ο οποίος τον
προτρέπει να χειροτονηθεί. Ο Αθανάσιος υπακούει και
χειροτονείται από τον ίδιο
πρεσβύτερος. Το 1777, πικραμένος από τον τρόπο που
αντιμετωπίσθηκαν οιΚολλυβάδες και μετά
από κάλεσμα επιστρέφει ως Σχολάρχης στη Σχολή της Θεσσαλονίκης. Διευθύνει τη
Σχολή για΄ 6 ετη (1777 – 1783) ή για άλλους
8έτη (1777 – 1785). Το ποίμνιο
της Θεσσαλονίκης τον γνωρίζει
πλέον και από
του άμβωνος ως Ιερέα. Τώρα με νέα Πατριαρχική επιστολή
καλείται να αναλάβει τη διεύθυνση
της Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως. Του
ζητούν μάλιστα να καθορίσει μόνος του το ύψος της αμοιβής του. Ο ίδιος
όμως θα απαντήσει: «Τας μεν αρχιερατείας
τιμώ και προσκυνώ
αλλ’ εγώ δεν είμαι άξιος. Άνεκαταλάμβανα ότι έκαμνα
περισσότερονκαρπόν εις την Βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος. Επειδή όμως,
ως στοχάζομαι, αυτού είναι κάποια
εμπόδια, δια τούτο, άφετέ με, παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ να ωφελώ όσον δύναμαι τους αδελφούς μου
και το Γένος μου». Και τον άφησαν...
Η οριστική
του απόφαση είναιη
επιστροφή στην πατρίδα του, την Πάρο. Και ενώ το πλοίο κατευθύνεται προς
το νότιο Αιγαίο, ξεσπάει οΡωσοτουρκικός
πόλεμος και το
πλοίο αναγκάζεται να
προσορμισθεί στη Χίο (5 – 6
Νοεμβρίου 1786, 64
ετών). Αποσύρεται στομονύδριο
της Αγίας Τριάδας. Εκεί μελετά
και προσεύχεται. Ξεκινά το Θεολογικό του Αγίου Ιωάννου του
Δαμασκηνού και τη Λογική του
αοιδίμου Ευγένιου Βούλγαρη. Όταν
τελειώνει ο πόλεμος, δέχεται να
παραμείνει στηΧίο, στα
χέρια της βουλήσεως του Θεού.
Τελικά θα παραμείνει εκεί τρεις δεκαετίες. Η «Φιλοσοφική Σχολή», όπως την αποκαλούσαν,
επί των ημερών του γνωρίζει τεράστια ακμή και ανάλογη φήμη. Το 1812, 90 ετών
πλέον, παραιτείται.
Ο Άγιος
Αθανάσιος ο Πάριος,
πρέπει να αναφερθεί
πως ήταν ένας
από τους διωκόμενους Κολλυβάδες μοναχούς (όπως υποτιμητικά τους
αποκαλούσαν, λόγῳ της θεολογικής διαμάχης για τη χρήση των Κολλύβων), οι οποίοι
με ισχυρά επιχειρήματα, προσπάθησαν και τελικά κατάφεραν να διατηρήσουν, από τις νοθείες
τουΠρωτεσταντισμού και της Ουνίας,
την Ορθόδοξη πίστη.
Γι’ αυτό το λόγο εδέχθηκε σφοδρό
διωγμό στο Πατριαρχείο, μαζί με
τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, τον Άγιο
Μακάριο Νοταρά, τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, τον Αγάπιο τον Κύπριο, τον
Ιάκωβο τον Πελοποννήσιο και τον Χριστόφορο Προδρομίτη, για τον αγώνα
τους υπέρ της Ορθοδόξου Θεολογίας. Ο ίδιος καθαιρείται από ιερέας και
καταδικάζονται οι υπόλοιποι. Διώκονται
και εξορίζονται απότο
Άγιον Όρος, ενώ ο Αθανάσιος οδηγείται, όπως προαναφέρθηκε, στη
Θεσσαλονίκη. Η πίκρα όμως των διωγμών αυτών έγινε το νερό που
επότισε με τους
διασκορπισμένουςΚολλυβάδες το
Ορθόδοξο Γένος σε μία
δύσκολη και μεταβατική
ιστορική εποχή.
Το
1771 εντέλει, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία διαπίστωσε τις συκοφαντίες και
τους αθωώνει. Μεταξύ
άλλων η αθώωση
αναφέρει:
«Δύναταιπολλάκις
και συρραφείσα διαβολήυποκλέψαι τοις ανεγκλήτοις και αναιτίου καταδίκης αιτία γενέσθαι προς άνδρας
αθώους και αμετόχους
των κατ’ αυτών λαληθέντων... Επειδή
τοιγαρούν και ο κυρ Αθανάσιος ο
Πάριος, ανήρ ών ου των ευκαταφρονήτων, σοφίας τε μετασχηκώς της θύραθεν
και της καθ’ ημάς και καλώς μεμνημένος τα θεία... αθώος υπάρχει... έχων και το
ενεργούν της ιερωσύνης
αυτού ακωλύτως...».
Στοτέλοςτης ζωής
του αποσύρθηκε σε ένα απόμερο μέρος της Χίου, τα Ρεστά, όπου υπήρχε
μονύδριο του Αγίου
Γεωργίου. Εκεί μαζί του
ησύχαζε και ο μαθητής
καιφίλος του Νικηφόρος και ο Ιεροδιάκονος Ιωσήφ
από τα Φουρνά των Αγράφων, ο
οποίος είχε χρηματίσει
καιδάσκαλος στη Σχολή. Εδώ συγγράφει το πόνημά του «αλεξίκακονπνευματικόν» κατά
των τότε «εκσυγχρονιστών» που
αντέλεγαν και εφέρονταν
καταφρονητικά σε ζητήματα των Θείων
Γραφών. Προς το τέλος της ζωής του παθαίνει αποπληξία. Ο ίδιος προετοιμάσθηκε πνευματικά, μετέλαβε
και εκοιμήθηκε μεειρήνη μια ημέρα μετά, στις 24
Ιουνίου 1813. Στα προπύλαια του
ναού έθαψαν το σεπτό του
σκήνωμα, ενώ οι
συνασκητές στο κελί του βρήκαν μόνο μία τριμμένη στολή, ένα μελανοδοχείο και
ένα λυχνάρι. Τα οστά του τοποθετήθηκαν στο οστεοφυλάκιο
τουναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τη μεγάλη πυρκαγιά, το 1822.
Το συγγραφικό έργο του Αγίου Αθανασίου είναι πλούσιο και πολύ σημαντικό. Αφορά σχεδόν όλους τους τομείς της χριστιανικής δράσεως (βίοι Αγίων, δογματικά, κοινωνικά, λειτουργικά, παιδαγωγικά, ποιμαντικά) και αξιολογείται σήμερα τη βιβλική, κοινωνική καιδογματική του κατάρτιση, ως ένα εξαιρετικό δείγμα ορθόδοξης ποιμαντικής διακονίας.
Το συγγραφικό έργο του Αγίου Αθανασίου είναι πλούσιο και πολύ σημαντικό. Αφορά σχεδόν όλους τους τομείς της χριστιανικής δράσεως (βίοι Αγίων, δογματικά, κοινωνικά, λειτουργικά, παιδαγωγικά, ποιμαντικά) και αξιολογείται σήμερα τη βιβλική, κοινωνική καιδογματική του κατάρτιση, ως ένα εξαιρετικό δείγμα ορθόδοξης ποιμαντικής διακονίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου