3/1/17

Ο Άγιος Γόρδιος

Ο Μάρτυς Γόρδιος καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και έζησε στην εποχή του βασιλέως Λικινίου (307-323 μ.Χ.). Ήταν αξιωματούχος της  αυτοκρατορικής αυλής.
Ο Γόρδιος, επειδή δεν ανεχόταν να ακούει τις δυσσεβείς διδασκαλίες  και τις  ύβρεις  κατά του Κυρίου, έφυγε και πήγε στα  όρει  και  εκατοικούσε μαζί με τα θηρία. Εκεί  στον έρημο τόπο αναθερμάνθηκε ο πόθος του για τον Χριστό και πήρε θάρρος να κτυπήσει την πλάνη της ειδωλολατρείας. Έτσι κατέβηκε από την έρημο στην πόλη  και ζητούσε να συναντήσει  τον προστάτη της πλάνης. Εισήλθε  λοιπόν  στο θέατρο και με όλη την δύναμη  της φωνής του είπε λόγους υμνηστικούς για τον Χριστό. Με την ηρωϊκή  αυτή  μαρτυρία του ο Γόρδιος έστρεψε την προσοχή  του  πλήθους προς τον εαυτό του. Η παρρησία του όμως αυτή εξέπληξε και εξόργισε τον ειδωλολάτρη άρχοντα· γι’ αυτό και διέταξε να τον θανατώσουν.
Ο Άγιος Γόρδιος  εδέχθηκε χαρούμενος  τον δια ξίφους μαρτυρικόν θάνατο  και  εισήλθε  στην  χαρά του Κυρίου του.


Ἀπολυτίκιο. Ἠχὸς δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.  
Τῷ ζήλῳ τῆς πίστεως, πυρποληθεὶς τὴν ψυχήν, αὐτόκλητος ὥρμησας, ἐν τῷ σταδίῳ σοφέ, καὶ χαίρων ἠγώνισαι· ὅθεν τοῖς ἐξ αὐχένος, ὀχετοῖς τῶν αἱμάτων, ἔσβεσας Ἀθλοφόρε, τῆς κακίας τὴν φλόγα· διό σε ὁ Ζωοδότης, Γόρδιε ἐδόξασε.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.          
Οἱ σοὶ ἱδρῶτες ἔνδοξε, τὴν πᾶσαν γῆν κατήρδευσαν, καὶ τοῖς τιμίοις σου αἵμασι Γόρδιε, τὸν κόσμον ἅπαντα εὔφρανας· ταῖς εὐχαῖς σου θεόφρον, σῶσον πάντας τοὺς πίστει σε ἀναμέλποντας, καὶ τιμῶντας ἀξίως, πανεύφημε ὡς πολύαθλον.


Μεγαλυνάριον
Ἔλιπες στρατείαν τὴν ὑλικήν, καὶ τῇ οὐρανίῳ, πανοπλίᾳ ὀχυρωθεὶς, τὰς ἀντικειμένας, καθεῖλες παρατάξεις, ὡς τοῦ Χριστοῦ ὁπλίτης, ἔνδοξε Γόρδιε.


Δεν υπάρχουν σχόλια: