Ο Όσιος
Θεόδωρος καταγόταν από το Βυζάντιο και γεννήθηκε
από πλούσιους και ευσεβείς γονείς. Από νεαρή
ηλικία ακολούθησε
το μοναχικό βίο γενόμενος μοναχός
στη μονή που
γι’ αυτόν εκαλείτο μονή του Τριχινά. Ο Όσιος Θεόδωρος υπέβαλε τον εαυτό του σε κάθε
κακουχία και σκληραγωγία. Το σώμα του το
κάλυπτε με λεπτό τρίχινο ιμάτιο,
γι’ αυτό και επονομάσθηκε Τριχινάς. Με
τους σκληρούς ασκητικούς του αγώνες ο Όσιος απεκάλυπτε και εξουδετέρωνε τις απάτες των δαιμόνων.
Ο Όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη και έλαβε τη Χάρη από τον Θεό, ο τάφος του να αναβλύζει μύρο που ευωδίαζε. Έτσι, όσοι προσέτρεχαν εκεί με πίστη και ευλάβεια, λάμβαναν την υγεία της ψυχής και του σώματος.
Ο Όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη και έλαβε τη Χάρη από τον Θεό, ο τάφος του να αναβλύζει μύρο που ευωδίαζε. Έτσι, όσοι προσέτρεχαν εκεί με πίστη και ευλάβεια, λάμβαναν την υγεία της ψυχής και του σώματος.
Απολυτίκιον.
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Δώρον ένθεον, της εγκρατείας, σκεύος έμψυχον, της απαθείας, ανεδείχθης θεοφόρε Θεόδωρε· τον γαρ Θεόν θεραπεύσας τοις έργοις σου, των παρ’ αυτού δωρημάτων ηξίωσαι. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Δώρον ένθεον, της εγκρατείας, σκεύος έμψυχον, της απαθείας, ανεδείχθης θεοφόρε Θεόδωρε· τον γαρ Θεόν θεραπεύσας τοις έργοις σου, των παρ’ αυτού δωρημάτων ηξίωσαι. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον.
Ήχος α’. Τον τάφον σου Σωτήρ.
Φωτός καταστολήν, ιερώς εξυφαίνων, τριχίνῳ σεαυτόν, περιέστελλες ράκει, Θεόδωρε πανόσιε, Παρακλήτου κειμήλιον· όθεν χάριτος, υπερφυούς ηξιώθης, μύρον εύοσμον, από του τάφου βλυστάνων, ψυχών καθαρτήριον.
Φωτός καταστολήν, ιερώς εξυφαίνων, τριχίνῳ σεαυτόν, περιέστελλες ράκει, Θεόδωρε πανόσιε, Παρακλήτου κειμήλιον· όθεν χάριτος, υπερφυούς ηξιώθης, μύρον εύοσμον, από του τάφου βλυστάνων, ψυχών καθαρτήριον.
Μεγαλυνάριον.
Ράκεσι τριχίνοις σκέπων σαυτόν, το κῴδιον Πάτερ, της νεκρώσεως και φθοράας, εναπεξεδύθης, και της αθανασίας, την χλαίναν εστολίσω, μάκαρ Θεόδωρε.
Ράκεσι τριχίνοις σκέπων σαυτόν, το κῴδιον Πάτερ, της νεκρώσεως και φθοράας, εναπεξεδύθης, και της αθανασίας, την χλαίναν εστολίσω, μάκαρ Θεόδωρε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου