13/12/16

Οι Άγιοι Νεόφυτος, Ιγνάτιος, Προκόπιος και Νείλος κτίτορες της Ιεράς Μονής Μαχαιρά

Προνομιούχο  χαρακτηρίσαμε  πολλές  φορές  το  νησί  της  Κύπρου.  Προνομιούχο  και ευλογημένο,  αλλά  και  μαρτυρικό.  Ναι!  Μαρτυρικό, γιατί  κανένα  μέρος  του  κόσμου, εξ  όσων  γνωρίζουμε,  δεν  γνώρισε  και  δεν δοκίμασε τόσες συμφορές και καταστροφές  όσες  αυτό.
Η  ομορφιά του από  την μία, τα αγαθά με τα οποία  το  προίκισε η  αγάπη  του Δημιουργού  από  την  άλλη,  έγιναν  αφορμή  ώστε  διάφοροι  λαοί,  από  τα  πανάρχαια χρόνια,  να  επιβουλεύονται  την  ευτυχία του και  να προσπαθούν με συνεχείς επιδρομές να το κατακτήσουν. Η  γη του πολλές φορές ζυμώθηκε με το αίμα των παιδιών  του.
Μια περίοδος ιδιαίτερα φοβερή  μα και τραγική  υπήρξε η περίοδος των αραβικών επιδρομών  (Σαρακηνών). Για 300 τόσα χρόνια (από  τα  μέσα περίπου του  7ου  αιώνος μέχρι  των μέσων του 10ου) η  Κύπρος υπέφερε  τρομερά  από  τις  επιδρομές  αυτού  του λαού,  των  Αράβων – Σαρακηνών.
Στο  διάστημα αυτό  η Κύπρος ερημώθηκε  πραγματικά. Από  την  μάστιγα  του  λαού αυτού  η  νήσος  ξαναβρήκε  σχετική  γαλήνη  μετά  τον εξοντωτικό  αγώνα, που ανέλαβε ενάντια στον λαό  αυτό  ο  στρατηγός  του  Βυζαντίου  και  μετά  αυτοκράτορας αυτού,  ο  Νικηφόρος  Φωκάς.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την περίοδο αυτή  χιλιάδες μοναχοί που ζούσαν  στην Αίγυπτο  και  την  Παλαιστίνη  στην  προσπάθειά  τους  να  βρουν  κατάλληλο  μέρος για  ησυχία  και  προσευχή  διάλεξαν  την  Κύπρο.
Κι  ήρθαν  σ’ αυτήν. Εκατοντάδες  ολόκληρες  ήρθαν.  Οι  σπηλιές  στα  ακατοίκητα  τότε  μέρη  της Κύπρου γέμισαν από τους αγωνιστές αυτούς της αρετής. Πολλοί μάλιστα  από  τους  ερημίτες  αυτούς  έγιναν  Άγιοι. Γι’ αυτό  και  το  προσωνύμιο  στη νήσο  μας  «Αγία  Νήσος  ή  Νήσος  των  Αγίων».
Για  τέσσερις  μάλιστα  από  αυτούς  που  ήρθαν  τότε  στην  Κύπρο  και  έγιναν  αφορμή να κτιστεί  εδώ το μοναστήρι του Μαχαιρά θα αναφερθούμε στις γραμμές που ακολουθούν.
Τα  πρόσωπα  αυτά  είναι  οι  Νεόφυτος,  Ιγνάτιος,  Προκόπιος  και  Νείλος.

Στην αρχή  ήρθαν οι πρώτοι δύο από  αυτούς  (1145). Το  πλοίο που  τους  έφερε  τους αποβίβασε κάποια μέρα στο λιμάνι της Κερύνειας. Από  εκεί οι δύο ασκητές προχώρησαν και  ύστερα από  περπάτημα, όχι και πολλών ωρών, έφθασαν στο μοναστήρι του  Χρυσοστόμου, που βρισκόταν στους πρόποδες του  Πενταδακτύλου, το γνωστό  ως μοναστήρι του Αγίου Χρυσοστόμου του Κουτζουβέντη. Την εποχή  αυτή τούτο  το  μοναστήρι  βρισκόταν  σε  μεγάλη  ακμή.  Στο  Κοινόβιο  αυτό  οι  δύο  μοναχοί  δεν έμειναν για  πολύ  καιρό.  Ο  πόθος τους να ζήσουν σε δικό τοὺς ασκητήριο,  ερημικό  και  ήσυχο, τους έκαμε να περιμένουν λίγο να τους  αποκαλύψει ένα  τέτοιο  μέρος  ο  Κύριος  στην  υπηρεσία  του  οποίου  τάχθηκαν  από  τα  νεανικά τους  χρόνια.
Ένα  βράδυ  μετά  από  θερμή  προσευχή  οι  ασκητές  βγήκαν  έξω  από  το  κελί  τους για να αναπνεύσουν τον δροσερό  αέρα του βουνού. Κάποια στιγμή εκεί που στεκόντουσαν  ο  Νεόφυτος είπε  στον  Ιγνάτιο.  «Αδελφέ  μου,  κοίτα  ένα  παράξενο φως  στο  μακρινά  εκείνα  βουνά».  Το  φως  αυτό  παρακολούθησαν για μερικές βραδιές  να τρεμοσβήνει σαν να τους προσκαλούσε να πάνε κοντά του. Ένα  πρωί  το αποφάσισαν.  Αφού  αποχαιρέτησαν  τον  ηγούμενο  και  τους  αδελφούς  της  Μονής για  την πολυήμερη φιλοξενία και την αγάπη  τους,  ξεκίνησαν.  Με  οδηγό  το  επίγειο εκείνο  άστρο,  που  είδαν  ψηλά  στις πλαγιές της μεγάλης ὁροσειράς σαν τους παλαιούς  Μάγους  οδήγησαν  τα  βήματά  τους  προς  αυτό  με  πόθο  τους  να  φτάσουν και  να ζήσουν εκεί  την ασκητική  ζωή, που  έκαμαν  σκοπό  και δράμα της ζωής  τους. Πέρασαν  απ’  έξω από  την Λευκωσία, στάθμευσαν για λίγο στις Ιερές Μονές των Αγίου Ηρακλειδίου και  Αγίου  Μνάσωνος  και  βαδίζοντας  συνέχεια  έφτασαν  μία μέρα  στον  τόπο που  τους  απεκάλυπτε  ο  Θεός.  Μια  βρυσούλα  με γάργαρο  κρύο νερό  βρισκόταν  κάτω  από  ένα  ύψωμα  που  βάτοι αδιαπέραστοι το  σκέπαζαν  και μέσα  σ’ αυτούς βρισκόταν το φως που έβλεπαν να φωτίζει όλο εκείνο το μέρος. Κάθισαν  κοντά  στην  πηγή, έφαγαν λίγο ξερό ψωμί  που  είχαν μαζί  τους,  ήπιαν  και από  το νερό που κυλούσε μπροστά τους και  δοξάζοντας τον Θεό  για το  δώρο  του έβγαλαν  τα  κλαδευτήρια τους για να  καθαρίσουν τον τόπο από  τους βάτους. Μια φωνή  που  ακούστηκε  από  μέσα  τους  σταμάτησε:

- Αφήστε τα κλαδευτήρια σας και πάρτε το μαχαίρι που είναι μπροστά σας. Μ’ αυτό συνιστώ  να κόψετε τους  βάτους  και  όχι με τα κλαδευτήρια. Θέλω να λέγομαι Παναγία  η   Μαχαιριώτισσα  και  όχι  Παναγία  η  Κλαδευτηριώτισσα.

Ποιος μιλούσε; Από την αγία εικόνα της Παναγίας που ήταν πέρα από  το μαχαίρι ακουόταν η φωνή. Με δάκρυα στα μάτια οι  δύο ασκητές παραμέρισαν τους βάτους, πήραν  το  μαχαίρι  και  καθάρισαν τον  τόπο  που χρειαζόταν, για να  εισέλθουν  στο ιερό  σπήλαιο.  Μόλις  μπήκαν,  γονάτισαν, προσκύνησαν την αγία εικόνα της Παναγίας  με  βαθιά  συγκίνηση  και  δάκρυα  και  είπαν  με  ένα  στόμα:

— Πανάχραντη, Μητέρα του Χριστού, βοήθησέ μας να φτιάξουμε ένα πιο  κατάλληλο μέρος  για  σένα  και  να ζήσουμε κοντά  σου, κάτω  από  τη  σκέπη  και  την  προστασία σου.

Από  την ίδια στιγμή οι δυο ερημίτες ρίχτηκαν στην δουλειά. Καθάρισαν την μικρή σπηλιά και  έβαλαν  εκεί  την  εικόνα  της  Παναγίας.  Θα  ήταν  προσωρινά  ο  ιερός ναός της χαριτόβρυτης Παρθένου. Δίπλα στην ιερή  σπηλιά  έφτιαξαν  μία  καλύβα  για τον  εαυτό  τους.  Και  άρχισαν  την  άσκησή  τους.

Μια  απορία είναι φυσικό  να γεννάται στη σκέψη του καθενός που ακούει αυτή  την ιστορία.  Πως  βρέθηκε  αυτή  η  εικόνα  σε τούτο  το  μέρος;  Ποιος  την  ζωγράφισε  και ποιος  την  έφερε  και  την  έβαλε  σ’ αυτή  την  σπηλιά;

Μία παράδοση μας λέγει  πως και  αυτή  η  εικόνα  είναι  μία  από  τις  εβδομήντα,  που ζωγράφισε  ο  Απόστολος  Λουκάς. Η  εικόνα  βρισκόταν στην  Πόλη  και  φυλασσόταν στην  εκκλησία  της  Παναγίας  των  Βλαχερνών.

Η  παράδοση  για  τον  ερχομό  της αγίας εικόνας από  την Κωνσταντινούπολη ενισχύεται  και  από  την ονομασία – επιγραφή  της  εικόνας,  Αγιοσορίτισσα.  Εικόνα δηλαδή  που  βρισκόταν  επάνω από  την  αγία σορό, επάνω  από  το  φόρεμα — την εσθήτα  της  Θεοτόκου  που  φυλασσόταν  στο  ναό  των  Βλαχερνών.  Κατά  την  περίοδο  της  εικονομαχίας  (730 – 843)  κάποιος  ευσεβής  μοναχός  για  να  διαφυλάξει την  αγία  εικόνα,  την  άρπαξε  με  τρόπο  και  με   φανερό  κίνδυνο  της  ζωής  του  μέσω της Μικράς Ασίας την μετέφερε στην Κύπρο. Προχωρώντας  από  τόπο  σε  τόπο έφθασε  στα  βουνά  του  Μαχαιρά,  βρήκε  τη  σπηλιά και εκεί  τοποθέτησε τον θησαυρό, την αγία εικόνα. Στο  μέρος αυτό  έζησε και  ο  ίδιος  μέχρι  του  θανάτου  ως ερημίτης. Πόθεν  ήταν  ο  φιλόθεος  αυτός  μοναχός  και  ποιο  το  όνομά  του  δεν ξέρουμε. Αυτό  που  ξέρουμε είναι πως χάρη στην τόλμη του διασώθηκε η  αγία  και θαυματουργός  αυτή  εικόνα  που από το μέρος αποκαλείται Παναγία η Μαχαιριώτισσα.  Και  μία  και  μιλούμε για  εικόνες, αυτή  την εποχή  μεταφέρθηκαν κατά  την παράδοση και  διαφυλάχθηκαν στο ευλογημένο   νησί της  Κύπρου  και  άλλες τρεις εικόνες από τον κύκλο των εβδομήντα. Γι’ αυτές  ιδρύθηκαν στο  νησί της Κύπρου  τα μοναστήρια: Της Τροοδίτισσας, του Μεγάλου Αγρού και  του Άρακα. Αργότερα ιδρύθηκε  και  το  μοναστήρι  της  Χρυσορροϊάτισσας.

Σχετικά  με  την  ετυμολογία  του  ονόματος  Μαχαιράς  υπάρχουν  διάφορες  εκδοχές:

Μία, το  συνδέει  με  κάτοικο  του  μέρους  αυτού,  που  είχε  το  επώνυμο  Μαχαιράς,  και από  αυτόν πήρε το  όνομα η περιοχή. Άλλη  εκδοχή  ότι  το  κρύο  στα  μέρη  αυτά  είναι πολύ  δριμύ, κόβει όπως λέμε σαν μαχαίρι. Τρίτη εκδοχή  από  ένα χόρτο, το μαχαιρόχορτο, που λέγεται έτσι, γιατί, όταν αὐτὸ είναι ώριμο, σχίζει το  χέρι που δοκιμάζει  να το  κόψει. Είναι  και  τέταρτη  εκδοχή  που  έχει  σχέση  με  την  εύρεση  της εικόνας  της Παναγίας  με  ένα  μαχαίρι  μπροστά  της.  Μ’ αυτό  το  μαχαίρι  καθάρισαν οι  δυο  σεπτοί  Πατέρες  την  περιοχή  από  τα  αγριόχορτα  και  τους  βάτους που σκέπαζαν την σπηλιά  μέσα στην οποία φυλασσόταν η  αγία εικόνα. Γι’ αυτό  και Παναγία  του  Μαχαιρά  η  Μαχαιριώτισσα.

Οι  ευλαβείς  μοναχοί  για  τους  οποίους  αναφερθήκαμε  παρ’ όλες  τις  προσπάθειές τους  δεν μπόρεσαν να στήσουν στον τόπο αυτό ένα καλύτερο μέρος, μία μικρή εκκλησία να ειπούμε, για την εικόνα της πάναγνης μητέρας του Κυρίου μας. Ο σύντομος θάνατος του Νεοφύτου εμπόδισε προσωρινά την πραγμάτωση των οραματισμών  των  αγίων  Πατέρων. Ο  Ιγνάτιος για ένα διάστημα έμεινε μόνος. Εκείνος  όμως  που  μεριμνά  και  συντηρεί  τα πάντα έδωσε σύντομα την ενίσχυση.  «Ουκ εάσῳ υμάς πειρασθήναι υπέρ ‘ ό δύνασθε»  λέγει  στον  καθένα  μας. Ένα  πρωί έστειλε  κοντά  στον  αγωνιστή  της  αρετής  Ιγνάτιο  ένα  καλό  σύντροφο,  τον  γέροντα Προκόπιο.  Οι  δύο του  Θεού  εκλεκτοί  ερημίτες, χάρη  στην  επίδοσή  τους  στον  καλόν αγώνα  της  αρετής,  πολύ  σύντομα  τράβηξαν  κοντά  τους  μερικές  ακόμη  θεοφιλείς και  θεόφρονες ψυχές. Οι  ανυπέρβλητες όμως δυσκολίες της ασκητικής ζωής που συναντούσαν  καθημερινά  ανάγκασε  τους ζηλωτές  αυτούς  εργάτες της αγγελικής ζωής  να  ζητήσουν  για  το  έργο τους την βοήθεια των ευσεβών βασιλέων της βασιλίδας  των  πόλεων.

Με έξοδα ευσεβών Κυπρίων  απεφάσισαν και  ανέλαβαν  ένα  ταξίδι  στη  μεγάλη  Πόλη του  Κωνσταντίνου (1160). Αυτοκράτορας τότε στον θρόνο του Βυζαντίου ήταν ο «φιλόχριστος και χριστομίμητος και πορφυρογέννητος Κύρ Μανουήλ ο Κομνηνός». Χωρίς πολλές δυσκολίες οι σεβαστοί  Πατέρες κατώρθωσαν να συναντήσουν τον αυτοκράτορα  και  να  γνωρίσουν  σ’ αυτόν  τον  σκοπό  της  επίσκεψής  των.

– Πολυχρονεμένε  Βασιλιά  μας, ο  πόθος να  ζήσουμε  σ’ ένα  ερημικό  και  ήσυχο  μέρος την  αγγελική  ζωή  που  διαλέξαμε  οδήγησε  τα  βήματά  μας  από  την  Παλαιστίνη στης  Κύπρου  το  νησί.  Προσπαθώντας  σ’ αυτό  να  βρούμε  ένα  κατάλληλο  μέρος, όπως το θέλουμε, είδαμε μία βραδιά από το μοναστήρι που φιλοξενούμαστε στους πρόποδες  της οροσειράς  του  Πενταδάκτυλου,  στην  απέναντι  οροσειρά  του  Τροόδους ένα  φως  δυνατό.  Το  φως  αυτό  το βλέπαμε κάθε βράδυ στο ίδιο μέρος να τρεμοσβήνει, σαν  να  μας προσκαλούσε.  Φύγαμε  από  το  μοναστήρι,  που  μέναμε,  και  πήγαμε  να  ιδούμε τι  ήταν αυτό το φως. Σε μία σπηλιά μέσα βρήκαμε, σαν φτάσαμε,  μια  υπέροχη  εικόνα  της  Θεομήτορος  και  ένα μαχαίρι κοντά. Μεγαλειότατε, σ’ αυτό το μέρος σκεφθήκαμε να στήσουμε το μοναστήρι μας, να δημιουργήσουμε  ένα  πνευματικό  φάρο  που  να  στηρίζει  και  ενισχύει  τον  πονεμένο γύρω κόσμο στον αγώνα του για τη διατήρηση και  προβολή  της Ορθοδοξίας μας παντού. Μια Μονή  στο  όνομα  της Μεγαλόχαρης  θα  είναι  μία  διαρκής  ενίσχυση  της κάθε καρδιάς που  θα ποθεί να αντιμετωπίζει νικηφόρα τις δυσκολίες της ζωής. Δυστυχώς  μας  λείπουν  τα  οικονομικά  μέσα.  Και  αυτά  ήρθαμε  να  εκζητήσουμε  από  σας  τον  θεοπρόβλητο  πατέρα  του  λαού  μας.  Είπαν  και  πολλά  άλλα  οι  Άγιοι  του  Θεού  άνθρωποι.

Τα λόγια των, τα ήκουσε με πολλή συμπάθεια ο πιστός βασιλιάς. Γνώριζε ο πορφυρογέννητος  άρχοντας  πως  λαός  με  βαθιά  πίστη  στον  Θεό  είναι  ότι  ωραίο  και βασικό για μία ευτυχισμένη, χριστιανική  και  ειρηνική  ζωή.  Αλλά  και  ένας  σύμμαχος,  ο καλύτερος σύμμαχος στην αντιμετώπιση  ενός εχθρού. Και  ήταν  τότε  πολλοί  οι  εχθροί της μεγάλης  μας  Αυτοκρατορίας.  Γι’ αυτό  στην  παράκληση  των  δυο  ταπεινών,  αλλά  και φωτισμένων  εργατών  του  χριστιανικού  αμπελώνας  έσπευσε  να  ανταποκριθεί  με  τις  πιο κάτω  τέσσερις  επιχορηγήσεις:

1. Κάθε χρόνο από το Αυτοκρατορικό Ταμείο να λαμβάνουν οι αδελφοί της Μονής πενήντα  τρικέφαλα.

2. Το  όρος  και  ο  τόπος  γύρω  από  τον  οποίο  είχαν  ιδρύσει  το  ασκητήριό  τους,  να  είναι κτήμά  τους.  Ήταν  μία  ευλαβής  προς  αυτούς  αυτοκρατορική  δωρεά.

3. Η Μονή που θα κτιζόταν στο μέρος αυτό, να είναι  ελεύθερη,  αφορολόγητη  και ακαταπάτητη  τόσο  από  το  δημόσιο,  όσο  και  από  ιδιώτες.

4. Με ιδιαίτερο Βασιλικό Πρόσταγμα ετέθη και άλλος ένας υπέρ της  μονής  περιορισμός. Ο  αρχιερέας  της  περιοχής  να  μην  έχει  καμιά  εξουσία  επί  της  Μονής,  αλλά  και  επί  των εντός αυτής ασκουμένων μοναχών να διατηρεί όμως το δικαίωμα να ζητά να αναφέρονται σ’ αυτόν οι ευρισκόμενοι στη Μονή για ζητήματα  εκκλησιαστικής  τάξεως. Επίσης να έχει το προνόμιο, αυτός να προχειρίζει κάθε φορά τον εκάστοτε νέο ηγούμενον, που να ψηφίζουν οι αδελφοί, χωρίς όμως αυτός να ανακρίνει  τον ψηφισθέντα.  (Νείλου  «Τυπική  Η, Θ, ΙΖ»).

Με την ψυχή ξεχειλισμένη από ευγνωμοσύνη στον Πανάγαθο Θεό, αλλά και ευχαριστίες στον αυτοκράτορα για την τόσο γενναιόδωρη ανταπόκρισή του στην παράκλησή τους, ξαναγύρισαν οι ευλαβείς ερημίτες στο φτωχικό κατάλυμά τους.  Χωρίς καμιά   αναβολή  στρώθηκαν  τόσο  αυτοί, όσο και οι ευρισκόμενοι μαζί τους αδελφοί,  στην εκτέλεση του ιερού έργου τους. Με  πολλή  προσοχή  οι  ασκητές  φρόντισαν  να  κτίσουν πρώτα  εκκλησία  στο  όνομα  της  χαριτόβρυτης  Παρθένου,  της  Υπεραγίας  Θεοτόκου  και ύστερα  μερικά  κελιά  για  τους  καινούργιους  μοναχούς  που  είχαν  ήδη  προσέλθει  στη συνοδεία τους. Φυσικά ο πρώτος εκείνος ιερός ναός ήταν μικρός. Αρκετά ικανοποιητικός,  όμως,  για  τον  σκοπό  για  τον  οποίο  τον  είχαν  κτίσει. Μέσα  σ’ αυτόν ύψωσαν την θαυματουργό εικόνα της Παναγίας και καθημερινά οι πιστοί και αφοσιωμένοι στον Κύριο εργάτες,  μπορούσαν  να  εκτελούν  άνετα  τα  άγια  καθήκοντά τους. Τα καθήκοντα της πνευματικής και ψυχικής καλλιέργειάς των, για να πραγματώνουν  τον  σκοπό  της  ζωής  τους,  να γίνεται  ο  καθένας  επιστολή  Χριστού,  «γινωσκομένη  και  αναγινωσκομένη  υπό  πάντων  ανθρώπων»  (Β’  Κορινθ.  γ’  2).

Είχε τελειώσει η ιερή  προσπάθεια, το κτίσιμο  δηλαδή  του  ναού  και  των  λίγων  κελιών για  τους  μοναχούς,  όταν  μία  δοκιμασία  βρήκε  την  αγωνιζομένη  αδελφότητα.  Ο γέρο Προκόπιος, ο πιστός και ενάρετος αδελφός της ιεράς Μονής μετά από σύντομη αρρώστια κλήθηκε από τον Κύριο της ζωής να αφήσει τα  γήϊνα.  Μετέστη  προς  Κύριον. Πέθανε. Οι αδελφοί κήδευσαν με τα δάκρυα της  αγάπης και  της στοργής των  τον σεβαστό  πατέρα  και  επέστρεψαν  στο  μοναστήρι  τους,  για  να  συνεχίσει  ο  καθένας  το έργο  του.

Την ευθύνη της Μονής, την ηγουμενία ανέλαβε μετά από θερμές παρακλήσεις εκ μέρους όλων, ο μοναχός Ιγνάτιος. Ο  σεβάσμιος αυτός πατέρας, από νωρίς είχε διακριθεί  ανάμεσα  στους   συμμοναστές  του.

Ζούσε  ζωή  αγία, παραδειγματική. Τα λόγια  του  προφήτου  Ιερεμία« αγαθόν  ανδρί,  όταν άρη  ζυγόν  εν  νεότητι  αυτού»  (Θρην. γ’ 27)  ήσαν  πάντα  μπροστά  του.  Κάτω  από  την  σοφή καθοδήγηση των δυο πνευματικών πατέρων του Νεόφυτου στην αρχή και του Προκόπιου κατόπιν, ο ταπεινός και υπάκουος Ιγνάτιος εσφυρηλάτησε  ένα  εξαίσιο χαρακτήρα. Με  την πλήρη  καὶ  τελειωτική  υποταγή του  απέκτησε  σιγά – σιγά  την πραότητα. Από την πραότητα την άκρα ταπείνωση και  από  την  ταπείνωση  την  τέλεια αρετή,  την  αγιότητα.

Με τούτο τον  τρόπο χαριτώθηκε  και  έγινε  άξιος  της  κλήσεώς  του,  αλλά  και  συνεπής προς την κλίση  της  ψυχής  του. Αποδείχθηκε νωρίς ένας καλλιεργημένος πνευματικά άνθρωπος,  και  έγινε  ένας  δάσκαλος  της  ευσέβειας  με  λόγια  και  έργα. Αναδείχθηκε ακόμη  ένας πρόμαχος  της  ορθόδοξης  πίστεως,  αλλά  και  της  δικαιοσύνης.  Έγινε  ένας εξαίρετος  παρηγορητής  των  θλιβομένων,  αλλά και  ένας άριστος  οδηγός της κάθε  ψυχής που  κατέφευγε  σ’ αυτόν  σε  έργα  θεάρεστα  και  χριστομίμητα, σε έργα  αγάπης  και χριστιανικής  ανωτερότητας,  αλλά  και  ιερού  ενθουσιασμού.

Με  τη  θεάρεστη  αυτή  ζωή,  πολύ  νωρίς  η  φήμη  του  διαδόθηκε  αρκετά  και  πέρα  από  τη μονή και πολλοί κάθε λίγο από τα γύρω μέρη έτρεχαν κοντά του να  χαρούν  προσωπικά ο  καθένας  «το  ελκυστικόν  γλυκύ  άρωμα  του  μύρου  των  αρετών του».

Για τούτο τον σκοπό  επισκέφθηκε κάποια μέρα την μονή και ο ασκητής που ήρθε επίσης από την  Παλαιστίνη,  ο  ζηλωτής  και  φλογερός  Νείλος.  Να  πως  μας  διηγείται  ο ίδιος  την  επίσκεψή του  στη  μονή και την συνάντησή του με τον  γέροντα  Ιγνάτιο.  «Όταν ήλθα στην Κύπρο, φρόντισα και βρήκα μερικούς ανθρώπους φιλάρετους, που επαινούσαν  την  ησυχία  και  το αθόρυβο  της  Μεγαλονήσου  και  εβεβαίωναν  πως  ο  πιο ερημικός τόπος είναι και ο πιο κατάλληλος για όσους επιθυμούν να  ασκητεύσουν. Δέχθηκα  τα  λόγια  τους  σαν  ορθά  και  τους  θερμοπαρακάλεσα  να  μου  υποδείξουν  ένα τέτοιο  τόπο  για  άσκηση.  Στην  παράκλησή  μου,  μου  υπέδειξαν  τον  τόπο  όπου  ήταν κτισμένη  η νέα μονή  της  Υπεραγίας Θεοτόκου και τον εκεί υπεύθυνο τον γέροντα Ιγνάτιο. Χωρίς να χάσω καιρό κατευθύνθηκα στο μέρος εκείνο  και  ζήτησα  τον  πατέρα που  μου  συνέστησαν.

– Όταν  μπήκα  στο  κελί  του,  έβαλα  μετάνοια,  όπως  συνηθίζεται  εις  μοναχούς,  και  του φανέρωσα τον σκοπό μου. Εκείνος με προθυμία με καταρίθμησε στα λογικά  του πρόβατα,  και  από  τότε  έμεινα  μαζί  του  και  τον  ανεγνώριζα πατέρα, πνευματικό  και καθοδηγητή σε όσα έπρεπε να  πράττω.  Επίσης  τον  παραδέχθηκα  σωτήριο  διδάσκαλο όλων των ωραίων διδαγμάτων και σταθερό χειραγωγό στον δρόμο της μοναχικής πολιτείας. Είχα υπακοή σε όλα τα θεάρεστα θελήματά του.  Απαρνήθηκα  εξ  ολοκλήρου το δικό μου θέλημα, και  έγινα  εις  όλα δικό του χέρι και πόδι, βακτηρία του  γήρατός  του, βοηθώντας  αυτόν και κοπιάζοντας μαζί του για την περιποίηση και  την  λειτουργία  της Μονής».

Το  ειλικρινές  ενδιαφέρον  για  την  πρόοδο  της  Μονής  που  επέδειξε  ο  Όσιος  Νείλος  από την πρώτη  στιγμή  της  συνάντησής του με τον γέροντα  Ιγνάτιο, έκαμε τούτο να τον θεωρήσει ως τον απεσταλμένο του  Θεού για να αναλάβει την ηγουμενία και  την  ευθύνη της Μονής μετά από αυτόν. Και  τα  γεγονότα  που  ακολούθησαν  βεβαιώνουν  απόλυτα τις  ελπίδες  που  ο  ηγούμενος  Ιγνάτιος  στήριξε  στο  πρόσωπο  του  πολύ  μορφωμένου αυτού  μοναχού.

Ο σεβαστός αυτός πατέρας, ο Όσιος Νείλος υπήρξε για την ιερά Μονή της μυριοχαριτόβρυτης Παρθένου, της Παναγίας του Μαχαιρά, ο φωτεινός οδηγός και καθοδηγητής  της  Αδελφότητας  στον  δρόμο της  υψηλής  αποστολής της. Αυτός  ακόμη και ο άγρυπνος τροφοδότης  και  συντηρητής  της.  Τούτα  τα  χρόνια  ήταν  μία  περίοδος πολλών δυσκολιών για  τους  κατοίκους  ολοκλήρου  της  νήσου.  Μια  μεγάλη  ανομβρία που βάσταξε τρία ολάκερα χρόνια πολύ βασάνισε το ταλαίπωρο νησί. Για την αντιμετώπιση των δυσκολιών αυτής της περιόδου (1179 – 1181) ο στοργικός και ακούραστος ασκητής δεν δυσκολεύθηκε να αναλάβει με προθυμίαν ταξίδι στην απέναντι  της  Κύπρου  Κιλικία  της  Μ. Ασίας  και  να  ζητήσει  από  τους  εκεί  πιστούς  υλική βοήθεια για την συντήρηση της Μονής. (Νείλου «Τυπική» ΙΑ’). Με  τις  άοκνες  φροντίδες και προσπάθειές του η Μονή όχι μόνο πέρασε τις δύσκολες εκείνες ημέρες των στερήσεων, αλλά και συνέχισε με παραδειγματικό ζήλο το  πνευματικό  έργο  της.  Όταν δε  η  φιλανθρωπία του Αγίου  Θεού  κάλεσε πλησίον του τον  ήδη  γέροντα  Ιγνάτιο  (1179), ο επίσκοπος Ταμασού Νικήτας ο Αγιοστεφανίτης σύμφωνα με τις απαιτήσεις  του Αυτοκρατορικού  Ορισμού  ετέλεσε  την  προχείριση  και  ενθρόνιση  του  π. Νείλου  ως ηγουμένου  της  Αγίας Μονής. Η  προσφορά του  ακάματου  και  φλογερού  αυτού  πατέρα ως ηγουμένου της Βασιλικής και  Σταυροπηγιακής Μονής  του  Μαχαιρά,  όχι  μόνο  κατά την  περίοδο  της  ηγουμενίας  του  σ’ αυτήν,  αλλά και όταν  η  Εκκλησία  τον  εκάλεσε  στον επισκοπικό  Θρόνο  της  Ταμασού  (1209)  υπήρξε  αφάνταστα  μεγάλη.

Αυτός με τους νόμους του μοναστηριού που έγραψε (Τυπική Διάταξη) θεμελίωσε οὐσιαστικά την πνευματική πρόοδο της  Μονής.  Αλλά  και  ως  ηγούμενος  φρόντισε  για την  επικύρωση  των προνομίων της Μονής που είχε χορηγήσει  στους  Προκόπιο  και Ιγνάτιο ο ευσεβής αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός. Αυτός ακόμη αναφέρει  ως  ημέρα που πανηγυρίζει η Μονή,  την  ημέρα  των  Εισοδίων  της  Θεοτόκου,  την  21η  Νοεμβρίου.

Με ζήλο  παραδειγματικό  τόσο  αυτός  όσο  και  οι  όσιοι  πατέρες Νεόφυτος,  Προκόπιος  και Ιγνάτιος αγωνίσθηκαν για την εξύψωση της μοναχικής ζωής στην Κύπρο μας. Κατασκλαβωμένες  οι  άγιες  αυτές  μορφές  από την  αγάπη του  Θεού  «την  εν  Χριστώ Ιησού τω  Κυρίω  ημών»  από  την θυσία  δηλαδή   του  Θεού  Λόγου,  πάλαιψαν  και  έγιναν και  αυτοί «σύμμορφοι  των Χριστού παθημάτων».  Η  «μέχρις εσχάτων»  αγάπη  τους  προς τον Κύριο και νυμφίο της ψυχής των, τους έκαμε  τόσο  δυνατούς,   ώστε  ούτε  η  μόνωση των  βουνών,  ούτε  οι  δυσκολίες  της  ασκήσεως,  ούτε  η  ενθύμηση  του κόσμου και  των απολαύσεών  του  να  μπορέσει  να  τους  απομακρύνει  από  τον  σκοπό,  τον  άγιο  σκοπό, που  από  νέοι  καθόρισαν στη  ζωή  τους. Το  άγιο  παράδειγμα  τοὺς  άς είναι  πάντα μπροστά  στα  μάτια μας.

Σήμερα μάλιστα, το ήμισυ του νησιού μας στενάζει κάτω από την μπότα του πιο βάρβαρου κατακτητή. Σήμερα που τα αγαπημένα μας χωριά έχουν κυριολεκτικά ερημωθεί και οι άγιες εκκλησιές μας  βεβηλώνονται  ασύγγνωστα  και  καθημερινά  από τον Τούρκο εισβολέα. Σήμερα περισσότερο από  κάθε  άλλη  φορά  την  ιερή  κληρονομιά που  μας  εμπιστεύθηκαν  οι  αιώνες  έχουμε  χρέος  και  καθήκον  σαν  κόρη  οφθαλμού  να διαφυλάξουμε.  Και  αυτό  θα  γίνει  μόνο  με  την  δική  μας  μετάνοια  και  επιστροφή.  Άς σηκώσουμε υψηλά την δάδα του εθνικού μας προορισμού και ελεύθεροι  από  μικρότητες και αδυναμίες και μίση και κακίες άς αγωνισθούμε ο καθένας, πως το θέλημα  του  Θεού να γίνει και δικό μας θέλημα. Και τότε με τις πρεσβείες της μυριοχαριτόβρυτης Παρθένου, της μητέρας του  Κυρίου  μας  και  μητέρας  όλων  μας,  των  αγίων  κτητόρων  της ιστορικής αυτής Μονής και των δεκάδων Κυπρίων αγίων, η  ελευθερία  η  βγαλμένη  από τα  κόκαλα  των  Ελλήνων  τα  ιερά,  θα  ξαναγυρίσει  και  πάλιν  στα  γνώριμα  χώματα  του νησιού  μας.  Θα  ανοίξουν  και  πάλιν  οι  αραχνιασμένες  εκκλησιές  μας.
Χαρούμενα θα κτυπήσουν οι καμπάνες του εθνικού μας  Πάσχα.  Γιατί  άς  μη  ξεχνοὐμε ποτέ  πως  «αυτή  εστίν  η  νίκη,  η  νικήσασα  τον  κόσμον,  η  πίστις  ημών».

Άγιοι  Πατέρες,  Νεόφυτε,  Προκόπιε,  Ιγνάτιε  και  Νείλε,  πρεσβεύσατε  υπέρ  ημών  των αμαρτωλών  τούτη  η  μέρα  να  έρθει  μία  ώρα  γρηγορότερα.  Αμήν.


Απολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Χριστοφόρου τετράδα των Κτιτόρων τιμήσωμεν, οι του Μαχαιρά θείας μάνδρας μονασταί  ύμνοις λέγοντες, Νεόφυτε η βάσις της  Μονής,  Ιγνάτιε  ασκήσεως  κανών,  και Προκόπιε θεόφρον, Νείλε σοφέ. Κυρίω  ικετεύσατε,  όπως  χαρίσηται  ημίν,  δύναμιν  την του  Πνεύματος,  ίνα  φανώμεν  συν  υμίν,  της  Βασιλείας  σύσκηνοι.

Έτερον  Απολυτίκιον. Ήχος  γ’.  Θείας  πίστεως.
Βάσις άσειστος, Μαχαιρά μάνδρας, ανεδείχθητε, σεπτοί Πατέρες και θείας βιοτής χριστοπίνακες, θείε Νεόφυτε, τρισμάκαρ Ιγνάτιε, γέρον Προκόπιε και Νείλε πρωτόθρονε, χείρας άρατε,  θεώ  συν  τη  θεομήτορι, πρεσβεύοντες  σωθήναι  τας  ψυχάς ημών.


Μεγαλυνάριο
Χαίρεις  των  οσίων  σεπτή   τετράς,  Μαχαιριωτίσσης,  Μάνδρας  θείας  οι  ιδρυταί, συν  τω Νεοφύτω,  Ιγνάτιε  και  Νείλε,  Προκόπιε  τε  μάκαρ,  ημών  οι  έφοροι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: