6/5/18

Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Αγίας Φωτεινής)


Όλη αυτή  τη περίοδο που διανύουμε τώρα, επεκτεινομένη σε πενήντα μέρες,  εορτάζομε  την  από  τους  νεκρούς  ανάσταση  του  Κυρίου  και  Θεού και  Σωτήρα  μας  Ιησού  Χριστού,  δεικνύοντας  με  αυτή  την παράταση την  υπεροχή  της  απέναντι  στις  άλλες  εορτές.
Πραγματικά  όλοι   όσοι  αναστήθηκαν από  τους  νεκρούς  αναστήθηκαν από  άλλους  και,  αφού  πέθαναν  πάλι,  επέστρεψαν  στη  γη.  Ο  δε  Χριστός, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς, δεν κυριεύεται πλέον καθόλου  από  το  θάνατο,  γιατί  δεν  επέστρεψε  πάλι στη  γη, αλλά ανέβηκε στον ουρανό, καθιστώντας το φύραμά μας που είχε λάβει ομόθρονο  με  το  Πατέρα  ως  ομόθεο.
Είναι  ο  μόνος  που  έγινε  αρχή  της  μελλοντικής  αναστάσεως  όλων  και πρωτότοκος  από  τους  νεκρούς  και  πατέρας  του  μέλλοντος  αιώνος.
Και  όπως όλοι οι  αμαρτωλοί, αλλά  και  δίκαιοι, πεθαίνουν όπως  ο   Αδάμ, έτσι στο Χριστό θα ζωοποιηθούν όλοι, αμαρτωλοί και δίκαιοι, αλλά ο καθένας στη τάξη του. Όταν καταργήσει κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη και θέσει όλους τους εχθρούς του κάτω από τα πόδια του, τελευταίος εχθρός που θα καταργηθεί είναι ο θάνατος, κατά τη κοινή ανάσταση.
Ο  Κύριος  κηρύττοντας  το  ευαγγέλιο  της  βασιλείας  πριν  από  το  πάθος, δεικνύει  στους  μαθητές  ότι  η  εκλογή  των  αξίων  της πίστεως  δεν  θα γίνει  μόνο  ανάμεσα  στους  Ιουδαίους,  αλλά  και  ανάμεσα στους  Εθνικούς,  στη  σημερινή  περικοπή   του  ευαγγελίου.
Έρχεται  ο Κύριος σε μία πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια ονομάσθηκε η πόλη που έκτισε το 880 π.Χ. ο  βασιλιάς του Ισραήλ,  Αμβρί,  έπειτα  το  όρος  Σομόρ  που  ήταν η  ακρόπολή  της  και τέλος όλο το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που  καταλύθηκε  από  τους Ασσυρίους  το  721  π.Χ. και  ο  ηγεμόνας  τους  εγκατέστησε  εκεί  εθνικούς από  πολλά  μέρη).
Εκεί  ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος  ο  Κύριος  από  την  οδοιπορία  κάθισε  μόνος  του  δίπλα  από το πηγάδι και  κάτω αφελώς, γιατί οι  μαθητές του πήγαν  να  αγοράσουν τροφές. Έρχεται  εκεί  μια  γυναίκα  από  τη  Σαμάρεια  να  πάρει  νερό  και ο  Κύριος  διψώντας  ως  άνθρωπος,  της  ζήτησε  νερό.
Αυτή  αντιλήφτηκε  από  την εμφάνισή του  ότι  ήταν  Ιουδαίος  και  θαύμασε πως  ένας  Ιουδαίος  ζητά  νερό  από  την  εθνική  Σαμαρείτιδα.  Άν  γνώριζες,  της  είπε,  τη  δωρεά  του  Θεού,  ποιος  είναι  αυτός  που  σου ζητά  να  πιει  νερό,  εσύ  θα  του  ζητούσες  και  θα  σου  έδινε  ζωντανό νερό. Ο  Κύριος επιβεβαίωσε ότι άν γνώριζε θα γινόταν μέτοχος πραγματικά  ζωντανού  νερού,  όπως  έπραξε  και  απόλαυσε  αργότερα όταν  το  έμαθε,  ενώ   το  συνέδριο  των  Ιουδαίων που  έμαθαν  σαφώς, έπειτα  εσταύρωσαν τον Κύριο της δόξης. Δωρεά  του  Θεού  είναι,  επειδή θεωρεί  αγαπητούς  όλους  ακόμα  και  τους  μισητούς  από  τους  Ιουδαίους εθνικούς  και  προσφέρει τον εαυτό του και  καθιστά  τους  πιστούς  σκεύη δεκτικά  της  Θεότητός  του.
Η  Σαμαρείτιδα  δεν κατάλαβε το  μεγαλείο του  ζωντανού  νερού,  απορεί που  θα  βρει  νερό  χωρίς  κουβά   σε  ένα  βαθύ  πηγάδι.  Έπειτα  επιχειρεί να  τον  συγκρίνει  με  τον  Ιακώβ,  που  τον  αποκαλεί  πατέρα,  εξυμνώντας το  γένος  από  τον  τόπο  και  εξαίρει  το  νερό  με  τη  σκέψη  ότι  δεν  μπορεί να  βρεθεί  καλύτερο.  Όταν  όμως  άκουσε  ότι  το  «νερό που  θα  σου  δώσω»  θα  γίνει  πηγή  που  τρέχει  προς  αιώνια  ζωή,  άφησε  λόγο  ψυχής που  ποθεί  και  οδηγείται  προς  τη  πίστη  και  ζήτησε  να  το  λάβει  για  να μη  ξαναδιψάσει.  Ο   Κύριος  θέλοντας  να  αποκαλύπτεται  λίγο – λίγο,  της  λέγει  να  φωνάξει  τον  άνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους  άνδρες είχε και αυτόν που έχει τώρα δεν είναι δικός της. Εκείνη όμως δεν στενοχωρείται  από τον  έλεγχο,  αλλά  αμέσως  καταλαβαίνει  ότι  ο  Κύριος είναι  προφήτης  και  του  ζητά  εξηγήσεις  σε  ψηλά  ζητήματα.
Βλέπετε  πόση  είναι  η  μακροθυμία  και  η  φιλομάθεια  αυτής της γυναίκας;  Πόση  συλλογή  και  γνώση  είχε  στη  διάνοιά  της,  πόση  γνώση της  θεόπνευστης  Γραφής;  Και  αμέσως τον ρωτά που πρέπει να λατρεύεται  σωστά  ο  Θεός,  εδώ  σ’ αυτό  τον  τόπο  ή  στα  Ιεροσόλυμα; Και  τότε παίρνει την απάντηση, ότι έρχεται η ώρα, οπότε  ούτε  στο  όρος αυτό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνάτε τον Πατέρα. Της γνωρίζει μάλιστα  ότι  η  σωτηρία  είναι  από  τους  Ιουδαίους,  δεν  είπε  θα  είναι, στο  μέλλον, γιατί  ήταν  αυτός  ο  ίδιος.  Έρχεται  ώρα  και  είναι  τώρα  που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνούν το Πατέρα κατά Πνεύμα και αλήθεια.
Γιατί  ο  ύψιστος  και  προσκυνητός  Πατέρας,  είναι  Πατέρας  αυτοαληθείας,  δηλαδή  του  μονογενούς  Υιού  και  έχει  Πνεύμα  αληθείας, το  Πνεύμα  το  άγιο  και  αυτοί  που τον  προσκυνούν, το πράττουν έτσι διότι  ενεργούνται  δι’ αυτών.  Ο  Κύριος  απομακρύνει  κάθε  σωματική έννοια  τόπο  και  προσκύνηση,  λέγοντας:  «Πνεύμα  ο  Θεός  και  αυτοί  που τὸν προσκυνούν  πρέπει  να  τον  προσκυνούν  κατά  Πνεύμα  και  αλήθεια». Ως  πνεύμα  που είναι ο Θεός είναι ασώματος, το δε ασώματο δεν ευρίσκεται  σε τόπο ούτε περιγράφεται με τοπικά όρια. Ως  ασώματος  ο Θεός  δεν είναι πουθενά, ως Θεός δε είναι παντού, ως συνέχων και περιέχων  το  παν.
Παντού  είναι  ο  Θεός  όχι  μόνο  εδώ  στη  γη  αλλά  και  υπεράνω  της  γης, Πατήρ  ασώματος  και  κατά  τον  χρόνο  και  σε  τόπο  αόριστος.
Βέβαια  και  η  ψυχή  και  ο  άγγελος  είναι  ασώματα,  δεν  είναι  όμως  σε τόπο,  αλλά  δεν  είναι  και  παντού,  γιατί  δεν  συνέχουν  το  σύμπαν  αλλά αυτά έχουν ανάγκη του συνέχοντος.
Η  Σαμαρείτιδα  καθώς  άκουσε  από το Χριστό  αυτά  τα εξαίσια και θεοπρεπή  λόγια, αναπτερωμένη, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο  Μεσσία,  τον  λεγόμενο Χριστό  που  όταν  έρθει  θα  μας  τα διδάξει  όλα. Βλέπετε πως ήταν ετοιμότατη για την πίστη;  Από  που  θα γνώριζε τούτο, άν δεν είχε μελετήσει τα προφητικά βιβλία με πολλή σύνεση;  Έτσι  προλαβαίνει περί  του Χριστού ότι θα διδάξει όλη την αλήθεια.  Μόλις  την  είδε  ο  Κύριος  τόσο  θερμή,  της  λέγει  απροκάλυπτα: Εγώ  είμαι ο Χριστός, που σου μιλώ. Εκείνη γίνεται αμέσως εκλεκτή ευαγγελίστρια και αφήνοντας την υδρία και το σπίτι της τρέχει και παρασύρει  όλους  τους  Σαμαρείτες  προς  το  Χριστό  και  αργότερα  με  τον υπόλοιπο  φωτοειδή  βίο  της  (ως  Αγία  Φωτεινή)  σφραγίζει  με  το  μαρτύριο  την  αγάπη  της  προς  τον  Κύριο.


Απολυτίκιον. Ήχος  δ’.
Το  φαιδρόν της Αναστάσεως  κήρυγμα,  εκ  του  Αγγέλου  μαθούσαι,  αι του  Κυρίου  Μαθήτριαι,  και  την  προγονικήν  απόφασιν  απορρίψασαι, τοις Αποστόλοις καυχώμεναι έλεγον· Εσκύλευται ο θάνατος, ηγέρθη Χριστός  ο  Θεός,  δωρούμενος  τω  κόσμω  το  μέγα  έλεος.

Έτερον  Απολυτίκιον  της  Μεσοπεντηκοστής.     
Μεσούσης της εορτής διψώσάν μου την ψυχήν ευσεβείας πότισον  νάματα·  ότι  πάσι,  Σωτήρ   εβόησας· Ο  διψών ερχέσθω  προς  με και  πινέτω.  Η  πηγή  της  ζωής,  Χριστέ  ο  Θεός,  δόξα  σοι.

Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.         
Το  ύδωρ  ως  ήντλησας,  της  αιωνίου  ζωής,  ευρούσα  καθήμενον,  παρά  το φρέαρ σεμνή, Χριστόν τον Θεόν ημών, λόγοις σου θεηγόροις, και  εν άθλοις ανδρείοις, ήσχυνας την απάτην, Ισαπόστολε Μάρτυς· διο σὲ Αθληφόρε  Φωτεινή,  ύμνοις  γεραίρομεν.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Πίστιν Χριστού.     
Πίστιν  ελθούσα  εν  τω  φρέατι,  η Σαμαρείτις  εθεάσατο, το  της σοφίας ύδωρ σε, ω ποτισθείσα δαψιλώς, βασιλείαν την άνωθεν εκληρώσατο αιωνίως  η  αοίδιμος.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις  Ισαπόστολε  Φωτεινή, η εκ Σαμαρείας, ανατείλασα  ως  αστήρ· χαίροις  ή  τοις  ρείθροις,  του  νάματος  του  θείου,  και  άθλοις  μαρτυρίου, κόσμον ευφράνασα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: