31/12/16

Περιτομή του Ιησού Χριστού

Η κατά σάρκα περιτομή και ονοματοδοσία του Ιησού Χριστού, κατά την όγδοη ημέρα από την γέννησή Του, αποτελεί την βεβαίωση της σαρκώσεως και της προσλήψεως από τον Θεό Λόγο της τέλειας ανθρώπινης φύσεως  αναλλοιώτως  και της εισόδου Του στο λαό του Θεού.
Όταν μιλάμε για την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, ως μυστήριο πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε και ως μυστήριο πρέπει να την προσεγγίζουμε, γιατί  όλα τα γεγονότα της ενανθρωπίσεως, της σαρκώσεως του Λόγου του  Θεού, έγιναν με θαυμαστό τρόπο που ξεπερνά το νου  του ανθρώπου.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι, εάν η θεία ενανθρώπιση ήταν καταληπτή, δεν θα ήταν θεία και παρομοιάζουν όσους αμφιβάλλουν ή δεν πιστεύουν σε εκείνον που καθόταν στο σκοτάδι και πληρώθηκε από φως, επειδή όμως δεν γνώριζε το πως ήλθε το φως, δεν δέχθηκε τον φωτισμό.
Την κατά σάρκα περιτομή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποία καταδέχθηκε ο Κύριος να λάβει σύμφωνα με την σχετική νομική  διάταξη, όμως με σκοπό την κατάργηση της διατάξεως αυτής, προκειμένου να εισαγάγει την πνευματική και αχειροποίητη περιτομή, δηλαδή το Άγιο Βάπτισμα, μας την παρέδωσαν οι Άγιοι Πατέρες να την εορτάζουμε κάθε χρόνο. Γιατί ο Κύριος, όπως καταδέχθηκε προς χάρη μας την ένσαρκη Γέννηση και  έλαβε όλα τα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσεως, όσα είναι παντελώς αδιάβλητα, έτσι καταδέχθηκε να λάβει και την περιτομή που όριζε ο Ιουδαϊκός Νόμος.
Και  βασικά  την περιτομή  ο  Κύριος τη δέχθηκε για δυό λόγους:
Πρώτον, για να φράξει τα στόματα των αιρετικών, οι οποίοι είχαν την θρασύτητα να ισχυρίζονται ότι δεν έλαβε πραγματικά  ανθρώπινη σάρκα, αλλά  ότι έγινε άνθρωπος κατά φαντασίαν. Πως όμως, πραγματικά, θα περιτεμνόταν, αν δεν είχε λάβει αληθινή  ανθρώπινη σάρκα;
Δεύτερον, για να κλείσει τα στόματα των Ιουδαίων, οι οποίοι Τον κατηγορούσαν  ότι  δεν τηρεί  την  αργία του  Σαββάτου, και  ότι  καταλύει το  Νόμο.
«Επειδή  ο Θεός», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «μας έδωσε να κοινωνήσουμε το καλύτερο και  δεν το φυλάξαμε, γι’ αυτό  μεταλαβαίνει το χειρότερο, εννοώ την φύση μας, ώστε από την μία μεριά να ανακαινίσει τον εαυτό Του και με τον εαυτό Του το κατ’ εικόνα και  κάθ΄ ομοίωση, και  από την άλλη να διδάξει και  σε εμάς την ενάρετη πολιτεία, αφού με τον εαυτό Του την έκανε σε εμάς δυνατή. Να μας ελευθερώσει από την φθορά με την κοινωνία της ζωής γενόμενος απαρχή της αναστάσεώς μας. Να ανακαινίσει το σκεύος που αχρειώθηκε και κομματιάστηκε, να μας λυτρώσει από την τυραννία του διαβόλου, με το να μας καλέσει στη θεογνωσία και να τον νεκρώσει, να μας μάθει να παλεύουμε αποτελεσματικά με τον τύραννο, οπλισμένοι με υπομονή  και ταπείνωση».
Ο Θεός έγινε τέλειος και αληθινός  άνθρωπος, «άνθρωπος  εν πληγή», «εν δούλου μορφή», χωρίς να πάψει να είναι τέλειος  και  αληθινός  Θεός, για να κάνει  τον άνθρωπο πλήρη  και τέλειο υιό του Θεού και Θεό κατά χάριν. «Ο Θεός πτωχεύει την εμήν σάρκα, ίνα εγώ πλουτήσω την αυτού Θεότητα… κενούται της εαυτού δόξης επί μικρόν, ίνα εγώ της εκείνου μεταλάβω πληρώσεως».
Η δημιουργία και η σωτηρία, όλη η ελεημοσύνη και η φιλανθρωπία της Αγίας Τριάδος, ανακεφαλαιώνονται στον Θεάνθρωπο Χριστό, που με την ενσάρκωση και την περιτομή Του και όλα τα μυστήρια της ένσαρκης παρουσίας Του, απεκάλυψε την χριστολογική  και χριστοκεντρική ρίζα και προοπτική κάθε πραγματικότητος και ολόκληρης της πραγματικότητος.
Αυτός, ο Κύριος, είναι η κεφαλή κάθε αρχής και εξουσίας. Σε αυτόν έχουμε περιτμηθεί, όχι με περιτομή καμωμένη με χέρια ανθρώπων, αλλά με την αποβολή του σάρκινου σώματος, δηλαδή με την περιτομή του Χριστού, και ενταφιαστήκαμε μαζί Του κατά το βάπτισμα, κατά το οποίο και αναστηθήκαμε μαζί Του με την πίστη στην δύναμη του Θεού, ο Οποίος Τον ανέστησε εκ νεκρών. Ακόμη, όταν είμασταν νεκροί εξ’ αιτίας των αμαρτιών μας, και εξ’ αιτίας τους είμασταν απερίτμητοι, μας εζωοποίησε μαζί μ’ Αυτόν και μας συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες.
Μετά την περιτομή Του ο Ιησούς, επέστρεψε στην οικία Του με την μητέρα Του και τον Ιωσήφ. Εκεί  ζούσε όπως και οι άλλοι άνθρωποι, προοδεύοντας κατά την σοφία, την ηλικία και τη χάρη για τη σωτηρία μας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.         
Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες, Θεὸς ὢν κατ' οὐσίαν πολυεύσπλαγχνε Κύριε, καὶ νόμον ἐκπληρῶν περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ἵνα παύσῃς τὰ σκιώδη, καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν. Δόξα τῇ ἀγαθότητι τῇ  σῇ, δόξα τῇ εὐσπλαγχνία σου, δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει σου.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.           
Ὁ τῶν ὅλων Κύριος, περιτομὴν ὑπομένει, καὶ βροτῶν τὰ πταίσματα, ὡς ἀγαθὸς περιτέμνει· δίδωσι, τὴν σωτηρίαν σήμερον κόσμῳ· χαίρει δὲ, ἐν τοῖς ὑψίστοις καὶ ὁ τοῦ Κτίστου, Ἱεράρχης καὶ φωσφόρος, ὁ θεῖος μύστης Χριστοῦ Βασίλειος.

Μεγαλυνάριον.
Σάρκα ὀκταήμερος ὡς βροτός, ὁ τῶν ὅλων Κτίστης, περιτέμνεται νομικῶς, τὴν ἐξ ἀκρασίας, ἡμῶν κακίαν τέμνων· αὐτοῦ τὴν ἀγαθότητα μεγαλύνωμεν.


Ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας ο Καππαδόκης

Ο Μέγας Βασίλειος, μία από τις μεγαλύτερες μορφές της Εκκλησίας, γεννήθηκε περί το 330 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του Βασίλειος ήταν ρήτορας, εγκατεστημένος στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και ήταν υιός της Μακρίνης, η οποία υπέστει πολλά μετά του συζύγου της κατά τον διωγμό του Μαξιμίνου για την πίστη τους στον Χριστό.
Η Μακρίνα ήταν μαθήτρια του Γρηγορίου του Θαυματουργού και διετέλεσε η πρώτη στην πίστη διδάσκαλος του εγγονού της Βασιλείου.
Η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου ονομαζόταν Εμμέλεια, καταγόταν από την Καππαδοκία, ήταν θυγατέρα Μάρτυρος, ευλαβέστατη και πολύ φιλάνθρωπη. Από τον γάμο της με τον Βασίλειο γεννήθηκαν εννέα παιδιά, από τα οποία τα τέσσερα  ήταν  αγόρια. Το πρωτότοκο παιδὶ τους ήταν η Μακρίνα, η οποία μετά τον θάνατο του μνηστήρα της, επιδόθηκε στην άσκηση. Από τα τέσσερα αγόρια, τρεις έγιναν Επίσκοποι, ο Βασίλειος στην Καισάρεια, ο Γρηγόριος στη Νύσσα και ο Πέτρος στη Σεβαστεία. Ο Ναυκράτιος πέθανε νέος, σε ηλικία 27 ετών. Προ του Πέτρου γεννήθηκε η Θεοσεβία.
Ο Μέγας Βασίλειος έλαβε την πρώτη χριστιανική διαπαιδαγώγησή του από  τη μητέρα και  τη  γιαγιά του και διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα  από τον πατέρα του στην πατρίδα του. Σπούδασε στις σχολές της Καισαρείας της Καππαδοκίας και του Βυζαντίου, όπου «ηυδοκίμει σοφιστών τε και  φιλοσόφων τοις τελειοτάτοις», και τέλος «εις τας χρυσάς Αθήνας», που  τότε ήταν το  κέντρο της ρητορικής και στην οποία ήκμαζαν οι σοφιστές  Ιμέριος, Προαιρέσιος  και  άλλοι και όπου συνέρρεαν από παντού μαθητές, μεταξύ των οποίων και  ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιουλιανός, τον  οποίον  ο  υπέρμετρος  θαυμασμός του  προς  την εθνική σοφία παρέσυρε στον πόλεμο κατά της Ορθοδοξίας. Εκεί βρισκόταν ήδη και  ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, μετά του οποίου συνδέθηκε με στενή φιλία. Είναι χαρακτηριστικοί οι λόγοι του Αγίου Γρηγορίου για τον ιερό του σύνδεσμο με τον Μέγα Βασίλειο : «Τα πάντα ήμεν αλλήλοις, ομόστεγοι, ομοδίαιτοι, συμφυείς… ίσαι μεν ελπίδες ήγον ημάς, πράγματος επιφθωνοτάτου του λόγου, φθόνος δε απήν, ζήλος δε εσπουδάζετο, αγών δ’ αμφοτέροις, ουχ  όστις αυτός το πρωτείον έχοι, αλλ’ όπως τω ετέρω τούτου παραχωρήσειεν. Μία μεν αμφοτέρους εδόκει ψυχή, δυο  σώματα φέρουσα, εν δ’ αμφοτέροις έργον: η αρετή  και  το  ζήν προς τας μελλούσας ελπίδας, προς ό βλέποντες και βίον και πράξιν άπασαν απηυθύνομεν».
Ο Βασίλειος διδάχθηκε στην Αθῆνα ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία και ιατρική. Επέστρεψε στον Πόντο, περι το 356 μ.Χ., και βαπτίσθηκε  Χριστιανός  υπό  του  Επισκόπου  Καισαρείας Διανίου.
Στην συνέχεια μετέβη στην Αίγυπτο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη και Συρία, για να γνωρίσει τους ασκητές και καθηγητές της ερήμου. Τότε, αφού  διένειμε και  αυτός τα υπάρχοντά του στους πτωχούς, μόνασε στον Πόντο, κοντά  στον Ίρι ποταμό, ασκούμενος στη μελέτη και την προσευχή.
Αργότερα το 362 μ.Χ., χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο, αλλά μετά από λίγο αναγκάστηκε να φύγει στον Πόντο, λόγω του φθόνου του Επισκόπου Ευσεβίου. Ο Γρηγόριος συμβίβασε τα πράγματα μεταξύ  των  δύο ανδρών  και  ο Μέγας Βασίλειος επέστρεψε το 365 μ.Χ., για να βοηθήσει τον Επίσκοπο Ευσέβιο στον αγώνα του κατά των Αρειανών. Έγινε έτσι «σύμβουλος αγαθός, παραστάτης δεξιός, των θείων εξηγητής, των πρακτέων καθηγητής, γήρως  βακτηρία, πίστεως έρεισμα».
Το έτος 370 μ.Χ., μετά το θάνατο του Ευσεβίου, εξελέγη Επίσκοπος Καισαρείας, παρά τις  σφοδρές  αντιδράσεις των Αρειανών. Σε καιρό λιμού  προσέφερε  στους  πάσχοντες κάθε είδους βοήθεια. Αγκάλιασε τους  γέροντες, τα παιδιά, τις  γυναίκες  και  τους  άνδρες, τους  ασθενείς και φρόντιζε καθημερινά για την τροφή τους. Οικοδόμησε κοντά στην Καισάρεια ένα συγκρότημα πτωχοκομείου και νοσοκομείου, τη Βασιλειάδα, που έγινε το ταμείο της ευσέβειας  και  της  αγάπης.
Κατά τα χρόνια της επισκοπικής του διακονίας  είχε  να αντιπαλέψει  κατά πολλών δυσχερειών. Ο αυτοκράτορας Ουάλης αποφάσισε να εισάγει με την βία στην Καππαδοκία  τον  Αρειανισμό. Γι’ αυτό, το 372 μ.Χ., έστειλε τον έπαρχο Μόδεστο, για να πείσει τον Άγιο να δεχθεί τις κακοδοξίες των αιρετικών. Μάταια προσπάθησε να πείσει τον Μέγα Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο: δήμευση της περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ο Βασίλειος σε απάντηση  δήλωσε, ότι δεν φοβάται αφού περιουσία δεν είχε, παρά μόνο λίγα παλαιά ενδύματα  και λίγα βιβλία, εξορία δεν φοβάται, διότι η γη που κατοικεί δεν είναι ιδιοκτησία του και στον κόσμο αυτό είναι πάροικος και παρεπίδημος, τα βασανιστήρια δεν τον πτοούν, διότι το ασθενικό του σώμα δεν μπορεί να αντέξει σε αυτά, το δε θάνατο θεωρεί ως ευεργέτη, διότι αυτός θα τον οδηγήσει νωρίτερα κοντά στον Θεό. Ο Μόδεστος εξεπλάγη από την Πνευματική γενναιοψυχία του  Αγίου και επέστρεψε άπρακτος. Ακόμη και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ουάλης, ὅταν ήλθε στην Καισάρεια και αντιλήφθηκε το μεγαλείο του Βασιλείου, τον άφησε ανενόχλητο στον επισκοπικό του θρόνο. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε την μαρτυρία του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για τον Μέγα Βασίλειο: Ήταν ημέρα των Θεοφανείων. Πέλαγος λαού εγέμιζε τον ναό. Η ψαλμῳδία και η ευκοσμία του βήματος ήταν αγγελική μάλλον, παρά ανθρώπινη. Και  ο Μέγας Βασίλειος προτεταγμένος του λαού, όρθιος, ακλινής κατα το σώμα  και  την  όψη  και  την  διάνοια, «εστλωμένος τω Θεώ  και  τω βήματι». Και  ο αυτοκράτορας Ουάλης μπροστά στο θέαμα αυτό  και  στο  άκουσμα «κατεβροντήθη».
Με τον ανεκτίμητο αυτό πλούτο των αρετών του καθοδήγησε το ποίμνιο του  Χριστού  και  κοσμημένος με αυτές εξεδήμησε προς Κύριον, το 378 μ.Χ., λίγο μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Ουάλεντος, σε ηλικία 48 ετών.
Όταν πλησίαζε η ώρα να παραδώσει την αγία του ψυχή στον Θεό, προσήλθαν  στην κλίνη του όλοι σχεδόν οι Χριστιανοί της πόλεως. Εκείνος τους  δίδασκε και τους ευλογούσε. Προσευχόμενος στον Κύριο είπε: «Εις χείρας Σου Κύριε, παραθήσομαι το πνεύμα μου», και κοιμήθηκε. Στην εξόδιο ακολουθία συμμετείχαν μυριάδες λαού και τόσος ήταν ο συνωστισμός, ώστε πολλοί πέθαναν «εκ της του ωθισμού βίας και συγκλονήσεως». Η Σύναξη του Μεγάλου Βασιλείου ετελείτο  στο  ναό  της Αγίας Σοφίας (Μεγάλη Εκκλησία). Ναός αφιερωμένος  στον Άγιο Βασίλειο υπήρχε στο παλάτι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά τον 10ο αιώνα και σε αυτόν εκκλησιαζόταν ο αυτοκράτορας την 1η Ιανουαρίου μέχρι της απολύσεως του Ευαγγελίου. Ο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, παραβάλλει αυτόν προς τα πρόσωπα της Αγίας Γραφής, τον Προφήτη Ηλία και  τον Σαμουήλ, τον Απόστολο Παύλο  και  τον Ιωάννη τον  Πρόδρομο.
Ο Μέγας Βασίλειος κατέλιπε πλήθος σπουδαιοτάτων συγγραμμάτων, από τα οποία, ευτυχώς, τα περισσότερα διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Για την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία το μεγαλύτερο έργο του Μεγάλου Βασιλείου είναι η Θεία Λειτουργία αυτού, που τελείται και σήμερα σε καθορισμένες ημέρες του λειτουργικού έτους: την ημέρα της μνήμης του Μεγάλου Βασιλείου, τις παραμονές των τριών μεγάλων Δεσποτικών εορτών, Χριστουγέννων, Θεοφανείων και Πάσχα (Μέγα Σάββατο), τις πέντε Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τη Μεγάλη Πέμπτη. Κατά παλαιότερη διάταξη, η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου ετελείτο και κατά την εορτή της Πεντηκοστής και κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.    
Το πρώτο δογματικό έργο, το οποίο συνέγραψε ο Άγιος, έχει τον τίτλο «Ανατρεπτικός του απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου». Περίφημα είναι και τα ασκητικά, τα δογματικά, τα παιδαγωγικά συγγράμματα του Μεγάλου Βασιλείου, ως και τα κηρύγματα, οι ομιλίες και οι επιστολές αυτού. Μέσα από αυτά καταδεικνύεται ότι ο Μέγας Βασίλειος ήταν στην πραγματικότητα οργανωτής της κοινωνικής και  ηθικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, στηρίζοντας την ηθική δεοντολογία του, κυρίως στην Αγία Γραφή  και  ειδικότερα στην Παλαιά Διαθήκη. Η Αγία Γραφή για τον Μέγα Βασίλειο ήταν το υπέρτατο δογματικό κριτήριο και αποτελούσε καθ’ εαυτήν μυστήριο θείας οικονομίας και ανθρώπινης σωτηρίας. Γι’ αυτό και θεωρούσε την Αγία Γραφή ως θεόπνευστο βιβλίο, προερχόμενο εκ του Αγίου Πνεύματος και κατά συνέπεια θεωρούσε απαραίτητο για την ορθή κατανόηση του περιεχομένου αυτής το χάρισμα της πνευματικής διακρίσεως. Η μελέτη της Αγίας Γραφής, κατά τον Μέγα Βασίλειο, πρέπει να γίνεται με βαθειά πίστη και μέσα στην κοινότητα των πιστών. Η ερμηνεία δε αυτής απέβλεπε κυρίως στην οικοδομή  των πιστών και  τη σωτηρία αυτών. Γι’ αυτό η παράδοση της πίστεως, όπως αυτή παραδόθηκε από τους Αποστόλους, ήταν απαραίτητος οδηγός στην ερμηνεία  και  μελέτη της  Αγίας Γραφής.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.     
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου· δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.   
Ὥφθης βάσις ἄσειστος τῇ Ἐκκλησίᾳ, νέμων πᾶσιν ἄσυλον, τὴν κυριότητα βροτοῖς, ἐπισφραγίζων σοῖς δόγμασιν, Οὐρανοφάντορ Βασίλειε Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν οὐρανοφάντορα τοῦ Χριστοῦ, μύστην τοῦ Δεσπότου, τὸν φωστῆρα τὸν φαεινόν, τὸν ἐκ Καισαρείας, καὶ Καππαδόκων χώρας, Βασίλειον τὸν μέγαν, πάντες τιμήσωμεν.


Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία



Έζησε στα χρόνια που βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, δεύτερος γιος του Μεγάλου  Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά. Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δυο παιδιών της. Μετά από λίγο  και  εντελώς ξαφνικά, πέθανε και  ο σύζυγός της. Και  για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο Λόγος του Θεού, που λέει: «τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερούντες». Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα  σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στην θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο Λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας.
Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη γιαα τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στην μελέτη και την προσευχή. Εκεί επίσης καλλιγραφούσε ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και  ασθενών.
Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα.
Ο δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Αγία αυτή: «...Αυτή  ήν επί της βασιλείας Ονωρίου (395 – 423), Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και  των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ήν συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα, μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του Επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω".


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.           
Τοῦ πλούτου σκορπίσασα, τὰς μυριάδας σεμνή, τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Ὁσία ἐπλούτησας· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, καὶ ζωῆς ἰσαγγέλου, σκεῦος τοῦ Παρακλήτου, ἐπαξίως ἐδείχθης· διὸ σὲ μακαρίζομεν, Μελάνη θεόληπτε.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σου δοξάσασα
Μῆτερ Μελάνη τὸν λαμπρῶς σε θαυμαστώσαντα
Οὐρανίου κατηξίωσαι εὐκληρίας.
Ἀλλ’ ὡς θείας ἀπολαύουσα λαμπρότητος
Σκοτασμοῦ ἁμαρτιῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον          
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.


Μεγαλυνάριον.
Ἔρωι τῷ θείῳ τὴν σὴν ψυχήν, πτερώσασα Μῆτερ, ἠγωνίσω ἀσκητικῶς, καὶ ἀντί τοῦ πλούτου, τοῦ ἐπιγείου εὗρες, Μελάνη μακαρία, ὄλβον οὐράνιον.


Ο Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος



Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Ρώμη, από ευγενή  οικογένεια, με πολλή ευλάβεια και παιδεία. Τον στόλιζε πολλή φιλανθρωπία  και  τον διέκρινε η ειλικρινής προσπάθεια στο να υπηρετεί τον Χριστό, πράττοντας τις εντολές Του. Γι’ αυτά του τα χαρίσματα, ο Ζωτικός ήταν πολύ αγαπητός στον Μεγάλο Κωνσταντίνο (330 μ.Χ.), ο οποίος, αφού έκτισε την Κωνσταντινούπολη και την ανέδειξε πρωτεύουσα του κράτους του, προσκάλεσε σ’ αυτήν τον Ζωτικό με άλλους ευσεβείς άνδρες, για να τους έχει εκεί πολύτιμους εργάτες της  χριστιανικής  αγάπης.
Ο Άγιος Ζωτικός, διακρίθηκε κυρίως στην περιποίηση των λεπρών. Τους οποίους πλησίαζε χωρίς φόβο, δίνοντας σ’ αυτούς βοηθήματα και παρηγορούσε την δυστυχία τους με αδελφική αφοσίωση. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο γιός του Κωνστάντιος, ακολούθησε άλλους δρόμους και κακομεταχειρίστηκε τον Ζωτικό, με αποτέλεσμα ο φιλάνθρωπος αυτός άνδρας, να πεθάνει από τις κακουχίες και  τις ταλαιπωρίες.
Αλλά ο θάνατός του, κίνησε την μετάνοια του Κωνσταντίου. Αφού μεταμελήθηκε, τίμησε την μνήμη του κτίζοντας ένα λεπροκομείο για την περίθαλψη των λεπρών. Και το προίκισε με πολλά κτήματα και εισοδήματα.
Από τότε, πολλοί αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (945), ο Ιωάννης ο Τσιμισκής (963 – 976), ο  Ρωμανός  ο Γ’ (1028 – 1034), εξασφάλιζαν την καλή λειτουργία του και εξυπηρετούσε πλήθος λεπρών, χάρη στην αρχική φιλανθρωπική ενέργεια του Αγίου Ζωτικού.

30/12/16

Η Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς

Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορος Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από την Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε την μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι  δηλαδή, είναι ευχάριστο και  ευπρόσδεκτο  στον  Κύριο.
Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή  στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, την συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το  Θεό  και τότε  η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο.
Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι  η  Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.       
Χριστὸν ποθήσασα, ἀπὸ νεότητος, αὐτοῦ τοῖς ἴχνεσι, κατηκολούθησας, ἐν ἀρεταῖς ἀσκητικαῖς ἐκλάμπουσα Ἀνυσία· ὅθεν καὶ ἀθλήσασα, πρὸς νυμφῶνα οὐράνιον, χαίρουσα ἀνέδραμες, ὡς παρθένος θεόληπτος, πρεσβεύουσα ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.           
Παρθενίας χάρισι, κεκοσμημένη Ὁσία, μαρτυρίου ἤνυσας, γνώμῃ ἀνδρείᾳ τὸ σκάμμα· ὅθεν σε, διπλοῖς στεφάνοις ὁ σὸς Νυμφίος ἔστεψεν, ὁ κατ’ ἀξίαν νέμων τὰ γερά· ὃν δυσώπει Ἀνυσία, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς Θεσσαλονίκης θεῖος βλαστός, καὶ ἄμωμος νύμφη, τοῦ Παντάνακτος Ἰησοῦ, ὤφθης Ἀνυσία, ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει, ἐχθρὸν καταβαλοῦσα, τὸν πολυμήχανον.


Ο Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας

Γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας). Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και  Κυράτζα.
Ο Γεδεών, κατά κόσμον Νικόλαος, δώδεκα χρονών με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή  και από εκεί στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στον θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Αλλά ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε  στο  χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί  εξομολογήθηκε σε κάποιον ιερέα  και βρήκε άσυλο  στο  εξωκλήσι του.
Μετά τον θάνατο του  ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός  με το όνομα Γεδεών.
Στην Μονή  αυτή έμεινε 35 χρόνια. Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό. Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγυϊά, όπου συνελήφθη. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια  και τα χέρια  και  στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια.      
Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμά του στις 30 Δεκεμβρίου 1818. Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε  στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.           
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.           
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.