«Μετά δε τας ημέρας ταύτας επισκευασάμενοι ανεβαίνομεν εις Ιερουσαλήμ, συνήλθον δε και των μαθητών από Καισαρείας
συν ημίν, άγοντες
παρ’ ω ξενισθώμεν Μνάσων
τινι Κυπρίω, αρχαίω μαθητή» (Πράξ. κα’ 15 –
16).
Δηλαδή,
ύστερα από τις
ημέρες αυτές (που
έμειναν στην Καισαρεία και ο
προφήτης Άγαβος προφήτεψε την
σύλληψη του Αποστόλου,
όταν θα πήγαινε στα Ιεροσόλυμα
για τελευταία φορά), οι
Απόστολοι Παύλος, Λουκάς
και οι σύντροφοί
τους ετοίμασαν τις αποσκευές
τους και ανέβηκαν
στα Ιεροσόλυμα.
Εκεί ήρθαν
και από την Καισαρεία
μερικοί από τους μαθητές και έφεραν
μάλιστα μαζί τους και κάποιον Μνάσωνα, Κύπριο
παλιό μαθητή στο
σπίτι του οποίου
επρόκειτο να φιλοξενηθούν.
Αρχαίος μαθητής!
Να ο επίζηλος
τίτλος,
τον οποίο αυτό
το πνεύμα του
Θεού δια του
Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά
δίνει στον εκλεκτό
Ιεράρχη της Κύπρου, τον
Άγιο Μνάσωνα. Αρχαίο μαθητή
τον ονομάζει.
Τώρα πως ο Μνάσων βρέθηκε στα
Ιεροσόλυμα και είχε μάλιστα
και σπίτι δικό
του, στο οποίο φιλοξενήθηκαν
τόσοι μαθητές, δεν γνωρίζουμε. Από το συναξάρι του μανθάνουμε μόνο πως ο Άγιος
Μνάσων γεννήθηκε στην Ταμασό από γονείς ειδωλολάτρες.
Κάποια φορά,
όταν ήταν πια
μεγάλος, οι γονείς του έστειλαν
αυτόν μαζί με τον φίλο του
Θεωνά στην Ρώμη για να
διευθετήσουν την διαφορά που
υπήρχε μεταξύ των
ειδωλολατρών του Πολιτικού και του χωριού Πέρα ποιος
από τους ψευδώνυμους, ειδωλολατρικούς θεούς, που
είχαν προστάτες ήταν
ο μεγαλύτερος. Στην
Ρώμη οι δυο φίλοι
συνήντησαν μερικούς Αποστόλους εκ
των Εβδομήκοντα οι
οποίοι φαίνεται πως κατέφυγαν
εκεί μετά τον
λιθοβολισμό του Στεφάνου, και
από αυτούς διδάχτηκαν τα περί του Ιησού Χριστού. Τα λίγα που άκουσαν
για την καινούργια
θρησκεία, άναψαν μέσα τους
βαθύ τον πόθο
να γνωρίσουν γι’
αυτήν περισσότερα. Για
τούτο τον λόγο έσπευσαν να συντομεύσουν τον χρόνο της
παραμονής τους στην Ρώμη
και να φύγουν για τα
Ιεροσόλυμα. Το ταξίδι τους είχε έναν σκοπό: Να συναντήσουν εκεί τον
κορυφαίο Απόστολο Πέτρο και τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, για
τους οποίους είχαν
ακούσει πολλά καλά λόγια και να
πληροφορηθούν από το στόμα τους περισσότερα για
το αγαπημένο όνομα του
Ιησού.
Ο ευγενικός πόθος τους, με την βοήθεια του
Θεού, βραβεύτηκε πλούσια
στην Αγία Πόλη. Εδώ οι δυο
φίλοι συναντήθηκαν με τον «ηγαπημένον μαθητήν», τον
Θεολόγο Ιωάννη και από αυτόν άκουσαν καταλεπτώς για όλη την ζωή
και το έργο του Κυρίου. Στο
τέλος, αφού έλαβαν
και το άγιο
βάπτισμα, επέστρεψαν στην
πατρίδα τους την Κύπρο.
Ήρθαν για να
σκορπίσουν και εδώ
το φως του
Χριστού. Να! μια
αληθινή εκδήλωση φιλοπατρίας.
Σαν έφτασαν
στην Κύπρο, με μεγάλη χαρά πληροφορήθηκαν ότι οι Απόστολοι Βαρνάβας, Μάρκος και
Παύλος είχαν έρθει εδώ προ καιρού και ανέλαβαν σκληρή οδοιπορία, για να
φωτίσουν τις σκοτισμένες ψυχές. Με την βοήθεια
του Αγίου Πνεύματος ο
Μνάσων κινήθηκε σε διάφορα
μέρη
να τους συναντήσει. Ένα πρωί
οι κόποι του βραβεύτηκαν. Σ’ ένα σπήλαιο, όπως είδαμε και στον βίο του
Αγίου Ηρακλειδίου, ο Μνάσων συνήντησε τους Αποστόλους μαζί με τον νεοφώτιστο επίσκοπο,
του οποίου ο
«αρχαίος, αυτός, μαθητής»
έσπευσε να γίνει
σύντροφος και βοηθός του.
Από το σπήλαιο
της Ταμασού, στο οποίο εγκαταστάθηκαν στην
αρχή οι δύο
μαθητές και οι συνεργάτες
τους, άρχισαν οι
σωστικές εξορμήσεις με αποτέλεσμα
«ο λόγος ο του Σταυρού» να γίνει σε λίγο καιρό πηγή παρηγοριάς
και ελπίδος για τις αποκαμωμένες
καρδιές. Το φλογερό
κήρυγμα ενισχυόμενο από
το ζωντανό παράδειγμα
μιας αγίας ζωής και τα
πολλά θαύματα πρόσθεταν
κάθε ημέρα και νέες ψυχές
στον αριθμό της πρώτης
Εκκλησίας.
Πλούσια χαρίτωσε
ο Θεός και
τον Άγιο Μνάσωνα
με το θαυματουργικό
χάρισμα. Από το συναξάρι του μανθάνουμε πως κάποια φορά που ο Άγιος βγήκε
από το σπήλαιο όπου έμενε και
πήγε στην πόλη, είχε περάσει από τον
περικαλλή ναό του Ασκληπιού,
που βρισκόταν στο κέντρο της Ταμασού. Στο αντίκρισμα του ναού με τα πλούσια
αγάλματα η ψυχή
του αγίου αγανάκτησε
για το κατάντημα
των συμπατριωτών του, μα και όλου του αρχαίου κόσμου. «Τα
είδωλα των εθνών», ψέλλισε,
«αργύριον και χρυσίον έργα
χειρών ανθρώπων». Κι αφού
κοίταξε με παράπονο
τα λευκά μάρμαρα
του ναού και το
αστραφτερό άγαλμα του
Ασκληπιού, που ήταν
στο μέσο, φώναξε!
-Στο όνομα
του Ιησού Χριστού,
του Υιού και
Λόγου του αληθινού Θεού,
σε διατάζω να πέσεις
και να συντριβείς.
Δεν πρόφτασε να
τελειώσει ο Άγιος και
το θαύμα έγινε.
Το άγαλμα του Ασκληπιού,
αλλά και
ολόκληρος ο ναός γκρεμίστηκαν την
ίδια στιγμή και έγιναν
κομμάτια. Οι ψευδοϊερείς, που βρισκόντουσαν εκεί, και
παρακολουθούσαν τα γενόμενα
με δάκρυα έτρεξαν και κατήγγειλαν
στους Έλληνες ειδωλολάτρες τα όσα είδαν.
Κι αυτοί, έξαλλοι από
ιερή αγανάκτηση, όρμισαν
να συλλάβουν τον
Άγιο και να
τον σκοτώσουν. Μα ο
φλογερός ιεραπόστολος δεν τα έχασε. Με το θάρρος της χριστιανικής πίστεως που
πλημμύριζε την ψυχή του, στάθηκε ατάραχος, κοίταξε κατάματα τα μανιασμένα
πλήθη, και φύσηξε
στο πρόσωπό τους. Μικροί και
μεγάλοι με μιας
σταμάτησαν και άρχισαν να
φωνάζουν με πόνο: «Τα μάτια μας. Το
φως μας. Χάσαμε το φως
μας. Λυπήσου μας, άνθρωπε. Πιστεύουμε στον Θεό σου. Συγχώρησέ μας και
κάνε μας καλά».
Ο Άγιος
στις παρακλήσεις τους
έσπευσε ν’ ανταποκριθεί. Τους ξανάδωσε το
φως τους σφραγίζοντας τον
καθένα με το σημείο του
σταυρού, και ύστερα
τους βάπτισε. Κι ήταν
όλοι κάπου τριακόσιοι. (Ακολουθία Αγίου Μνάσωνος σελ. 16, 1774).
Ένα μεγάλο μέρος
από την υπόλοιπη
ζωή του Αγίου
Μνάσωνος είναι συνδεδεμένο
με την ζωή του
πρώτου επισκόπου της Ταμασού, του Αγίου Ηρακλειδίου.
Μαζί έμεναν στην αρχή. Στο ίδιο σπήλαιο
που χρησιμοποιόταν και
ως ναός. Αργότερα
ο Μνάσων έφτιαξε δικό του κελί,
δίπλα στο κελί του Αγίου Ηρακλειδίου. Όμως μαζί του ιερουργούσε, μαζί του προσευχόταν.
Με προθυμία τον βοηθούσε. Και σε
όλα του ήταν πιστός
και αφοσιωμένος ακόλουθος.
Στο ιεραποστολικό
ταξίδι που ανέλαβε ο Ηρακλείδιος στην Πάφο, ο Μνάσων τον ακολούθησε πρόθυμα και
πολύ του συμπαραστάθηκε στο ιερό έργο.
Αλλά και
στην εκτέλεση θαυμάτων, όπως
αναγράφεται στην ακολουθία του,
καθόλου δεν υστέρησε από
τον Άγιο Δάσκαλό του.
Ο Μνάσων, όπως
αναφέραμε και στον βίο του Αγίου Ηρακλειδίου, ανέστησε την Τροφίμη, την μητέρα
του Αετίου, που
από την βαθιά θλίψη της
για τον θάνατο
του παιδιού της κτύπησε
το κεφάλι στον
τοίχο και έπεσε κάτω
νεκρή.
Κάποια άλλη
φορά ανέστησε απ’ τον τάφο ένα πάλι νεκρό
με αποτέλεσμα τετρακόσιοι ειδωλολάτρες να πιστεύσουν και
να βαπτιστούν την ίδια μέρα.
Έφραξε το στόμα
κάποιου δύστροπου χρεώστη, που μια ημέρα άρπαξε έναν πιστό αδελφό και ζητούσε να τον στραγγαλίσει, για να πάρει πίσω ένα ενέχυρο που
του είχε δώσει. Ο Άγιος
Μνάσων του πήρε το χέρι και με γλυκύτητα του είπε:
Άφησέ τον, παιδί μου, και θα
σου επιστρέψει ό,τι
του έδωκες.
Ο δύστροπος όμως και άνομος
χρεώστης, που
είδε την στιγμή
εκείνη να πλησιάζουν και άλλοι
όμοιοί του, αντί να αφήσει το δυστυχισμένο θύμα του, άρχισε να το πιέζει
περισσότερο και να
βλαστημά τον Κύριο.
Στις ύβρεις
και τις
βλασφημίες του σκληρού
και άδικου Αλέξανδρου — έτσι λεγόταν
ο χρεώστης – ο Όσιος του είπε:
Το άνομο στόμα
σου, που υβρίζει και
βλασφημεί τον δημιουργό, θα
μείνει άλαλο και κλειστό.
Και το χέρι
που επιτίθεται και
ζητά να βλάψει
τον αθώο, θα
ξηρανθεί.
Δεν πρόφτασε να τελειώσει ο Άγιος τα
λόγια του και η τιμωρία
βρήκε τον άνομο
και υβριστή. Ο Αλέξανδρος
έμεινε άλαλος και ξερός.
Το θαύμα κατατρόμαξε
τους παριστάμενους. Μερικοί μάλιστα
έσπευσαν να δηλώσουν πίστη στον Θεό του Αγίου. Ένας απ’ αυτούς ήταν και κάποιος
Γελάσιος που επίστευσε με
όλο τον οίκο
του και βαπτίστηκε.
Το παράδειγμά
του μιμήθηκε και ο Αλέξανδρος. Με δάκρυα
που έτρεχαν και έβρεχαν
τα ενδύματά του ζητούσε με διάφορες κινήσεις το έλεος του Θεού. Ο Άγιος τον
λυπήθηκε. Τον συγχώρησε, τον
θεράπευσε και στο
τέλος τον βάπτισε.
Στην ακολουθία
του Αγίου Μνάσωνος
αναφέρονται και άλλα
θαύματα. Μερικά είναι και τούτα:
«Μίαν των ημερών»
που ο Άγιος ξεκίνησε να πάει
στο χωριό Πέρα,
βρήκε τον ποταμό κατεβασμένο με πολύ νερό. Αφού στάθηκε και είπε μία προσευχή, έκανε
το σημείο του σταυρού και τότε τα νερά στάθηκαν και ο
άγιος πέρασε στην άλλη μεριά σαν τον
προφήτη Ηλία, «αβρόχοις ποσί».
Θεράπευσε
δαιμονισμένους και τυφλούς. Κατέπαυσε τρικυμία
και πρόλαβε ναυάγιο. Σε καιρό ξηρασίας, προσευχήθηκε,
και οι
καταρράκτες του ουρανού
άνοιξαν και έπεσαν ευεργετικές βροχές. Ο Άγιος Μνάσων
διαδέχτηκε στον επισκοπικό θρόνο
της Ταμασού τον δάσκαλο και
προστάτη του, τον Άγιο Ηρακλείδιο. Με την επιμονή και την ατσαλένια θέλησή του,
με το κήρυγμα και τα θαύματά του
η στρατιά των
οπαδών του Χριστού μεγάλωνε
καθημερινά και το
φως της καινούργιας
ζωής απλωνόταν με την δράση
του σ’ όλο το
βασανισμένο νησί.
Το σωστικό έργο
του Αγίου συνεχίστηκε
ως τα βαθιά του
γηρατειά. Όταν πλησίασε
ο καιρός ν’ αφήσει τον κόσμο και να πάει στον ουρανό, κάλεσε κοντά
του τους μαθητές του, και αφού τους έδωκε
χρήσιμες συμβουλές και
τους παρήγγειλε να
μη λυπηθούν, χειροτόνησε αντικαταστάτη
του τον Ροδώνα «ψήφω κοινή» όλων των πολιτών
της Ταμασού.
Τρεις μέρες
μετά τα γεγονότα αυτά, στις 19
του Οκτώβρη, η αγία ψυχή
του ταπεινού και σεμνού
επισκόπου, εγκατέλειψε τα
γήινα και πέταξε
για τον ουρανό.
Στο άκουσμα το θλιβερό του θανάτου
του τα πλήθη
των πιστών προσέτρεξαν
από όλα τα
μέρη, για να αποχαιρετήσουν τον πατέρα τους και να
ασπασθούν για τελευταία φορά το τίμιο λείψανό του. Την ώρα του ασπασμού «τυφλοί
ανέβλεπον, χωλοί περιεπάτουν και
δαίμονες έφευγον από τους ανθρώπους». Οι μαθητές κήδευσαν το άγιο
σώμα «εντίμως και ευλαβώς
πλησίον του Αγίου
Ηρακλειδίου».
Αργότερα ο
σεβασμός των χριστιανών προς
τον μεγάλο αυτόν
Άγιο έστησε λίγο
πέρα από τον τάφο του ένα μοναστήρι,
το οποίο σήμερα δυστυχώς δεν
υπάρχει. Μια μικρή εκκλησία υφίσταται μονάχα από την παλιά
εκείνη δόξα. Μια
εκκλησία που διαλαλεί
τα περασμένα μεγαλεία και
θυμίζει σε όσους
την επισκέπτονται, μια
εποχή σκληρών αγώνων και μαρτυρίων,
για να
έχουμε εμείς σήμερα
το κεφάλι ψηλά και να
καυχώμαστε για την Ελληνική καταγωγή
μας και την ορθόδοξη
πίστη μας.
Το εκτιμούμε όμως αυτό οι τωρινοί κάτοικοι της Νήσου των Αγίων; Αλήθεια! Το εκτιμούμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου