6/5/18

Ο Όσιος Σεραφείμ


Ο   Όσιος Σεραφείμ υπήρξε σπουδαίος ανάμεσα στους ασκητές και διέλαμψε μέσω  των  θαυμάτων  του.  Πατρίδα  του  είχε  το  αποκαλούμενο σήμερα Ζέλι, χωριό μικρό, υποκείμενο στη χώρα του Ταλάντου της Βοιωτίας.  Οι  γονείς του  ήταν  ευσεβείς  και  ενάρετοι. Ενώ  ακόμη  ήταν βρέφος  και  δεν  ήταν  δυνατόν  να    διακρίνει  τις  μέρες,  όμως  το   Πανάγιο Πνεύμα  γνωρίζοντας  από  πριν τη  μελλοντική  πνευματική  προκοπή  του το  φώτιζε  και  το  δίδασκε  ότι  η  Τετάρτη  και  η   Παρασκευή  είναι  ημέρες των  Παθών  του  Κυρίου, γι’ αυτό  και  έμενε  νηστικό, όπως η ίδια η μητέρα του έλεγε στους γείτονες. Μόνο κατά την δύση του ηλίου, επειδή  δεν μπορούσε να αντέξει περισσότερο να νηστεύει,  θήλαζε  λίγο  και  κοιμόταν.
Όταν  έφθασε  στην  παιδική  ηλικία, τότε οι  γονείς  του  τον  παρέδωσαν  στον εφημέριο του χωριού να μάθει τα ιερά γράμματα. Ο νέος ένιωσε μέγα έρωτα  προς  τα ἱιερα γράμματα,  μελετούσε  με  πολύ  ζήλο  και  μάθαινε  όσα του  υπεδείκνυε  ο  δάσκαλος.  Τον  χαρακτήριζαν  στοιχεία  όπως η προσοχή στο  σχολείο,  η  ταπεινοφροσύνη  προς  τους  μαθητές,  η  άκρα  ταπείνωση  και υποταγή προς τους γονείς, η σεμνότητα και η υποδειγματική  διαγωγή  προς όλους  τους  ανθρώπους.  Όσο  μεγάλωνε  ο  Όσιος, αύξανε περισσότερο  ο ζήλος του και  μέσα  στην  ανάγνωση  των    Αγίων  Γραφών  εύρισκε  μεγάλη πνευματική  ευφροσύνη. Γι’ αυτό, άν και ήταν νέος στην  ηλικία  καμία  άλλη ευχαρίστηση  δεν  αισθανόταν  παρά  μόνο  πως  θα  απομακρυνθεί  από  τον κόσμο, για να υπηρετήσει ανενόχλητα τον Δημιουργό μας και  τον  Πλάστη, μιμούμενος  τα  Σεραφίμ  και  τις  χορείες  των  Οσίων.
Αυτά  λοιπόν  σκεπτόμενος,  αποφάσισε να  εγκαταλείψει γονείς, πατρίδα, συγγενείς και φίλους, να πάει στο μοναστήρι και εκεί να ενδυθεί το μοναχικό  σχήμα  και να αφιερωθεί,  ψυχή τε  και  σώματι,  στον  Θεό  και  κατ’ αυτόν τον  τρόπο  να  κορέσει  την  πνευματική  δίψα  που  αισθανόταν.  Μία λοιπόν ημέρα ζητεί από τους γονείς του την ευλογία τους και τους παρακαλεί  με  δάκρυα να  συγκατατεθούν  και  να  τον  συνοδεύσουν  με  την ευχή τους στο νέο αυτό στάδιο, το μοναχικό, που αγάπησε από παιδική ηλικία.  Οι  ευσεβείς  και  ενάρετοι  γονείς χάρηκαν  μεν  για  την  ευσέβεια  και την τέλεια αφοσίωση του παιδιού, λυπήθηκαν όμως πολύ, γιατί η απομάκρυνση του αγαπημένου τους παιδιού θα προξενούσε τόσο σε αυτούς  όσο  και  στο χωριό μεγάλη κατήφεια. Προσπαθούσαν λοιπόν  να  τον αποτρέψουν με συγκινητικά λόγια ζητώντας του να τους γηροκομήσει πρώτα  και  μετά  να  ακολουθήσει  την  κλίση  του.
Ο νεαρός Σωτήριος, γιατί  έτσι  ονομαζόταν  ο   Άγιος, παρόλη  την  συντριβή που αισθάνθηκε έμεινε αμετάβλητος  στην  απόφασή  του.  Ρίχνεται  λοιπόν στην   αγκαλιά  τους,  ασπάζεται  την  δεξιά  τους  και  αποχωρεί για κάποιο μονύδριο,  στο  οποίο  τιμόταν  ο  Προφήτης  Ηλίας  και  απέχει  μία  ώρα  από  το χωριό Ζέλι στο όρος Κάρκαρα.  Εκεί κάπου κοντά  στο  όρος  αναγείρει  μικρό ναό  στο  όνομα  του  Σωτήρος  μέσα  σε κάποιο  σπήλαιο,  του  οποίου ίχνη φαίνονται μέχρι σήμερα και οι κάτοικοι των γύρω χωριών  ονομάζουν ασκητήριο  του  Οσίου  Σεραφείμ,  ενώ στα  πέριξ  αυτού  υπάρχει  άλλος  ναός προς  τιμήν  της  Υπεραγίας  Θεοτόκου  και  κάποια  κελλιά,  τα  οποία, όπως λένε  οι  Γέροντες,  ανήγειραν  οι  κάτοικοι  της  Ελάτειας  σε  καιρό  λοιμικής νόσου.  Εκεί  λοιπόν  ο  Όσιος  παρέμεινε  αρκετό  χρόνο  αγωνιζόμενος  με αγρυπνίες και δεήσεις ως καλός εργάτης του μυστικού αμπελώνος του Κυρίου. Επειδή όμως την πνευματική του ησυχία τάραζαν οι συχνές επισκέψεις  των  γονέων,  των  φίλων  και  των  συγγενών, αναχωρεί για το γειτονικό ιερό μοναστήρι των  Αγίων  Αναργύρων.  Μετά  τις  συνεχιζόμενες ενοχλήσεις  αναχωρεί  και  από  εκεί  για  το  Σαγμάτιο  όρος,  στην  κορυφή  του οποίου  υπάρχει  μοναστήρι  αφιερωμένο  στη  Μεταμόρφωση  του  Σωτήρος. Το μοναστήρι αυτό βρίσκεται μεταξύ των Θηβών και της Εύβοιας και κατέχει  ιερό  τεμάχιο  του  Τιμίου  και  ζωοποιού  Σταυρού,  που δώρισε στο μοναστήρι ο ευσεβής αυτοκράτορας  Αλέξιος  ο  Κομνηνός  με  χρυσόβουλλο γράμμα.
Στο μοναστήρι αυτό ο  Όσιος κατετάγη στην αγγελική χορεία των ενάρετων ασκητών και αγωνιζόταν νύχτα και ημέρα με νηστείες  και προσευχές,  αγρυπνίες  και  δάκρυα,  υπακοή  και  υπομονή  στις  θλίψεις  και ολοκληρωτική, εν τέλει, αφοσίωση στα πνευματικά.  Μέσα  σε  λίγο  χρονικό διάστημα υπερέβη όλους τους συνασκητές του στην αρετή και στα κατορθώματα της ασκήσεως. Βλέποντας την αρετή και την πρόοδο του Οσίου,  ο  ηγούμενος  τον  έκειρε  μοναχό  μετονομάζοντας  τον  Σεραφείμ  και μετά  από λίγο τον προβίβασε  στα  ανώτερα  αξιώματα,  πρώτα  σε  αυτό  του διακόνου  και  στη  συνέχεια  σε  αυτό του πρεσβυτέρου. Το  υψηλό  αξίωμα  της ιεροσύνης  αποδέχθηκε  ο  Σεραφείμ,  ενδίδοντας  στις  θερμές  παρακλήσεις του  ηγουμένου  και  των  υπολοίπων  μοναχών.
Έμεινε στο μοναστήρι για δέκα ολόκληρα χρόνια. Καθώς η φήμη των κατορθωμάτων  διαδόθηκε  πολύ  γρήγορα,  ζητά  από  τον  ηγούμενο  άδεια και αποχαιρετώντας τους συνασκητές του και τον  πνευματοφόρο  Γερμανό, συνασκητή  του  Αγίου  Κλήμεντος,  που  άσκησε  και  τελειώθηκε  στο  όρος Σαγματά, αναχώρησε από το μοναστήρι για να εύρει την ποθούμενη πνευματική ησυχία. Διανύοντας μεγάλες αποστάσεις και περνώντας πολλά βουνά, έφθασε τελικά στον λόφο που βρίσκεται δυτικά του Ελικώνος, μία ώρα πάνω από την αρχαία Βουλίδα, στην τοποθεσία Δομπού.  Εκεί  ίδρυσε  μικρό  ναΐσκο  στο  όνομα του Σωτήρος και ανήγειρε κάποια κελλιά,  συγκέντρωσε  λίγους  μοναχούς  και  μαζί  τους  έμεινε  δέκα χρόνια,  ασκώντας  τα  έργα  της  αρετής  και  διδάσκοντας τους μαθητές του τα σωτήρια διδάγματα  της  μοναχικής  πολιτείας.
Όσο βρισκόταν εκεί ο Όσιος οδήγησε πολλές ψυχές απολωλότων ανθρώπων  στη  σωτηρία.  Κοντά  στο  ασκητήριο  του  Οσίου, στην θέση που βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι, υπήρχαν λίγες οικογένειες αλβανικής καταγωγής με ήθος σκληρό  και  άγριο,  των  οποίων  ο  βίος  ήταν  λῃστρικός και επικίνδυνος για  τους  γείτονές  τους.  Αυτούς  τους  κατοίκους  πλησίασε  ο Άγιος και με λόγια κατηχήσεως μετέβαλε τον σκληρό και άγριο τρόπο  ζωής τους. Σταμάτησαν να κλέβουν και να εκβιάζουν, έριξαν τα όπλα και ασχολήθηκαν  με  ειρηνικές  εργασίες.
Πολλοί  Χριστιανοί, ακούγοντας για την φήμη του, προσέρχονταν από πολλά μέρη ζητώντας και παίρνοντας βοήθεια, καθώς τους θεράπευε σωματικές και ψυχικές ασθένειες. Η  μεγάλη συρροή  όμως  έγινε  η  αφορμή να  εγκαταλείψει  τους  μαθητές του και  το  μονύδριο  μετά  από   δέκα  χρόνια περίπου  και  κατέλαβε την  κορυφή  βορειοδυτικά  του  Ελικώνος  που  απείχε δύο  ώρες  από  το  μονύδριο  και  σήμερα  αποκαλείται  κελλί  του  Οσίου.  Στη μεμονωμένη  αυτή  κορυφή  άκουσε  από  τον  Δεσπότη  Χριστό  φωνή,  η  οποία τον καλούσε να αφήσει την κορυφή εκείνη και να κατέβει σε μέρος  επίπεδο, για  να  κτίσει  εκεί  μοναστήρι,  ώστε  να  μπορούν να βρίσκουν πνευματικό καταφύγιο και παρηγοριά όλοι όσοι είχαν ανάγκη. Ο Όσιος  άκουσε αμέσως την φωνή του Κυρίου, κατέβηκε από την κορυφή, συγκέντρωσε τους λίγους  μαθητές  του,  που  είχε  κάποτε  αφήσει,  όταν  απομακρύνθηκε από  αυτούς,  για να βρει  την  πνευματική  του  ησυχία,  και  άρχισε  να  κτίζει μοναστήρι.  Λόγω  όμως  της  τραχύτητας  του  εδάφους  και  της  ανήλιαγης θέσεως  που  επέλεξε  ο  Όσιος  για  να  το  κτίσει,  εμφανίζεται  σε  αυτόν  η Υπεραγία  Θεοτόκος  και  τον  διατάζει  να  αφήσει  αυτή  την  οικοδομή  ως ακατάλληλη για τις ανάγκες των μεταγενέστερων και να  κτίσει  άλλο  στην θέση  εκείνη  που  υπάρχει  το  χωριό  Δομπός.  Ο  Όσιος  εκπληρώνοντας  την διαταγή της Θεοτόκου, έρχεται στο χωριό και πείθει τους κατοίκους να αφήσουν  τις  καλύβες τους  και  τον  τόπο  τους  και  να  αποικήσουν  σε  άλλο μέρος,  αφού  λάβουν  το  αντίτιμο  της  ιδιοκτησίας  τους.
Μετά  την  αγορά  της  τοποθεσίας  αυτής  των  Δομποϊτών, μετέβη ο  Όσιος στην  Κωνσταντινούπολη  και  αφού  έλαβε  την  άδεια  από  τον  Πατριάρχη, η οποία σῴζεται μέχρι σήμερα, άρχισε να ανεγείρει   ναό  σταυροπηγιακό  στο όνομα  του  Σωτήρος  μας  Ιησού  Χριστού  και  μοναστήρι, σύμφωνα  με  την διαταγή που έλαβε από την Θεοτόκο. Αλλά ο μισόκαλος διάβολος θέλοντας να ματαιώσει το θεάρεστο αυτό έργο, σπείρει ζιζάνια στις καρδιές κάποιων ανθρώπων και τους οδηγεί να τον διαβάλουν ως  άνθρωπο ραδιούργο και απατεώνα στον αλλόθρησκο άρχοντα της Λιβαδειάς, λέγοντας ότι κάποιος ραδιούργος  καλόγηρος  έπεισε  με  πονηρό  τρόπο  και απομάκρυνε  τους  κατοίκους  από  τὴν ιδιοκτησία  τους  αντί  ευτελέστατης χρηματικής  αποζημιώσεως.  Μόλις  άκουσε  ο  άρχοντας  εξεμάνη  κατά  του Οσίου και έστειλε τρεις Τούρκους  στρατιώτες  να  οδηγήσουν  αυτόν  δεμένο στη Λιβαδειά, για να λάβει την  πρέπουσα  τιμωρία.  Αφού  έφθασαν  λοιπόν οι απεσταλμένοι στρατιώτες από τη Λιβαδειά στο μέρος στο οποίο εργαζόταν  ο  Όσιος,  τον  έβρισαν  χυδαία και  του  κατάφεραν  στο  κεφάλι μεγάλο κτύπημα, εξαιτίας του οποίου  έμεινε  ημιθανής. Με το κτύπημα σχίσθηκε το κεφάλι του σε μεγάλο μέρος, όπως φαίνεται  το  σημείο  σήμερα επάνω  στην  αγία  Κάρα. Αφού  ο  Όσιος  συνήλθε λίγο τον  έδεσαν  και αναχώρησαν  μαζί  του  για  τη  Λιβαδειά,  εκπληρώνοντας  την  διαταγή  του αρχηγού τους. Καθ’ οδόν, επειδή η  τοποθεσία  ήταν  άνυδρη,  οι  στρατιώτες, αφού δίψασαν και δεν βρήκαν νερό, επιτέθηκαν πάλι εναντίον του και απειλούσαν  να  τον  φονεύσουν, γιατί  εξαιτίας  αυτού  υπέφεραν  δίψα  και κόπους και κινδύνευαν να πεθάνουν στην άνυδρο αυτή έρημο. Αλλά ο Όσιος, άν και ήταν καταβεβλημένος από  τον  δριμύ  πόνο  και  τις  κακώσεις και  υπέφερε  υπερβολικά  από  την  πληγή,  την  οποία  του  δημιούργησαν οι άσπλαχνοι  αυτοί στρατιώτες, δεν αγανάκτησε εναντίον αυτών, δεν μνησικάκησε για την σκληρότητα και την απανθρωπιά. Ζήτησε λοιπόν άδεια από τους Τούρκους να προσευχηθεί στον Θεό, έλαβε την άδεια, ελευθερώθηκε από τα δεσμά, γονάτισε  και  προσευχήθηκε  στον  Κύριο, για να  εξάγει  νερό  από  εκείνο  το  σκληρό  τόπο. Μετά την προσευχή, κτύπησε την  ράβδο  του  στον  τόπο  εκείνο  στον  οποίο  έχυσε  πηγές  δακρύων, και  ω του  θαύματος!  εξήλθε  νερό  γλυκό  και  διαυγές,  το  οποίο  αναβλύζει  μέχρι σήμερα και από το οποίο όλοι οι διαβάτες πίνοντας δοξάζουν τον Θεό, ενθυμούμενοι  το  εξαίσιο  θαύμα.
Αφού  οι  Τούρκοι  ήπιαν  από  το  νερό  αυτό  και  κατέσβησαν  τη  δίψα  τους, ξεκίνησαν  πάλι  την  οδοιπορία  τους,  δείχνοντας  σεβασμό  στον  Όσιο  και μετάνοια για όσα κακά προξένησαν σε αυτόν, γιατί από το  θαύμα πείσθηκαν ότι ο συνοδός τους δεν ήταν τέτοιος που  κατηγορούσαν. Την πεποίθηση  αυτή  την  επιβεβαίωσε  και  άλλο  θαύμα  του  Αγίου:  κατά  την διαδρομή  πετούσαν  άγρια περιστέρια, τα οποία  οι  Τούρκοι  ήθελαν  να σκοτώσουν πυροβολώντας τα. Αλλά, άν και πολλά όπλα  άδειασαν εναντίον τους, δεν σκότωσαν κανένα περιστέρι. Τότε ο Όσιος είπε σε αυτούς  να  σταματήσουν να  πυροβολούν  και  αυτός  θα  μπορέσει  να  δώσει σε  αυτούς  ζωντανά  τα περιστέρια. Πράγματι, προσευχήθηκε,  άπλωσε  τα χέρια και έπιασε τρία περιστέρια, δίνοντας ένα σε κάθε  Τούρκο.  Οι  Τούρκοι βλέποντας  αυτό  το  θαύμα  εξεπλάγησαν  και  άφησαν  τον  Όσιο  ελεύθερο να  πάει  στο  έργο  του  και  να κάνει   ότι  θέλει  καi  ;oτι  τoν  διατάξει  o  Θεός. Ο Όσιος Σεραφείμ  πήγε στη μονή και βρήκε τους μαθητές του να  είναι απαρηγόρητοι εξαιτίας την  απώλειας  του  διδασκάλου  και  προστάτη  τους. Τους  ενθάρρυνε λέγοντας ότι  είναι θέλημα Θεού να  ολοκληρώσουν το  έργο που  ξεκίνησαν  και  τους  προέτρεψε  να  δοξάσουν  τον  Θεό.
Σε σύντομο λοιπόν χρονικό διάστημα το  έργο  τελείωσε,  η  φήμη  του  Οσίου εξαπλώθηκε  ταχύτατα  στην  περιοχή,  ώστε  η  άγονη  και  τραχεία  έρημος  του Δομπού  έγινε  πόλη  μουσόφιλη  και  εύανδρη,  καθώς  συνέρρευσαν  άνδρες αρετής  και  παιδείας. Τόσο μεγάλη  ήταν η συρροή  στο  μοναστήρι  του  Οσίου Σεραφείμ όσων ποθούσαν τη μοναδική πολιτεία και την άσκηση των πνευματικών αγώνων, ώστε το μοναστήρι ήταν ανεπαρκές  για  τον  αριθμό των επισκεπτών και των πνευματικά ανήσυχων. Αποχωρούσαν λοιπόν από  τη  μονή  και  έμεναν  στην  έρημο  συγγράφοντας  και  εξασκώντας  τους κανόνες  της  μοναδικής   πολιτείας.
Μετά την παρέλευση τριών ετών, έφθασε ο καιρός  κατά  τον  οποίο  ο  Όσιος Σεραφείμ  έμελλε  να  εγκαταλείψει  τον  κόσμο  αυτό  και  να  αποχωρήσει  για την  ουράνια  πατρίδα,  με  σκοπό  να  λάβει  από   τον  Θεό  την  αμοιβή  των διηνεκών  κόπων  του,  τους  οποίους  κατέβαλε  στην  γη  για  δοξολογία  του θείου  Αυτού  Ονόματος.  Όταν  προείδε  τον  χρόνο  της  τελειώσεως  του  βίου του,  κάλεσε  τους  αγαπημένους  του  μαθητές  και  με  γλυκιά  φωνή  τους έδωσε συμβουλές να μην ξεχνούν τα διδάγματά του, να μην εγκαταλείψουν τον πνευματικό αγώνα, την προσευχή αλλά και την ταπεινοφροσύνη  και  την  ολιγάρκεια,  μιμούμενοι  τον  Σωτήρα  Χριστό  που ταπεινώθηκε  επάνω  στον  Σταυρό  για  την  σωτηρία  των  ανθρώπων.  Τους ζήτησε  μάλιστα  να  τον  ενταφιάσουν  στο  παλαιό  μοναστήρι  που  του  είχε αποκαλυφθεί  η  Υπεραγία  Θεοτόκος,  για  να  μείνει  άγνωστη  η  τοποθεσία της ταφής και να μην συρρέει κόσμος.  Μετά  τα  λόγια  αυτά  προσευχήθηκε για  τελευταία  φορά    στον  Θεό,  ευλόγησε  τους  πολλούς μαθητές του  και παρέδωσε  το  πνεύμα  του  προς  τον Θεό και Πλάστη, τον  Οποίο  πόθησε  από την  βρεφική  ηλικία  και  ακολούθησε   με  αυταπάρνηση.
Μετά   την  κοίμηση  του  Οσίου  παρέλαβαν  με  ευλάβεια  οι  μαθητές  του  το καταπονημένο  από  την  άσκηση  σώμα και το μετέφεραν στον τόπο, που υπέδειξε ο Όσιος, όσο ζούσε. Εκεί κάποιος μοναχός ταγμένος από την αδελφότητα  φύλαγε  για  δύο  ολόκληρα  χρόνια  τον  θείο  αυτό   θησαυρό, γιὰ να  μην  συληθεί  από  κανέναν  ιερόσυλο,  φόβος  που  οδήγησε  στην  ταχεία ανακομιδή  των  λειψάνων του. Γιατί  και  κάτω από την γη  ο Κύριος  δεν άφησε  τον  Όσιο χωρίς μαρτυρία, καθώς θείο φως  από  τον  ουρανό  φώτιζε τον τάφο του και οδηγούσε πολλούς ευσεβείς Χριστιανούς, οι οποίοι έπεφταν  στον  τάφο  και  ζητούσαν  την  βοήθεια  του  Oσίου.
Μετά την συμπλήρωση δύο χρόνων, έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του  Οσίου Σεραφείμ  που  ανέβλυζαν  ευωδία  και  μεταφέρθηκαν από το παλαιό μοναστήρι στο διατηρούμενο τώρα μοναστήρι και κατατέθηκαν μέσα στον ιερό ναό ως κειμήλιο ιερό και  θησαυρός  αδάπανος του μοναστηριού, το οποίο ίδρυσε ο  Όσιος με πολλούς κόπους  και   μόχθους προς δόξαν Θεού και ψυχική ωφέλεια των Χριστιανών.
Ο  Άγιος  κοιμήθηκε  σε  ηλικία  εβδομήντα πέντε ετών το 1602, κατά την ημέρα  της  Μεσοπεντηκοστής  και  ώρα  6η  της   μεσημβρίας.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.          
Θείον βλάστημα, της Βοιωτίας, έμπνουν όργανον, της  εγκρατείας,  ανεδείχθης  Σεραφείμ  αξιάγαστε·  συ  γαρ  Οσίων  βαδίσας τοις  ίχνεσιν,  αρτιφανώς  εν  τω  κόσμω  εξέλαμψας·  Πάτερ  Όσιε,  Χριστόν  τον Θεόν  ικέτευε,  δωρήσασθαι  ημίν  το  μέγα  έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.    
Εν  τοις  ρείθροις  Άγιε  πικράς  θαλάσσης, τον  Σταυρόν  αψάμενος, ταύτην εγλύκανας  σοφέ,  και  τους  διψώντας  επότισας, ω Σεραφείμ ως  θεράπων  του Κτίσαντος.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βοιωτίας θείος βλαστός, και των Μοναζόντων,  γνώμων  έμπρακτος αληθώς· χαίροις της Ελλάδος,  αγλάϊσμα  και  κλέος, Οσίων η προσθήκη, Σεραφείμ  Όσιε.


Δεν υπάρχουν σχόλια: