Ο Όσιος Συμεών, ο και «ανυπόδητος και
μονοχίτων» αποκαλούμενος, γεννήθηκε περί το έτος
1500 στο
χωριό Βαθύρρεμα Λαρίσης, του οποίου
σήμερα σώζονται ελάχιστα ερείπια.
Καταγόταν από
ευσεβή οικογένεια, ο δε πατέρας του
Ανδρέας, που ήταν ιερέας, φρόντισε για την κατά
Χριστόν αγωγή του
Συμεὠν και τη μόρφωσή του. Σε ηλικία
δεκαπέντε ετών ο Συμεών
εγκατέλειψε την οικία του κινούμενος από ένθεο ζήλο και αγάπη
για
τον μοναχικό βίο. Αφού αναχώρησε από την γενέτειρά του,
μετέβη στον Επίσκοπο Δημητριάδος Παχώμιο, ιεράρχη ενάρετο, στην επαρχία του
οποίου υπαγόταν τότε το Βαθύρρεμα. Εκείνος τον έκειρε μοναχό και τον
χειροτόνησε διάκονο. Έπειτα ο Συμεών
μετέβη στη
μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου – Αγίου Δημητρίου Οικονομείου ή
Κομνηνείου στον Κίσσαβο, όπου κατά
το Συναξάριο, περνούσε τον βίο
του με σκληραγωγία, νηστεία πολλή, αγρυπνία άμετρη, ολονύκτια στάση, μη έχοντας
υποδήματα και φορώντας μόνο ένα
ιμάτιο
παλαιό και σκισμένο. Γι’ αυτό
και ονομάσθηκε «ανυπόδητος
και μονοχίτων».
Αφού για μεγαλύτερη
άσκηση, αναχώρησε από τη
μονή αυτή, μετέβη στη
μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Από
τη μονή της Μεγίστης
Λαύρας
εγκαταστάθηκε έπειτα στη
μονή Φιλοθέου, της οποίας
διετέλεσε ηγούμενος με παράκληση των αδελφών
αυτής.
Από εκεί
αναγκάσθηκε να απομακρυνθεί ένεκα ασέβαστης συμπεριφοράς των μοναχών αυτής,
η οποία έφθασε μέχρι
την φυλάκιση του Οσίου στον πύργο
της μονής και ήλθε στο Πήλιον όρος, το
οποίο τότε καλείτο Ζαγόριο.
Εκεί, στη θέση Φλαμούριο
της
Ζαγοράς, έχτισε μονή προς τιμή
της Αγίας Τριάδος και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στην οποία
και μόνασε με άλλους
μοναχούς.
Αφού ρύθμισε τα της μονής και κατέστησε αυτήν κοινόβιο ευλαβών μοναχών,
άφησε την ησυχία του μοναστηριού και στράφηκε προς τον κόσμο, προς τους
υπόδουλους στους Τούρκους Χριστιανούς και προς το Γένος, αναλαμβάνοντας έργο ιεραποστολικό
και εθνικό. Επισκέφθηκε τα μέρη της Ζαγοράς, των Αθηνών,
της Λάρισας, της Λαμίας, των Γρεβενών και των
Θηβών, διδάσκοντας
το λαό.
Από την Βοιωτία, ο Όσιος Συμεών μετέβη
στον Εύριπο (Χαλκίδα). Εκεί το κήρυγμά του διαβλήθηκε και παρ’ ολίγον να υφίστατο
το δια πυράς μαρτύριο. Οι κατακτητές Τούρκοι φθόνησαν την παρρησία
του Οσίου, καθώς και τις
τιμές και την ευλάβεια που οι
Χριστιανοί απέδιδαν σε αυτόν.
Γιατί όλοι συνομιλούσαν με καύχηση για τον Όσιο, δεδομένου μάλιστα ότι
ασθενείς και κλινήρεις
ερχόμενοι προς αυτόν
θεραπεύονταν, το δε πλήθος έτρεχε πλησίον του για να εξομολογηθεί και να
ωφεληθεί πνευματικά. Κατηγορήθηκε λοιπόν
ο Όσιος από τους Τούρκους στον Κεχαγιά, δηλαδή τον επίτροπο πασά του Ευρίπου, ότι δίδασκε καθημερινά τους
Μουσουλμάνους να εγκαταλείψουν την θρησκεία τους ως
ψευδή
και πλανημένη και να γίνουν Χριστιανοί.
Το αποτέλεσμα της ψευδούς αυτής κατηγορίας ήταν
να συλληφθεί ο Όσιος, να αλυσοδεθεί και να οδηγηθεί
στο μέσον του
παζαριού, όπου το πλήθος των Τούρκων
άρχισε
να συγκεντρώνει ξύλα για να
τον κάψει. Τότε ένας Άραβας
και
μερικές γυναίκες, στο άκουσμα της
καύσεως του Οσίου, έσπευσαν στην μητέρα του Κεχαγιά και την παρακάλεσαν να τον
σώσει από τον θάνατο. Η άμεση επέμβαση της μητέρας προς τον
υιό
της Κεχαγιά, οι παραινέσεις αυτής και
η αποκάλυψη του ψεύδους, είχαν ως αποτέλεσμα να κληθεί ο
Όσιος Συμεών ενώπιον του Κεχαγιά
προς απολογία. Το αποτέλεσμα
ήταν
να αφεθεί ο Όσιος
ελεύθερος και να κηρύσσει πλέον ελεύθερα τον λόγο του
Θεού.
Ο Όσιος Συμεών επέστρεψε και πάλι στη μονή του και λίγο αργότερα μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε το έργο του κήρυκος του θείου λόγου. Εκεί βρισκόμενος, κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1594. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου της νήσου Χάλκης.
Ο Όσιος Συμεών επέστρεψε και πάλι στη μονή του και λίγο αργότερα μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε το έργο του κήρυκος του θείου λόγου. Εκεί βρισκόμενος, κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1594. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου της νήσου Χάλκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου