20/6/16

Ο Όσιος Νικόλαος Καβάσιλας

Ο  Όσιος  Νικόλαος  Καβάσιλας  εγεννήθηκε  στη  Θεσσαλονίκη  κατά  το  1322 ή 1323  και  το πατρικό επώνυμό του ήταν Χαμαετός. Η επιφανής οικογένειά του, προερχόμενη πιθανώς από την Ήπειρο, ανέδειξε πολλές αξιόλογες προσωπικότητες από τον 14ο  αιώνα  και  έπειτα.
Η  Θεσσαλονίκη ήταν αυτή  την  εποχή  «μητρόπολις  της  φιλοσοφίας», όπως  παρατηρεί  ο Όσιος Νικόλαος στο Εγκώμιό του στον Άγιο Δημήτριο, και διακρινόταν για τις αξιόλογες σχολές της. Τούτο  όμως  δεν  απέτρεψε  τον  Νικόλαο  από  το  ν’ αναχωρήσει, έφηβος ακόμη, στην Κωνσταντινούπολη  για  συνέχιση  των  σπουδών του. Στις  σπουδές του  συμπεριέλαβε  τη  ρητορική,  τις  φυσικές  επιστήμες  και  τη  θεολογία.
Κατά  την  έναρξη  του  εμφυλίου  πολέμου  φαίνεται  ότι  ο  Όσιος,  λόγω  νεαρής  ηλικίας,  δεν έλαβε ενεργό μέρος. Το επόμενο όμως έτος (1342) απεφάσισε να επιστρέψει στη γενέτειρά του, όπου ευρέθηκε σε μία διάσπαση  χειρότερη  από  αυτή  της  πρωτεύουσας. Οι ταραχές της Κωνσταντινουπόλεως είχαν δώσει την αφορμή της  κινητοποιήσεως  των δυνάμεων στα  μεγάλα  αστικά  κέντρα.  Στη  Θεσσαλονίκη  οι  ευγενείς  ετάχθηκαν  στο πλευρό του  Ιωάννου  Καντακουζηνού,  ενώ  ο  λαός, συγκινούμενος  πάντοτε  από  το δράμα μιας χήρας  βασίλισσας  και  ενός  ανήλικου  διαδόχου,  των  οποίων  κινδυνεύουν  τα δίκαια, ετάχθηκε με το μέρος του Ιωάννου Παλαιολόγου. Τα αισθήματα  αυτά  του  λαού υπέρ του νομίμου βασιλέως εκμεταλεύθηκαν μερικοί φιλόδοξοι δημοκόποι, οι  οποίοι εχρησιμοποίησαν  τους  Ζηλωτές,  για  να  τον  ξεσηκώσουν  σε  επανάσταση.
Έτσι,  όταν  ο  Καντακουζηνός εζήτησε τη βοήθεια του  αναποφάσιστου διοικητού  της πόλεως Θεοδώρου Συναδηνού, οι Ζηλωτές, με υψωμένο το σύμβολο  του  σταυρού, επαναστάτησαν και μετά τρεις ημέρες σφαγών και  λεηλασιών  κατέλαβαν την  εξουσία τον Ιούλιο του 1342, ενώ ο Συναδηνός  με  1.000  ευγενείς  κατέφυγε  στο  Γυναικόκαστρο.
Η απομόνωση της πόλεως οδήγησε τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της να ζητήσει  συμβιβασμό  με  τον  Καντακουζηνό  και το 1345 στάλθηκε στον  αντιπρόσωπό  του στη Βέροια επιτροπή αποτελούμενη από τον Νικόλαο Καβάσιλα και τον Γεώργιο Φαρμάκη.
Μετά  την  επικράτηση  του  Καντακουζηνού, το 1347, ο Νικόλαος προσκλήθηκε  στην Κωνσταντινούπολη από τον Δημήτριο Κυδώνη, προφανώς κατ’ εντολή του αυτοκράτορος, και έκτοτε αρχίζει το πολιτικό του στάδιο  που  δεν  φαίνεται  να  κράτησε περισσότερο  από  επτά χρόνια. Ο  αυτοκράτορας εξετίμησε τόσο πολύ τις ικανότητες  του νέου,  ώστε  τον  κατέστησε  μαζί  με  τον  Κυδώνη  κύριο  σύμβουλό  του.
Εξ  άλλου,  υπήρχε  η  αγαθή  συγκυρία  ότι  ο  νέος Πατριάρχης  Ισίδωρος  (1347 – 1349)  ήταν ένας  από  τους  πρώτους  διδασκάλους του  στη  Θεσσαλονίκη. Τον Σεπτέμβριο του  1347, μαζί με άλλους συνόδευσε τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά στο ταξίδι του προς  τη Θεσσαλονίκη για την ενθρόνιση, αλλά δεν έγινε δεκτός από τους Ζηλωτές.  Έτσι απεχώρησαν μαζί στο Άγιον Όρος και από εκεί ο Καβάσιλας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.  Είναι  πιθανόν  ότι  αργότερα  συνόδευσε  τον  Καντακουζηνό  κατά την  εκστρατεία  του  που  έθεσε  τέρμα  στην  ανταρσία  των  Ζηλωτών  (1350).
Μετά  το  1354,  ο  Καβάσιλας  ασχολήθηκε με  τα  εκκλησιαστικά  θέματα  στο  πλευρό  του Πατριάρχου Φιλοθέου  (1353 – 1355, 1364 – 1376).  Το  1362,  επέστρεψε  στη  Θεσσαλονίκη, όπου προσπάθησε να θέσει υπό έλεγχο  μέρος  της  περιουσίας του,  που  είχε  απομείνει μετά τις αρπαγές των Ζηλωτών και των Σέρβων.  Μόλις  έφθασε  εκεί,  επληροφορήθηκε τον πρόσφατο θάνατο του πατέρα του, και το επόμενο έτος έζησε το γεγονός του θανάτου του πατέρα του, και το  επόμενο  έτος  έζησε το γεγονός  του  θανάτου  του  θείου του  Νείλου,  Αρχιεπισκόπου  Θεσσαλονίκης. Η  μητέρα του  έπειτα  εισήλθε ως  μοναχή στη  μονή  της  Αγίας  Θεοδώρας.
Δεν  είναι  γνωστό  άν  ο  Όσιος Νικόλαος είχε λάβει  ιερατική χειροτονία, άν και  οι γνώσεις του και ο τρόπος εκφράσεως  στα  δύο  κύρια  συγγράμματά  του  προϋποθέτουν κληρική ιδιότητα. Φυσικά στηρίζεται σε σύγχυση η παλαιά και νέα  άποψη  ότι  διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, οφειλόμενη κυρίως στο γεγονός ότι και ο θείος του Νείλος έφερε ως κοσμικός το όνομα Νικόλαος. Εκείνο  που  πρέπει  να  θεωρηθεί  βέβαιο είναι ότι ήταν μοναχός, πιθανώς από την εποχή της εισόδου της μητέρας του  στο μοναχικό  βίο,  που  συμπίπτει  με  την  επιστροφή  του  στην  Κωνσταντινούπολη  και  τη δεύτερη  άνοδο  του  Φιλοθέου  στον  Πατριαρχικό  θρόνο.  Κατά τα  τελευταία  έτη  του  βίου του  εζούσε  στη  μονή  των  Μαγγάνων  και  εκοιμήθηκε  με  ειρήνη,  περί  το  1392.
Ο  Γεώργιος  Σχολάριος  παρατήρησε  ότι  τα  έργα  του  Οσίου  Νικολάου  Καβάσιλα  είναι ένα στολίδι:  «κόσμος εισί τη  του  Χριστού  Εκκλησίᾳ». Διακρινόταν  δε  για τη γνησιότητα του θρησκευτικού φρονήματος το οποίο προβάλλουν, τη θέρμη και το βάθος της πίστεως.
Το πρώτο από αυτά φέρει τον τίτλο  Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας. Η  Θεία  Λειτουργία για τον Όσιο, όπως για όλη την Εκκλησία, η θυσία του Σώματος του Χριστού, ο δε Χριστός είναι συγχρόνως θύτης, θύμα, προσδεχόμενος. Από αυτό ξεκινά  για  να  τονίσει ότι η Θεία Λειτουργία είναι η βασική οδός για την πνευματική  μεταποίηση  του  κόσμου.

Στο  έργο  Περί  της  εν  Χριστώ  ζωής προσφέρει μία  ανατομία  της  πνευματικής  ζωής, την οποία τοποθετεί στα πλαίσια της Ενανθρωπήσεως, συνεχιζόμενης και επαναλαμβανόμενης  στα  τρία  βασικά  μυστήρια  της  Εκκλησίας. Στο  πρώτο  βιβλίο,  η πνευματική  ζωή  ορίζεται  ως  ζωή  εν  Χριστώ  και  δηλώνεται  ότι  εξαρτάται  από  δύο παράγοντες, τον θείο και τον ανθρώπινο. Η προσφορά του θείου παράγοντος, πραγματοποιούμενη δια των τριών μυστηρίων που αποτελούν επέκταση και πολλαπλασιασμό του ενιαίου μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως, εξετάζεται στα τρία επόμενα  βιβλία, δεύτερο (βάπτισις, λουτρό), τρίτο (χρίσμα, μύρο) και τέταρτο  (θεία ευχαριστία, τράπεζα). Στο πέμπτο βιβλίο, ως παράρτημα, αναπτύσσεται  ο  συμβολισμός των εγκαινίων του ναού και στο πρόσθετο  τμήμα  του  εξηγείται η  αρχή  της  συνεργίας των δύο παραγόντων. Η  προσφορά του ανθρώπου δια της  νοήσεως  και  της  βουλήσεως εξετάζεται στα δύο τελευταία βιβλία,   έκτο και έβδομο.
Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας συνέγραψε και άλλα φιλοσοφικά, ερμηνευτικά και κοινωνικά  κείμενα,  πανηγυρικούς  λόγους,  επιστολές  και  επιγράμματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: