Ο Άγιος
Πανάρετος γεννήθηκε στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην Περιστερωνοπηγή
Αμμοχώστου, περί το 1710. Η εποχή εκείνη
ήταν δύσκολη. Το πολύσκλαβο μαρτυρικό
νησί ήταν κάτω
από την σκλαβιά των Τούρκων.
Οι γονείς του
ήταν άνθρωποι ευλαβείς
και εύποροι. Ο Άγιος
έμαθε τα
πρώτα γράμματα από
τους γονείς του
και μετά συνέχισε
τις σπουδές του στο Ελληνικό
σχολείο στη Λευκωσία.
Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε
και εγκαταβίωσε στο ερειπωμένο
μοναστήρι του Αγίου Αναστασίου,
που βρισκόταν στο χωριό του.
Αργότερα
χειροτονήθηκε ιερέας και διετέλεσε ηγούμενος για πολλά χρόνια στο
μοναστήρι της Θεοτόκου
στην Παλλουριώτισσα Λευκωσίας.
Η περίοδος της ηγουμενίας του στο
μοναστήρι υπήρξε μία
περίοδος εθνικών δοκιμασιών και
διωγμών του Ελληνικού στοιχείου. Ένας Τούρκος επαναστάτης, ονόματι Χαλήλης,
με δύο χιλιάδες
περίπου ομοεθνείς του, θέλησε
να καταλάβει την Λευκωσία. Η
κατάσταση ήταν μαρτυρική.
Με κίνδυνο της ίδιας της
ζωής του ο Άγιος Πανάρετος,
στις δύσκολες εκείνες στιγμές, έγινε ο παρήγορος
άγγελος των πονεμένων
και ο υπερασπιστής και προστάτης των καταδιωγμένων.
Η ζωντανή και ουσιαστική συμπαράστασή
του στον πόνο
του λαού εκτιμήθηκε τόσο, ώστε
κλήρος και λαός συνήλθε
και τον εξέλεξε
Μητροπολίτη Πάφου το 1767.
Από
τη θέση αυτή του δόθηκε η
ευκαιρία να αναπτύξει
όλα τα κρυμμένα χαρίσματά του και έγινε τα σκοτεινά
εκείνα χρόνια για τους σκλαβωμένους
βακτηρία και στήριγμα
και φάρος φωτεινός.
Ποίμανε το ποίμνιό του με
αυταπάρνηση. Με εκείνους, οι οποίοι παραδέχονταν με ειλικρίνεια τα λάθη
τους και
αγωνίζονταν να διορθωθούν,
ήταν επιεικής. Τους πονηρούς
και αδιόρθωτους τους
αντιμετώπιζε με την
αρμόζουσα σε κάθε περίπτωση αυστηρότητα,
προκειμένου να αφυπνίσει συνειδήσεις
και να προκαλέσει τη
μετάνοια και τη διόρθωση.
Κάποιος από
τους ιερείς της
επαρχίας του Αγίου καταλήφθηκε
από το πάθος της αισχροκέρδειας, με
αποτέλεσμα οι ενορίτες
του να υποφέρουν και
να αναγκασθούν να
τον καταγγείλουν στον Επίσκοπο. Αυτός
κάλεσε τον ιερέα, του έκανε τις σχετικές παρατηρήσεις, τον συμβούλευσε
κατάλληλα και εκείνος
υποσχέθηκε ότι θα προσπαθήσει να διορθωθεί. Στην πραγματικότητα όμως δεν έκανε
καμία προσπάθεια, αντίθετα μάλιστα τα πράγματα χειροτέρεψαν και οι ενορίτες
ζήτησαν την απομάκρυνσή του. Ο
Επίσκοπος τον συμβούλεψε και
για δεύτερη και
για τρίτη φορά. Όταν
όμως βεβαιώθηκε για
την αμετανοησία του και για
την προσπάθειά του να παραπλανήσει τον
Επίσκοπο με ψεύτικους
όρκους, τον τιμώρησε με έναν πρωτότυπο και ασυνήθιστο τρόπο. Την ώρα
που μιλούσε με θράσος και
έλεγε ψέματα, του είπε με αυστηρότητα: «να κλείσεις το στόμα
σου και να μην ομιλείς, αφού καταδέχεσαι να ψεύδεσαι και να ορκίζεσαι χωρίς φόβο». Και
από εκείνη την
στιγμή έμεινε άλαλος
και δεν μπορούσε να
μιλήσει. Μετά από
αρκετό χρονικό διάστημα
και αφού ο ιερέας αρρώστησε βαριά, ζήτησε να δει τον
Άγιο και με νεύματα να εξομολογηθεί.
Εκείνος έτρεξε κοντά
του και, όταν
διέγνωσε την αληθινή του
μετάνοια, τον συγχώρεσε,
τον ευλόγησε και
τότε λύθηκε η γλώσσα του. Εξομολογήθηκε, κοινώνησε
και απήλθε του κόσμου
τούτου με μετάνοια.
Τον Άγιο Πανάρετο απασχολούσε έντονα το θέμα της σωτηρίας του. Σε όλη του την ζωή προετοιμαζόταν για την ώρα της εξόδου του. Είχε το χάρισμα της μνήμης του θανάτου και επιθυμούσε τα τέλη της ζωής του να είναι χριστιανά, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Αξιώθηκε δε να προγνώσει την ώρα της κοιμήσεώς του και φρόντισε να είναι πανέτοιμος. Λίγο πριν την κοίμησή του είπε στον πρωτοσύγκελό του ότι θα έλθει ο φίλος του Επίσκοπος πρώην Καρπάθου Παρθένιος, για να τον εξομολογήσει. Ο πρωτοσύγκελος νόμισε ότι ο Άγιος παραμιλούσε λόγω της αρρώστιας του και παράκουσε. Στην συνέχεια όμως, μετά την επιμονή του Αγίου, υπάκουσε και πραγματικά βρήκε στην προκυμαία ένα πλοίο, το οποίο λόγω των ισχυρών ανέμων που έπνεαν, προσάραξε στην Πάφο. Μέσα σε αυτό βρισκόταν ο Επίσκοπος Παρθένιος, ο οποίος έσπευσε, γεμάτος συγκίνηση και θαυμασμό, να συναντήσει τον Άγιο. Αφού τον εξομολόγησε, την επόμενη ημέρα λειτούργησε και τον κοινώνησε. Ο Άγιος Πανάρετος τον παρακάλεσε να παραμείνει άλλη μία ημέρα, για να τελέσει και την εξόδιο Ακολουθία του. Εκείνος παρέμεινε και κήδευσε το ιερό λείψανο του Αγίου, το οποίο ευωδίαζε και μάλιστα θεράπευσε και πολλούς ασθενείς, οι οποίοι επικαλέσθηκαν τις πρεσβείες του.
Τον Άγιο Πανάρετο απασχολούσε έντονα το θέμα της σωτηρίας του. Σε όλη του την ζωή προετοιμαζόταν για την ώρα της εξόδου του. Είχε το χάρισμα της μνήμης του θανάτου και επιθυμούσε τα τέλη της ζωής του να είναι χριστιανά, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Αξιώθηκε δε να προγνώσει την ώρα της κοιμήσεώς του και φρόντισε να είναι πανέτοιμος. Λίγο πριν την κοίμησή του είπε στον πρωτοσύγκελό του ότι θα έλθει ο φίλος του Επίσκοπος πρώην Καρπάθου Παρθένιος, για να τον εξομολογήσει. Ο πρωτοσύγκελος νόμισε ότι ο Άγιος παραμιλούσε λόγω της αρρώστιας του και παράκουσε. Στην συνέχεια όμως, μετά την επιμονή του Αγίου, υπάκουσε και πραγματικά βρήκε στην προκυμαία ένα πλοίο, το οποίο λόγω των ισχυρών ανέμων που έπνεαν, προσάραξε στην Πάφο. Μέσα σε αυτό βρισκόταν ο Επίσκοπος Παρθένιος, ο οποίος έσπευσε, γεμάτος συγκίνηση και θαυμασμό, να συναντήσει τον Άγιο. Αφού τον εξομολόγησε, την επόμενη ημέρα λειτούργησε και τον κοινώνησε. Ο Άγιος Πανάρετος τον παρακάλεσε να παραμείνει άλλη μία ημέρα, για να τελέσει και την εξόδιο Ακολουθία του. Εκείνος παρέμεινε και κήδευσε το ιερό λείψανο του Αγίου, το οποίο ευωδίαζε και μάλιστα θεράπευσε και πολλούς ασθενείς, οι οποίοι επικαλέσθηκαν τις πρεσβείες του.
Απολυτίκιο.
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Τον της Πάφου Ποιμένα θείον Πανάρετον, ως Ιεράρχην Κυρίου ανευφημήσωμεν, ότι εργάτης συνετός όντως και άριστος, ποσών των θείων αρετών, και Αγίοις θαυμαστός εγένετο επ’ εσχάτων, και πάντων προστάτης και φύλαξ, των ανυμνούν των αυτού την κοίμησιν.
Τον της Πάφου Ποιμένα θείον Πανάρετον, ως Ιεράρχην Κυρίου ανευφημήσωμεν, ότι εργάτης συνετός όντως και άριστος, ποσών των θείων αρετών, και Αγίοις θαυμαστός εγένετο επ’ εσχάτων, και πάντων προστάτης και φύλαξ, των ανυμνούν των αυτού την κοίμησιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου