5/4/16

Η Αγία Αργυρή η Νεομάρτυς

Η  Αγία Αργυρή εγεννήθηκε, το  1688  στην  Προύσσα  της  Βιθυνίας, από  ενάρετους  και  ευλαβείς  γονείς,  τον  Γεώργιο  και την Σωσάννα. Κοντά  στο  σπίτι της Αργυρής, κατά κακή  τύχη  βρισκόταν  το  σπίτι  κάποιου  αλλόθρησκου προύχοντα, του οποίου  ο  υιός  μόλις είδε την Αργυρή, τόσο θαμπώθηκε από την ομορφιά της, ωστε θέλησε να δημιουργήσει μαζί της σχέσεις  ερωτικές  και  να  την  κάνει  να  αλλαξοπιστήσει.
Μία  ημέρα, συναντά  την  Αργυρή  στο  δρόμο και  της αποκαλύπτει τα αισθήματά του, αλλά η  Αργυρή  ατάραχη  και σταθερή  απομακρύνθηκε από αυτόν, πράγμα που  τον έκανε έξω φρενών και δυνάμωσε το πάθος του. Οπότε  άρχισε  να ενοχλεί  και τους  γονείς  της,  απειλώντας τους με την ζωή  της κόρης τους, άν δεν αλλαξοπιστήσει. Η  Αργυρή  τότε αναφέρει  στους  γονείς  της  τα  τρέχοντα, οπότε  οι  δύστυχοι  τρομοκρατημένοι,  αποφασίζουν  να  την  παντρέψουν  με έναν  Χριστιανό  νέο, για  να  γλυτώσουν  από  τις  κακές  επιθυμίες  και  τις πιέσεις  του  αλλόθρησκου.
Πράγματι, σε  ηλικία  δέκα  επτά ετών, μετά από λίγες ημέρες, οδηγείται νύμφη ωραιοτάτη  στην  εκκλησία για να παντρευτεί  ορθόδοξο νέο συγχωριανό της. Αλλά  όμως  ο  γάμος  της  Αργυρής  δεν  έσβησε  το  πάθος  του  αλλόθρησκου. Και  όταν μετά  από  δέκα πέντε ημέρες  η  νεόνυμφος  οδηγείται  από  το σύζυγό  της  στην  εκκλησία,  κατά  το  έθιμο,  για να γίνει παράκληση, εμφανίζεται μπροστά της ο  υιός του προύχοντα μαζί με  είκοσι  άλλους αλλόθρησκους νέους κακής διαγωγής, και  αρπάζουν τη νύμφη από το μέσον των γονέων και  των συγγενών της  και  του  συζύγου  της. Η  Αργυρή  αντί να  βρεθεί  στην εκκλησία βρίσκεται στο  δικαστήριο με τη νυμφική της ενδυμασία και  με  μία  αναφορά  εναντίον  της,  που έγραφε ότι η Αργυρή  θυγατέρα του Γεωργίου και  της Σωσάννας, είχε υποσχεθεί στον υιό του προύχοντα ότι θα αλλαξοπιστήσει.
Ο  κριτής, που  ήταν  και  ο  πατέρας  του  αλλοθρήσκου,  καταδικάζει  την  Αργυρή  να  αλλαξοπιστήσει  και  να  παντρευτεί τον  υιό  του. Η  Αργυρή  εστάθηκε μπροστά στην απόφαση του κριτού αμετάπεισθη, αλύγιστη  και  άφοβη. Οργισμένος  ο δικαστής  διέταξε  να  τη  δέσουν  και  να  τη  φυλακίσουν.
Οι  δύστυχοι  γονείς  μη  μπορώντας  να  παρηγορηθούν  από  τη  στέρηση της  μονάκριβης  θυγατρός  τους,  έσπευσαν  μέσω  του  Μητροπολίτου Προύσσης να ειδοποιήσουν τον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη. Μετέβηκαν  και  οι  ίδιοι  με τον  αντιπρόσωπο του  Μητροπολίτου  να  διαμαρτυρηθούν  στην  τουρκική  κυβέρνηση,  αλλά  το  μόνο που  κατάφεραν ήταν να μεταφερθεί  από τη φυλακή η  Αργυρή  σε δωμάτιο του σπιτιού του κριτού, μέχρις ότου δικασθεί  σε ανώτατο δικαστήριο  στην  Κωνσταντινούπολη.
Την  επαύριο,  αδύνατη και  ταλαιπωρημένη, η  Αργυρή  οδηγείται στις φυλακές της Κωνσταντινουπόλεως μέχρις ότου ορισθεί η  δίκη. Δύο χρόνια ο  σύζυγος και  οι  γονείς της  αγωνίζονται  να  ορισθεί  η  ημέρα  της  δίκης. Τέλος,  οδηγείται  στο δικαστήριο, αλλά η απόφαση είναι η ίδια με του κριτού της Προύσσης, που έλεγε: «Η Χριστιανή  Αργυρή  ή  θα αλλαξοπιστήσει  να  παντρευθεί  τον  υιό  του  προύχοντα  ή  θα  κλεισθεί  σε  ισόβεια  δεσμά.
Και  πάλι ο ερωτομανής αλλόθρησκος οργισμένος με την αλύγιστη στάση της Αργυρής κατόρθωσε ώστε να την αλυσοδέσουν  και  να  την  οδηγήσουν  στη  φυλακή.
Η  ακλόνητη  και  αληθινή  πίστη  προς  το  Σωτήρα  Ιησού  Χριστό  δεν  υποχωρεί  ούτε  μπροστά  στο  φοβερώτατο  θάνατο.
Έτσι  καταδικάσθηκε η Αργυρή να  σαπίζει  στη  φυλακή, δεμένη  με  αλυσίδες,  ανάμεσα  σε  αισχρές και  ανήθικες γυναίκες, που  τις διέταξαν να βασανίζουν την Αργυρή, ημέρα  και  νύκτα, για να την αναγκάσουν να αλλαξοπιστήσει. Κάθε  ημέρα  τη  βασάνιζαν με σκληρούς  ραβδισμούς,  σκληραγωγίες  και  νηστείες.
Η  δύστυχη μητέρα της, Σωσάννα, μη αντέχοντας τα βασανιστήρια της αγαπημένης της μοναχοκόρης μετά  δύο χρόνια πέθανε  και  αυτή  μέσα  στη  φυλακή.
Τα βάσανα, οι  ραβδισμοί, οι αγρυπνίες και  οι  νηστείες αδυνάτιζαν και έφθειραν σιγά - σιγά την Αργυρή. Τέλος, αφού κατάλαβε  ότι  το  τέλος επλησίαζε, θέλησε να εκτελέσει το τελευταίο καθήκόν της προς τον προσφιλή  Σωτήρα  Ιησού Χριστό,  να  κοινωνήσει  των  Αχράντων Μυστηρίων, πράγμα  όμως  πολύ  δύσκολο μέσα  στη  φυλακή.  Αλλά  η  Θεία  Χάρις της  υπέδειξε  τον  τρόπο.
Μέσα στη  φυλακή  ήταν κλεισμένος ένας γέρος για χρέη στο  κράτος, και  επειδή  ήταν μέσα πολλά  χρόνια  και  όλοι  τον εγνώριζαν, τον άφηναν πότε – πότε να κινείται περισσότερο ελεύθερα. Αυτόν  κρυφά  κατόρθωσε  να  φωνάξει  η Αργυρή και  να του  εμπιστευθεί  τη  θέλησή  της. Και  αυτός  βρήκε τον προϊστάμενο της εκκλησίας της φυλακής, και του  ανέφερε την επιθυμία της Αργυρής. Ο προϊστάμενος, όπως εσυνηθίζετο τότε σε τέτοιες περιστάσεις, έβαλε μέσα σε μία σταφίδα τα Άχραντα Μυστήρια και  ο γέροντας τα μετέφερε με σεβασμό στο βάθος της φυλακής όπου εβρισκόταν αλυσοδεμένη η Αργυρή.  Εκείνη,  αφού  πρώτα  επροσευχήθηκε, εκοινώνησε και  μετά  από  24  ώρες  παρέδωσε  την αγία της ψυχή στα χέρια του Πλάστη και  Θεού της μετά  από  16 χρόνων φρικτά μαρτύρια. Η  Αργυρή  την  5  Απριλίου  1721  ενταφιάζεται κατά  την επιθυμία της σε μία άκρη στον περίβολο του ναού της Οσιομάρτυρος  Αγίας  Παρασκευής  στο  Χάσκιοϊ  (Πικρίδιο), που  ήταν  τότε  νεκροταφείο.
Ο  γέροντας που  την  εκοινώνησε, την ακολουθεί  έως τον ενταφιασμό της και  θέτει πάνω στον τάφο της ένα  κιονίσκο  με ένα  σταυρό  χαραγμένο  επάνω.
Στις  30  Απριλίου 1725 ετελείται η ανακομιδή των λειψάνων της, επειδή ζήτησε τούτο πολύς κόσμος που εγνώριζε τα βάσανα που υπέφερε επί τόσα χρόνια η Αργυρή. Κατά την ανακομιδή, τη βρήκαν ολόσωμη να ευωδιάζει. Αμέσως ειδοποίησαν τον Πατριάρχη Παΐσιο, ο οποίος αφού ερεύνησε αυτοπροσώπως και  είδε με τα μάτια του το θαύμα, ελειτούργησε  με  όλη  την  Ιερά  Σύνοδο  και  διέταξε  να  θέσουν  το  άγιο  λείψανό  της  σε  ιδιαίτερη  λάρνακα.
Ιδού  τι γράφει  και  ο  Πατριάρχης:  «Ω, των θαυμασίων σου Χριστέ. Αφού  ανοίξαμεν  τον  τάφον  είδα να  μένει σώο  και άφθορο  το  άγιο αυτής  σκήνος,  να αναβλύζει  δε θαυμασίαν  ευωδίαν  και  να κάνει  σε  όλους  θαύματα».
Ένα από αυτά αναφέρει τα εξής: Κατά την ημέρα της μνήμης της, οπότε από παντού έφθαναν πλήθη Χριστιανών, ήρθε και  μία Χριστιανή ευλαβής μέχρι φανατισμού, που αφού  προσκύνησε, θέλησε να λάβει ένα δάκτυλο από το χέρι του λειψάνου, το  οποίο και  έκαμε. Τότε, την ίδια στιγμή, θαμπώνουν τα μάτια της, δε βλέπει τίποτε και  μήτε μπορεί να απομακρυνθεί  από  τη λάρνακα. Ομολογεί σε όλους την αμαρτία της, ζητεί συγχώρεση και επιστρέφει το ιερό δάκτυλο που είχε  κόψει. Έμεινε 40 ημέρες κοντά στην αγία λάρνακα με νηστείες και  προσευχές για να ελευθερωθεί από την ασθένειά της,  πράγμα  που  έγινε. Το ίδιο έπαθε και μία άλλη που  θέλησε να αποσπάσει μία τρίχα  από τα μαλλιά  της  Αγίας.



Απολυτίκιον. Ήχος δ’.  Ταχύ  προκατάλαβε.          
Τυράννους κατήσχυνας εν τοις βασάνοις σεμνή, δειχθείσα πολύαθλε, ώσπερ αδάμας στερρός, Χριστού μάρτυς ένδοξε, έδειξας εναθλούσα προς τον Χριστόν τον Σωτήρα, έρωτά τε και  ζήλον  και  ακόρεστον πόθον, δι’ ό σε, Αργυρή, αυτός  αξίως  εδόξασε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: