5/12/16

Ο Όσιος Σάββας ο Ηγιασμένος

Ο  Άγιος  Σάββας  ο  ηγιασμένος  εγεννήθη  το  έτος  439  από  ευσεβείς  και  πλουσίους γονείς  εις  την  πόλιν  Μουταλάσκην  της  Καππαδοκίας.  Ο  πατήρ του,  στρατιωτικός εις το επάγγελμα, ηναγκάσθη να μεταβή μετά της συζύγου του Σοφίας, εις την Αλεξάνδρειαν  δια υπηρεσιακούς λόγους, αναθέτοντας την ανατροφήν του μικρού Σάββα  ο  οποίος  ήταν  μόλις  πέντε  ετών  εις  τον  συγγενή  του  Ερμία.  Μετά  από λίγο  χρονικό  διάστημα,  δυσαρεστηθείς  ο  Σάββας  από την συμπεριφοράν της συζύγου  του  θείου του  και  από την επακολουθήσασαν  διαμάχην  μεταξύ  των  θείων του,  Ερμίου και  Γρηγορίου,  δια  την  ανατροφήν  του  και την διαχείρισιν της περιουσίας  των  γονέων του, περιφρόνησε τον κόσμο και εις ηλικίαν οκτώ ετών ενετάγη εις μοναστήριον που έφερε το όνομα Φλαβιαναί. Εκεί  επεδόθη εις την εκμάθησιν του ψαλτηρίου και  των μοναχικών υποχρεώσεων και αφ᾿ ετέρου εις την άσκησιν των θεοειδών αρετών και διέπρεψεν εις την εγκράτειαν την σωματικήν κακοπάθειαν, την ταπεινοφροσύνην  και  την  υπακοήν.  Ανεδείχθη  ανώτερος όλων των  συμμοναστών  του,  πάνω  από  65  τον  αριθμόν.  Θέλοντας  ο  Θεός  να προμηνύσῃ την αγιότητα  εις την  οποία  θα  έφθανε, τον  χαρίτωσε  με  ακράδαντον  και  θαυματουργόν  πίστιν.  Κάποτε  εισήλθεν  εις αναμμένον φούρνον, αφού οπλίσθηκε με το σημείον του Σταυρού  έκβαλε, σώος  και  αβλαβής,  τα  ενδύματα  τα οποία ο αρτοποιός είχε λησμονήσει.           
Έχοντας  συμπληρώσει  εις  τον  χώρον  των  Φλαβιανών  δέκα  έτη  αγώνων,  εζήτησε την ευλογίαν του Ηγουμένου, να μεταβή οριστικώς εις την Αγίαν Πόλιν της Ιερουσαλήμ,  αφού  επιθυμούσε να ανεβαίνῃ διαρκώς από  δόξαν εις δόξαν, ησυχάζοντας  εις  την  έρημο.  Ο  Ηγούμενος  του  παρείχε  την άδειαν  έπειτα  από θεϊκήν οπτασίαν, και έτσι ο Σάββας, εις ηλικία δεκαοκτώ ετών, έφθασεν εις τα Ιεροσόλυμα και φιλοξενήθηκε εις την Μονήν του Αγίου Πασσαρίωνος, όπου και διέμεινε  τον  χειμώνα  του  έτους  456 προς 457. Παρά  τας προτροπάς του Αρχιμανδρίτου  Ελπιδίου  και  άλλων  αδελφών  να  παραμείνῃ  μαζί  τους,  ο  Σάββας είχε  διαρκώς  εις το μυαλό του να συναριθμηθή με τους αναχωρητάς, οι  οποίοι ασκούντο  υπό  την  εποπτεία του  θαυματουργού  Ευθυμίου  του  Μεγάλου,  δι᾿ αυτό έλαβε την ευλογίαν του Ελπιδίου και πήγε να συναντήση τον Μέγαν Ευθύμιο.
Ο Ευθύμιος αρνήθηκε να κρατήση τον Σάββαν εις την Λαύρα του, αντιθέτως τον έστειλε εις την Μονήν του  Αββά  Θεοκτίστου,  λέγοντάς  του  να  φροντίζῃ  τον  Σάββα, διότι  αυτός  θα  διέπρεπε  εις  την  μοναστικήν  ζωήν.  Αυτό  το  έκανε ο Μέγας Ευθύμιος, δια να δώση το παράδειγμα στον Σάββα να μην δέχεται νέους αγενείους, όταν  θα  ίδρυε  την  δικήν  του Λαύραν  και  θα  γινόταν  νομοθέτης  και  αρχηγός  όλων των αναχωρητών από την Παλαιστίνην. Ο  νεαρός Σάββας εδέχθη την οδηγίαν του Μεγάλου Ευθυμίου ως θέλημα  Θεού και  υπακούοντας  τον  Αββά  Θεόκτιστο  ενίσχυσε τους  προτέρους  αγώνας του με την νηστείαν, την αγρυπνίαν, την  ταπεινοφροσύνην και την υπακοήν προσθέτοντας την αγάπην και την επιτηδειότηταν εις τας εκκλησιαστικάς ακολουθίας, την αποδοτικωτάτην διακονίαν και εξυπηρέτησιν των υπολοίπων  μοναχών,  γενικώς  δηλαδή  τελείως  άψογην  διαγωγήν.
Εις τοιαύτην θαυμαστήν πολιτείαν διέμεινε ο Άγιος Σάββας δέκα έτη, μέχρι  τον θάνατον  του  Αγίου  Θεοκτίστου  καὶ  ακόμα  δύο,  μέχρι  την  κοίμησιν  του  διαδόχου  του Θεοκτίστου Μάριδος. Από τον νέον Ηγούμενον Λογγίνον, ο Άγιος ζήτησε να του επιτρέψη την ησυχαστικήν ζωήν έχοντας ο Λογγίνος  εις  το  μυαλό  του  την  υψηλοτάτη αρετή του Σάββα, έχοντας λάβει και την γνώμην του Μεγάλου Ευθυμίου, του  την επέτρεψε. Από τότε και δια πέντε έτη ο Άγιος Σάββας διέμενε τας πέντε ημέρας της εβδομάδος  νήστις  εις  ένα  σπήλαιον  νότια  της  Μονής, εις  το  οποίο προσευχόταν  και εργαζόταν και μόνον τα Σάββατα και τας Κυριακάς επέστρεφε στην Μονήν, για να μεταφέρη τα εργόχειρά του και να λάβη μέρος εις τας κοινάς προσευχάς. Καθ᾿ όλην  την διάρκειαν  της  Τεσσαρακοστής, ο  Άγιος Σάββας διέμενε με τον Μέγαν  Ευθύμιον  και  τον μακάριον Δομετιανόν, μαθητήν εκείνου, εις την πανέρημον  του  Ρουβά, μεταξύ  του Χειμάρρου των Κέδρων και της Νεκράς Θαλάσσης, με νηστείαν, ολιγοποσίαν, προσευχήν και αγρυπνίαν. Την συνήθειαν αυτήν διετήρησε ο Άγιος και κατά τα μετέπειτα έτη. Στις 20  Ιανουαρίου  του  473  ο  μέγας  πατήρ  ημών  Ευθύμιος  κοιμήθηκε οσιακώς εν ειρήνῃ.     
Τότε  ο  Άγιος  Σάββας,  κατά  το  τριακοστό  πέμπτο  έτος  της  ηλικίας  του, δεν θέλησε να επιστρέψη  στο  Κοινόβιο,  αλλά  κατευθύνθηκε  προς  τας  ανατολικάς  ερήμους  Ρουβά  και Κουτυλά, την ίδια περίοδον κατά  την  οποίαν  ο  Άγιος  Γεράσιμος  ο  Ιορδανίτης  έλαμπε  εις την έρημον του  Ιορδάνου. Εις τας  ερήμους  αυτάς  συνεδέθη  πνευματικώς  με  τον  Άγιο Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην μέσω του μοναχού Άνθου, όπου διέμεινεν ο  Άγιος  Σάββας τέσσερα έτη. Τότε  κέρδισε  την  κατά  των  δαιμόνων  και  των  θηρίων πλήρην  αφοβίαν, αλλά και τον σεβασμόν των βαρβάρων, χάριν εις την πίστιν εις τον Θεόν και την  αρετήν του. Μετά από αυτά προσετάχθη από άγγελον πάνω εις το όρος της Ευδοκίας, μετώκησε εις την ανατολική  πλευρά του χειμάρρου των Κέδρων, εις το σπήλαιον το οποίον έως σήμερα δείκνυται  ως το σπήλαιον του Αγίου Σάββα, έναντι  της  Λαύρας. Πέντε χρόνια μετά ήρχισαν να συναθρίζονται κοντά του ερημίται  και  αναχωρηταί,  έως εβδομήκοντα  τον αριθμόν, άνδρες ουράνιοι και  χαριτοφόροι,  οι  οποίοι  απετέλεσαν  και την πρώτην συνοδείαν της Λαύρας το έτος 483. Μετά την πρώτην  οργάνωσιν  της Λαύρας  και  την  ανάβλυσιν  αγιάσματος  θαυματουργικώς  μετά  από  προσευχήν  του Αγίου, ο Άγιος Σάββας είδε εις την δυτικήν όχθην, απέναντι του σπηλαίου του, να υψώνεται  εις  τον  ουρανόν στύλος πύρινος. Αφού  ερεύνησε  τον  τόπον του  θαύματος  την επομένη  μέρα, βρήκε το  Θεόκτιστο σπήλαιον, το οποίο είχε κατάλληλην μορφήν  για  να γίνη  ναός. Αυτόν  κατέστησε  κέντρο  της  Λαύρας  ο  Άγιος  Σάββας,  οργανώνοντας  και  τας υπολοίπους υπηρεσίας. Η συνοδεία του έφτανε τότε τους εκατόν πεντήκοντα  μοναχούς.
Θα ήταν όμως αδύνατο να μην ενταθούν οι πειρασμοί  και  τα  σκάνδαλα  του  διαβόλου, εναντίον  ενός  τόσου  θεικού  σχεδίου. Ο  Άγιος  Σάββας  υπέστη  την περιφρόνησιν  και  την συκοφαντίαν εκ μέρους των δικών του μοναχών, οι οποίοι εζήτησαν από τον  Πατριάρχη Σαλλούστιον την αντικατάστασίν του  εις  την  ηγουμενία.  Ο  Πατριάρχης  Σαλλούστιος αντί  αυτού γνωρίζοντας  την  αγιότητα  του  Σάββα,  τον  εχειροτόνησε πρεσβύτερον,  και ανακαίνισε  την  Θεόκτιστη  Εκκλησία  την  δωδεκάτην  Δεκεμβρίου  του  491.
Η  επὶ  γης  ουράνια  πολιτεία  του  Αγίου  Σάββα  συνεχιζόταν:  η προσέλευση  μοναχών,  και ιδιαιτέρως  Αρμενίων,  αυξανόταν  όπως  επίσης  τα  θαύματα  και  η  άσκησις  του  Αγίου,  ο   οποίος  κατά  την Μεγάλη  Τεσσαρακοστην  ζούσε  υπεράνθρωπα  εις  την  πανέρημον ζωήν.  Εις την Λαύρα προσήλθε ο οσιώτατος  Ιωάννης,  επίσκοπος  Κολωνίας,  ως  απλός  μοναχός, ο οποίος αργότερα κατέστη περιβόητος δια την αρετήν του. Το  492  ο  Άγιος  Σάββας  ήλθε στο  φρούριο του  Καστελλίου, εις την  έρημο  βορειοανατολικά της Λαύρας και, αφού εξεδίωξε τους  δαίμονας  οι  οποίοι  υπήρχαν  εκεί, οικοδόμησε κοινόβιον και τοποθέτησε μοναστικήν αδελφότητα. Μετά από  λίγον  καιρόν  ο  Πατριάρχης  Σαλλούσιος  ανέδειξε τον  μεν  Σάββα  άρχοντα  και  νομοθέτην  όλων των αναχωρητών και  κελλιωτών, που υπαγόταν εις την Αγία Πόλιν, τον δε Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην αρχηγόν και αρχιμανδρίτην  όλων  των κοινοβίων.  Δια  αυτό  ο  Άγιος  Σάββας  έλεγε  χαριέντως  προς τον Άγιον Θεοδόσιον ότι ο ίδιος ήταν «ηγούμενος ηγουμένων», ενώ ο Θεοδόσιος «ηγούμενος παιδίων», δηλαδή αρχαρίων.       
Το έτος  494  ήρχισαν και  αι εργασίαι  ανοικοδομήσεως της Μεγάλης Εκκλησίας  της Θεοτόκου, της  οποίας έγιναν  αρκετά  έτη  αργότερα, την 1η  Ιουλίου του 501, διότι  ο Θεόκτιστος Ναός και  ο  μικρός  ευκτήριος  οίκος  δεν  επαρκούσαν  δια  τας  λατρευτικάς ανάγκας  της  Λαύρας.
Ωστόσο  οι  μαθηταί,  οι  οποίοι  προ  ολίγων  ετών  είχαν  κατηγορήσει τόν  Άγιο,  εστασίασαν και  πάλιν  εις  τέτοιον  βαθμόν  ώστε  να αναγκασθή  ο  Άγιος  Σάββας,  και  να  μην  τους  ενοχλήση  περισσότερον,  να  αποχωρήσῃ  από  την  Λαύραν. Η  απουσία του διήρκεσε  πέντε  έτη (503-508), κατά τα οποία συνέστησε δύο νέα κοινόβια εις τα Γάδαρα και εις την Νικόπολιν, εις τόπους όπου  προσήρχοντο  προς  αυτόν πιστοί,  δια  να  μονάσουν  κοντά του. Τελικώς η αποκατάστασίς του εις την θέσιν  του  Ηγουμένου  είχε  σαν  αποτέλεσμα την  φυγήν  των  στασιαστών από την Μεγίστην και την εγκαταβίωσίν  των  εις  την  Νέαν Λαύραν· και όμως ο ανεξίκακος Άγιος και εκεί τους βοήθησε να κτίσουν και να διοργανώσουν την Λαύρα των εγκαθιστώντας εις αυτούς ηγούμενον τον αγιώτατον Ιωάννη.    
Τα επόμενα   έτη  ο  Άγιος  επεδόθη  εις  την  καλλιέργεια  των πνευματικών του  τέκνων. Συνέστησε μέχρι την στιγμήν του θανάτου του άλλας δύο Λαύρας, αυτήν του Επταστόμου (512) και  αυτή του  Ιερεμίου (531) αλλά και  άλλα δύο κοινόβια, το  του Σπηλαίου (509) και το του Σχολαρίου (512). Την τελευταίαν εικοσαετία της ζωής του ελάμπρυναν και άλλαι θαυμασταί πράξεις  αι  οποίαι  είχαν  τεράστια  σημασία  δια  την εκκλησιαστικήν  και  την  παγκόσμιαν  ιστορίαν.  Υπό  την  πίεσιν  των  μεθοδεύσεων  του μονοφυσίτου αυτοκράτορα Αναστασίου (491-518) και των πρωτοστατών του Μονοφυσιτισμού «Ακεφάλων» Σευήρου, Φιλοξένου και Σωτηρίχου αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι της Ανατολής περιήρχοντο σταδιακώς εις τα χέρια  μονοφυσιτών  επισκόπων. Ο   Άγιος Σάββας μετά από παρακίνησιν του  Ορθοδόξου Πατριάρχου Ιεροσολύμων  Ηλία (494-516) μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν το 512 όπου κατόρθωσε με την  φήμην και  την αγιότητά του να  πείση  τον  αυτοκράτορα  να  αναστείλη  την  εξορία  του  Ηλία. Όταν το επόμενο έτος η εκτόπισις του Ορθοδόξου Πατριάρχου ετέθη υπό του αυτοκράτορος εις  εφαρμογή,  ο  Άγιος  Σάββας  συγκέντρωσε  εις  τα  Ιεροσόλυμα  όλους τους μοναχούς της ερήμου, δια να προφυλάξη τον Ηλία, και αναθεμάτισε τους αιρετικούς απεσταλμένους του αυτοκράτορος. Παρόμοια  κινητοποίησιν  εφήρμοσε  τρία έτη αργότερα, το 516, δια να στηρίξη εις την Ορθοδοξίαν τον νέον Πατριάρχην Ιεροσολύμων, Ιωάννην τον Γ´ (516-524) βοηθούμενος από τον Άγιον Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην. Η  κινητοποίησις  αυτή  διεφύλαξε  την  Εκκλησίαν  των  Ιεροσολύμων  εις την ορθήν πίστιν,  την  στιγμήν  κατά  την  οποίαν  αι  Εκκλησίαι  Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας  και  Αντιοχείας  είχον περιέλθει εις  μονοφυσίτας  Πατριάρχας. Ύστερα
από  λίγο  η  Ορθοδοξία  αποκατεστάθη  πλήρως.
Η  δευτέρα  μετάβασις  του  Αγίου  Σάββα  εις  την  βασιλεύουσα  έλαβε χώρα  περίπου  είκοσι έτη  μετά  την  πρώτην  το  530,  όταν  ο  Άγιος  ήτο ενενήκοντα  ετών.  Ο Άγιος πέτυχε εκεί  την απαλλαγήν της Παλαιστίνης από τα σκληρά μέτρα, τα οποία ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ήθελε να  επιβάλῃ,  συνεπείᾳ  των  ταραχών,  τας  οποίας  είχε  προκαλέσει  η εξέγερσις Σαμαρειτών και Ιουδαίων (529). Ο Άγιος παρότρυνε ακόμη τον ευσεβή βασιλέα, ο οποίος είχε αντιληφθεί ο ίδιος με οπτασία την αγιότητα του Σάββα, να προβή  εις  την  δίωξιν  των  αιρέσεων  του  Αρείου,  Νεστορίου  και  Ωριγένους και εις  τα κοινωφελή  έργα  εις  την Παλαιστίνη,  έναντι  των  οποίων  θα  απεκόμιζε  επέκτασιν  της αυτοκρατορίας  εις  την  Αφρικήν  και  Ιταλίαν. Πράγματι  η  ευλογία  και  η  προφητεία  αυτή του Αγίου Σάββα εξεπληρώθη. Αι νίκαι των στρατηγών Βελισσαρίου και  Ναρσή  έφεραν και πάλιν τα δυτικά τμήματα  της  Αυτοκρατορίας  υπό  του  αυτοκράτορος  της  Πόλεως. Τοιαύτη  ήτο η προφητική χάρις  του  Αγίου  Σάββα. Πόσα  εκ  των  θαυμάτων  του  Αγίου μπορεί  κάποιος  να  διηγηθή  και  ποιον  να  θαυμάση  πρώτον!
Η  χάρις του έφτασε και έως ότου  να  λύση  με  την  προσευχήν  του  πενταετή  ανομβρία στα Ιεροσόλυμα, την οποία είχε προκαλέσει η  άδικος  εκτόπισις  του  Πατριάρχου  Ηλιού και η εξ αιτίας αυτού οργή Θεού το έτος 520. Όμως η επιστροφή του από την Βασιλεύουσα σήμαινε και την αρχήν  του  τέλους  της  επιγείου  πολιτείας  του.  Ο  Όσιος Σάββας ο  Ηγιασμένος αναπαύθηκε εκ των κόπων του την 5ην Δεκεμβρίου  του  532  μ.Χ. Είχε ζήσει εις το Κοινόβιον  των  Φλαβιανών  δέκα  έτη,  έως  του  18ου  έτους  της  ηλικίας του, δεκαεπτά έτη εις το κοινόβιο του Αγίου Θεοκτίστου εις την Παλαιστίνη  και πεντήκοντα εννέα έτη εις την έρημον και στην Μεγίστην Λαύραν. Το  έτος  547  το  τίμιον λείψανόν του  ευρέθη  εντός του μνήματος, σώον και αδιάλυτον, μεταφέρθηκε  δε  εις  την Κωνσταντινούπολιν πολλούς αιώνας  αργότερα  και  από  εκεί  από  τους  Σταυροφόρους  εις την Βενετία το 1204. Το 1965 επιστράφηκε οριστικώς εις τη Μεγίστη Λαύρα. Η πρωτοφανής απήχησις της ζωής του στους πιστούς είχε ως αποτέλεσμα την  συγγραφήν του  Βίου του από τον Κύριλλο τον  Σκυθοπολίτη το  έτος  557.  Εφ᾿ όσον  κατά  τους αψευδείς λόγους του Κυρίου ημών Ιησού  Χριστού  το  ποιόν  των  ανθρώπων  γνωρίζεται από τους καρπούς των κόπων τους. Η  περαιτέρω πορεία της Ιεράς και Μεγίστης Λαύρας του Οσίου Σάββα αποτελεί καρπόν της θεϊκής αρετής  του  Αγίου  και  απόδειξις της δόξης και παρρησίας της  οποίας  βρήκε  πλησίον  του  Θεού,  δια  των  οποίων  σώζει μέχρι σήμερα το κυριώτερον μοναστικόν καθίδρυμα της  ερήμου  της  Ιουδαίας.  Αληθινά προκαλούν τον θαυμασμόν τα απειράριθμα θαύματα του  Οσίου  αλλά  και  η  απήχησις της  μοναστικής ζωής της Λαύρας του, η οποία  αποτέλεσε πρότυπο και  καθοριστικό παράγοντα  εις  την  διαμόρφωσιν της μοναστικής  ζωής  και  της  λατρευτικής  τάξεως  της Εκκλησίας  ανά  την  Οικουμένη,  εκτός  των οποίων προσέφερε πλήθος  Αγίων  ανδρών γνωστών και  αγνώστων,  ανάμεσα  εις  τους  οποίους  διαλάμπει  ιδιαιτέρως  ο  μέγιστος Θεολόγος  του  8ου  αιώνα  ο  Άγιος  Ἰωάννης  ο  Δαμασκηνός. Η  τιμή  του  Αγίου  Σάββα διαδόθηκε τάχιστα από  την  Ρώμη  έως  και  την  Γεωργίαν  του  Καυκάσου.  Οι  διάδοχοί  του εις την ηγουμενία ανέδειξαν την Λαύραν προπύργιον της Ορθοδοξίας εις την Παλαιστίνη  κατά του  Ωριγενισμού,  Μονοθελητισμού,  Εικονομαχίας  και  Παπισμού  με πανορθόδοξον εμβέλειαν. Μετά τους μέσους χρόνους η Λαύρα  ανεδείχθη  παιδευτήριον της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας, τα μέλη της οποίας έπαιρναν από την Λαύραν προπαίδειαν της μοναχικής πολιτείας και πείρα των Εκκλησιαστικών  πραγμάτων.  Όλα αυτά οφείλονται εις την πρεσβείαν και  το παράδειγμα του  Αγίου  Σάββα:  «Λαμπρά  του πεφωτισμένου  πατρός  ημών  Σάββα  τα  θεία  χαρίσματα·  η  μεν  γαρ  πολιτεία  ένδοξος,  ο δε  βίος  ενάρετος  και  η πίστις  Ορθόδοξος. Και  τούτο μεν εκ μέρους ήδη  δια  των ειρημένων  απεδείχθη».


Απολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.          
Των Οσίων ακρότης και Αγγέλοις εφάμιλλος, ως ηγιασμένος εδείχθης, εκ παιδός  Σάββα Όσιε·  ουράνιον  γαρ  βίον  υπελθών,  προς  ένθεον  ζωήν  χειραγωγείς, δια λόγου τε  και πράξεως  αληθούς,  τους  πίστει  εκβοώντάς  σοι·  δόξα  τω  δεδωκότι  σοι  ισχύν,  δόξα  τω  σε στεφανώσαντι,  δόξα  τω  ενεργούντι  δια  σου,  πάσιν  ιάματα.


Κοντάκιον.  Ήχος  πλ. δ’. Τη  υπερμάχω.
Ως  από  βρέφους  τω  Θεώ  θυσία  άμωμος
Προσενεχθείς  δι’  αρετής,  Σάββα  μακάριε
Τω  σε  πριν  γεννηθήναι  επισταμένω
Εχρημάτισας  Οσίων  εγκαλλώπισμα
Πολιστής τε της ερήμου αξιέπαινος·   
Διο  κράζω  σοι,  χαίροις  Πάτερ  αοίδιμε.


Μεγαλυνάριον.
Ώφθης  υποτύπωσις και  κανών,  θεοφόρε  Σάββα,  ως  του  Πνεύματος  θησαυρός,  οσίων πατέρων,  ρυθμίζων  και  ιθύνων,  προς  κλήρον  αφθαρσίας,  τους  πειθομένους  σοι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: