Ο Άγιος Τιμόθεος και η σύζυγός του Αγία Μαύρα ήταν μία αγιασμένη οικογένεια, που ζούσε σε κάποιο μικρό χωριό της Θηβαΐδος, στην Αίγυπτο, κατά το δεύτερο ήμισυ του 3ου αιώνος μ.Χ. Ο Άγιος Τιμόθεος ξεχώριζε από τους Ὡς ζεῦγος ὁμόζυγον, καὶ ξυνωρὶς θαυμαστή, Τιμόθεε πάνσοφε, καὶ Μαύρα νύμφη Χριστοῦ, ἐνθέως ἠθλήσατε· σύμμορφοι γὰρ ὀφθέντες, τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, δόξης ἀκατάλυτου, ἠξιώθητε ἄμφω, πρεσβεύοντες τῷ Σωτῆρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν. Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ. Τοὺς πολυτρόπους αἰκισμοὺς ἐνεγκόντες, καὶ τοὺς στεφάνους ἐκ Θεοῦ εἰληφότες, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύσατε πρὸς Κύριον, μνήμην τὴν πανίερον, τὴν ὑμῶν ἐκτελούντων, μέγιστε Τιμόθεε, καὶ ἀοίδιμε Μαύρα, τοῦ εἰρηνεῦσαι πόλιν καὶ λαόν· αὐτός ἐστι γάρ, πιστῶν τὸ κραταίωμα. Μεγαλυνάριον. Χαίροις συζυγία ἰσοκλεής, Τιμόθεε μάκαρ, σὺν τῇ Μαύρᾳ τῇ φωταυγεῖ· σύμφρονες γὰρ ὄντες, ἐν βίῳ καὶ ἐν ἄθλοις, καὶ τῶν βραβείων ἅμα, κατηξιώθητε.
άλλους συμπολίτες του για την μεγάλη ευσέβειά του και την επίδοση που είχε στα ιερά γράμματα. Τους τα διάβαζε στο σπίτι του ή στην εκκλησία και ξεδιψούσε τις ψυχές τους με το αθάνατο νερό του λόγου του Θεού. Επιβραβεύοντας αυτό το ζήλο του, ο Επίσκοπος της Θηβαΐδος τον χειροθέτησε αναγνώστη, τοποθετώντας τον έτσι στο προστάδιο των κληρικών. Όμως, αντί εκείνου του σταδίου, η Θεία Πρόνοια τον εισήγαγε σε ένα άλλο. Στο υψηλότερο από όλα, δηλαδή στην κορυφή του Γολγοθά, που είναι στολισμένη από τον Σταυρό του Χριστού. Εκείνο ακριβώς τον καιρό, δεν είχαν περάσει ούτε είκοσι ημέρες που ο Τιμόθεος είχε νυμφευθεί τη Μαύρα, ενώ όλοι χαίρονταν για τον αρμονικό αυτό γάμο, κάποιοι φθονεροί χωρικοί τους διέβαλαν στον ειδωλολάτρη ηγεμόνα της Θηβαΐδος, Αρριανό. Ο Αρριανός διέταξε τον Άγιο Τιμόθεο να παρουσιασθεί ενώπιόν του. Τον ανέκρινε. Και βλέποντας την ακλόνητη πίστη του, πρόσταξε να τον φυλακίσουν και να τον βασανίσουν, με την ελπίδα πως θα του συνέτριβε το φρόνημα. Μάταιος κόπος. Σαν είδε πως δεν μπορούσε με τίποτα πια να αλλάξει την πίστη του Μάρτυρος, ο τύραννος σκέφθηκε να φέρουν τη γυναίκα του, Μαύρα, περιμένοντας πως εκείνη με τα καλοπιάσματά της, θα τον λυγίσει. Όταν η Αγία Μαύρα παρουσιάσθηκε μπροστά στον ηγεμόνα, εκείνος της είπε: «Άκουσα, Μαύρα, πως δεν πέρασαν ούτε είκοσι ημέρες που στεφανώθηκες τον άνδρα σου. Τα λεμονάνθια είναι ακόμα δροσερά στα νέα και όμορφα κεφάλια σας και είναι κρίμα να σταθεί η πίστη του εμπόδιο στο να χαρείτε τη ζωή μαζί. Πήγαινε λοιπόν, όπως είσαι στολισμένη, να τον πείσεις να έλθει στα λόγια μου και να θυσιάσει στα είδωλα». Η Αγία Μαύρα υποσχέθηκε να επισκεφθεί στη φυλακή τον σύζυγό της και να του μιλήσει. Πήγε όμως, όχι να τον βγάλει από την πίστη, αλλά να τον στηρίξει σε αυτήν και να στηριχθεί και η ίδια από τα λόγια του, για όσα έμελλε και εκείνη, ύστερα από λίγο, να υποφέρει για την δόξα του Χριστού. Γυρίζει λοιπόν στον ηγεμόνα και ομολογεί πως και αυτή είναι Χριστιανή, έτοιμη να μαρτυρήσει. Ο Αρριανός έγινε ἐξαλλος. Δίνει εντολή να βασανίσουν την Αγία με φρικώδη βασανιστήρια. Αλλά η Μάρτυς πέρασε όλες τις φρικτές δοκιμασίες με απτόητο θάρρος. Στο τέλος, ο μιαρός Αρριανός προστάζει να καρφώσουν σε σταυρούς τον Τιμόθεο και την Μαύρα. Τους σταύρωσαν τον ένα δίπλα στον άλλο, για να είναι ο πόνος τους πιο μεγάλος. Αλλὰ και εσταυρωμένοι οι δύο νεαροί σύζυγοι, οι Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα, αντικριστά επάνω στα ξύλα, ευχαριστούσαν τον Θεό, που τους αξίωνε να έχουν τέλος της επίγειας ζωής τους όμοιο με εκείνο του Υιού Του. Έτσι, λοιπόν, πάνω στον σταυρό παρέδωσαν στον Κύριο τις αγνές τους ψυχές και εισήλθαν στη βασιλεία του Θεού. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου