4/2/18

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

Λουκ. ιε’ 11-32

Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷπατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁνεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάνταἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατοὑστερεῖσθαι.           
Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώραςἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷἀπόλλυμαι!  ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰςἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦκαὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,  ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.  ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡςἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν,  καὶπροσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲεἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτεἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲεἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σάἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.



Διαβάζουμε από  το Ευαγγέλιο  την  παραβολή  του  Ασώτου Υιού (Λουκ.15, 11-32). Η  παραβολή  αυτή μαζί  με  τους  ύμνους  της  ημέρας, μας  παρουσιάζουν  τη  μετάνοια σαν  επιστροφή  του  ανθρώπου  από την  εξορία. Ο  άσωτος γιος, πήγε σε μια μακρινή  χώρα και  εκεί σπατάλησε  ό,τι  είχε  και  δεν  είχε. Μια  μακρινή  χώρα. Είναι  ο μοναδικός  ορισμός της  ανθρώπινης  κατάστασης  που  θα  έπρεπε  να αποδεχτούμε καθώς  αρχίζουμε την προσέγγισή μας στο  Θεό. Ένας  άνθρωπος  που ποτέ  δεν είχε  αυτή  την εμπειρία, έστω  και  για λίγο, που  ποτέ  δεν αισθάνθηκε  ότι  είναι  εξόριστος  από  το  Θεό  και  από την  αληθινή ζωή, αυτός ποτέ  δεν θα καταλάβει τι ακριβώς είναι  ο Χριστιανισμός. Αυτό  το  αίσθημα της  αποξένωσης  από  το  Θεό, από την  μακαριότητα  της  κοινωνίας  μαζί  Του, από την  αληθινή  ζωή όπως  τη  δημιούργησε  και  μας την  έδωσε  Εκείνος. Να  παραδεχθώ ότι  έχω  αμαυρώσει  και  έχω  χάσει  την πνευματική  μου  ομορφιά, ότι είμαι  πολύ  μακριά  από  το πραγματικό μου σπίτι, την αληθινή  ζωή.
Έλαβα  από  το  Θεό  θαυμαστά  πλούτη: πρώτα απ' όλη τη  ζωή  και  τη δυνατότητα  να τη  χαίρομαι, να την ομορφαίνω  με νόημα, αγάπη και γνώση. Ύστερα - με το Βάπτισμα - έλαβα τη νέα ζωή από  τον  ίδιο το Χριστό, τα  δώρα  του  Αγίου Πνεύματος, την ειρήνη  και  τη  χαρά  της ουράνιας  Βασιλείας. Και  όλα  αυτά  τα έχασα, τα χάνω  καθημερινά, όχι μόνο  με  τις  αμαρτίες, τις παραβάσεις, αλλά  με την αμαρτία όλων των  αμαρτιών: την  απομάκρυνση της αγάπης μου από  το  Θεό, προτιμώντας την  μακρινή  χώρα από  το  όμορφο  σπίτι  του  Πατέρα.
Η  Εκκλησία  όμως είναι  εδώ παρούσα  για  να μου θυμίζει τι  έχω εγκαταλείψει, τι  έχω  χάσει.
Και, καθώς αναλογίζομαι, βρίσκω  μέσα μου  την  επιθυμία της επιστροφής  και  τη  δύναμη να τη πραγματοποιήσω. Αυτό και  μόνο αυτό, είναι  μετάνοια,  να αποκτήσω ξανά  το  χαμένο σπίτι. «Θα  σηκωθώ  και  θα  πάω στον πατέρα μου και  θα  του  πω. Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό  και  σε σένα, και  δεν είμαι πλέον άξιος  να ονομασθώ  γιος  σου».



Κοντάκιον. Ήχος  γ’. Η  Παρθένος  σήμερον.         
Της πατρώας  δόξης  σου,  αποσκιρτήσας αφρόνως, εν κακοίς  εσκόρπισα, όν μοι παρέδωκας πλούτον· όθεν σοι, την του Ασώτου φωνήν κραυγάζω· Ήμαρτον, ενώπιόν σου Πάτερ οικτίρμον· δέξαι με μετανοούντα, και ποιήσόν  με  ως  ένα των μισθίων σου.


Δεν υπάρχουν σχόλια: