5/7/16

Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης

Ο  Όσιος Αθανάσιος, ο οποίος καταγόταν από την Τραπεζούντα, προέρχονταν από πολύ ευσεβή και εύπορη οικογένεια. Η οικογένειά του, του προσέφερε  όλα τα απαραίτητα εφόδια για τις σπουδές του, τις οποίες τις ολοκλήρωσε στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί  του  γεννήθηκε  μέσα  στην  ψυχή  του  η  επιθυμία  να  γίνει μοναχός  και  να  φθάσει  στα άκρα  της  ασκητικής  ζωής.  Γὶ αυτό ακριβώς τον λόγο, πήγε στο όρος Κυμινάς της Μικράς Ασίας,  όπου βρισκόταν  ένα  μοναστήρι  του  οποίου  ηγούμενος ήταν  ο  Μιχαήλ,  ο επονομαζόμενος  Μαλείνος.  Έτσι  ανάμεσα  στους  μοναχούς,  συγκαταριθμήθηκε  και  ο Αθανάσιος.
Στο λίγο χρονικό διάστημα που ήταν στο Μοναστήρι, διακρίθηκε για τις  αρετές  και  για την  ασκητική  του  ζωή.
Επειδή  όμως  έφθασε  σε  ύψιστα  σημεία  αρετής  και  τον  τιμούσαν  όλοι,  αποφάσισε  να φύγει και πήγε στον Άθωνα κοντά σε ένα γέρο ασκητή  υπακούοντας σε αυτόν με μεγάλη  ταπεινοφροσύνη.
Εν  συνεχεία  μετά  από  Θεία  αποκάλυψη,  έφυγε  από  εκεί  και  πήγε  στα  ενδότερά  του Αγίου  Όρους. Εκεί μετά από πολλές παρακλήσεις  του  αυτοκράτορα  Νικηφόρου  Φωκά, με τον  οποίο γνωρίζονταν, έχτισε έναν ναό  προς  τιμήν  της  Παναγίας.  Επίσης  έφτιαξε πολλά κελιά για τους μοναχούς. Μετά λοιπόν από πολλούς κόπους και θυσίες, δημιούργησε την  ιερά Μονή  της  Μεγίστης  Λαύρας,  η  οποία  είναι  η  αρχαιότερη  μονή  στο Όρος και τιμάται επ’ ονόματι του Οσίου Αθανασίου. 
Στην συνέχεια εξεδήμησε προς Κύριον και μάλιστα κατά τρόπο μαρτυρικό. Συγκεκριμένα υπήρχε  ανάγκη να μετασκευαστεί  η οροφή του Ναού της Μονής. Ο Όσιος, άν και σε μεγάλη ηλικία, ανέβηκε και αυτός μαζί με άλλους αδελφούς της  μονής για να  κάνουν  το  έργο.  Η  οροφή  όμως  κατέρρευσε  και  καταπλάκωσε  τον  Όσιο  μαζί  με τους  υπόλοιπους  αδελφούς.


Απολυτίκιον.  Ήχος  γ'.  Την  ωραιότητα.
Την  εν  σαρκί  ζωήν  σου  κατεπλάγησαν,  Αγγέλων  τάγματα,  πως  μετά σώματος, προς αοράτους συμπλοκάς, εχώρησας αοίδιμε, και κατετραυμάτισας των δαιμόνων τας φάλαγγας· όθεν Αθανάσιε, ο Χριστός σε ημείψατο πλουσίαις δωρεαίς. Διο Πάτερ πρέσβευε,  σωθήναι  τας  ψυχάς  ημών.

Έτερον  Απολυτίκιον.  Ήχος  α’.  Της  ερήμου  πολίτης. 
Τον  υπέρλαμπρον  λύχνον  τον  εν  Άθω  εκλάψαντα,  της  αθανασίας  τη  αίγλη  δια  βίου λαμπρότητος,  της  πράξεως  τον  όρον  τον  σαφή,  την  στήλην  των  λαμπρών  θεωριών, Αθανάσιον  υμνήσωμεν,  τον  κλεινόν,  από  ψυχής  καραυγάζοντες·  δόξα  τω  δεδωκότι  σοι ισχύν,  δόξα  τω  σε  θαυμαστώσαντι,  δόξα  τω  φωταυγούντι  δια  σου,  του  Όρους  τα συστήματα.




Κοντάκιον.  Ήχος  β’.  Τα  άνω  ζητών.
Χριστού το ζυγόν, λαβών Αθανάσιε, και σου τον σταυρόν, επ’  ώμων  αράμενος,  μιμητής πανάριστος, των  αυτού παθημάτων γέγονας,  κοινωνός  τε  της  δόξης  αυτού,  της  θείας μετέχων  και  αλήκτου  τρυφής.

Έτερον  κοντάκιον.  Ήχος  πλ.  δ'.  Τη  υπερμάχω.
Ως  των  Οσίων  κοινωνόν  και  τύπον  άριστον
Και  των  εν  Άθω  οδηγόν  και  προεξάρχοντα
Ανυμνούμέν  σε  οι  δούλοί  σου,  θεοφόρε.
Αλλ’  ως  έχων  παρρησίαν  προς  τον  Κύριον
Εκ  ποικίλων  συμφορών  ημάς  απάλλαξον  
Τους  βοώντάς  σοι·  Χαίροις  Πάτερ  Αθανάσιε.



Μεγαλυνάριον.
Τον  της  ησυχίας  θείον  πυρσόν,  και  των  εν  τω  Άθω,  Μοναζόντων  καθηγητήν,  τον  τας πανουργίας,  εχθρού  νενικηκότα,  υμνήσωμεν  συμφώνως,  νυν  Αθανάσιον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: