Ο
Όσιος Σίος γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας στις αρχές του 6ου αιώνος
μ.Χ. από γονείς πλούσιους και ευσεβείς, που
δεν είχαν άλλα παιδιά.
Ο Σίος ήταν μοναδικός κληρονόμος
της τεράστιας περιουσίας
τους και η μοναδική παρηγοριά των γηρατειών τους. Τον ανέθρεψαν, λοιπόν, με περισσή στοργή και επιμέλεια,
καλλιεργώντας στην ψυχή του τους σπόρους
της αρετής και
της ευσέβειας. Εκείνος, πάλι, πρόθυμα
άκουγε τις ωφέλιμες συμβουλές και
τις θείες διδαχές τους. «Πνεύματος Αγίου πεπλησμένος έτι εκ
κοιλίας μητρός αυτού», όπως ο Τίμιος
Πρόδρομος, αφ’ ότου έμαθε ανάγνωση, μελετούσε ακατάπαυστα τις
ιερὲς Γραφές, έχοντας πάντοτε μαζί
του την Καινή
Διαθήκη και το Ψαλτήριο.
Σε
ηλικία είκοσι ετών άκουσε για τον Όσιο Ιωάννη
Ζενταζνέλι, όπου ζούσε σε μία έρημο, κοντά στην Αντιόχεια και
είχε πολλούς μαθητές. Αμέσως έτρεξε να βρει
τον Όσιο Γέροντα.
Ο προορατικός Γέροντας του είπε
να επιστρέψει στην πατρική
οικία και να
λάβει την ευχή των γονέων του, που θα γίνονταν
και αυτοί μοναχοί.
Έτσι κι έγινε.
Ελεύθερος
πλέον ο Όσιος Σίος φρόντισε πρώτα να απαλλαγεί από το βάρος της πατρικής περιουσίας. Ένα μέρος το μοίρασε στα μοναστήρια,
όπου εγκαταβίωσαν οι γονείς του
και το υπόλοιπο
στους φτωχούς. Ο ίδιος
κράτησε μόνο την Αγία Γραφή. Έτσι
επέστρεψε στον Όσιο Ιωάννη, ο
οποίος γεμάτος χαρά
τον μακάρισε, διότι
έβαλε το χέρι του
στο αλέτρι και δεν
κοίταζε πίσω στον κόσμο.
Όταν
ο Όσιος Σίος έγινε μοναχός, η καρδιά του φλογίσθηκε ακόμη περισσότερο από το
θείο
έρωτα. Χάρη στην
αδιάκριτη υπακοή, την
βαθιά ταπείνωση, την απέραντη αγάπη και τις άλλες θείες
αρετές του, αξιώθηκε να
λάβει πολύ νωρίς
ουράνια χαρίσματα. Ο
Όσιος Ιωάννης με έκπληξη και δέος
παρατηρούσε τον αγιοπνευματικό πλουτισμό
του υποτακτικού του, που στο Όνομα και με τη Χάρη του Κυρίου,
άρχισε να θεραπεύει θαυματουργικά τους ασθενείς
και να αποδιώχνει
τα δαιμόνια.
Είκοσι χρόνια
έζησε κοντά στον
Όσιο Ιωάννη. Και
όταν εκείνος, με θεία αποκάλυψη,
έφυγε για τη Γεωργία, πήρε μαζί του τον
Όσιο Σίο και
άλλους ένδεκα μαθητές του.
Τρία
χρόνια έμειναν στη Μτσχέτα κηρύσσοντας το λόγο
του Θεού. Ύστερα ανέβηκαν για
άσκηση στο όρος Ζαντένι.
Δύο χρόνια
αργότερα, μία νύχτα,
η Υπεραγία Θεοτόκος και
η Αγία Νίνα εμφανίσθηκαν στον Όσιο Ιωάννη και τον
πρόσταξαν να στείλει τους υποτακτικούς του σε όλη τη Γεωργία για ιεραποστολή.
Οι δώδεκα Πατέρες κίνησαν για
διάφορες περιοχές της χώρας, με
την ευχή του Γέροντός
τους και την ευλογία του Αρχιεπισκόπου Ευλογίου. Ύστερα από σχετική
συμβουλή του τελευταίου, ο καθένας πήρε μαζί του, ως βοηθό και συμπαραστάτη,
από ένα Γεωργιανό μοναχό. Ο Όσιος Σίος όμως, ως εραστής της ερημιτικής ζωής,
προτίμησε να φύγει μόνος. Ο Όσιος
Ιωάννης δεν είχε αντίρρηση.
Ο Όσιος Σίος κίνησε για τα όρη Σαρκινέτι της
Κάρτλης. Αφού πέρασε ερημικές περιοχές, πυκνά δάση και δυσκολοδιάβατα
βουνά, ήλθε στο Μγίβε (σπήλαιο), σε μία βαθιά χαράδρα, απ’ όπου περνούσε ο
ποταμός Κύρος. Εκεί εγκαταστάθηκε,
παραδίδοντας τον εαυτό του με πίστη στην πρόνοια και το έλεος του Θεού. Από
τότε άρχισε να ζει
με σκληρή άσκηση. Προσευχόταν αδιάλειπτα. Κοιμόταν ελάχιστα.
Τρεφόταν μόνο με άγρια χόρτα και νερό.
Έγινε έτσι ένας
επίγειος άγγελος.
Οι φθονεροί
δαίμονες, βέβαια, κατέφευγαν
σε κάθε πανουργία,
για να τον εκφοβίσουν και να τον πλανέψουν. Συχνά,
την ώρα που προσευχόταν, εμφανίζονταν μπροστά του με μορφές είτε φοβερών θηρίων
είτε ερπετών. Ο Άγιος
τους νικούσε στο
Όνομα του Ιησού
Χριστού.
Κάποια
νύχτα ο Όσιος είδε ένα ασυνήθιστο φως
και οσφράνθηκε μίαν άρρητη ευωδία. Η
ψυχή του πλημμύρισε από χαρά. Στο άνοιγμα του σπηλαίου εμφανίσθηκε η
Υπεραγία Θεοτόκος με ραβδί στο
χέρι. Δίπλα της στεκόταν ένας επιβλητικός άνδρας με
ασκητική μορφή. Ήταν ο Τίμιος
Πρόδρομος. Έντρομος ο Όσιος από
την απροσδόκητη ουράνια
επίσκεψη, έπεσε με το
πρόσωπο στη γη. Η Παναγία τον
πλησίασε και τον
άγγιξε με το ραβδί της.
«Σήκω» του είπε. Μόλις σηκώθηκε, εκείνη του έβαλε στο
χέρι κάτι λευκό σαν το
χιόνι. «Ο Βαπτιστής
Ιωάννης και εγώ, βλέποντας την αγάπη σου στον Σωτήρα
του κόσμου, ήλθαμε
να σε παρηγορήσουμε. Φάγε αυτό που έχεις στο χέρι σου. Από εδώ και
πέρα, ώσπου να αποκτήσεις υποτακτικούς,
θα παίρνεις τροφή
από τον ουρανό.
Όσο για τους δαίμονες, μην τους
φοβάσαι. Με τη Χάρη του Υιού μου θα τους κατανικήσεις.
Και τούτη εδώ η
έρημος θα γεμίσει θεοφόρους
άνδρες, που θα μιμηθούν
τη ζωή σου και θα δοξάσουν
το Όνομα του
Θεού».
Ο Όσιος, μόλις συνήλθε από το δέος και την
έκπληξη, γεύθηκε την ουράνια τροφή που
είχε λάβει από το
Θεομητορικό χέρι.
Το στόμα του γέμισε με μία
ανείπωτη γλυκύτητα. Ευχαρίστησε τον Άγιο
Τριαδικό Θεό και
τη Θεοτόκο και από τότε, όπως του
είχε υποσχεθεί η Παναγία, ένα θεόσταλτο
περιστέρι του έφερνε καθημερινά φρέσκο ψωμί.
Πρώτος υποτακτικός του ήταν ο Ευάγριος, άρχοντας
νέος και ευσεβής, συνεργάτης του
βασιλέως Παρσμάν ΣΤ’ (541 – 553 μ.Χ.). Σε λίγο πολλοί Χριστιανοί άρχισαν να
καταφθάνουν στο σπήλαιο του Οσίου, για να λάβουν την ευχή του και άλλοι
για να
μονάσουν εκεί. Κάθε
νέος αδελφός, με εντολή του Οσίου, έσκαβε μία μικρή σπηλιά και
κατοικούσε εκεί, ζώντας με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και εργόχειρο. Ο
Όσιος Σίος δεν
έβγαινε από το δικό του
σπήλαιο παρά
μόνο τις Κυριακές και τις εορτές, για να
τους διδάξει και να τους
καθοδηγήσει στον
ασκητικό βίο.
Σε
λίγο καιρό ο Όσιος Σίος, με την ευχή
του Οσίου Ιωάννου και την ευλογία του Αρχιεπισκόπου, έζησε έγκλειστος
στο σπήλαιό του με αδιάλειπτη προσευχή
και όρισε ως
διάδοχό του τον
Όσιο Ευάγριο.
Ο Όσιος Σίος, αφού κοινώνησε των Αχράντων
Μυστηρίων, ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό και κοιμήθηκε με ειρήνη.
Η Εκκλησία τιμά, επίσης, την μνήμη του Οσίου στις 4 Ιανουαρίου, στις 4 Φεβρουαρίου και την Πέμπτη της Τυρινής εβδομάδος.
Η Εκκλησία τιμά, επίσης, την μνήμη του Οσίου στις 4 Ιανουαρίου, στις 4 Φεβρουαρίου και την Πέμπτη της Τυρινής εβδομάδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου