28/5/18

Μνήμη Α’ Οικουμενικής Συνόδου


Λίγες μόλις δεκαετίες μετά το γεγονός της Ενανθρωπήσεως  του  Χριστού  εμφανίσθηκαν  οι πρώτες παραχαράξεις της πίστεως και αργότερα οι μεγάλες χριστολογικές αιρέσεις στην Εκκλησία Του, σχετικά  με  το  πρόσωπο  και  την υποστατική  ένωση των δύο εν Χριστώ φύσεων. Ποιος είναι Αυτός; Ποια είναι  η  σχέση  Του  με τον Θεό; Πως  κατανοείται  η σχέση  και  η ένωση  δηλαδή  ακτίστου  και  κτιστού  από τον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού; Πως μπορεί να είναι συγχρόνως «Υιός του ανθρώπου»; Με ποιο  τρόπο  γεννήθηκε  από γυναίκα; Πως είναι δυνατόν η μητέρα Του, η Παρθένος Μαρία να αποκαλείται  «Θεοτόκος»;  Τα  ερωτήματα που  ετίθεντο αφορούσαν  όχι  μόνο  τη  θεότητα του  Θεού  Λόγου, αλλά  και  την  Ενανθρώπησή Του.
Οι  προβληματισμοί αυτοί προξένησαν μακραίωνες δογματικές συζητήσεις. Η Εκκλησία, προκειμένου να προφυλάξει τα πιστά μέλη της και να απαντήσει  στις αποκλίνουσες  απόψεις,  διατύπωσε αυθεντικά την πίστη της στις Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες διατύπωσαν  την  πίστη  της  και  καθόρισαν  τα  δόγματά της.  Οι  δογματικές  αποφάσεις  των  Συνόδων,  γνωστές ως «Όροι», δηλαδή όρια - οριοθετήσεις, εμπεριέχουν σωτήριες αλήθειες. Συνεπώς, τα δόγματα της  Εκκλησίας  δεν  είναι  τίποτε  άλλο  παρά σωτηριολογικές προτάσεις ζωής, αφού καταγράφουν την κοινή πίστη και  την καθολική συνείδηση και διαχρονική  εμπειρία του  εκκλησιαστικού  σώματος.
Οι  αμφισβητήσεις για το πρόσωπο του Χριστού εμφανίσθηκαν πολύ  νωρίς, κατ’ αρχήν  με  την  αίρεση του  Δοκητισμού  και  του  Μοναρχιανισμού. Αλλά  και κατά την περίοδο των μεγάλων Τριαδολογικών αιρέσεων  τέθηκε  εκ  νέου το Χριστολογικό  ζήτημα, γιατί  τόσο  οι  Αρειανοί  όσο  και  οι  Ευνομιανοί  είχαν δική τους «Χριστολογία», στην οποία, ασφαλώς, απάντησαν  οι  Πατέρες  της  Εκκλησίας.  Την  εποχή αυτή το ενδιαφέρον στρεφόταν πρωτίστως στο Τριαδολογικό δόγμα, που αφορούσε τη θεότητα του Χριστού  και  την  σχέση  Του  με  τον  Θεό  Πατέρα  Του. Με αυτά τα Χριστολογικά θέματα της πίστεως, που αφορούσαν  το  μυστήριο  της  Ενανθρωπήσεως  του Θεού - Λόγου, ασχολήθηκε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, που  συνήλθε  στην  πόλη  Νίκαια  της  Βιθυνίας  το  325 μ.Χ.
Η  Α’ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από  τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο εναντίον του αιρεσιάρχου Αρείου, από τις 20 Μαΐου προκαταρκτικά και από 14 Ιουνίου επίσημα με την παρουσία του Μεγάλου  Κωνσταντίνου  μέχρι τις 25 Αυγούστου του 325 μ.Χ. Η Σύνοδος αποτελέσθηκε, κατά μεν την επικρατούσα παράδοση από 318 θεοφόρους Πατέρες, κατ’ άλλες δε ιστορικές μαρτυρίες από τριακόσιους περίπου. Κύριος  δε σκοπός  αυτής  ήταν  η  καταδίκη  του Αρειανισμού  και  η θετική  διατύπωση  της  Ορθοδόξου δογματικής  διδασκαλίας  περί  του  δευτέρου  Προσώπου της  Αγίας  Τριάδος, διότι  τη  θεότητα Αυτού είχε αρνηθεί από  το 318 μ.Χ.  ο  Πρεσβύτερος  της  Εκκλησίας της  Αλεξανδρείας,  Άρειος.
Ο  Πατέρας, ο Υιός  και  το  Άγιο Πνεύμα είναι  μεν  τρία Πρόσωπα ενυπόστατα, αλλά δια το συμφυές, το συναΐδιον, το ομόθρονον, το ομοούσιον και το απαράλλακτο  της ουσίας Τους αποτελούν Μία Θεότητα, Μονάδα Τρίφωτο, τη  Μοναρχία της Τριάδος και  όχι τρεις θεούς, δηλαδή  «τρεις  ανομοίους τε και εκφύλους  ουσίας»,  όπως  ο Άρειος αφρόνως αποτόλμησε  να  κηρύξει,  «ύλην πυρός τοῦυ αιωνίου ἑεαυτώ θησαυρίζων». Η Μία και Ενιαία Θεότητα διακρίνεται σε τρία Πρόσωπα (υποστάσεις ή χαρακτήρες) ως προς τον αριθμό. Εκείνο, το οποίο εξασφαλίζει την ενότητα της Θεότητας είναι το ομοούσιον, το  απαράλλακτον  της  μορφής,  η ταυτότητα της ουσίας  των  τριών  Θείων  Υποστάσεων, ενώ εκείνο που διακρίνει τα Πρόσωπα είναι οι ασύγχυτες  ιδιότητες  αυτών.
Το  πρώτο  λοιπόν  και κύριο  έργο  της  Συνόδου ήταν αφ’ ενός η καταδίκη των αιρετικών πλανών και κακοδοξιών  του  Αρείου  και των οπαδών του, αφ’ ετέρου η διακήρυξη της πίστεως ή  του  «Συμβόλου της Νικαίας», το οποίο αποτελεί τον πρώτο σημαντικό σταθμό  στην εργώδη προσπάθεια της θεολογικής πατερικής  σκέψεως.
Το «Σύμβολον της Νικαίας» ή  το «Πιστεύω», όπως απαγγέλουμε  στο  ναό  στη  Θεία  Λειτουργία  ή σε άλλες Ακολουθίες, έχει  τρεις  χαρακτηριστικές  φράσεις προς  καταπολέμηση  της  διδασκαλίας  του  Αρείου:  «Εκ της ουσίας του Πατρός»«Γεννηθέντα, ου ποιηθέντα»«Ομοούσιον τω Πατρί». Στο τέλος του «Συμβόλου» της  Νικαίας  τέθηκαν  αναθεματισμοί, δια των οποίων αναθεματίζονται οι σπουδαιότερες αιρετικές  εκφράσεις  του  Αρείου.
Ποιος προήδρευσε της Συνόδου; Αναφέρονται τρία ονόματα: ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, ο Αντιοχείας Ευστάθιος και  ο  Κορδούης Όσιος. Αλλά  ο  ιστορικός Ευσέβιος κάνει λόγο περί προέδρων δύο ταγμάτων, δεξιού και αριστερού. Από την πληροφορία αυτή εξάγεται ότι δεν υπήρχε ένας πρόεδρος, δεν υπήρχε κοινός πρόεδρος. Κοινός πρόεδρος ήταν ο αυτοκράτορας.
Έτσι  η  μεν  Σύνοδος  καταδίκασε  τον  Άρειο,  ο  δε Μέγας Κωνσταντίνος εξόρισε τους αιρετικούς Άρειο, Σεκούνδο Πτολεμαΐδος  και  Θεωνά  Μαρμαρικής  στην Ιλλυρία, αργότερα δε εξορίσθηκαν στη Γαλλία και ο Νικομηδείας Ευσέβιος  και  ο Νικαίας  Θέογνις,  επειδή αρνήθηκαν  να  αναγνωρίσουν  την  καταδίκη του Αρείου  και  δέχονταν  τους  Αρειανούς.
Στη συνέχεια η Σύνοδος διευθέτησε και άλλα τρία εκκλησιαστικά σχίσματα, το Νοβατιανό, το Σαμοσατιανό  και  το  Μελιτιανό,  ομοίως  δε  τερμάτισε και  τις έριδες πριν του εορτασμού του Πάσχα, αφού όρισε αυτό  να  εορτάζεται τη  πρώτη  Κυριακή  μετά  την πρώτη  πανσέληνο  της  εαρινής  ισημερίας.
Στο  Μίλιον  της  Κωνσταντινουπόλεως,  κτίριο  ιστάμενο αντίκρυ της μεσημβρινής πύλης της Αγίας Σοφίας, σώζονται μέχρι το  766  ή  767  μ.Χ.  οι  εικόνες των Αγίων  Οικουμενικών  έξι  Συνόδων, τις  οποίες  τότε εξαφάνισε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος,  αφού  ζωγράφισε αντί  αυτών ηνίοχους και ιπποδρομικά θέματα. Αλλά την εικόνα της ΣΤ’ Οικουμενικής  Συνόδου  εξαφάνισε  ο  Φιλιππικός,  ίσως το  712 μ.Χ.,  ζωγραφίζοντας  αντί  αυτής  τον  εαυτό  του και  τον κακόδοξο Πατριάρχη Ιωάννη ΣΤ’.
Η  Αρχαία  Εκκλησία  όρισε δύο  εορτάσιμες  ημέρες  για την προβολή της διδασκαλίας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, την 28η Μαΐου και την Ζ’ Κυριακή από του Πάσχα. Η  Εκκλησία  ενέταξε την παρούσα  εορτή  στον κύκλο των εορτών του Πεντηκοσταρίου, και  μάλιστα μετά  την  Ανάληψη  του Κυρίου, όχι για άλλη αιτία, αλλά για την μαρτυρία αυτής υπέρ της Θεότητας του Χριστού, του  ομοουσίου  του  Υιού  με τον Πατέρα  και της πραγματικότητος της Σαρκώσεως Αυτού. Δια της Αναστάσεως και  της εις ουρανούς Αναλήψεώς Του, ο Κύριος αποκάλυψε σε όλους ότι δεν ήταν απλούς άνθρωπος,  αλλά  Θεάνθρωπος  και  ο  Ένας  της Τριάδος. Στη μαρτυρία αυτή  της Καινής Διαθήκης η Εκκλησία έρχεται να προσθέσει και την δική της εμπειρία, την  κοινή  συνείδηση  του  πληρώματος  αυτής, όπως εκφράστηκε αυτή  στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο  από  τους  Αγίους  και  Θεοφόρους  Πατέρες.


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.         
Υπερδεδοξασμένος  εί  Χριστέ  ο  Θεός  ημών, ο φωστήρας  επί  γης,  τους  Πατέρας  ημών  θεμελιώσας, και  δι’ αυτών, προς  την  αληθινήν  πίστιν  πάντας  ημάς οδηγήσας,  Πολυεύσπλαγχνε  δόξα σοι.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. 
Των Αποστόλων το κήρυγμα, και των Πατέρων τα δόγματα, τη Εκκλησία μίαν την πίστιν εσφράγισαν· ή και  χιτώνα  φορούσα  της  αληθείας, τον  υφαντόν  της άνω  θεολογίας,  ορθοτομεί  και  δοξάζει, της  ευσεβείας το  μέγα  μυστήριον.


Μεγαλυνάριον.
Ως Υιόν και Λόγον τε του Θεού, Σύνοδος η Πρώτη, ομοούσιον τω Πατρί, ορθώς  σε κηρύττει, τον  δι’ ημάς παθόντα,  και  λύει  του  Αρείου,  Σώτερ  το  φρύαγμα.

Έτερον Μεγαλυνάριον.  
Σύνοδος η Πρώτη εν τη λαμπρά, πόλει Νικαέων, ομοούσιον  τω  Πατρί, σε Χριστέ  κηρύττει,  και  λύει  του Αρείου,  την  ψυχοφθόρον  πλάνην,  ενθέοις  δόγμασι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: