Τα λόγια
τούτα του ψαλμῳδού
βρίσκουν πλήρη την εφαρμογή τους στον
Όσιο Κενδέα τον θαυματουργό, που την μνήμη του
γιορτάζει η Εκκλησία
μας στις 6
του Οκτώβρη.
Με ανυπολόγιστες
τιμές η αγάπη
του Θεού τον στεφάνωσε απ’ τον
καιρό που ζούσε. Μια
σύντομη ματιά στην
ζωή του μας
το βεβαιώνει.
Ο Όσιος
Κενδέας ήταν ένας
από τους Αλαμάνους
αγίους, που ήρθαν στο
νησί μας από την
Παλαιστίνη.
Όταν έφυγε
απ’ την Αλαμανία για τα
Ιεροσόλυμα ήταν μόλις
δεκαοκτώ χρόνων.
Εκεί ασπάστηκε
την μοναχική ζωή και
έφυγε για την
έρημο του Ιορδάνου.
Στο μέρος αυτό σε μία απόκρημνη πλαγιά βρήκε ένα
μικρό σπήλαιο και με
χαρά εγκαταστάθηκε σ’ αυτό και
τρεφόταν με ακρίδες, όπως άλλοτε
κι ο μέγας
πολιστής της ερήμου, ο
Πρόδρομος Ιωάννης.
Στην ίδια
ερημική περιοχή ζούσε τότε
κι ένας άλλος
ασκητής με μεγάλη
φήμη, που είχε τ’ όνομα
Ανανίας.
Σε τούτον
τον ασκητή κάποια
ημέρα έστειλε το δαιμονιζόμενο παιδί του ένας ευγενής άρχοντας, για να του το
θεραπεύσει. Ο Ανανίας
όμως από ταπεινοφροσύνη αρνήθηκε και να συναντήσει το
άρρωστο παιδί και το έστειλε παρακάτω προς τον
Κενδέα.
Ύστερα από αρκετή περιπλάνηση
στα έρημα εκείνα μέρη οι
συνοδίτες του δύστυχου
παιδιού βρήκαν τον Κενδέα, και με παρακλήσεις του ζήτησαν να κάμει
καλά τον άρρωστό τους. Ο
ιερός ασκητής στην
αρχή δεν θέλησε ούτε και ν’
ακούσει την αίτησή τους. Αργότερα όμως μπροστά στις παρακλήσεις τους υποχώρησε, και αφού προσευχήθηκε θερμά, στράφηκε στο άρρωστο
παιδί
και με φωνή
επιβλητική είπε:
— Πνεύμα
πονηρό και ακάθαρτο! Στο όνομα
του
Ιησού Χριστού ο δούλος του
Θεού Κενδέας σε διατάζει να βγεις
από
το άρρωστο παιδί
και να το αφήσεις ήσυχο.
Το πονηρό
πνεύμα υπάκουσε την ίδια στιγμή. Και βγήκε
απ’ το παιδί, χωρίς να το βλάψε ι καθόλου.
Μετά την
θαυματουργική τούτη θεραπεία
ο Κενδέας χειροτονήθηκε
ιερέας και μπήκε σ’ ένα μοναστήρι. Η
ζωή όμως στο μοναστήρι,
δεν ήταν όπως την περίμενε και
έτσι πολύ γρήγορα
ο μακάριος ασκητής έφυγε και γύρισε πάλι
στην έρημο.
Εκεί ένα πρωί τον ξύπνησαν τα κλάματα κάποιου
παιδιού, που ήταν πεταμένο μπροστά στην σπηλιά του. Όταν ο Άγιος βγήκε
να δει τι συμβαίνει,
αντιλήφθηκε, πως το παιδί βασανιζόταν
από πονηρό πνεύμα. Το σπλαγχνίστηκε, και το θεράπευσε.
Το δαιμονόπληκτο παιδί ήταν του
ασκητή Ανανία.
Οι εχθροί
της πίστεως του Χριστού που με
φθονερό μάτι παρακολουθούσαν την πρόοδο των ασκητών στην έρημο εκείνη
περιοχή του Ιορδάνου, άρχισαν να τους
παρενοχλούν. Κι αυτοί,
για να γλιτώσουν, μαζεύτηκαν μία μέρα ὀλοι
στην παραλία και μπήκαν σ’ ένα καράβι
που τους έφερε στο πολύπαθο νησί. Βγήκαν στην περιοχή της Πάφου, γιατί το πλοίο τους
τσακίσθηκε πάνω στους βράχους. Με πολύ κόπο σώθηκαν και
από εκεί σκορπίστηκαν
σε διάφορα μέρη, για να μονάσουν ο καθένας,
όπου θα έβρισκε
τον κατάλληλο χώρο.
Ο Άγιος Κενδέας στην αρχή τακτοποιήθηκε σε μία
καλύβα που έστησε σ’ έναν απόκρημνο βράχο κοντά
στην ακρογιαλιά της
Πάφου. Η ταπείνωση και η γλυκύτητα
της μορφής του τράβηξαν αμέσως
την προσοχή των κατοίκων της περιοχής,
που τον επισκέπτονταν καθημερινά, για ν’ ακούσουν από το στόμα του λόγια παρηγοριάς
και ελπίδας. Οι επισκέπτες έπαιρναν μαζί τους
και αρρώστους, που τους θεράπευε
ο Άγιος με τις
προσευχές του.
Την εποχή αυτή δοκίμασε και τους πιο
πολλούς πειρασμούς από μέρους του μισόκαλου δαίμονα.
Αναφέρουμε μερικούς:
Κάποιο πρωινό,
την ώρα που ο Άγιος
έβγαινε από την καλύβα
του,
ο διάβολος πήρε μορφή
ανθρώπινη και έπεσε στα
πόδια του ζητώντας ευλογία. Ο
Άγιος τρόμαξε τόσο, που έχασε την
ισορροπία και έπεσε στον γκρεμό με το κεφάλι κάτω. Κτύπησε δυνατά, μα δεν έπαθε τίποτα. Τον έσωσε η
χάρη του
Θεού.
Μια άλλη
φορά ο Σατανάς,
παρουσίασε μπροστά στον Άγιο μία όμορφη
γυναίκα που, αφού έπεσε στα πόδια του,
τον παρακαλούσε με δάκρυα να πάει
στο σπίτι της
και να το ευλογήσει. Ο Όσιος στη φαινομενική συντριβή της με συγκίνηση δέχτηκε να πάει. Μόλις όμως έφτασε και μπήκε στο σπίτι
η διεφθαρμένη εκείνη γυναίκα σαν μία «άλλη Πετεφρή» πέταξε από πάνω της τα
ενδύματά της, για να σκανδαλίσει τον Άγιο και να προσβάλει την αγνότητά του.
Τρομερή, αλήθεια, η δοκιμασία. Μα ο Όσιος
σώθηκε και τούτη
την φορά με την
δύναμη της προσευχής.
Κάποια μέρα πάλι ο διάβολος παρέδωσε τον Άγιο στα χέρια ενός σκληρού
κι άγριου λῃστή, που καθημερινά
τον βασάνιζε με διάφορους τρόπους. Πότε τον κτυπούσε, πότε του έκαιε την
καλύβα, πότε του έσχιζε τα ρούχα, πότε τον πετούσε χαμαί. Ο άρχοντας
του τόπου
που σεβόταν πολύ τον Άγιο,
έστειλε
και έπιασαν τον λῃστή
και τον θανάτωσαν.
Τα δείγματα αυτά των πειρασμών μας παρέχουν μία
εικόνα των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν καθημερινά οι ουρανοπολίτες αυτοί
αθλητές από τον άρχοντα του Σκότους. Ένας
συνεχής
αγώνας και μία πορεία για την
κατάκτηση της τελειότητας.
Ένας αγώνας
και μία επίμονη πορεία είναι
και η ζωή
του κάθε πιστού. Μια
πορεία προς την αγιότητα, για την
οποία
είμαστε πλασμένοι.
Στους αγώνες τους
αυτούς οι άγιοι
με τον διάβολο, που κατά τον κορυφαίο Απόστολο Πέτρο, «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα
καταπίη» (Α’ Πέτρ. ε’ 8) βγαίνανε πάντα νικητές.
Με την βοήθεια του όπλου του
Σταυρού και της προσευχής οι
έμπειροι τούτοι αγωνιστές περνούσαν πάνω από τις παγίδες του διαβόλου και νικούσαν.
Με το όπλο του Σταυρού
και την θερμή
προσευχή μπορούμε και εμείς,
της ζωής οι αγωνιστές και μαχητές
να νικήσουμε. Ναι! Μπορούμε να
νικήσουμε, αρκεί μονάχα να το θελήσουμε,
και ν’ αγωνισθούμε με συνέπεια, επιμονή
και υπομονή και πάθος για μία ανώτερη ζωή, που
θα έχει σαν σκοπό της την ασταμάτητη ανάβαση στα σκαλοπάτια
της ενάρετης ζωής.
Αυτόν τον σκοπό έβαλε
κι
ο Άγιος Κενδέας στην ζωή
του.
Γ’ αυτό και η αγάπη του
Θεού τον ελέησε και τον χαρίτωσε, τον εξύψωσε και τον αξίωσε, ώστε και τα
αδύνατα να μπορεί
να τα κάμει δυνατά. Ένα τέτοιο θάμα είναι και
τούτο που έκαμε η Πρόνοια του
Θεού για να ικανοποιήσει τον ευγενικό
του πόθο.
Σ’ ένα χωριό
της επαρχίας Αμμοχώστου έμαθε ο
Κενδέας πως διέμενε ο συνασκητής του Ιωνάς.
Θερμός ο πόθος
άναψε στην ψυχή του να επισκεφθεί
τον φίλο του και ν’
ανταλλάξει μαζί του λόγια
πνευματικής οικοδομής. Ένα πρωί άφησε την καλύβα του και αφού έκαμε την προσευχή του, σταυροκοπήθηκε και
ξεκίνησε. Απ’ τα χωριά που περνούσε οι
χριστιανοί που το μάθαιναν
έτρεχαν κοντά του να τον ιδούν
και να πάρουν την ευλογία του. Πολλοί του έφερναν και αρρώστους. Και ο καλοκάγαθος ασκητής,
τους θεράπευε με την προσευχή του. Όταν έφτασε σ’ έναν τόπο, που είναι γνωστός με τ’ όνομα Μάνδρες της Τραχιάς, κοντά
στο Αυγόρου, ο μακάριος αθλητής βρήκε μία
σπηλιά και κουρασμένος,
όπως ήταν, μπήκε μέσα με την απόφαση να μη ξαναβγεί
από εκεί. Η φλογερή επιθυμία όμως
να συναντήσει τον φίλο
του,
τον βασάνιζε πολύ. Και να!
Μια ημέρα που
ο Άγιος έκαμνε την προσευχή του, ένας
Άγγελος σήκωσε στα χέρια
τον Όσιο Ιωνά και τον
έφερε μπροστά στη σπηλιά του. Οι δυο φίλοι
άγιοι, αφού με βαθιά συγκίνηση
ασπασθήκανε ο ένας τον άλλο «φιλήματι αγίω», δόξασαν τον Θεό για τη
θαυμαστή συνάντηση, και άρχισαν να συνομιλούν για την άπειρη αγάπη Του
και τις αμέτρητες
ευεργεσίες Του.
— Δόξα να έχει
ο Κύριος, έλεγε ο Κενδέας, που με
αξίωσε, αδελφέ μου, να σε ιδώ. Ευλογημένο να είναι
στους αιώνες
το Πανάγιο Όνομά Του.
Σαν του
μιλούσε, και προτού
ακόμη προφθάσει να αποτελειώσει τον λόγο του,
ο φίλος του
Ιωνάς χάθηκε από κοντά του. Ένας άγγελος
τον πήρε και τον
ξανάφερε στη σπηλιά
που ασκήτευε.
Η παράδοξη
αυτή περιπέτεια έβαλε σε πολλές σκέψεις
τον Άγιό μας.
- Μήπως έπεσα θύμα φαντασιοπληξίας,
έλεγε
και ξανάλεγε μόνος του.
Γι’ αυτό, παρά
τον όρκο που έκαμε να μη
ξαναβγεί από την σπηλιά του, ένα
πρωί σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο για το
κελί του φίλου του. Ποθούσε να μάθει την
αλήθεια. Κάποιο δειλινό
έφτασε. Ο φίλος του Ιωνάς σαν τον
είδε,
με ενθουσιασμό του διηγήθηκε
τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίο ο άγγελος
τον είχε μεταφέρει κοντά του.
Οι άγιοι με δάκρυα στα μάτια δόξασαν τον
Θεό και αφού ασπασθήκανε και πάλι ο ένας τον άλλο
«ασπασμόν άγιον» αποχωριστήκανε. Ο Κενδέας ξεκίνησε πάλι
για την σπηλιά
του. Ύστερα από μεγάλη οδοιπορία
έφτασε και έμεινε πια
εκεί, όπου και πέθανε
σε βαθιά γηρατειά.
Ν’ αναφερθούμε σε όλα τα θαύματα του Αγίου
δεν μας είναι
δυνατό. Ωστόσο λέμε, πως όλα τα θαύματά του είναι πράξεις και έργα, τα οποῖα η αγάπη
του
Θεού επιτελούσε μέσον του, ύστερα
από θερμές προσευχές
και δεήσεις. Πολλοί
άρρωστοι βρήκαν την θεραπεία τους από τον Άγιο. Πολλά δαιμόνια έβγαλε από πάσχοντες ανθρώπους. Κάποτε που η
ανομβρία είχε απειλήσει επικίνδυνα τον τόπο ο Όσιος
Κενδέας προσευχήθηκε θερμά στον Θεό,
που άνοιξε τους κρουνούς του
ουρανού και έβρεξε πολύ. Η
διψασμένη γη
χόρτασε, και οι άνθρωποι
ευφράνθηκαν και δόξασαν τον Θεό. Με
την προσευχή και την αγάπη του ο ιερός αυτός αθλητής στάθηκε γενικά προστάτης και πατέρας κάθε πονεμένου και πάσχοντα.
Πόσα δεν πρέπει να μας
πει το παράδειγμά του. Στην εποχή μας
που
ο εγωισμός και η υλοφροσύνη
έκλεισαν τις καρδιές και ο καθένας τόσο από
τους μεγάλους, όσο και
από τους μικρούς
κοιτούν μονάχα το δικό
τους το συμφέρον και την
δική τους ικανοποίηση, το παράδειγμα
του
μεγάλου ασκητή και η φιλανθρωπία
του πρέπει να στέκεται πάντα
μπροστά μας. Για να μας διδάσκει. Να μας ενισχύει. Να μας δείχνει και τον
δικό μας
δρόμο. Και να μας υπενθυμίζει. Να μας
υπενθυμίζει πως και σήμερα μια
θερμή προσευχή και λίγο νερό από το
αγίασμά του είναι αρκετά, για να σκορπίσουν την θεραπεία σε εκείνους που υποφέρουν
από
δερματικές ενοχλήσεις και
ρευματισμούς και νευραλγίες
(τζιεγκές), αλλά και που με
ευλάβεια
και πίστη καταφεύγουν στη χάρη του.
Μ’ ευλάβεια και
πίστη άς πάμε και εμείς να προσκυνήσουμε
στους μεγαλόπρεπους ναούς που φέρουν τ’ όνομά του, και βρίσκονται ο ένας
στο Αυγόρου και
ο άλλος στην πόλη της Πάφου. Είναι
και
οι δύο τα μεγάλα προσκυνήματα, που η
ευσέβεια του λαού μας ανήγειρε
για τον Άγιο. Μα και που
θυμίζουν
σε όλους το μεγάλο
και ιερό καθήκον μας
να τιμούμε τις
άγιες αυτές μορφές.
Ναι! Να τις
τιμούμε. Και με πίστη στην ψυχή και ευλάβεια στην καρδιά να γονατίζουμε
νοερά κάθε φορά
μπροστά στην άγια
εικόνα τους και να
ζητούμε τις ικεσίες τους.
Τις θεοπειθείς προς Κύριον
ικεσίες τους.
Για την
ενότητα του λαού μας.
Την ειρήνευση
της αγίας του Εκκλησίας.
Την επικράτηση
σε αυτή του ορθοδόξου φρονήματος που
είναι το καύχημα
και ο πιο πολύτιμος θησαυρός μας. Κάτι
περισσότερο.
Για τον
φωτισμό και την
μετάνοια όλων μας. Την ειλικρινή μετάνοια
για να έλθει
και πάλι σαν επιστέγασμα και η λύτρωση και η απαλλαγή μας από τα δεινά.
Της σκλαβιάς τα δεινά
και το μίασμα
του βάρβαρου κατακτητή.
Με κραυγή
ισχυρά και συντριβή
ψυχής άς παρακαλούμε κι άς λέμε
στην προσευχή μας:
Τέκνα της Κύπρου,
ευλογημένα. Απόστολοι ευκλεείς και
μάρτυρες ιερείς και θείοι
ιεράρχες. Όσιοι και
δίκαιοι και όλος ο χορός
των αγίων. Το
νησί που αγαπήσατε
και που σ’ αυτό ζήσατε την επίγεια
ζωή σας, στενάζει τούτο τον
καιρό εξαιτίας των
αμαρτιών του λαού μας.
Εχθροί φοβεροί το πάτησαν.
Αρπάζουν και σκοτώνουν χωρίς οίκτο.
Γκρεμίζουν σπίτια και εκκλησίες. Μολύνουν τα
ιερά. Ξαπλώνουν παντού τη συμφορά.
Λυπηθείτέ το... Βοηθήστέ το... Ικετεύσατε σεις τον Κύριο και Θεό μας να το σπλαχνιστεί. Να μας λυπηθεί. Να μας απαλλάξει από τα φοβερά δεινά. Να αξιώσει τα καταδιωγμένα αδέλφια μας να γυρίσουν και πάλι στα χωριά και στα σπίτια τους. Να ξαναδούν οι πονεμένοι τους δικούς τους. Και ακόμη να χαρούμε όλοι την ποθητή λευτεριά μας. Την λευτεριά που σῴζει. Και λεύτεροι στο εξής, με ευγνωμοσύνη στην ψυχή να υμνούμε και να δοξάζουμε το Πανάγιο και υπερύμνητο Όνομα του Θεού μας, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου