30/6/18

Σύναξις Αγίων Ενδόξων και Πανευφήμων Αποστόλων


Την ημέρα αυτή η Εκκλησία εορτάζει με ξεχωριστή  λαμπρότητα τη Σύναξη των Δώδεκα Αποστόλων. Βεβαίως υπάρχουν και οι μνήμες τους  σε  διάφορες  ημερομηνίες  του  λειτουργικού έτους, αλλά με αυτό το συλλογικό  εορτασμό τιμάται σύμπασα η χορεία των μεγάλων αυτών ανδρών, οι  οποίοι  ως συνεχιστές του σωτηριώδους έργου του Κυρίου επί της γης, έστρεψαν το ρουν της ιστορίας και άλλαξαν κυριολεκτικά  τη  μορφή  του  κόσμου. Χάρη  στον ιδικό τους αγώνα, τις αφάνταστες προσωπικές τους θυσίες, τη μαρτυρία και  το μαρτύριό τους  εθεμελιώθηκε η  Εκκλησία  στον  κόσμο.
Η  λέξη  «Απόστολος»  σημαίνει τον απεσταλμένο. Εν προκειμένω Απόστολοι ονομάσθηκαν οι  εκλεγμένοι και  καλεσμένοι από τον Κύριο  Μαθητές Του να συνεχίσουν το σωστικό Του έργο, μετά  την εις τους ουρανούς Ανάληψή Του. Επίσης, σύμφωνα με την χαρακτηριστική Του προτροπή  έγιναν οι μάρτυρες της Αναστάσεώς Του  «έως  εσχάτου της γης».
Η  εκλογή  και  η  κλήση των  Αποστόλων,  οι οποίοι  ως  την  Πεντηκοστή  καλούνταν  Μαθητές, έγινε αμέσως με την αρχή  της δημόσιας δράσεως του  Κυρίου, στη  Γαλιλαία. Ευθύς  μετά  τη Βάπτισή Του κατευθύνθηκε  στις όχθες της λίμνης Γενησαρέτ, όπου  απευθύνθηκε  στους εκεί  αλιείς, στους οποίους είπε: «δεύτε οπίσω μου και  ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Αυτοί  «ευθέως αφέντες τα δίκτυα  ηκολούθησαν αυτώ». Άλλοι, «αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά των μισθωτών, απήλθον οπίσω  αυτού».
Οι  μαθητές  ορίσθηκαν από  τον Κύριο σε τρεις κύκλους ήτοι: το στενό κύκλο των Δώδεκα, τον ευρύτερο κύκλο των Εβδομήκοντα και  τον ευρύτατο κύκλο των πολυπληθών φίλων Του. Μεγαλύτερη σημασία είχε  ο  κύκλος  των Δώδεκα. Αυτοί  ευρίσκονταν πλησίον Του και  σ’ αυτούς  αποκάλυψε  τα  μυστήρια  του  Θεού. Αυτοί  είχαν την  ευλογία  και  τη δόξα να ορισθούν ως  οι  κατ’ εξοχήν  συνεχιστές  του έργου Του, διότι μόνο σε αυτούς είπε: «Εγώ  εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς, ίνα υμείς υπάγητεκαι καρπόν φέρητε, και  ο καρπός  ημών μένῃ». Μετά  την Ανάσταση τους κατέστησε επίσημα διαδόχους και συνεχιστές του έργου Του: «καθώς απέσταλκέ με ο  Πατήρ, κἀγώ πέμπω υμάς. Και  τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· λάβετε Πνεύμα Άγιον, αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται». Επίσης στο όρος της Γαλιλαίας, όπου είχαν  συναχθεί  οι ένδεκα μαθητές, λίγο πριν την Ανάληψη, τους είπε:  «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το  όνομα του Πατρός, του Υιού  και  του  Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην  υμίν».
Ως  προς  την  εκλογή  των Αγίων Αποστόλων είναι χαρακτηριστικοί  οι  λόγοι του Αποστόλου Παύλου:  «Επειδή  γαρ εν τη σοφία του Θεού  ουκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰτῆς σοφίας τὸν Θεόν... τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ο  Θεός, ίνα  τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήσῃ, όπως  μη καυχήσηται  πάσα σὰρξ  ενώπιον  του  Θεού».
Το έργο των Αγίων Αποστόλων συνεχίσθηκε και συνεχίζεται δια των διαδόχων  αυτών.  Αυτή  η  αδιάκοπη διαδοχή  συνεχίζεται  έως  σήμερα  και χαρακτηρίζεταιως  αδιάκοπη  διαδοχή  προσώπων  καιπίστεως  και  γι’ αυτό ονομάζεται η Εκκλησία μας Αποστολική.       
Οι  Άγιοι  Δώδεκα  Απόστολοι  είναι:  ο  Απόστολος  Πέτρος (
 29  Ιουνίου),  ο Απόστολος Ανδρέας ( 30 Νοεμβρίου), ο Απόστολος Ιάκωβος ο του Ζεβεδαίου ( 30 Απριλίου), ο Απόστολος Ιάκωβος ο του Αλφαίου ( 9 Οκτωβρίου),  ο  Ευαγγελιστής  Ιωάννης ( 24  Σεπτεμβρίου),  ο Απόστολος Φίλιππος ( 14 Νοεμβρίου), ο Απόστολος Βαρθολομαίος ( 11 Ιουνίου), ο Απόστολος Θωμάς ( 6 Οκτωβρίου), ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ( 16 Νοεμβρίου),  ο  Απόστολος  Ιούδας ( 19  Ιουνίου),  ο  Απόστολος Ματθίας ( 9 Αυγούστου),  ο  Απόστολος  Σίμων  ο Ζηλωτής  ( 10 Μαΐου).


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Την ωραιότητα.       
Ως δωδεκάπυρσος, λυχνία έλαμψαν, οι Δωδεκάριθμοι,  Χριστού  Απόστολοι, Πέτρος και Παύλος συν Λουκά, Ανδρέας και Ιωάννης, Βαρθολομαίος Φίλιππος,  συν  Ματθαίω  και  Σίμωνι,  Μάρκος  και  Ιάκωβος, και  Θωμάς  ο μακάριος, και  ηύγασαν  τους πίστει  βοώντας·  χαίρετε  Λόγου  οι  αυτόπται.


Κοντάκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.     
Η δωδεκάχορδος και εύσημος νάβλα, των πανευφήμων και σοφών Αποστόλων, εμπνεομένη Πνεύματος ταις θείαις αυγαίς, πάσι μεν εκήρυξεν, ευσεβείας τον φθόγγον, γλώσσας δε εφίμωσεν, ασεβείας τω λόγω· ούςευφημούντες είπωμεν τρανώς· χαίρετε μύσται, Χριστού  και διάκονοι.


Μεγαλυνάριον.
Πέτρον Παύλον  Μάρκον συν τω  Λουκά,  Φίλιππον Ανδρέαν,  Ιωάννην τε και Θωμάν, Σίμωνα Ματθαίον, και τον Βαρθολομαίον, συν θείω Ιακώβω, ύμνοις τιμήσωμεν.


29/6/18

ομιλία στην εορτή των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου

Ο Άγιος Παύλος ο Απόστολος


Είχαν περάσει περίπου δέκα χρόνια από τότε που ο Σαούλ τελείωσε τις σπουδές του κι αποχαιρέτησε τον αγαπημένο του διδάσκαλο Γαμαλιήλ. Στο διάστημα αυτό δε γνωρίζουμε, που ακριβώς βρισκόταν.
Κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του Ιησού Χριστού (το 30-33 μ.Χ ο "νεανίας" Παύλος (Πράξ. 7,58) βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε συνάψει στενές σχέσεις με την ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία και μάλιστα με τον ίδιο τον αρχιερέα του Μεγάλου Ιουδαϊκού Συνεδρίου (Πράξ. 9,1), λαμβάνοντας ενεργό ρόλο στο διωγμό εναντίον των Ιουδαίων Χριστιανών.
Τόσο η φαρισαϊκή ευσέβειά του όσο και ο ζήλος για την τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου διαμόρφωσαν τη συμπεριφορά και τη στάση του έτσι ώστε να καταστεί ένας από τους πιο σκληρούς και φανατικούς διώκτες των οπαδών του Χριστού. Έλαβε μέρος στο λιθοβολισμό του Στεφάνου, φυλάσσοντας στα πόδια του τα ιμάτια που άφησαν οι λιθοβολήσαντες Ιουδαίοι.
Ύστερα από αυτή την εμπειρία ο Παύλος καταδίωκε με μίσος τους Χριστιανούς με κάθε τρόπο. Στη διάθεση του είχε όσα ζητούσε από τους άρχοντες των Ιουδαίων. Για αυτό το σκοπό χρησιμοποιούσε πολλά και σκληρά μέτρα προκειμένου να πετύχει τον αφανισμό των Χριστιανών. Ρήμαζε τις εκκλησίες, έμπαινε με τη βία στα σπίτια, έσερνε έξω άνδρες και γυναίκες, τους συλλάμβανε και τους έριχνε στη φυλακή, τους βασάνιζε. Είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Χριστιανών.
Τον μετά μανίας διωγμό των Χριστιανών από τον Παύλο ομολογεί ο ίδιος (Γαλ. 1,13. Α'Κορ. 15,9. Φιλιπ. 3,5), ενώ το επιβεβαιώνει και ο Λουκάς στις Πράξεις (8,3. 9,1-2. 26,9-11).
Το μίσος του Παύλου εναντίον των ομοεθνών του χριστιανών πήγαζε, από τον υπέρμετρο φανατισμό και ζήλο του υπέρ της ιουδαϊκής θρησκείας (Φιλιπ. 3,5-6. Πράξ. 26,4, Γαλ. 1,13), αλλά και από την αγάπη του προς το ιουδαϊκό έθνος, το οποίο είχε επιλεγεί από τον Θεό να επιτελέσει σπουδαίο έργο στην ιστορία (Ρωμ. κεφ. 9-11). Επιπλέον, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Ιησούς είχε καταδικασθεί σε σταυρικό θάνατο ως σφετεριστής του μεσσιανικού αξιώματος, ενώ κατέλυσε διάφορες διατάξεις του μωσαϊκού νόμου και προέβλεψε την καταστροφή του ναού.
Ο Απόστολος Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας μεταξύ του 5 και 15 μ.Χ. από ευσεβείς Ιουδαίους γονείς. Ο Παύλος καταγόταν από τη φυλή Βενιαμίν κι άνηκε στην τάξη των Φαρισαίων (Ρωμ. 16,1 και Φιλιππ. 3,5). Ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος πολίτης και προερχόταν από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας της Κιλικίας. Από τον πατέρα του κληρονόμησε ο Παύλος και την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Αυτό το χαρακτηριστικό έδινε σημαντικά προνόμια στον Παύλο.

Το  εβραϊκό του όνομα ήταν Σαούλ. Κατά τη γνωστή τότε συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να φέρουν εκτός από το ιουδαϊκό όνομα και ένα ομόηχο ελληνικό ή ρωμαϊκό λεγόταν και Σαύλος και αργότερα ονομάστηκε Παύλος.
Εκτός από την Καινή Διαθήκη, δεν υπάρχουν άλλες αξιόπιστες πηγές για τον βίο του Παύλου. Μέσα από διάφορα χωρία, είναι δυνατόν να εξάγουμε συμπέρασμα για το περίγραμμα του βίου του Αποστόλου Παύλου πριν από τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό.
Στην Ταρσό όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια, οι γονείς του φρόντισαν να αποκτήσει την καλύτερη και αρτιότερη ελληνική και ιουδαϊκή μόρφωση. Ο Παύλος δεν αρκέσθηκε στην μόρφωση που απέκτησε στη γενέτειρά του και πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου  έμενε και η αδερφή του, για να τη συμπληρώσει με την εκπαίδευσή του στο Μωσαϊκό Νόμο. Έγινε μαθητής του σοφού νομοδιδάσκαλου Γαμαλιήλ και από αυτόν διδάχθηκε, όσο λίγοι, την ιουδαϊκή νομικο-θεολογική σκέψη του ραβινισμού.
Το ύφος του, η θεολογική του μέθοδος και η χρήση της Γραφής παρουσιάζουν τον Παύλο ως αυστηρό αλλά και αγνό, ραββίνο, γνώστη όλων των επίμαχων ζητημάτων του ιουδαϊκού Νόμου και ικανό χειριστή της ραββινικής διαλεκτικής. Ο ίδιος ομολογεί αργότερα ότι υπήρξε πολύ επιμελής και μάλιστα υπέρμαχος ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων και διέπρεπε μεταξύ των συνομηλίκων του (Γαλ. 1,14 και Πράξ. 26,4).
Διακρινόταν για το μεγάλο ζήλο στο έργο του, την ανησυχία και τη δυναμικότητά του, την ευρύτητα του πνεύματος και την αντικειμενική του κρίση. Η ιουδαϊκή του καταγωγή, η ελληνική παιδεία και η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη τον καθιστούσαν ως τον πιο κατάλληλο για να μεταφέρει το χριστιανικό μήνυμα στον κόσμο της εποχής του.
Εκτός από τη μόρφωση που έλαβε, ο Σαούλ έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην με ένα χειρωνακτικό επάγγελμα όπως και οι περισσότεροι ραββίνοι. Θα μπορούσε, δηλαδή, να φτιάχνει σκηνές από μάλλινα υφάσματα ή δέρματα. Έτσι θα είχε τα αναγκαία για τη ζωή του, δίχως να επιβαρύνει κανένα και χωρίς να επιβαρύνει οικονομικά τις κατά τόπους εκκλησίες.
Ο Παύλος έπασχε από κάποια ασθένεια, η οποία πρέπει να ήταν μάλλον επώδυνη (Β' Κορ. 12,8), χωρίς ωστόσο να είναι δυνατό να εξακριβωθεί ακριβώς ποιο ήταν το σωματικό του πρόβλημα και μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν γι’ αυτό.
Για το γεγονός της μεταστροφής του Παύλου προς το Χριστιανισμό, εκτός από τις αναφορές στις επιστολές (Γαλάτ. 1,13. Α' Κορ. 15,8. Φιλιππ. 3,12. Εφεσ. 3,3), υπάρχουν και τρεις παράλληλες διηγήσεις στις Πράξεις (9,1-29. 22,3-21. 26,9-21).

Σύμφωνα με τις παραπάνω μαρτυρίες που έχουν πηγή τον ίδιο τον Παύλο, έγινε χριστιανός από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό ο οποίος τον κάλεσε στο ευαγγελικό έργο και στο αποστολικό αξίωμα.
Ο ίδιος ομολογεί (Γαλ. 1,15) ότι, ο Θεός τον προόριζε για απόστολο του Ευαγγελίου πριν ακόμη γεννηθεί, και μετέτρεψε το ζήλο του για τον Νόμο, σε ζήλο για τη διάδοση του Ευαγγελίου.
"ότε δε ευδόκησεν ο Θεός, ο άφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου και καλέσας δια της χάριτος αυτού, αποκαλύψαι τον υιόν αυτού εν έμοί ίνα εύαγγελίζωμαι αυτόν εν τοις έθνεσιν" (Γαλ. 1,15-16).
Πολλοί Χριστιανοί είχαν απομακρυνθεί από τα Ιεροσόλυμα εξαιτίας του διωγμού. Αρκετοί κατέφυγαν στη Δαμασκό, όπου προσέλκυαν και άλλους στη χριστιανική πίστη. Αυτό εξόργισε τον Παύλο, ο οποίος δεν αρκέσθηκε μόνο στο διωγμό των Χριστιανών της Ιουδαίας, αλλά ζήτησε την άδεια και την βοήθεια του αρχιερέα, για να μεταβεί στη Δαμασκό με σκοπό να συλλάβει και τους εκεί μεταστραφέντες Ιουδαίους και να τους οδηγήσει δεμένους στην Ιερουσαλήμ ώστε να δικασθούν και να τιμωρηθούν (Πράξ. 9,1-2). Για να πετύχει το σκοπό του, πήρε από τον αρχιερέα συστατικά γράμματα για τις συναγωγές της Δαμασκού.
Το 36 μ.Χ. περίπου, καθώς πήγαινε προς τη Δαμασκό επικεφαλής μιας καλά οπλισμένης ομάδας, ξαφνικά λίγο προτού να φτάσει στην πόλη, τον περιέβαλε ένα παράδοξο κι εκτυφλωτικό φως, το οποίο τον έριξε από το άλογο και τον τύφλωσε.
Τότε άκουσε από τον ουρανό μια φωνή να τον αποκαλεί με το εβραϊκό του όνομα και του είπε: «Σαούλ, Σαούλ γιατί με καταδιώκεις;». Ο Παύλος έπεσε κάτω από τον φόβο του και ρώτησε «Ποιος είσαι Κύριε;»  Και ο Κύριος απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, αυτός τον όποιο εσύ καταδιώκεις. Αλλά σήκω επάνω, πήγαινε στην πόλη κι εκεί θα σου φανερωθεί, τι πρέπει να κάνεις» (Πράξεις 9,1-18).
Όλα όσα έκανε ο Παύλος εναντίον των Χριστιανών, στρέφονταν εναντίον του Χριστού! Όσα συμβαίνουν στους πιστούς, θα πει αργότερα και ο Μέγας Βασίλειος, ο Κύριος τα δέχεται ότι συμβαίνουν στον ίδιο τον εαυτό Του.
Ο Παύλος μετάνιωσε ειλικρινά για όλα αυτά. Προσπάθησε να σηκωθεί ζητώντας να τον βοηθήσουν, γιατί είχε χάσει το φως του. Οι συνοδοί του έκπληκτοι τον οδήγησαν στη Δαμασκό και τον άφησαν στο σπίτι κάποιου Ιούδα, στην Ευθεία οδό. Τρεις ημέρες έμεινε ο Παύλος χωρίς να φάει και να πιεί κάτι. Βυθισμένος στο σκοτάδι, γιατί δεν έβλεπε ακόμη, προσευχόταν στον Κύριο και ζητούσε συγγνώμη για την προηγούμενη διαγωγή του. Ο Θεός της αγάπης τον είχε πια συγχωρήσει.
Στη Δαμασκό ζούσε ένας ευλαβής Χριστιανός, ο Ανανίας. Γι’ αυτόν λέει η αρχαία παράδοση, πώς ήταν ένας από τους εβδομήκοντα μαθητές του Κυρίου και πως είχε καταφύγει στη Δαμασκό, όταν άρχισε ο διωγμός από τον Παύλο.
Σ' αυτόν λοιπόν παρουσιάστηκε ο Κύριος μέσα σε όραμα και του είπε: «Ανανία πήγαινε στο σπίτι του Ιούδα στην Ευθεία οδό, να βρεις το Σαύλο από την Ταρσό πού προσεύχεται».
Κι αυτός, που δεν ήξερε όσα είχαν γίνει, απάντησε με σεβασμό: «Κύριε γι’ αυτόν τον άνθρωπο έχω ακούσει όσα φοβερά έκαμε εναντίον των αγίων οπαδών Σου στην Ιερουσαλήμ».
Αλλά ο Κύριος τον καθησύχασε και του είπε: «Πήγαινε χωρίς φόβο, γιατί αυτός πια είναι ο εκλεκτός μου. Αυτός θα κηρύξει τ' όνομά μου σ' όλο τον κόσμο».
Ο Ανανίας με θάρρος πια πήγε και βρήκε τον Παύλο να προσεύχεται. Με καλοσύνη κι αγάπη έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι του Παύλου και του είπε: «Σαούλ, αδελφέ μου, ο Κύριος που σου παρουσιάστηκε στο δρόμο, με έστειλε για ν’ αποκτήσεις το φως σου και να γεμίσεις με Άγιο Πνεύμα».
Τότε με άλλο θαύμα έπεσαν από τα μάτια του Παύλου κάτι σαν λέπια και ήρθε το φως του. Αφού σηκώθηκε δέχτηκε το Άγιο Βάπτισμα και έφαγε κάτι για να βρει τις σωματικές του δυνάμεις. Μα πιο πολύ απόκτησε το  φωτισμό του Θεού και τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, για ν' αναδειχτεί αργότερα ο μεγάλος Απόστολος της Οικουμένης. Ο Παύλος από τρομερός διώκτης του Χριστιανισμού έγινε τώρα ο θερμότερος και ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό.
Μετά τη μεταστροφή του, τη βάπτιση και την κατήχησή του από τον Ανανία στη Δαμασκό, ο Παύλος πήγαινε στις συναγωγές και κήρυττε πλέον φανερά ότι ο Ιησούς είναι ο Υϊός του Θεού (Πράξ. 9,20). Αυτό βέβαια προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Ιουδαίων της Δαμασκού, οι οποίοι αποφάσισαν να τον θανατώσουν.
Οι Χριστιανοί όμως φυγάδευσαν τον Παύλο στην έρημο της Αραβίας, στο βασίλειο των Ναβαταίων, νότια της Δαμασκού, πιθανώς δια λόγους ασφαλείας (Γαλ. 1,17). Όπως ο Κύριος πού έμεινε σαράντα μέρες στην έρημο, έτσι και ο Παύλος έμεινε μόνος του, όπου είχε αρκετό καιρό  για να συγκεντρωθεί και να προσευχηθεί. Αργότερα επέστρεψε στη Δαμασκό, όπου άσκησε το αποστολικό του έργο για τρία χρόνια.
Η μεταστροφή του προκάλεσε μεγάλη έκπληξη μεταξύ των Ιουδαίων και των Χριστιανών. Σύμφωνα με τις Πράξεις, η εχθρότητα των Ιουδαίων τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την πόλη (Πράξ. 9,23-25), αν και στην περίπτωση αυτή, στη δίωξή του έλαβε ενεργά μέρος και ο εθνάρχης Αρέτας (ή Αρέθας), βασιλιάς των Ναβαταίων (Β' Κόρ. 11,32-33).
Γι’ αυτό οι πιστοί φυγάδεψαν τον Παύλο. Μια νύχτα τον κατέβασαν από τα τείχη μέσα σ' ένα μεγάλο καλάθι. Κατόπιν πήγε στα Ιεροσόλυμα. Παρ’ ότι προσπαθούσε να έρθει σε επαφή με τους άλλους αποστόλους, εκείνοι, όπως και οι άλλοι Χριστιανοί, ήταν ακόμη επιφυλακτικοί απέναντι του. Οι Πράξεις μας πληροφορούν ότι ο Βαρνάβας τον παρουσίασε στους Αποστόλους και στους άλλους Χριστιανούς,  ο οποίος τους έκανε γνωστή τη μεταστροφή του και έτσι έγινε δεκτός από τους χριστιανικούς κύκλους της Ιερουσαλήμ. Όλοι τους χάρηκαν για τη θαυμαστή αυτή αλλαγή του Παύλου και δόξασαν τον Κύριο.
Στην Ιερουσαλήμ ο Παύλος ήρθε σε επαφή με τον Πέτρο (Γαλ. 1,18). Εκεί συνάντησε και τον Ιάκωβο τον αδελφό του Κυρίου. Ο νέος Απόστολος με θάρρος και δύναμη άρχισε να κηρύττει το Ευαγγέλιο στην Ιερουσαλήμ.
Το κήρυγμα του Παύλου στα Ιεροσόλυμα εξαγρίωσε πολλούς φανατικούς Εβραίους, που αποφάσισαν να τον θανατώσουν. Αλλά οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων, χωρίς να πάρουν είδηση οι εχθροί του Παύλου, τον φυγάδεψαν μέσω της Καισάρειας στην πατρίδα του την Ταρσό. Έτσι ο Παύλος βρέθηκε ξανά στην Ταρσό, όπου πέρασε μερικά ήσυχα χρόνια (Πράξ. 9,26-30). Στο διάστημα αυτό προσευχόταν με θέρμη στον Κύριο και κατάστρωνε τα Ιεραποστολικά του σχέδια. Περίμενε όμως να τον καλέσει ο Κύριος, για να μεταφέρει το Ευαγγελικό μήνυμα σ' έναν κόσμο, πού δεν είχε ακόμη γνωρίσει το Χριστό.
Ύστερα από την Ιερουσαλήμ, η Αντιόχεια ήταν η άλλη μεγάλη πόλη, όπου διαδόθηκε το Ευαγγέλιο. Η Αντιόχεια είχε πλατιούς δρόμους και στολιζόταν με ωραίους κήπους κι άλλα έργα πολιτισμού. Εκεί Χριστιανοί από την Κύπρο και την Κυρήνη της Τυνησίας κήρυξαν αρχικά το Χριστιανισμό. Με τη δύναμη του Θεού πολλοί πίστευαν στον Κύριο, ιδίως ελληνιστές Ιουδαίοι. Έτσι λέγονταν όσοι Ιουδαίοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα.
Τα ευχάριστα αυτά νέα έκαμαν τους Αποστόλους, να στείλουν εκεί από τα Ιεροσόλυμα το Βαρνάβα, για να ενισχύσει τους νέους πιστούς. Ο Βαρνάβας, ως αγαθός άνθρωπος που ήταν, προσέλκυε πολλούς στον Κύριο. Με το φωτισμό του Θεού μάλιστα αποφάσισε να καλέσει κοντά του και τον Παύλο, σαν τον πιο κατάλληλο γι’ αυτή τη δουλειά. Χωρίς καθυστέρηση λοιπόν πήγε στην Ταρσό, όπου οι δύο παλιοί φίλοι συναντήθηκαν και πάλι. Ο Παύλος με ξεχωριστή χαρά δέχτηκε την πρόσκληση του Βαρνάβα, να έρθει στην Αντιόχεια. Εκεί για ένα χρόνο δίδαξαν μαζί το Ευαγγέλιο με θαυμαστά αποτελέσματα (Πράξ. 11,19-26).
Οι Πράξεις (Πράξ. 11,30 και 12,25) μνημονεύουν ένα ταξίδι του Παύλου και του Βαρνάβα στα Ιεροσόλυμα προκειμένου να φέρουν βοήθεια από την Εκκλησία της Αντιόχειας προς τους Χριστιανούς της Ιουδαίας, κατά την περίοδο του λιμού που είχε γίνει τα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου.
Στην Αντιόχεια η νεαρή Εκκλησία προόδευε συνεχώς. Οι πιστοί μέχρι τότε λέγονταν μεταξύ τους αδερφοί, μαθητές, άγιοι κ.λπ. Από τους άλλους όμως ονομάζονταν Ναζωραίοι. Εκεί στην Αντιόχεια ονομάστηκαν για πρώτη φορά «Χριστιανοί», στην αρχή από τον απλό λαό και ύστερα από τις επίσημες Αρχές της πόλεως. Πράγματι δεν υπήρχε πιο χαρακτηριστικό όνομα για τους πιστούς. Τ' όνομα τούτο μοιάζει με την επιγραφή που έβαλε ο Πιλάτος πάνω στο Σταυρό γραμμένη στα Εβραϊκά, Ελληνικά και Ρωμαϊκά. Έτσι και τ' όνομα «Χριστιανός» ενώ είναι Εβραϊκό, έχει Ελληνική ρίζα και Ρωμαϊκή κατάληξη. Μ’ αυτόν τον τρόπο φανερωνόταν η παγκόσμια έκταση, που θα έπαιρνε ο Χριστιανισμός.

Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Κανόνας πίστεως.
Εθνών σε κήρυκα και φωστήρα τρισμέγιστον, Αθηναίων διδάσκαλον, Οικουμένης  αγλάϊσμα, ευφροσύνως γεραίρομεν· τους αγώνας  τιμώμενκαι τας βασάνους δια Χριστόν, τοσεπτόν σου μαρτύριον. Άγιε Παύλε Απόστολε, πρέσβευε Χριστώ  τω  Θεώ  σωθήναι  τας  ψυχάς  ημών.

Έτερον  Απολυτίκιον. Ήχος  α’. Της  ερήμου πολίτης.    
Εκλογής Χριστού σκεύος και  Απόστολος  μέγιστος,  καισαγηνευτής  εθνών θείος,  εν  τω  λόγω  της  χάριτος, εδείχθης  ως πλήρης  ως φωτός, Απόστολε Παύλε αληθώς· τον γαρ άγνωστον κηρύττεις ημίν Θεόν, τοις πόθωανακράζουσι· δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σεθαυμαστώσαντι, δόξα  τω  χορηγούντι  δια  σου,  πάσι  τακρείττονα.

Έτερον  μετά  του  Αποστόλου Πέτρου. Ήχος δ’.
Οι των Αποστόλων πρωτόθρονοι, και της οικουμένης διδάσκαλοι, τω Δεσπότη των όλων πρεσβεύσατε, ειρήνην  τη  οικουμένη δωρήσασθαι, και ταις  ψυχαίς  ημών  το  μέγα  έλεος.

Έτερον μετά του Αποστόλου Πέτρου. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοι κήρυκες, της ευσεβείας, κρήνη δίκρουνος, θεογνωσίας,  και  δογμάτων ουρανίων εκφάντορες, Πέτρε και Παύλε σαφώς ανεδείχθητε, ως Αποστόλων των θείων Πρωτόθρονοι. Αλλ’ αιτήσασθε, σωτήριον ημίν έλλαμψιν,  και  λύτρωσιν  παθών  και  μέγα  έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος  γ’. ΗΠαρθένος σήμερον.
Αποστόλων πρόκριτος, και  κορυφαίος  εδείχθης, προσκληθείς  Απόστολε, παρά Χριστού ουρανόθεν· ένθεν δη, την οικουμένην πάσαν διήλθες, άπαντας, καταφωτίζων προςθείανπίστιν· δια τούτό σοι βοώμεν·  χαίροις  ω Παύλε, Εκκλησιών  ο φωστήρ.

Έτερον  μετάτου  Αποστόλου  Πέτρου. Ήχος  β’. Αυτόμελον.
Τους ασφαλείς, και θεοφθόγγους  κήρυκας, την  κορυφήν,  των  Αποστόλων Κύριε, προσελάβου  ειςαπόλαυσιν,  των  αγαθών  σου  και  ανάπαυσιν· τους πόνους γαρ  εκείνων  και τον θάνατον,εδέξω  υπέρ  πάσαν  ολοκάρπωσιν, ο μόνοςγινώσκων τα  εγκάρδια.

Έτερον  μετά του  Αποστόλου  Πέτρου. Ήχος  γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Αποστόλων πρόκριτοι, και κορυφαίοι οφθέντες, ουρανοί ως έμψυχοι,  δόξαν Θεού  διηγούνται,  Πέτρος  μεν,  ο  της  αγάπης τουΛόγου  πλήρης, Παύλος  δε, ως εκλογής Χριστού σκεύος θείον,  και  αμφότεροι  αιτούνται,  πάσιδοθήναι πταισμάτων  άφεσιν.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις  Αποστόλων η καλλονή,  και  εθνών ο κήρυξ, και διδάσκαλος  καιφωστήρ·  χαίροις  Εκκλησίας,  υφηγητής  απάσης,  και  μέγας  λαμπαδούχος, Παύλε  Απόστολε.

Μεγαλυνάριον μετά του Αποστόλου Πέτρου.       
Πέτρε θείον άρμα Χερουβικόν, ουράνιε Παύλε, όχημά τε Σεραφικόν, η πύρινος γλώσσα, του Θεανθρώπου Λόγου, πυρός με της γεέννης, απολυτρώσασθε.


Ο Άγιος Πέτρος ο Απόστολος


Ο Πέτρος ήταν γιος του Ιωνά (Βαριωνά) και αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα (Ιω. 1,43. 21,15-17)Ο ίδιος αναφέρεται ως Σίμωνας (Ματθ. 10,2. Μάρκ. 3,16), Συμεών (Πράξεις 15,14). Ο Ιησούς όμως όταν τον κάλεσε τον ονόμασε Κηφά (Κηφάς στα Αραμαϊκά και Πέτρος στα Ελληνικά) που σημαίνει Πέτρα, θέλοντας να τονίσει τη σταθερότητα του χαρακτήρα του (Ιω. 1,43).
Ήταν Ιουδαίος και καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας (Ιω. 1, 45). Μαζί με τον αδερφό του ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά στη λίμνη Γεννησαρέτ (Ματθ. 4,18).
Ο Πέτρος ήταν έγγαμος (Ματθ. 8,14. Μάρκ. 1,30. Λουκ. 4,38). Κατοικούσε στην Καπερναούμ από όπου καταγόταν η γυναίκα του και εκεί εγκαταστάθηκε μετά το γάμο του (Ματθ. 5,14. Μάρκ. 1,21). Για τη γυναίκα του δεν αναφέρεται τίποτε  στην Καινή Διαθήκη και είναι γνωστό ότι ο Πέτρος ήταν έγγαμος, γιατί ο Χριστός θεράπευσε την πεθερά του (Ματθ. 8,14-15. Λουκ. 4,38-39). Η γυναίκα του τον ακολούθησε στις περιοδείες του και του συμπαραστεκόταν στο έργο του (Α' Κορ. 9,5).
Ο Πέτρος μιλούσε την ελληνική γλώσσα μιας και καταγόταν από τη "Γαλιλαία των εθνών" και την αραμαϊκή, η οποία ήταν η μητρική του με βαριά όμως προφορά (Ματθ. 26,73. Μάρκ. 14,70). Ήταν πιστός τηρητής των θρησκευτικών εθίμων (Πράξ. 10,14), αν και δεν ήταν καλός γνώστης του Νόμου (Πράξ. 4,13).
Ο Πέτρος ήταν από τους πρώτους που ακολούθησαν τον Κύριο και αναδείχτηκε ως η πλέον εμβληματική μορφή των δώδεκα μαθητών. Η κλήση του στο αποστολικό αξίωμα έγινε σταδιακά. Πρώτα παρουσίασε τον Πέτρο στον Ιησού ο αδελφός του Ανδρέας. Ο Ιησούς τον βεβαίωσε ότι θα ονομαστεί "Κηφάς", που σημαίνει "Πέτρος" και ότι θα ήταν η πέτρα, πάνω στην οποία θα έχτιζε την εκκλησία Του (Ιω. 1,35-43). Όπως μας πληροφορούν τα Ευαγγέλια, όταν λίγο αργότερα ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν (Μάρκ. 1,16-20).
Από την πρώτη στιγμή ο Πέτρος κατέλαβε πρωτεύουσα θέση στον αποστολικό κύκλο. Αναφέρεται πάντοτε πρώτος μεταξύ των μαθητών στους καταλόγους της Καινής Διαθήκης και αποτελούσε, μαζί με τους αδελφούς Ιάκωβο και Ιωάννη, τον πιο στενό κύκλο των μαθητών προς τους οποίους ο Χριστός έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση.
Ήταν δυναμικός χαρακτήρας και παρορμητικός (Ματθ. 14,28. 16,16). Ήταν ενθουσιώδης, ενεργητικός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, αναλαμβάνοντας διαρκώς πρωτοβουλίες. Διακρινόταν για την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό του. Η αγάπη και η αφοσίωσή του προς τον Κύριο ήταν υποδειγματική. Πολλές φορές μιλούσε ως εκπρόσωπος των δώδεκα μαθητών (Ματθ. 15,15 και 18,21. Μάρκ. 8,29και 11,21. Λουκ. 5,5 και 12,41). Ξεχώριζε για το θάρρος και την τόλμη του. Για τη ζωή του κοντά στον Ιησού τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις Πράξεις των Αποστόλων.
Ήταν παρών, προφανώς, στο γάμο της Κανά και αμέσως μετά εγκαταστάθηκε με τον Ιησού και άλλους μαθητές στην Καπερναούμ (Ιωάννης 2-11-12).
Στην Καπερναούμ ο Ιησούς είπε στους ακροατές του, ότι για να έχουν ζωή αιώνιο πρέπει να τρώγουν το Σώμα Του και να πίνουν το Αίμα Του. Εκείνοι δεν αντιλήφθηκαν το μήνυμά Του και σκανδαλιζόμενοι έφυγαν. Ρωτώντας ο Κύριος τους Δώδεκα μαθητές Του, εάν θέλουν και αυτοί να φύγουν, ο Πέτρος απάντησε αμέσως "Κύριε, σε ποιόν να πάμε; Έχεις λόγια ζωής αιωνίου και εμείς πιστεύσαμε και γνωρίσαμε ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος".
Μετά από προτροπή του Ιησού, ο Πέτρος βάδισε στη θάλασσα (Ματθ. 14,28-32). Επίσης μετά από προτροπή του Ιησού, ψάρεψε ένα ψάρι που είχε στην κοιλιά του ένα νόμισμα, για να πληρώσει τον φόρο στους Ρωμαίους (Ματθ. 17,24-27).
Στην Καισάρεια του Φιλίππου, λίγο πριν από το πάθος, ο Χριστός υπέβαλε στους μαθητές του την ερώτηση ποια γνώμη είχαν οι άνθρωποι για Εκείνον. Ο Πέτρος απάντησε ότι είναι ο Μεσσίας, ο Υιός του αληθινού Θεού (Ματθ. 16,13-16). Τότε ο Ιησούς απεκάλεσε τον Πέτρο μακάριο, επειδή δέχτηκε την αποκάλυψη όχι από άνθρωπο, αλλά από τον Ίδιο τον Θεό. Του είπε πώς σε αυτή την πέτρα, δηλαδή στην ομολογία ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του.
Στη συνέχεια ζήτησε από τους μαθητές Του να κρατήσουν κρυφό ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, και τους φανέρωσε ότι θα μεταβεί στα Ιεροσόλυμα, όπου θα σταυρωθεί και θα αναστηθεί την τρίτη ημέρα. Ο Πέτρος πήρε το Ιησού ιδιαιτέρως και προσπάθησε να τον αποτρέψει από την πορεία του προς το Πάθος. Ο Ιησούς όμως τον επιτίμησε αυστηρά (Ματθ. 16,23).
Ο Πέτρος, μαζί με τους Ιωάννη και Ιάκωβο, ήταν παρών στη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο Όρος Θαβώρ (Ματθ. 17,1-8. Μάρκ. 9,2-8, Λουκ. 9,28-36).
Λίγο πριν το Πάθος, μαζί με τον Ιωάννη στάλθηκε από τον Ιησού να ετοιμάσει το πασχαλινό τραπέζι (Λουκ. 22,8). Το βράδυ του Μυστικού Δείπνου, όταν ο Ιησούς έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, ο Πέτρος αρνήθηκε σθεναρά (Ιω. 13,11). Το ίδιο βράδυ διακατεχόταν από έντονη αγωνία για να μάθει ποιος είναι ο προδότης του Ιησού (Ιω. 13, 24), ενώ διαμαρτυρήθηκε διότι ο Ιησούς του είπε πως εκεί που οδεύει, δεν μπορεί ο ίδιος ακόμα να τον ακολουθήσει. Ο Πέτρος υποσχέθηκε στον Κύριο ότι είναιέτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του γι' Αυτόν (Ιω. 13,36-37. Ματθ. 26,33. Μάρκ. 14,29). Ο Κύριος όμως προφητικά του προανήγγειλε ότι θα τον αρνιόταν τρεις φορές.
Όταν ο Ιησούς προσευχήθηκε στον κήπο της Γεθσημανή ο Πέτρος αποκοιμήθηκε μαζί με τους άλλους μαθητές (Ματθαίος 26,37-46. Μάρκ. 14,37), ενώ κατά τη σύλληψη του Ιησού, ο Πέτρος με μαχαίρι έκοψε το αυτί ενός από τους δούλους του αρχιερέα. Ο Κύριος τον επετίμησε θεραπεύοντας το αυτί του δούλου (Ματθ. 26,51. Μάρκ. 14,47. Λουκ. 22,50. Ιω. 18, 10-11). Κατόπιν ο Πέτρος τον ακολούθησε μέχρι την αυλή του αρχιερέα. Στη συνέχεια πριν ξημερώσει και πριν ο πετεινός λαλήσει τρεις φορές, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε τρεις φορές με όρκο. Τότε θυμήθηκε τον λόγο του Κυρίου που του είχε προαναγγείλει αυτή την πτώση, και μετανιώνοντας, έκλαψε πικρά (Ματθ. 26,58 και 26,69-75. Μάρκ. 14,54. Λουκ. 22,54-62. Ιω. 18,15-16).
Ο Κύριος συγχώρεσε τον Πέτρο και για να τον αποκαταστήσει μάλιστα στα μάτια των άλλων μαθητών, παράγγειλε με τις μυροφόρες γυναίκες, ν' αναγγείλουν ξεχωριστά στον Πέτρο την Ανάστασή Του. Το πρωί έτρεξε μαζί με τον Ιωάννη στον τάφο (Ιω. 20,1-10).
Το ίδιο και στη λίμνη Γεννησαρέτ, ο Κύριος μπροστά στους άλλους μαθητές, του έδωσε την εντολή να κηρύττει το θείο λόγο, αποκαθιστώντας τον έτσι στο αποστολικό αξίωμα.
Οι πληροφορίες για την ιστορία του Πέτρου μετά την Ανάσταση δεν είναι πολλές και δε μπορούμε να έχουμε ένα διάγραμμα της πορείας του και κανένα σταθερό σημείο για μια σωστή χρονολόγηση. Την ημέρα της Πεντηκοστής πρωτοστατεί πάλι ο Πέτρος στην πρώτη διοικητικού χαρακτήρα πράξη των Αποστόλων, όταν υπέδειξε σε κοινή σύναξη των πιστών να εκλέξουν τον αντικαταστάτη του Ιούδα του Ισκαριώτη (Πράξ. 1,13-26). Αμέσως μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος πάλι ο Πέτρος σηκώθηκε μαζί με τους άλλους έντεκα Αποστόλους και μίλησε προς το συγκεντρωμένο πλήθος ώστε να πιστέψουν και να βαπτιστούν 3.000 (Πράξ. 2,14-41).
Λίγες μέρες ύστερα από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ο Πέτρος και ο Ιωάννης πήγαιναν στο Ναό για να προσευχηθούν. Η ώρα ήταν τρίτη απογευματινή. Στην πόρτα της αυλής του Ναού, καθόταν κάποιος πού είχε γεννηθεί χωλός, δηλαδή κουτσός, ζητώντας ελεημοσύνη. Αυτός λοιπόν σαν είδε τους Αποστόλους με παρακλητική φωνή τους ζητούσε κάποια βοήθεια. Τότε ό Πέτρος, πού κατάλαβε ότι ήταν καλός άνθρωπος, του είπε: «Χρήματα δεν έχω να σου δώσω. Εκείνο όμως πού έχω, σου το δίνω. Στο όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου σήκω όρθιος και περπάτα». Συνάμα τον βοήθησε να σηκωθεί όρθιος. Το θαύμα είχε γίνει. Ο χωλός περπάτησε χωρίς καμιά δυσκολία. Γεμάτος χαρά και ευγνωμοσύνη μπήκε μαζί τους στην αυλή του Ναού και δοξολογούσε το Θεό (Πράξ. 3,1-11).
Η θεραπεία του χωλού ξάφνιασε το πλήθος, πού είχε μαζευτεί. Όλοι τους γύρευαν να μάθουν, πώς έγινε το θαύμα. Τότε ο Πέτρος άρχισε να εξηγεί ότι έγινε με τη δύναμη του Ιησού Χριστού και τους κάλεσε να πιστέψουν στον Κύριο (Πράξ. 2,12-26).
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας των Αποστόλων όρμησαν εναντίον τους οι ιερείς και ο υπεύθυνος για την τήρηση της τάξεως μαζί με στρατιώτες. Το ίδιο έκαμαν και οι Σαδδουκαίοι, που εξοργίστηκαν όταν άκουσαν τους Αποστόλους να μιλούν για την ανάσταση των νεκρών. Όλοι τους, χωρίς να έχουν καμιά διαταγή, συνέλαβαν τους Αποστόλους και τους φυλάκισαν για να τους δικάσουν την άλλη μέρα.
Η άδικη σύλληψη των Αποστόλων, το κήρυγμα τους και μάλιστα η θεραπεία του χωλού έκαμαν μεγάλη εντύπωση στο πλήθος. Το αποτέλεσμα ήταν να πιστέψουν πολλοί και να φτάσει έτσι ο αριθμός των πιστών περίπου τις πέντε χιλιάδες, εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά.
Την άλλη μέρα συγκεντρώθηκαν τα μέλη του μεγάλου Συνεδρίου. Αυτό είχε δικαστική και θρησκευτική εξουσία. Σ' αυτό παρουσιάστηκαν οι Απόστολοι με θάρρος και ακλόνητη πίστη στον Κύριο. Είχαν αποφασίσει να κηρύξουν το θέλημα του Κυρίου μπροστά στο μεγάλο Συνέδριο. Εκεί που καταδικάστηκε και ο ίδιος ο Κύριος. Η ευκαιρία δόθηκε στους Αποστόλους, όταν τους ρώτησαν για τη θεραπεία του χωλού. Τότε ο Πέτρος με παρρησία και με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος απάντησε. «Άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραήλ, μάθετε όλοι ότι η θεραπεία του χωλού έγινε από τον Ιησού Χριστό, τον οποίο εσείς σταυρώσατε. Αυτόν ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς...» (Πράξ. 4,1-12).
Οι δικαστές έμειναν κατάπληκτοι από το θάρρος και τη σοφία των Αποστόλων. Ήθελαν βέβαια να τους καταδικάσουν, αλλά δεντόλμησαν, επειδή φοβήθηκαν το λαό. Έτσι περιορίστηκαν να τους διατάξουν, να μην κηρύττουν πια για τον Ιησού Χριστό. Αλλά οι Απόστολοι απάντησαν ότι είναι προτιμότερο να υπακούουν στο Θεό παρά στους ανθρώπους. Δεν μπορούμε, είπαν, να μην κηρύττουμε όσα είδαμε και ακούσαμε (Πράξ. 4,20). Τότε εκείνοι αφού δεν έβρισκαν δικαιολογία για να τους τιμωρήσουν και αφού απείλησαν τους Αποστόλους, τους άφησαν ελεύθερους.  Ο Πέτρος με τον Ιωάννη συναντήθηκαν με τους άλλους Αποστόλους και τους διηγήθηκαν όσα είχαν γίνει. Όλοι μαζί, με θερμή προσευχή, ευχαρίστησαν το Θεό για την προστασία του.  
Γεγονότα, όπως η θαυμαστή τιμωρία του Ανανία και της συζύγου του Σαπφείρας (Πράξ. 5,1-11) και τα θαύματα που έκανε στο Ναό μεγάλωσαν πολύ τη φήμη του Πέτρου. Πολλοί έφερναν τους ασθενείς και τους ξάπλωναν σε κρεβάτια σε φορεία για να πέσει πάνω τους έστω και η σκιά του Πέτρου. Ακόμη συγκεντρώνονταν από τις γύρω πόλεις στο Ναό φέρνοντας αρρώστους και δαιμονισμένους και θεραπεύονταν (Πράξ. 5,15-16).
Οι Απόστολοι συνέχισαν το κήρυγμά τους και τα θαύματα, με αποτέλεσμα να συλληφθούν από τους Σαδδουκαίους και να οδηγηθούν πάλι στη φυλακή. Τη νύχτα ένας άγγελος Κυρίου απελευθέρωσε τους Αποστόλους, οι οποίοι  συνέχισαν να διδάσκουν στο Ναό (Πράξ. 5, 17-42).
Την επόμενη μέρα η φρουρά τους οδήγησε πάλι μπροστά στο Συνέδριο. Ο αρχιερέας τους έκανε αυστηρή παρατήρηση για τη συνεχιζόμενη διδασκαλία στο Ναό. Ο Πέτρος με παρρησία διακήρυξε την Ανάσταση του Χριστού και τόνισε ότι είναι προτιμότερο να υπακούουν στο Θεό παρά στους ανθρώπους (Πράξ. 5,29-32).
Τα μέλη του Συνεδρίου όταν τ' άκουσαν αυτά έγιναν έξαλλα και θα θανάτωναν τους Αποστόλους, αν δεν παρενέβαινε ένας νομοδιδάσκαλος, ο Γαμαλιήλ, λέγοντας για τους Αποστόλους «Αν αυτό που σκέφτονται ή αυτό που κάνουν προέρχεται από ανθρώπινη δύναμη, θα διαλυθεί μόνο του. Αν όμως προέρχεται από το Θεό, δε θα μπορέσετε να το διαλύσετε, για να μην πω ότι μπορεί να βρεθείτε τελικά και θεομάχοι (Πράξ. 5,38-39)».
Μετά από αυτά τα λόγια οι Απόστολοι, αφού μαστιγώθηκαν και απειλήθηκαν, αφέθηκαν ελεύθεροι.
Το κήρυγμα του Πέτρου περιορίστηκε κυρίως στην Παλαιστίνη. Το θάρρος και ο ζήλος του Πέτρου παρακινούσαν κι άλλους στο έργο του Θεού. Ο διωγμός εναντίον των Χριστιανών, πού έγινε ύστερα από το λιθοβολισμό του Στεφάνου, είχε σταματήσει. Οι Χριστιανοί ανενόχλητοι πια προόδευαν στην ευσέβεια και πληθύνονταν συνεχώς. Μαζί με τον Ιωάννη στάλθηκαν αργότερα από τους Αποστόλους στη Σαμάρεια (Πράξ. 8,14), όπου προϋπήρχαν Χριστιανοί, και κήρυξαν το λόγο του Θεού σε πολλά χωριά της (Πράξ. 8,25).
Στη Σαμάρεια ο Πέτρος συναντήθηκε με το Σίμωνα το μάγο (Πρ. 8,14-24). Ο Πέτρος επιτίμησε τον Σίμωνα, γιατί θέλησε να δώσει χρήματα στους Αποστόλους, προκειμένου να μπορεί κι αυτός να μεταδίδει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο Σίμωνας μετανόησε για την ενέργειά του.
Με κέντρο τα Ιεροσόλυμα, πολλές φορές μετέβαινε σε περιοδείες και επισκεπτόταν τις κοντινές Εκκλησίες (Πρ. 9,32), γι αυτό και μαζί με τον αδελφόθεο Ιάκωβο και τον Ιωάννη θεωρούνταν οι "στύλοι» της Εκκλησίας" (Γαλ. 2,9).
Ο Πέτρος σε κάποια περιοδεία του πήγε και στην κοντινή πόλη Λύδδα, όπου ενίσχυσε τους πιστούς στο θείο θέλημα. Εκεί με τη δύναμη του Θεού θεράπευσε κάποιο, που ονομαζόταν Αινέας και ήταν οχτώ χρόνια παράλυτος. Μ' αυτό το θαύμα όσοι κατοικούσαν στη Λύδδα και στο Σάρωνα πίστεψαν στον Κύριο (Πράξ. 9,32-35).
Στην ωραία παραλιακή πόλη Ιόππη, τη σημερινή Γιάφφα, υπήρχαν πολλοί πιστοί. Ανάμεσα τους, σαν καρποφόρο δέντρο γεμάτο καρπούς, διακρινόταν για τα καλά της έργα η ευσεβής κόρη Ταβιθά (ή Δορκάδα). Μια μέρα, η Ταβιθά, αρρώστησε βαριά και παρά τις φροντίδες των πιστών, πέθανε. Τότε η ελπίδα όλων στράφηκε στον Πέτρο, που βρισκόταν στη γειτονική πόλη Λύδδα.
Χωρίς αναβολή λοιπόν έστειλαν στη Λύδδα δυο άντρες, που τον παρακάλεσαν και ήρθε στην Ιόππη. Ο Πέτρος συγκινήθηκε πολύ, όταν είδε τα ορφανά και τις χήρες να τον παρακαλούν με δάκρυα για την Ταβιθά. Έδειχναν μάλιστα και τα φορέματα, πού τους είχε ετοιμάσει εκείνη. Τότε ο Πέτρος, για ν' αποφύγει κάθε επίδειξη, ζήτησε να βγουν όλοι έξω από το δωμάτιο της νεκρής. Κι αφού γονάτισε προσευχήθηκε με θέρμη στον Κύριο. Σε μια στιγμή σταμάτησε την προσευχή του και πρόσταξε «Ταβιθά σήκω» (Πράξ. 9,36-41). Το θαύμα, πού όλοι τους περίμεναν, έγινε. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Το θαύμα διαδόθηκε σαν αστραπή κι έγινε αφορμή να πιστέψουν στον Κύριο πολλοί Ιουδαίοι και εθνικοί.
Στην Ιόππη ο Πέτρος έμεινε αρκετές ημέρες (Πράξ. 9,43) και κατόπιν με θεία εντολή πορεύτηκε προς την παραλιακή πόλη Καισάρεια. Εκεί ήταν η έδρα του Ρωμαίου διοικητή της Παλαιστίνης. Γι' αυτό στρατοπέδευε εκεί μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Ανάμεσά τους διακρινόταν για την ευσέβεια και τα καλά του έργα ο εκατόνταρχος Κορνήλιος. Αυτός, αν και ήταν εθνικός, πίστευε στον αληθινό Θεό, ελεούσε τους φτωχούς και παρακαλούσε το Θεό να τον φωτίζει. Το καλό παράδειγμα του Κορνηλίου είχε φέρει κι όλη την οικογένεια του στον αληθινό Θεό.
Μια μέρα, περίπου στις τρεις τ' απόγευμα, κι ενώ ο Κορνήλιος προσευχόταν, είδε σε όραμα Άγγελο Κυρίου να του λέει: «Κορνήλιε οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου έφτασαν στο θρόνο του Θεού, και ο Θεός δεν σε ξέχασε. Στείλε λοιπόν άνδρες στην Ιόππη και κάλεσε εδώ το Σίμωνα, πού ονομάζεται Πέτρος. Αυτός φιλοξενείται στο σπίτι του Σίμωνα, πού κατεργάζεται δέρματα και κατοικεί κοντά στη θάλασσα». Κατόπιν ό Άγγελος εξαφανίστηκε. Είχε κάμει το έργο του.
Ο Κορνήλιος γεμάτος πια από χαρά και ευγνωμοσύνη στον Κύριο για την τιμή που του έκαμε, εφάρμοσε αμέσως τη θεϊκή εντολή. Έστειλε στην Ιόππη δυο υπηρέτες του μαζί με έναν ευσεβή στρατιώτη και κάλεσε τον Πέτρο να έρθει στην Καισάρεια.
Στο διάστημα που ο Πέτρος φιλοξενείτο στο σπίτι του Σίμωνα, είδε ένα όραμα. Ήταν μεσημέρι και βρισκόταν στο πάνω μέρος του σπιτιού και προσευχόταν. Ξαφνικά είδε να κατεβαίνει από τον ουρανό, κάτι πού έμοιαζε με σεντόνι. Κρεμόταν από τις τέσσερις άκρες και υπήρχαν μέσα σ' αυτό όλα τα ζώα της γης, θηρία, ερπετά και πτηνά. Πολλά από αυτά οι Ιουδαίοι δεν τα έτρωγαν ως ακάθαρτα. Μ' αυτά συμβόλιζαν τους ειδωλολάτρες που έπρεπε ν' αποφεύγουν, για να μην παρασύρονται από αυτούς στην αμαρτία. Συγχρόνως ο Πέτρος άκουσε μια φωνή να του λέει: «Πάρε από αυτά, Πέτρο, σφάξε και φάε». Ο Πέτρος όμως απάντησε. «Ποτέ, Κύριε, δεν θα φάω ακάθαρτο ζώο, καθώς δεν έφαγα μέχρι τώρα». Ξανά όμως επέμεινε η ίδια φωνή: «Εκείνα που καθάρισε ο Θεός, συ μην τα νομίζεις μολυσμένα». Αυτό αφού επαναλήφτηκε τρεις φορές, το σεντόνι με τα ζώα εξαφανίστηκε στον ουρανό. Ο Πέτρος κατάπληκτος σκεφτόταν, τι να σήμαινε άραγε το περίεργο αυτό όραμα; Μήπως μ' αυτό ο Θεός ήθελε να τον διδάξει κάποια μεγάλη αλήθεια;

Τότε έφτασαν οι άνθρωποι του Κορνήλιου και φανέρωσαν στον Πέτρο το σκοπό του ταξιδιού τους. Το Άγιο Πνεύμα τον φώτισε να καταλάβει τι σήμαινε το όραμα και να τους ακολουθήσει. Έτσι την άλλη ήμερα έφυγαν για την Καισάρεια. Εκεί περίμεναν τον Πέτρο ο ευσεβής Κορνήλιος με τους συγγενείς του και τους στενότερους φίλους του. Ο Κορνήλιος υποδέχτηκε τον Πέτρο με μεγάλο σεβασμό και τουφανέρωσε όσα είχε ακούσει από τον Άγγελο. Κατόπιν ο Πέτρος τους είπε ότι, αν και ήταν Ιουδαίος, ερχόταν σ' αυτούς τους ειδωλολάτρες γιατί ήταν θέλημα Θεού. Στη συνέχεια με καλοσύνη και αγάπη τους μίλησε για τον Κύριο και για τον τρόπο της σωτηρίας. Το σπουδαίο αυτό κατηχητικό μάθημα του Πέτρου είχε εκπληκτικά αποτελέσματα. Ενώ μιλούσε ο Πέτρος το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε σε όλους αυτούς που άκουγαν το λόγο του Θεού. Έκαμε μάλιστα κι αυτούς ικανούς να μιλούν ξένες γλώσσες και να δοξολογούν το Θεό. Όλοι έμειναν έκπληκτοι. Είδαν καθαρά πια ότι ο Θεός καλούσε και τους ειδωλολάτρες στη λύτρωση και στη σωτηρία. Στη συνέχεια ο Πέτρος τους βάπτισε στο όνομα του Κυρίου. Ήταν από τους πρώτους εθνικούς πού δέχονταν το άγιο Βάπτισμα του (Πράξ. 10,1-48).
Όλοι τους, και ιδιαίτερα ο Κορνήλιος, με χαρά παρακάλεσαν τον Πέτρο και έμεινε κοντά τους λίγες ημέρες ακόμη. Ύστερα έφυγε για τα Ιεροσόλυμα, όπου φανέρωσε στους εκεί «εξ Ιουδαίων Χριστιανούς» ότι ήταν θέλημα Θεού η νέα πίστη να διαθοθεί και στα έθνη. Όλοι τους χάρηκαν και δόξασαν το Θεό (Πράξ. 11,1-17).
Βασιλιάς των Ιουδαίων από το 41 ως το 44 μ.Χ. ήταν ο Ηρώδης ο Αγρίππας, εγγονός του Ηρώδη πού έσφαξε τα νήπια κατά τη Γέννηση του Κυρίου. Αυτός λοιπόν για να μετριάσει την αντιπάθεια των Ιουδαίων απέναντι του, επειδή τους κυβερνούσε τυραννικά, έκαμε διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Με διαταγή του μάλιστα το 44 μ.Χ. αποκεφαλίστηκε ο Απόστολος Ιάκωβος, ο αδερφός του Ιωάννη. Πρώτος αυτός από τους Αποστόλους πρόσφερε τη ζωή του για την πίστη του Χριστού. Ο Ηρώδης είδε πως η πράξη του αυτή ικανοποίησε αρκετούς Ιουδαίους και αποφάσισε να συνεχίσει τις θανατικές εκτελέσεις. Έτσι λοιπόν, κατά τις ημέρες του Πάσχα, συνέλαβε τον απόστολο Πέτρο και τον έκλεισε στη φυλακή με αυστηρά δεσμά. Ημέρα και νύχτα δεκαέξι στρατιώτες τον φρουρούσαν «ανά τέσσερις». Ήθελε να τον εκτελέσει ύστερα από το Πάσχα. Ο Πέτρος εμπιστεύτηκε τον εαυτό του στην προστασία του Θεού. Αλλά και οι Χριστιανοί προσεύχονταν θερμά στον Κύριο, για να τον σώσει. Ώσπου έφτασε το τελευταίο βράδυ, πριν από την εκτέλεση του Αποστόλου (Πράξ. 12,1-5).
Πολλοί Χριστιανοί εκείνη την κρίσιμη νύχτα συγκεντρώθηκαν στο σπίτι της Μαρίας, μητέρας του Ευαγγελιστή Μάρκου. Έκαναν ολονύχτια προσευχή για τη σωτηρία του Πέτρου. Και να η απάντηση στις θερμές προσευχές τους. Ένας Άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στο δεσμωτήριο, ξύπνησε τον Πέτρο και του είπε να ετοιμαστεί. Συγχρόνως με θαυματουργικό τρόπο έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια του Πέτρου. Άνοιξαν οι πόρτες της φυλακής και πέρασαν, ο Άγγελος μαζί με τον Πέτρο, μπροστά από τους φρουρούς, χωρίς εκείνοι να πάρουν είδηση. Αφού απομακρύνθηκαν από τη φυλακή, ο Άγγελος εξαφανίστηκε. Δεν υπήρχε πια κίνδυνος. Τότε συνήρθε ο Πέτρος από την έκπληξή του και κατάλαβε, πώς είχε σωθεί (Πράξ. 12,6-11).
Γρήγορα ήρθε στο σπίτι, που προσεύχονταν οι πιστοί (Πράξ. 12,1-17). Σαν τον είδαν, όλοι τους χάρηκαν και ευχαρίστησαν το Θεό. Διδάχτηκαν έτσι, για μια φορά ακόμη, ότι ο Θεός εισακούει τις προσευχές των πιστών και τους χαρίζει την προστασία του. Ο Πέτρος αμέσως έφυγε για άλλο τόπο, για να αποφύγει τη φονική μανία του Ηρώδη, αλλά και να κηρύξει κι αλλού το Ευαγγέλιο (Πράξ. 12,17).
Ο Πέτρος ύστερα από το θάνατο του Ηρώδη ξαναγύρισε στα Ιεροσόλυμα. Το 49 μ.Χ. ο Πέτρος λαμβάνει μέρος στην Αποστολική Σύνοδο, όπου διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο μαζί με τον Παύλο, τον αδελφόθεο Ιάκωβο και το Βαρνάβα (Πράξ. 15,14-21. Γαλ. 2,7-8). Τάχτηκε με σθένος υπέρ της ελευθερίας των εθνικοχριστιανών σε σχέση με την περιτομή και τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν υποχρεωμένοι οι εξ Εθνικών Χριστιανοί να συμμορφώνονται με αυτές γιατί και οι εθνικοί, όπως και οι Ιουδαίοι, σώζονται μόνο με την πίστη στο Χριστό (Πράξ. 15,1-29).
Αργότερα συναντήθηκε με τον Παύλο στην Αντιόχεια, ο οποίος τον παρατήρησε γιατί έκανε παραχωρήσεις στους ιουδαΐζοντες σε βάρος των εξ εθνών Χριστιανών (Γαλ. 2,11-21).
Ο Απόστολος Πέτρος έγραψε δύο Καθολικές Επιστολές, οι οποίες δεν είναι μεγάλες σε έκταση, είναι όμως πλούσιες σε θεολογικές και φιλοσοφικές ιδέες. Ονομάστηκαν Καθολικές γιατί απευθύνονται σ' όλους τους Χριστιανούς.
Η Α' επιστολή Πέτρου (64 μ.Χ.) αναφέρεται κυρίως στον εξαγνισμό και την υπακοή. Στην επιστολή τονίζεται πως δεν είναι η αρχή της πίστεως ή η πίστη γενικά που φέρνει ως αποτέλεσμα τη σωτηρία, αλλά το «τέλος της πίστεως» που επιτυγχάνει τη σωτηρία. Ακόμη γίνεται λόγος για τον πόλεμο που διεξάγεται ανάμεσα στον άνθρωπο και στις σαρκικές επιθυμίες του.
H Β' επιστολή Πέτρου (67 μ.Χ.) χαρακτηρίζεται και ως «αντιαιρετική», γιατί δίνει μία κατοχυρωμένη απάντηση στους αμφισβητίες της ορθής πίστης. Συνάμα έχει και «απολογητική» διάθεση, αφού αναπτύσσει την πίστη της χριστιανικής κοινότητας χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που απαντούν τόσο στην ιουδαϊκή και την ευρύτερη χριστιανική παράδοση όσο και στη θύραθεν γραμματεία.
Κεντρικό θέμα της B' επιστολής αποτελεί η εσχατολογία, η οποία αναπτύσσεται στην επιστολή εξαιτίας της εμφάνισης στην κοινότητα Χριστιανών που αμφισβητούσαν τον ερχομό του Κυρίου, την πρόνοια του Θεού για τον κόσμο και την εξάρτηση του κόσμου από τον δημιουργό Θεό.
Ακόμη τονίζεται ότι η διαφθορά μέσα στον κόσμο υπάρχει λόγω των κακών επιθυμιών. Οι άνθρωποι όμως μπορούν να αποφύγουν τη διαφθορά αλλά και να γίνουν μέτοχοι ή κοινωνοί της Θείας φύσεως, μια ιδέα που αναπτύσσεται στην Αρχαία Εκκλησία και στην Ανατολική Ορθόδοξη σκέψη, θέτοντας έτσι το θεμέλιο για το δόγμα της θεώσεως.
Το κήρυγμα του Πέτρου περιορίστηκε κυρίως στους Ιουδαίους και μάλιστα στην Παλαιστίνη. Κήρυξε στην Αντιόχεια της Συρίας (Γαλ. 2,11-21), και στους Ιουδαίους της διασποράς (Α' Πέτρου 1,1). Ο Ευσέβιος Καισαρείας (Εκκλ. Ιστορία, 3,1. 4,2) αναφέρει ότι ο Πέτρος έκανε περιοδείες και κήρυξε το Ευαγγέλιο στον Πόντο, τη Γαλατία, τη Βιθυνία, την Καππαδοκία και την Ασία.
Αρχαία όμως παράδοση της Εκκλησίας μας λέει ότι η Ρώμη ήταν ο τελευταίος τόπος της ιεραποστολικής δράσεως του κορυφαίου Αποστόλου. Εκεί κατά το διωγμό του Νέρωνα συνέλαβαν τον Πέτρο και τον θανάτωσαν με μαρτυρικό τρόπο στις 13 Οκτωβρίου 64 μ.Χ. στο Ιπποδρόμιο της Ρώμης. Ο Ωριγένης λέει ότι ο Πέτρος θεωρώντας ανάξιο τον εαυτό του να σταυρωθεί κατά τον ίδιο τρόπο που σταυρώθηκε ο Διδάσκαλός του, ζήτησε να σταυρωθεί ανάποδα, δηλαδή με το κεφάλι προς τα κάτω. Έτσι με σταυρικό θάνατο τέλειωσε η αποστολική ζωή του Πέτρου, μια ζωή που τη χαρακτήριζε ολόθερμη αγάπη και αφοσίωση στον Κύριο.
Η Εκκλησία μας τιμάει και τους δυο μαζί κορυφαίους αποστόλους, Πέτρο και Παύλο, στις 29 Ιουνίου.
Έρευνες που έχουν γίνει στις κατακόμβες της Ρώμης πιστεύεται ότι έχουν ανακαλύψει τον τάφο του Αποστόλου, ο οποίος βρίσκεται στις κρύπτες κάτω από τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, αν και υπάρχουν και αντίθετες απόψεις. Επίσης πιστεύεται ότι έχουν ανακαλυφθεί και οι αλυσίδες με τις οποίες ήταν δεμένος στη φυλακή του Μαμερτίνου στη βασιλική Σαν ΠιέτροινΒίνκολι.
Ο Πέτρος συχνά εικονίζεται σε Καθολικές και Ορθόδοξες εικόνες και έργα τέχνης να κρατάει κλειδιά. Αυτό είναι αναφορά στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, το περίφημο "Εσύ είσαι Πέτρος και πάνω σ' αυτήν την Πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου...".
Οι Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν ότι ο Πέτρος υπήρξε ο πρώτος Πάπας, δηλ. Επίσκοπος Ρώμης, υποστηρίζοντας το "Πρωτείο του Πάπα" στο υποτιθέμενο πρωτείο του Πέτρου έναντι των άλλων Αποστόλων. Αυτό το θεμελιώνουν από τα λόγια του Ιησού στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, "Εσύ είσαι Πέτρος και πάνω σ' αυτήν την Πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου...".
Η άποψη ότι ο Απόστολος Πέτρος είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης στηρίζεται κυρίως στις λεγόμενες Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις, μια συλλογή κειμένων αγνώστου συγγραφέα, που έγινε στη Γαλλία κατά τον 9ο αιώνα μ. Χ.. Πρόκειται για νόθα κείμενα που αποβλέπουν στην ενίσχυση της παπικής εξουσίας. Στην Καινή Διαθήκη δε βρίσκουμε ιστορικές μαρτυρίες για επίσκεψη του Πέτρου στη Ρώμη. Κάτι τέτοιο είναι πολύ σημαντικό διότι ο Πέτρος δε φαίνεται να είχε επισκεφτεί τη Ρώμη μέχρι τουλάχιστον το 55, τη στιγμή που οι ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις τον αναφέρουν ως επίσκοπο για 25 περίπου έτη και μέχρι το θάνατό του, δηλαδή αρκετά πριν από το 50, ενώ και οι επιστολές του δε φαίνεται να απευθύνονται προς τους Ρωμαίους.
Η ιστορική έρευνα σήμερα καταλήγει πως ο Πέτρος δεν είναι ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης, όπου ο Χριστιανισμός δεν κηρύχτηκε από τους Αποστόλους, γιατί κανένας δεν φαίνεται να πήγε στη Ρώμη για να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Στη Ρώμη ο Χριστιανισμός κηρύχτηκε από άγνωστους Χριστιανούς, οι οποίοι προφανώς άκουσαν τον Πέτρο στα Ιεροσόλυμα την ημέρα της Πεντηκοστής και κάποιους ακόμα που είχαν διδαχθεί το Χριστιανισμό από τον Παύλο στις διάφορες πόλεις, όπου κήρυξε. Επίσης, ο Απόστολος Πέτρος δεν υπήρξε ο πρώτος Πάπας της Ρώμης, αφού σύμφωνα με τους διασωθέντες επισκοπικούς καταλόγους, αλλά και τις ιστορικές μαρτυρίες εκκλησιαστικών συγγραφέων, ως πρώτος Επίσκοπος της Ρώμης ουδέποτε αναφέρεται ο Πέτρος, αλλά ο Λίνος, άλλοτε δε, αν και εσφαλμένως υπό του Τερτυλλιανού, ο ΚλήμενταςΡώμης.